Ο Θ. Κολοκοτρώνης είναι η σημαντικότερη στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία της Επανάστασης του 1821. Για την ευφυΐα, την τόλμη, τη σύνεσή του, αλλά και για τη βαρύτητα του λόγου του, που από νέο τον χαρακτήριζαν, επονομάσθηκε "Γέρος του Μοριά". Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας στις 3 Απριλίου 1770, ενώ η καταγωγή του ήταν από το χωριό Λιμποβίσι της Αρκαδίας. Η οικογένειά του - με γενάρχη τον Τσεργίνη - ανέδειξε πολλούς γενναίους κλεφταρματολούς-αγωνιστές και κατέβαλε βαρύ τίμημα στον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων. Μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης περίπου εβδομήντα Κολοκοτρωναίοι είχαν βρει το θάνατο στον αγώνα κατά των Τούρκων.
Ο πατέρας του Κωνσταντής ήταν μεγάλος κλεφταρματωλός της Μάνης και του Ταϋγέτου. Η μητέρα του καταγόταν από το σόι των Κοστακαίων της Αλωνίσταινας. Tο 1770 είχε συμμετάσχει στην εξέγερση του Μοριά κατά τα Ορλωφικά. Αμέσως μετά, το 1771, ο Κωσταντής ήλθε σε σφοδρή σύγκρουση με τους Τούρκους που είχαν στο μεταξύ εξαπολύσει ανηλεή διωγμό κατά των κλεφταρματολών.
Το 1779, μαζί με τα αδέλφια του Αποστόλη, Γιώργο και Αναγνώστη, συμμετείχε στην εξόντωση των Αλβανών που μάστιζαν την Πελοπόννησο. Το 1780 όμως οι Τούρκοι ξεκίνησαν νέο διωγμό κατά των αρματολών. Ισχυρό στράτευμα υπό τον Καπουδάν πασά Χασάν Τζελαϊδή που ήταν Βεζύρης, Βαλεσής και Σερασκέρης της Ρούμελης, αποβιβάστηκε στο Γύθειο και κατευθύνθηκε κατά της Καστάνιτσας που ήταν ορμητήριο του Κωνσταντή. Ο Κωνσταντής μαζί με τον κλεφταρματολό Παναγιώταρο Βενετσανάκη και τις οικογένειές τους είχαν στο μεταξύ ταμπουρωθεί με 150 παλικάρια στους δύο πύργους τους. Εκεί πρόβαλαν ηρωϊκή αντίσταση για 12 μέρες. Στο τέλος οι πολιορκούμενοι επεχείρησαν απεγνωσμένη έξοδο κατά την οποία σκοτώθηκε ο Κωνσταντής και δυο αδέλφια του. Ο αδελφός του Αναγνώστης και η γυναίκα του μαζί με το μικρό Θεοδωράκη και μια αδελφή του κατάφεραν να διαφύγουν. Μετά το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του πήρε τα παιδιά της και κατέφυγε στο πατρογονικό της στην Αλωνίσταινα. Την ένδοξη εκείνη μάχη θα διηγηθεί αργότερα ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του.
Σε ηλικία 15 χρονών ο Θοδωράκης μαζί με τη μητέρα του εγκαταστάθηκαν στο Άκοβο όπου ζούσε ο θείος του Αναγνώστης. Λίγο μετά και σε ηλικία 15 ετών διορίσθηκε, κάπος στην επαρχία Λεονταρίου. Το 1790 και σε ηλικία 20 χρονών παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου Καρούτσου και έζησε άλλα επτά χρόνια στον Άκοβο, όπου εγκατέστησε το σπιτικό του. Στο μεταξύ εντάχτηκε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και ειδικότερα στο σώμα του Ζαχαριά, όπου γρήγορα διακρίθηκε και έγινε πρωτοπαλίκαρο. Στη συνέχεια συγκρότησε δικό του σώμα και ανέπτυξε πλούσια δράση.
Μετά τους μεγάλους διωγμούς που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι κατά της κλεφτουριάς κατέφυγε το 1810 στη Ζάκυνθο, όπου έμεινε με την οικογένειά του 15 χρόνια και υπηρέτησε στον αγγλικό στρατό σαν ταγματάρχης σε Σύνταγμα Ελλήνων εθελοντών. Η θητεία του αυτή του δίδαξε πολλά για την στρατιωτική τέχνη, τα οποία και εφάρμοσε αργότερα στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Μετά τη διάλυση του Συντάγματος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από το φιλικό Πάγκαλο. Ως απεσταλμένος της στη Μάνη σήκωσε μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις 23 Μαρτίου 1821 τη σημαία της Επανάστασης στην Καλαμάτα και επικεφαλής πολλών άλλων αγωνιστών, την απελευθέρωσε.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα και σε πολλές κρίσιμες καμπές του αγώνα. Χαρακτηριστικά, η νίκη στο Βαλτέτσι το Μάιο 1821 ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη και έσφιξε τον κλοιό της πολιορκίας της Τρίπολης. Η άλωση της Τριπολιτσάς (Σεπτέμβριος 1821), ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του απελευθερωτικού αγώνα και παγίωσε τη θέση των επαναστατών. Η καταστροφή της στρατιάς των 30.000 ανδρών του Δράμαλη πασά στα Δερβενάκια (Ιούλιος 1822), όπου ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε ακόμα και τους χωρικούς μετατρέποντάς τους σε τρομερούς αγωνιστές, εδραίωσε την επανάσταση στο Μοριά. Στις επιχειρήσεις αυτές πρυτάνευσαν η ευφυΐα, η διορατικότητα και η τόλμη του στρατηγικού του μυαλού. Οι επιτυχίες αυτές έμελλαν να τον αναδείξουν στη συνέχεια σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Παράλληλα ο Κολοκοτρώνης άρχισε να συμμετέχει ενεργά και στην πολιτική, αφού εκλέχτηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έγινε αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο.
Στη δύσκολη περίοδο του Εμφύλιου πολέμου ο Κολοκοτρώνης πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, μακριά από προσωπικές φιλοδοξίες και έχοντας πάντα σαν κεντρική του επιδίωξη την ομόνοια και ενότητα μεταξύ των Ελλήνων. Παρ' όλα αυτά όμως έγινε στόχος μεθοδεύσεων και ραδιουργιών από την πλευρά μερικών κοτζαμπάσηδων και πολιτικών και τελικά δεν απέφυγε τις διώξεις και τη φυλάκιση. ΄Έσι, κατά την Β΄ Εθνοσυνέλευση το Μάρτιο-Απρίλιο του 1823 στο Άστρος, όπου και εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς, αποφασίστηκε μεταξύ άλλων η κατάργηση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ψυχή της οποίας ήταν ο Κολοκοτρώνης, αλλά και του βαθμού του αρχιστρατήγου τον οποίο έφερε ο ίδιος. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε μείωση του φυσικού αρχηγού των στρατιωτικών σωμάτων και σηματοδότησε τη ρήξη ανάμεσα στο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του Εκτελεστικού, και τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος παραιτήθηκε από αντιπρόεδρος. Στις 16 Νοεμβρίου του 1823 οπαδοί του διέλυσαν το Βουλευτικό.
Στη συνέχεια πολλά μέλη του που ήταν αντίθετοι στον Κολοκοτρώνη κατέφυγαν στο Κρανίδι, όπου όρισαν νέα κυβέρνηση υπό τον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη. Έτσι, στις αρχές του 1824 υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, μία στην Τριπολιτσά υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και η άλλη υπό τον Γ. Κουντουριώτη στο Κρανίδι. Το Μάρτιο του 1824 οι κυβερνητικοί στράφηκαν εναντίον των στρατιωτικών, κατέλαβαν την Ακροκόρινθο και την Τριπολιτσά και άρχισαν να πολιορκούν το Ναύπλιο το οποίο υπεράσπιζε ο Πάνος, γιος του Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβανόμενος ότι οι εξελίξεις απέβαιναν σε βάρος του ήλθε σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και παρέδωσε το Ναύπλιο με αντάλλαγμα τη χορήγηση αμνηστίας. Έτσι τελείωσε η πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου.
Η εμφύλια διαμάχη έμελλε όμως να συνεχισθεί, καθώς και οι δύο παρατάξεις (υπό τον Κουντουριώτη, από το ένα μέρος, και τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαΐμη από το άλλο) επεδίωκαν να εξασφαλίσουν ηγετικό ρόλο στις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Η μία πλευρά υπό τον Κολοκοτρώνη, τον Λόντο και το Ζαΐμη (που ήταν αρχικά αντίπαλοι του Γέρου) είχε την υποστήριξη πολλών Πελοποννήσιων στρατιωτικών και πολιτικών, ενώ με τον Κουντουριώτη συντάχθηκαν οι Ρουμελιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες οπλαρχηγοί. Η άρνηση ορισμένων περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν στην κυβέρνηση φόρο αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη της δεύτερης φάσης του εμφυλίου κατά την οποία σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου. Η άνανδρη δολοφονία του γιου του Πάνου, κλόνισε σοβαρά τον Κολοκοτρώνη, που αποφάσισε να παραδοδεί στις αρχές του Δεκεμβρίου του1824. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας μαζί με τους Δεληγιανναίους και τον Νοταρά.
Με τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Ακρόπολη των Αθηνών από ανθρώπους του Γκούρα τερματίζεται η εμφύλια διαμάχη, αλλά η επανάσταση βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο από την επέλαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο. Μετά την ηρωική θυσία του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, και ενώ δρόμος για την Τριπολιτσά ήταν πλέον ανοιχτός για τους εισβολείς, ο Κολοκοτρώνης πήρε αμνηστία από την Κυβέρνηση. Όμως η πρωτεύουσα του Μοριά έπεσε στα χέρια του Ιμπραήμ στις 11 Ιουνίου του 1825, παρά τις προσπάθειες του Γέρου και των άλλων οπλαρχηγών να τον συγκρατήσουν. Στην κρίσιμη αυτή καμπή της επανάστασης ο Γέρος του Μοριά προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τον αγώνα, παρενοχλώντας τον εχθρό, στρατολογώντας αγωνιστές και φροντίζοντας για την επιμελητεία.
Επιστρέφοντας στην Πελοπόννησο μετά την επιδρομή του στην Στερεά Ελλάδα, ο Ιμπραήμ προσπάθησε να εξαφανίσει τις επαναστατικές εστίες που απέμεναν στο Μοριά. Ο Κολοκοτρώνης τότε εφάρμοσε τακτική ανταρτοπόλεμου, προξένησε μεγάλες απώλειες στο στρατό Ιμπραήμ φέρνοντάς τον σε δύσκολη θέση. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, όταν ο Αιγύπτιος πασάς άρχισε να πυρπολεί τα χωριά και τους αγρούς αναγκάζοντας τους κατοίκους να δηλώσουν υποταγή μπροστά στον κίνδυνο του λιμού (να "προσκυνήσουν"), ο Γέρος του Μοριά εξαπέλυσε τα παλικάρια του στα χωριά που δήλωσαν υποταγή και πότε με το καλό πότε με τη βία κατάφερε να κρατήσει τη φλόγα της επανάστασης. Τα λόγια του ήχησαν τότε χαρακτηριστικά: “Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην περιουσία και το λαιμό εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους !”. Και στα απομνημονεύματά του μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά : "Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου".
Παρά τα ρωσόφιλά του αισθήματά ο Κολοκοτρώνης πάντα πίστευε πως οι Έλληνες έχουν χρέος να πολεμήσουν μόνοι τους για την Ανεξαρτησία τους χωρίς τη βοήθεια των ξένων. Αντιμετώπιζε με δυσπιστία την ανάμειξή των ξένων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος, θεωρώντας πως γινόταν πρώτιστα για την εξυπηρέτηση τα ιδικών τους συμφερόντων. Από την άλλη πλευρά, εμφορούμενος από μεγάλη μεγαλοψυχία, συγχώρησε τους εχθρούς του, ακόμα και εκείνους που ευθύνονταν για το θάνατο συγγενών του και του γιου του.
Με την έλευση του Καποδίστρια ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε ένθερμα υπέρ της πολιτικής του αν και διαφωνούσε με τον αυταρχικό τρόπο της εφαρμογής της. Επίσης πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα. Με την έλευση όμως του τελευταίου (30-1-1832) έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων με προεξάρχοντα τον Ι. Κωλέττη και αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα από τους Βαυαρούς που δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν τη φιλοκαποδιστριακή του τοποθέτηση. Η σκευωρία που εξυφάνθη εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, το γιο του Γενναίο, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνομωσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά Όθωνα και της κυβέρνησης. Παρά τη γενναία στάση των δύο δικαστών Α. Πολυζωϊδη και Γ. Τερτσέτη, καταδικάσθηκε μαζί με τον Πλαπούτα σε θάνατο και φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 63 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη. Τον Μάιο του 1835 μετά την ενηλικίωση του Όθωνα έλαβε χάρη και αποφυλακίσθηκε, εξουθενωμένος από τις άθλιες συνθήκες της φυλακής και τις ταπεινώσεις και σχεδόν τυφλός. Τα μετέπειτα χρόνια ο Γέρος του Μοριά έζησε στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπου ευτύχησε να γνωρίσει τη γενική αναγνώριση για την προσφορά του στον αγώνα. Έλαβε το βαθμό του στρατηγού, διορίσθηκε σύμβουλος Επικρατείας, τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, ορίσθηκε μέλος της επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών και στάθηκε πιστός σύμβουλος του Όθωνα. Φύσει ανιδιοτελής όμως, ποτέ δεν επεδίωξε προσωπικά οφέλη και ανταλλάγματα.
Κατά την περίοδο αυτή γράφτηκαν τα απομνημονεύματά του από το Γεώργιο Τερτσέτη καθ' υπαγόρευση του ίδιου του Κολοκοτρώνη με τον τίτλο "Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836". Τα απομνημονεύματα αυτά εκδόθηκαν το 1846 και αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία και ιστορική πηγή για τον επαναστατικό αγώνα.
Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 από εγκεφαλική συμφόρηση, αμέσως μετά το γάμο του μικρότερου γιου του Κολίνου και ετάφη στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. Φτωχός από υλικά αγαθά, αλλά πλούσιος από την αγάπη του απλού λαού και ευτυχής που πρόλαβε να δει την αγαπημένη του πατρίδα ελεύθερη. Μιας πατρίδας για την οποία αγωνίσθηκε σκληρά. Με αυταπάρνηση, μεγαλοψυχία, ήθος, όραμα και πίστη.
Στις 10 Οκτ. 1930 τα οστά του διακομίσθηκαν στο Μνημείο των Προκρίτων, δίπλα στην πλατεία Άρεως της Τρίπολης, για να τοποθετηθούν αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1993, σε ειδική κρύπτη στη βάση του ανδριάντα του, που τον αναπαριστά πάνω στο άλογό του και που αναγέρθηκε στο κάτω μέρος της πλατείας.
Σήμερα εκεί, στην πολυσύχναστη και ζωντανή αυτή πλατεία, οι διαβάτες και οι περιπατητές αμέριμνα προσπερνούν δίπλα από το μνημείο. Και γύρω του και κάτω του, μικρά παιδιά παίζουν ανέμελα τις Κυριακές. Αλλά υπάρχουν στιγμές, που από τα περήφανα βουνά του Μαινάλου που φαίνονται αντίκρυ, μια αύρα ανάλαφρη φυσσά. Μαζί μ' ένα τραγούδι:
“Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά, κι ο ήλιος στα λαγκάδια,