Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Η Ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.

Μετά την οριστική συντριβή των Γερμανών και το τέλος του πολέμου, η Ελλάδα, ούσα με την πλευρά των νικητών, πήρε πάλι τα εδάφη που είχαν καταπατήσει οι Βούλγαροι και προσάρτησε τα Δωδεκάνησα που κρατούσαν μέχρι τότε οι Ιταλοί. Η ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα αποφασίστηκε στο Παρίσι από το Ανώτατο Συμβούλιο των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Ηνωμένων Πολιτειών, Γαλλίας και ΕΣΣΔ) και επικυρώθηκε με την Ελληνοϊταλική Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφηκε το Φεβρουάριο του 1947 στο Παρίσι.
Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, οι βρετανικές στρατιωτικές Αρχές μεταβίβασαν τη διοίκηση των νησιών στην Ελλάδα. Η επίσημη τελετή της ένωσης έγινε στις 7 Μαρτίου 1948 πανηγυρικά και μέσα σε άκρατο ενθουσιασμό των κατοίκων της Δωδεκανήσου και πολλών άλλων Ελλήνων που βρέθηκαν εκεί για να ζήσουν την ιερή εκείνη στιγμή. Τα νησιά, έχοντας γνωρίσει την κατοχική μπότα πολλών κατακτητών, αποτέλεσαν το τελευταίο τμήμα που οριστικά ενώθηκε με τη Μητέρα Ελλάδα την 31η Μαρτίου 1947.
 
Ιταλοτουρκικός Πόλεμος και κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς
Επετειακό γραμματόσημο για την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα.

Ο Ιταλοτουρκικός Πόλεμος που ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 1911 είχε ως κύριο σκοπό την κατάληψη της Τριπόλεως και της Κυρηναϊκής Χερσονήσου από τους Ιταλούς. Η ιταλική κυβέρνηση, βλέποντας το συνεχή ανεφοδιασμό των τουρκικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία, αποφάσισε να καταλάβει τα Δωδεκάνησα, ώστε να κόψει τους δρόμους επικοινωνίας και να ωθήσει την τουρκική κυβέρνηση στην υπογραφή Συνθήκης Ειρήνης. Επίσης, η κατάληψη της Δωδεκανήσου ίσως να ήταν το αντιστάθμισμα για την ικανοποίηση της κοινής γνώμης μετά από την αποτυχημένη εκστρατεία των Ιταλών στην Κυρηναϊκή.
Η κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς ήρθε σε μια στιγμή που ο ελληνικός πληθυσμός των νησιών υπέφερε από την άνοδο των Νεότουρκων το 1908, οι οποίοι κατήργησαν το ειδικό προνομιακό καθεστώς που ίσχυε μέχρι τότε. Έτσι, οι αποβατικές ιταλικές δυνάμεις, χωρίς σημαντική αντίσταση των Τούρκων και με την ενθουσιώδη συμπαράσταση του ελληνικού πληθυσμού, εισήλθαν στην πόλη της Ρόδου στις 22 Απριλίου και, στις 4 Μαΐου του 1912, ύψωσαν την ιταλική σημαία στο φρούριό της. Το αποτέλεσμα ήταν οι κάτοικοι, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν Έλληνες, να συνταχθούν με ενθουσιασμό στην πλευρά των Ιταλών.
Η κατοχή της Δωδεκανήσου (1912-1943) από τους Ιταλούς, από την κατάληψή της μέχρι και την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης το 1923, χαρακτηρίζεται από την κυρίως στρατιωτική διοίκηση των νησιών και τη διατήρηση των προνομίων που ίσχυαν από την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας.
29 Μαρτίου 1947: Άφιξη του αντιναύαρχου Περικλή Ιωαννίδη στο αεροδρόμιο Καλάθου της Δωδεκανήσου.
Οι Δωδεκανήσιοι, σχεδόν αμέσως μετά την κατάληψη των νησιών από τους Ιταλούς, εξέλεξαν αντιπροσώπους για την εκτίμηση της κατάστασης όπως είχε ήδη διαμορφωθεί. Οι αντιπρόσωποι συνήλθαν σε συνέδριο στην Πάτμο στις 4 Ιουνίου 1912 και εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο διακήρυσσαν την απόφασή τους να υπομείνουν κάθε θυσία για να μην επανέλθουν υπό τουρκική κυριαρχία, τόνιζαν τον προαιώνιο πόθο να ενωθούν με την Ελλάδα, προκήρυσσαν την αυτονομία και αυτοδιοίκησή τους, καθόριζαν πως το σύνολο των νησιών αποτελούσε την Πολιτεία Αιγαίου, για την οποία ζητούσαν γενική αναγνώριση και προστασία, ενώ ανέβαλλαν την εκλογή ανώτατου άρχοντα για καταλληλότερο χρόνο. Ο πρώτος στρατιωτικός διοικητής της Ρόδου, Ameglio, δεν δέχτηκε το ψήφισμα που προσπάθησε να του δώσει η επιτροπή. Κοινοποιήθηκε όμως στις Μεγάλες Δυνάμεις και κινητοποίησε τα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης που αντιμετώπισαν θετικά το αίτημα των κατοίκων της Δωδεκανήσου.
Η κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς προβλήθηκε από τις στρατιωτικές Αρχές κατοχής στο σχεδόν κατεξοχήν ελληνικό πληθυσμό ως προσωρινή και κυρίως ωθούμενη από τα γεγονότα του Ιταλοτουρκικού Πολέμου. Οι αρμόδιοι ιταλικοί παράγοντες διαβεβαίωναν τους Έλληνες για την προσωρινότητα της κατοχής τόσο με προκηρύξεις όσο και με διαβεβαιώσεις στους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς παράγοντες των νησιών. Ο Ameglio υποσχόταν σεβασμό της θρησκείας, των εθίμων και των παραδόσεων με προκήρυξή του προς το λαό της Ρόδου, ενώ σε συνάντηση που είχε με τη Δημογεροντία της Ρόδου, καθώς και με το Μητροπολίτη Βενιαμίν, υποσχόταν αυτόνομο πολίτευμα. Οι διαβεβαιώσεις όμως αυτές και οι υποσχέσεις ήταν σκόπιμες για να παραπλανηθεί ο δωδεκανησιακός λαός, ώστε να αποφευχθούν αναταραχές. Η πολιτική της ιταλικής κυβέρνησης ήταν από την αρχή η διεθνής αναγνώριση της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων και η ολοκληρωτική προσάρτησή τους στο ιταλικό βασίλειο.
Μικρασιατική Καταστροφή και η Συνθήκη της Λοζάνης
Ο Μικρασιατικός Πόλεμος ανέτρεψε την έως τότε διαμορφωμένη κατάσταση. Η καταστροφή που επακολούθησε, και το αποτέλεσμά της, η υπογραφή δηλαδή της Συνθήκης της Λοζάνης στις 24 Ιουλίου 1923, αποτέλεσε σταθμό στην εξωτερική πολιτική της χώρας και των εθνικών μας διεκδικήσεων, μεταβάλλοντας οριστικά το τοπίο για τα ελληνικά συμφέροντα και τις εδαφικές μας επιδιώξεις, ενώ η διαπραγματευτική καθώς και η οικονομική ισχύ της χώρας χειροτέρεψε. Η Τουρκία παραιτήθηκε επισήμως των δικαιωμάτων της στα Δωδεκάνησα με τα άρθρα 15 και 16 της Συνθήκης της Λοζάνης, ενώ δεν προέβαλε αξιώσεις στα Δωδεκάνησα και κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο προσπαθούσε να κρατήσει ουδέτερη στάση. Η Ιταλία, με τη Συνθήκη της Λοζάνης, οριστικοποίησε την κυριαρχία της στα Δωδεκάνησα, ενώ ο Βενιζέλος την περίοδο αυτή ουσιαστικά αναγνώρισε το καθεστώς της Δωδεκανήσου και έπαψε να ανακινεί το ζήτημα. Φρόντισε όμως να αποσαφηνίσει τους τίτλους υπέρ της ελληνικότητάς της, ώστε να διευκολύνει μελλοντικές διεκδικητικές κινήσεις.
Η δεύτερη περίοδος κατοχής, που άρχισε με τη Συνθήκη της Λοζάνης, χαρακτηρίζεται από την πλήρη προσάρτηση ως κτήση του ιταλικού κοινοβουλίου και την ονομασία τους «Ιταλικά Νησιά του Αιγαίου» (Possedimenti Italiani dell’Egeo) και πλήρη κυριαρχία (de jure) της Δωδεκανήσου από την Ιταλία. Η σχεδόν ταυτόχρονη άνοδος του φασισμού στην Ιταλία τον Οκτώβριο του 1922 σίγουρα έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διοίκηση των νησιών, η οποία πλέον μετατράπηκε σε πολιτική με διορισμένο κυβερνήτη τον Mario Lago (1924-1937). Μετά το Σύμφωνο της Ελληνοϊταλικής Φιλίας, οι υποσχέσεις του Mussolini παραβιάστηκαν αμέσως με διάταγμα που επέβαλλε αναγκαστική δήμευση στις ακαλλιέργητες εκτάσεις των νησιών, ενώ με νομοθετικό διάταγμα της 28ης Αυγούστου 1924 απόλυτος άρχοντας της Δωδεκανήσου γινόταν ο γενικός διοικητής Ρόδου και των άλλων νησιών του Αιγαίου. Τα διατάγματα του γενικού διοικητή είχαν ισχύ νόμου και δεν εφεσιβάλλονταν στο Ιταλικό Συμβούλιο της Επικρατείας παρά μόνο στον Ιταλό βασιλιά, την ιταλική κυβέρνηση ή το υπουργείο Εξωτερικών.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
31 Μαρτίου 1947: Ο λαός της Δωδεκανήσου με επικεφαλής το δήμαρχο Ρόδου γονυκλινής και με δάκρυα στα μάτια παρακολουθεί την πρώτη έπαρση της κυανόλευκης στο βωμό της πατρίδας μετά από 630 χρόνια σκλαβιάς.
Σχεδόν αμέσως μετά την ολοκληρωτική κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ε. Τσουδερό συνέταξε και επέδωσε στο βασιλιά Γεώργιο απόρρητο υπόμνημα περί των διεκδικήσεων της Ελλάδας, το οποίο καθόριζε τη διπλωματική δράση και τη χάραξη των εθνικών επιδιώξεων, δυναμικά προσαρμοσμένων στις δραματικές συγκυρίες του πολέμου και στις μελλοντικές προοπτικές της ειρήνης. Κύρια παράμετρος του υπομνήματος, εκτός από τη συνέχιση του αγώνα ως εθνικής επιταγής αλλά και ως μέσου ενίσχυσης του ελληνισμού, ήταν η προαγωγή των εθνικών αιτημάτων για τη Δωδεκάνησο, την Κύπρο και τη Βόρειο Ήπειρο.
Η προοπτική για οριστική επίλυση του Δωδεκανησιακού Ζητήματος διαγράφηκε περισσότερο ελπιδοφόρα από την εξέλιξη του Βορειοηπειρωτικού και του Κυπριακού στα χρόνια του πολέμου. Θετικό γεγονός αποτέλεσε προς την κατεύθυνση αυτή η στάση των Βρετανών, που, παρότι θα αποκρύψουν την πρόθεσή τους να στηρίξουν την ελληνική διεκδίκηση, καθώς ακολουθούσαν την πάγια τακτική να αποφεύγουν κάθε δέσμευση σε θέματα εδαφικών μεταβολών, δεν θα φανούν διατεθειμένοι να συνδέσουν τη μελλοντική τύχη της Δωδεκανήσου με διπλωματικές ή επιχειρησιακές σκοπιμότητες. Όταν πράγματι, το Δεκέμβριο του 1941, ο Στάλιν εισηγήθηκε στον Ήντεν την παραχώρησή τους ως μέσου προσεταιρισμού της Τουρκίας, η αντίδραση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών θα είναι, με τη σύμφωνη γνώμη και της Ουάσιγκτον, άμεση και αποφασιστική: τα νησιά κατοικούνται κυρίως από Έλληνες και ο σύμμαχος ελληνικός λαός προσβλέπει σταθερά στην απόκτησή τους. Αλλά και όταν ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την πολεμική έξοδο της Τουρκίας, διατυπώσει ωμά την 4η Απριλίου 1943 σε υπηρεσιακό σημείωμα την επιθυμία να της προσφερθεί η Ρόδος εκφράζοντας την άποψη της ιεραρχίας του Φόρεϊν Όφις, θα αντιτείνει: Η ιστορική παράδοση και το εθνικό αίσθημα των κατοίκων της Δωδεκανήσου είναι ελληνικά, η κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός συμπαραστάτες της Αγγλίας στον αγώνα κατά του Άξονα, εμμένουν σταθερά στη διεκδίκησή τους, η οποία είναι και ισχυρά θεμελιωμένη. Εξάλλου, η επιθυμία και η δυνατότητα των Τούρκων να αποβλέψουν σε μια εδαφική προσάρτηση είναι αμφίβολες και μια ανάλογη πρωτοβουλία θα διατάρασσε και πάλι τις φιλικές ήδη ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η σύνταξη του πρωθυπουργού με την άποψη του υπουργού Εξωτερικών σηματοδοτεί τον αταλάντευτο πλέον προσανατολισμό του Λονδίνου στη μελλοντική απόδοση των νησιών στην Ελλάδα.
Από την πλευρά της Τουρκίας ξεκαθαρίζεται ότι δεν ενδιαφέρεται ούτε προβάλλει διεκδικήσεις στη Δωδεκάνησο (από τα Πρακτικά της συνομιλίας Τσουδερού - Ενίς Ακαγιέν, 28 Σεπτεμβρίου 1943).
Οι Βρετανοί όμως, παρότι δεν είχαν καμία επιφύλαξη για την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, ακολουθούσαν την πάγια τακτική των ίσων αποστάσεων και της αποφυγής των εδαφικών υποσχέσεων πριν τη λήξη του πολέμου, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ανησυχία στην ελληνική κυβέρνηση αρκετές φορές. Το Λονδίνο, ήδη από το 1943, επεξεργαζόταν σχέδια για το θέμα της προσωρινής διακυβέρνησης των νησιών μετά την απελευθέρωση. Η ελληνική κυβέρνηση, από το 1942, είχε ζητήσει, εκτός από τη συμμετοχή της στη διοίκηση των νησιών, να συμμετέχει και στη στρατιωτική απελευθέρωσή τους με αίτημα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου στο Βρετανό υπουργό Μέσης Ανατολής. Οι ελληνικές ελπίδες δεν ευοδώθηκαν, καθώς οι Βρετανοί αρνήθηκαν εκτός από τη συνδιοίκηση και τη στρατιωτική συμμετοχή στην απελευθέρωση της Δωδεκανήσου. Ο αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής, το Σεπτέμβριο του 1943, παρά τις προτάσεις των Αρχηγών των Σωμάτων υπέρ της χρήσης ελληνικού στρατού, είχε σοβαρές αντιρρήσεις με το σκεπτικό ότι αυτό θα δυσκόλευε τις σχέσεις με τους Ιταλούς, στη βοήθεια των οποίων στηριζόταν για την απελευθέρωση των νησιών. Τελικά όμως το Φόρεϊν Όφις ενέκρινε τη συμμετοχή του Ιερού Λόχου στις επιχειρήσεις και το διορισμό ενός Έλληνα συμβούλου στο μελλοντικό Βρετανό διοικητή.
Άποψη της παρέλασης της 7ης Μαρτίου.
Η βρετανική τοποθέτηση συντέλεσε στην αποθάρρυνση των τυχόν απαιτήσεων που θα μπορούσε να προβάλει η Τουρκία προς την κατεύθυνση της διεκδίκησης των νησιών. Η στάση της Τουρκίας όμως προσδιοριζόταν και από την πρωταρχική της επιθυμία να ασφαλίσει τον εδαφικό της χώρο και δεν επιθυμούσε την εμπλοκή σε διεκδικητικούς αγώνες για εδάφη όπου δεν επικρατούσε το μουσουλμανικό στοιχείο. Η ρητή παραίτηση της Τουρκίας από κάθε δικαίωμα και τίτλο στα νησιά με τη Συνθήκη της Λοζάνης δεν μπορεί να θεωρηθεί προϊόν καταναγκασμού, καθώς η Τουρκία αντιμετώπιζε τους νικητές από θέση ισχύος μετά τη νίκη της στο Μικρασιατικό Πόλεμο, αλλά μάλλον ως απόρροια των κανόνων μιας νέας διπλωματικής στρατηγικής. Εξάλλου, μετά την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, η Τουρκία είχε ήδη συμφιλιωθεί με την ιδέα της προσάρτησης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα και προέκρινε την ελληνική από κάθε άλλη ξένη κυριαρχία, ιδιαίτερα «ιμπεριαλιστικής» Μεγάλης Δύναμης.
Ιταλοκρατία 31 Μαρτίου 1947: Η εκκίνηση της πομπής της Σημαίας από το Δημαρχείο.
Η διοίκηση των νησιών άλλαξε το 1937 με την τοποθέτηση ως διοικητή των νησιών τον Cesare Maria De Vecchi, ενώ με διάταγμα της 22ης Νοεμβρίου 1936 διευρύνθηκαν οι εξουσίες του γενικού διοικητή που αποκτούσε πλέον πλήρεις στρατιωτικές και πολιτικές εξουσίες σε τέτοιο βαθμό, που οι ιταλικοί μητροπολιτικοί νόμοι δεν ίσχυαν και δεν εφαρμοζόταν στα Δωδεκάνησα, εκτός αν αυτό προβλεπόταν με ρητή διάταξή τους ή γινόταν επέκταση της ισχύος τους και στα νησιά με απόφαση του διοικητή. Γενικά την περίοδο αυτή καταργήθηκαν όλα τα προνόμια της Τουρκοκρατίας. Οι ντόπιοι έπαψαν να συμμετέχουν στη διοικητική και δικαστική εξουσία, επίσημη γλώσσα καθορίστηκε η ιταλική. Οι δήμαρχοι έπαψαν να εκλέγονται από το λαό αλλά διορίζονταν από το γενικό διοικητή και ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, αφαιρέθηκαν από αυτούς τα προνόμια του ειρηνοδίκη, του ληξιάρχου και του συμβολαιογράφου, ενώ οι πράξεις του δημοτικού συμβουλίου υπόκειντο στην έγκριση του διοικητή. Τα μεικτά και εκκλησιαστικά δικαστήρια καταργήθηκαν και οι υποθέσεις τους πέρασαν στη δικαιοδοσία των ιταλικών τακτικών δικαστηρίων, ενώ ήδη από το 1942 εισήχθη στο σύνολό του ο νέος ιταλικός κώδικας. Μετά από τo 1937 ο De Vecchi πήρε σκληρά μέτρα για τον πλήρη εξιταλισμό της Παιδείας, απαγορεύτηκε η ελληνική γλώσσα και γενικεύτηκε η διδασκαλία και η χρήση της ιταλικής.
Το πέρασμα των Ιταλών από τα Δωδεκάνησα άφησε τα ίχνη του στο δομικό τους περιβάλλον. Τα περισσότερα κτίρια της Τουρκοκρατίας γκρεμίστηκαν, ενώ κατασκευάστηκαν μεγάλα έργα, κυρίως όμως για την εξυπηρέτηση των Ιταλών πολιτών, της τουριστικής ανάπτυξης και του στρατού και όχι για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του ντόπιου πληθυσμού – με κύριο χαρακτηριστικό την «ιταλοποίηση» των νησιών. Το αποτέλεσμα ήταν δεκάδες χιλιάδες Δωδεκανήσιοι να πάρουν το δρόμο της ξενητιάς και να εγκατασταθούν στην Αυστραλία, την Αίγυπτο, την Ελλάδα, τις ΗΠΑ, τη Νότια Αμερική, την Αιθιοπία και αλλού. Το Σεπτέμβριο του 1943 και ενώ ο Mussolini είχε χάσει την εξουσία την 25η Ιουλίου του ίδιου έτους, η Ιταλία δεν μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο μετά από συνεχείς ήττες και έτσι αναγκάστηκε να υπογράψει ανακωχή με τους συμμάχους. Οι Γερμανοί έγιναν γρήγορα κύριοι των νησιών καταλαμβάνοντας τη Ρόδο και την Κάρπαθο. Με την κατάρρευση, πολλοί Ιταλοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στις μάχες, σε ναυάγια και εκτελέσεις. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής ήταν επίσης δύσκολα για τους κατοίκους της Δωδεκανήσου με πολλές εκτελέσεις και πείνα.
Απελευθέρωση της Δωδεκανήσου από τους Γερμανούς – Βρετανική Κατοχή
Νεαρά κορίτσια παρελαύνουν κατά τη διάρκεια της Τελετής Ενσωμάτωσης.
Στην απελευθέρωση της Δωδεκανήσου από τους Γερμανούς έλαβε μέρος και έπαιξε σημαντικότατο ρόλο ο Ιερός Λόχος με διοικητή το συνταγματάρχη Χ. Τσιγάντε. Η ηρωική δράση της μαχητικής αυτής μονάδας του ελληνικού στρατού, που αποτελείται κυρίως από αξιωματικούς, έλαβε χώρα το χειμώνα του 1944-45. Η Δωδεκάνησος απελευθερώθηκε και παραδόθηκε στους Συμμάχους στις 8 Μαΐου 1945 με την άφιξη στη Σύμη του διοικητή των γερμανικών δυνάμεων υποστράτηγου Wagner, ο οποίος υπέγραψε πρακτικό παράδοσης της εκεί γερμανικής φρουράς στους αντιπροσώπους των συμμάχων Αγγλίας, Γαλλίας και Ελλάδας. Από ελληνικής πλευράς, υπέγραψε ο διοικητής του Ιερού Λόχου συνταγματάρχης Χ. Τσιγάντες. Μετά το πέρας της υπογραφής της παράδοσης, ο Wagner παρέδωσε το πιστόλι του στον Moffat, ο οποίος, με τη σειρά του, σε μια συμβολική κίνηση, το παρέδωσε στον Τσιγάντε.
Μετά την αποχώρηση του Ιερού Λόχου, τα νησιά πέρασαν προσωρινά σε βρετανική στρατιωτική κατοχή υπό τη διοίκηση του στρατηγού Paget για σχεδόν δύο χρόνια. Οι συνθήκες ζωής στα νησιά δεν βελτιώθηκαν ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής, καθώς διατηρήθηκαν οι Ιταλοί υπάλληλοι στις θέσεις τους, εφαρμόστηκε το παλαιό ιταλικό σύστημα διοίκησης και φορολογίας, ενώ οι Αρχές δεν έδειξαν προθυμία να βοηθήσουν την παλιννόστηση των Δωδεκανήσιων που ζούσαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η στάση αυτή των Βρετανών προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ παρεξηγήθηκε και από τους Ιταλούς, οι οποίοι πλέον πίστευαν ότι δεν θα επιστραφούν τα μεγαλύτερα τουλάχιστον νησιά στην Ελλάδα αλλά ότι θα επικρατούσε ένα ιδιότυπο καθεστώς.
Το φθινόπωρο του 1945, το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών στο Λονδίνο αναγνώρισε ότι έπρεπε τα νησιά να δοθούν στην Ελλάδα αλλά δεν παρατηρήθηκε καμία κίνηση από τότε, ενώ και οι υπόλοιπες εθνικές διεκδικήσεις δεν είχαν καλύτερη τύχη. Την άνοιξη του 1946, όταν ο Κ. Τσαλδάρης ανέλαβε την πρωθυπουργία, δήλωσε σε ομιλία του στο Κοινοβούλιο ότι η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησής του θα επικεντρωνόταν στην επιστροφή των περιοχών της Βορείου Ηπείρου και της Δωδεκανήσου. Η Κύπρος δεν ήταν ακόμα διεκδικήσημη, καθώς ανήκε σε σύμμαχη δύναμη.
Υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στο Παρίσι και ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα
8 Μαΐου 1945: Η στιγμή της παράδοσης. Ο στρατηγός Wagner υπογράφει ταπεινωμένος την παράδοση των Δωδεκανήσων στον ταξίαρχο Moffat. Όρθιος δίπλα στον Moffat είναι ο Έλληνας ταξίαρχος Χριστόδουλος Τσιγάντες. Μετά το πέρας της υπογραφής της παράδοσης, ο Wagner παρέδωσε το πιστόλι του στον Moffat, ο οποίος με τη σειρά του, σε μια συμβολική κίνηση, το παρέδωσε στον Τσιγάντε.
Τελικά όμως, μετά από τα δύο Συμβούλια Ειρήνης, τις αντιδράσεις της ΕΣΣΔ, που αργότερα κάμφθηκαν, καθώς και τις διαπραγματεύσεις της ιταλικής πλευράς που, παρότι δεν είχε πρόβλημα με την παράδοση της Δωδεκάνησου στην Ελλάδα είχε όμως με την πολεμική αποζημίωση, ευοδώθηκε η ελληνική προσπάθεια για την ένωση της Δωδεκανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα στις 10 Φεβρουαρίου του 1947, με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στο Παρίσι.
Η πανηγυρική τελετή παράδοσης έγινε στις 31 Μαρτίου 1947, όπου η διοίκηση παραδόθηκε από τις βρετανικές Αρχές στον αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη. Στις 9 Ιανουαρίου 1948 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος «Περί προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου εις την Ελλάδα» με αναδρομική ισχύ από τις 28 Οκτωβρίου 1947 και συστάθηκε η Γενική Διοίκησης Δωδεκανήσου. Η πλήρης ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε την 7η Μαρτίου 1948 σε πανηγυρική τελετή και διορίστηκε πρώτος γενικός διοικητής Δωδεκανήσου ο καθολικής αποδοχής Ν. Μαυρής.