Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Η Ελλάδα εξαρτώμενη από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Τώρα είναι αργά…

«Το ψέμα του ευρώ» και «Η κουλτούρα της εξαπάτησης», είναι οι τίτλοι του εξώφυλλου και του κύριου θέματος-έρευνας, αντιστοίχως, της σημερινής έντυπης έκδοσης του Der Spiegel, που διαπιστώνει ότι η θέσπιση και η εισαγωγή του Ευρώ, βασίστηκε σε υποσχέσεις και ελπίδες που αποδείχθηκαν ψεύτικες.
Θεωρεί δε ότι το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα δεν θα έχει μέλλον εάν δεν διορθωθούν τα αρχικά βασικά λάθη στη δομή του.
Στο εκτενέστατο δημοσίευμα επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι:
1) Είναι ήδη έτοιμο πακέτο διάσωσης για την περίπτωση ελληνικής χρεοκοπίας
2) Υπάρχουν σαφείς πλέον ενδείξεις κερδοσκοπίας σε βάρος της Ελλάδας
3) Είχε εμπλακεί η Deutsche Bank σε αμφιλεγόμενη χρηματοδότηση ελληνικής εξοπλιστικής παραγγελίας.
Την περασμένη Παρασκευή, οι Μέρκελ και Παπανδρέου εμφανίστηκαν στο Βερολίνο ως νικητές, μεταδίδοντας το μήνυμα ότι η ελληνική κρίση ξεπεράστηκε.
 Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Στην καλύτερη περίπτωση, οι δύο ηγέτες κέρδισαν τη μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο.

Η Ευρώπη πήρε ανάσα για μερικές εβδομάδες, όμως οι αμφιβολίες για το κατά πόσο η Ελλάδα και το κοινό νόμισμα θα μπορέσουν να προστατευτούν μακροπρόθεσμα, και για το κατά πόσο η Ελλάδα θα μπορέσει πράγματι να τα καταφέρει μόνη της, όπως διαβεβαιώνει και ο αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών, Δ. Δρούτσας, σε συνέντευξη του σ’ αυτό το τεύχος δεν έχουν μειωθεί. Το ρίσκο είναι μεγάλο. Τα ελληνικά συνδικάτα εξήγγειλαν νέες απεργίες και μαζικές διαμαρτυρίες. Οι οικονομικές προγνώσεις για την υπερχρεωμένη χώρα επιδεινώνονται από εβδομάδα σε εβδομάδα. Οι δε κερδοσκόποι στις διεθνείς αγορές υπολογίζουν ότι η Ελλάδα σύντομα θα περιέλθει και πάλι σε στενότητα χρημάτων, δηλαδή τον Απρίλιο, που θα πρέπει να εξοφλήσει δάνεια ύψους 12 δις ευρώ, ή τον Μάιο, που επίσης λήγει ένα δάνειο 8 δις ευρώ. Πρόκειται για την σταθερότητα του ευρώ, την πολιτική ενότητα της Ευρώπης και το πάγιο ερώτημα: «Ποιος έχει το πάνω χέρι στον ανταγωνισμό για το μέλλον ενός νομίσματος;»

Από την μία πλευρά βρίσκεται η διεθνής χρηματοοικονομική βιομηχανία, που ποντάρει δισεκατομμύρια στην χρεοκοπία της Ελλάδας ή στην πτώση του Ευρώ. Από την άλλη πλευρά είναι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που θέλουν να υπερασπίσουν με κάθε θυσία το κοινό νόμισμά τους.

Τώρα παίρνει την εκδίκησή του το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση δεν στηρίζεται σε τίποτε άλλο παρά σε μια σειρά από ψέματα. Δεν πρόλαβε το ευρώ να εισαχθεί, και η ΟΝΕ εξελίχθηκε σε μια κοινότητα χρεών. Και, πολύ γρήγορα, δεν ήταν μόνο η Ελλάδα που παραβίαζε τους νόμους για μια στέρεη δημοσιονομική διαχείριση – άλλοτε φανερά, άλλοτε κρυφά.

Στο μεταξύ, όμως, δεν μπορεί πλέον να συγκαλυφθεί η άσχημη τροπή που έχει πάρει το πράγμα, μια και δεν είναι μόνο η Ελλάδα, αλλά και σειρά ολόκληρη άλλων χωρών, που απειλούνται με κατάρρευση. Δεν ξενίζει, επομένως, το γεγονός ότι το πόκερ γύρω από την Ελλάδα έχει σπάσει τα νεύρα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Τα ποσά που παίζονται είναι μεγάλα και οι αντίπαλοι πολλοί και οικονομικά εύρωστοι. Εδρεύουν σε ουρανοξύστες στο Μανχάταν, σε πολυτελή διαμερίσματα στις νήσους Καϋμάν ή στα επιτελεία μεγάλων διεθνών τραπεζών. Τους ενώνει ένα κοινό συμφέρον: Οι μεν να κερδίσουν χρήματα από το ελληνικό δράμα, οι δε να φροντίσουν ώστε να μην έχουν απώλειες. Στην τελευταία περίπτωση ανήκουν ευρωπαϊκές τράπεζες, που εδώ και εβδομάδες πιέζουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να παράσχουν στην ελληνική κυβέρνηση το γρηγορότερο εκτεταμένη οικονομική βοήθεια.

Η πίεση επί του ευρώ εντείνεται από ισχυρούς μεγαλοεπενδυτές, που κινούνται στις αίθουσες συναλλαγών των ισχυρών επενδυτικών τραπεζών, και στα επιτελεία των hedgefonds. Ορισμένοι από αυτούς θεωρούν σίγουρη την πτώση του ευρώ και εργάζονται συστηματικά για να επαληθευτούν οι προγνώσεις τους.

Ένας από τους επιτιθέμενους είναι ο Νεοϋορκέζος μάνατζερ των hedgefonds John Paulson, στη διάθεση του οποίου βρίσκονται τίτλοι αξίας πάνω από 30 δις δολάρια. Θεωρείται ο γκουρού των επενδύσεων από το 2005, που στοιχημάτισε με επιτυχία στη κατάρρευση της αμερικανικής αγοράς ακινήτων. Στους αντιπάλους του κοινού νομίσματος ανήκουν και οι αμερικανοί μεγαλοκερδοσκόποι, John Taylor και Jonathan Clark. Το πόσο συνωμοτικά κινούνται μέχρι τώρα οι επιτιθέμενοι, αποδεικνύεται από τις έρευνες, που άρχισε το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ πριν από 2 εβδομάδες.

Οι αρχές διερευνούν τις υπόνοιες ότι οι επιχειρήσεις του Paulson και άλλων μεγάλων του κλάδου, μεταξύ των οποίων και ο George Soros, ότι σχεδίαζαν μαζική επίθεση κατά του ευρώ, και προς τον σκοπό αυτό, φέρονται να είχαν προβεί σε παράνομες συνεννοήσεις για κερδοσκοπικές κινήσεις. Αλλά και το Ομοσπονδιακό Ίδρυμα Εποπτείας Παρεχομένων Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών (BaFin) έχει στη διάθεσή του – σύμφωνα με γνωμάτευση του προς το γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών – σαφείς ενδείξεις ότι το τελευταίο διάστημα οι κερδοσκόποι έχουν εντείνει τη δραστηριότητά τους σε βάρος της Ελλάδας.

Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο 2010 υπήρχαν ασφάλιστρα κινδύνου (credit default swap / CDS) αξίας 85 δις δολ.. ποσό, δηλαδή, διπλάσιο από ό,τι πριν ένα χρόνο. Το Ίδρυμα προειδοποιεί ότι τα εν λόγω CDS θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε πραγματικό πρόβλημα τόσο για την αναζήτηση χρημάτων εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, όσο και για τη συνοχή της ίδιας της ΟΝΕ.

Εάν τα CDS για την Ελλάδα συνεχίσουν να ακριβαίνουν, αυτό θα μπορούσε να ανησυχήσει επενδυτές με συνέπεια να επέλθει ΄΄στάση αγοράς΄΄ ελληνικών ομολόγων. Σε μια τέτοια περίπτωση «υπάρχει κίνδυνος αδυναμίας αναχρηματοδότησης κι επομένως στάσης πληρωμών».

Οι ειδικοί της BaFin προτείνουν, προκειμένου να καταπολεμηθεί η κερδοσκοπία, την ίδρυση μιας κεντρικής υπηρεσίας, όπου θα καταγγέλλονται και να καταγράφονται οι αμφισβητούμενες χρηματοοικονομικές μεθοδεύσεις από όλη την Ευρώπη, ώστε να έχουν οι αρχές τη δυνατότητα να εντοπίζουν αμέσως που εγκυμονεί κίνδυνος λόγω κερδοσκοπίας. Μια γενική απαγόρευση των CDS δεν θεωρείται, πάντως, από την BaFin «σκόπιμη». Αλλά δεν είναι μόνο τα CDS, αλλά και μεγαλοτραπεζίτες που βρίσκονται υπό ειδική παρακολούθηση, όπως λ.χ., ο Josef Ackermann.

Την περασμένη Παρασκευή, ο Ackermann μίλησε με τον πρωθυπουργό Παπανδρέου στην Αθήνα για το πως η Ελλάδα να δανειστεί φρέσκο χρήμα σε λογικούς όρους. Στη συνέχεια, ο Ackermann τηλεφώνησε στον σύμβουλο της Καγκελαρίου, Jens Weidmann, και του είπε ότι η χώρα χρειάζεται, για να λύσει τα προβλήματα της, δάνειο ύψους 15 δις ευρώ, και ήθελε να μάθει τη γνώμη της γερμανικής κυβέρνησης για τη δημιουργία μιας κοινοπραξίας ιδιωτικών τραπεζών, αλλά και κρατικών ιδρυμάτων, όπως η KfW, που θα μοιράζονταν το ποσό. Η δε Deutsche Bank θα μπορούσε να έχει τη διαχείριση της συναλλαγής.

Ο Weidmann το απέρριψε αμέσως με το επιχείρημα ότι όχι μόνο παραβιάζουν τις ευρωπαϊκές νομισματικές συμφωνίες, αλλά και θα φόρτωνε ένα μεγάλο μέρος του δανειακού ρίσκου των συμμετεχουσών ιδιωτικών τραπεζών στη πλάτη του γερμανού φορολογούμενου. Τις επόμενες μέρες περίμενε το Βερολίνο μια όχι λιγότερο δυσάρεστη έκπληξη: Παρά την γερμανική άρνηση, βρετανικές εφημερίδες μετέδωσαν ότι οι Γερμανοί επεξεργάζονται χρηματοοικονομικό πακέτο με βάση τις οδηγίες του Ackermann. Επρόκειτο για έναν εσκεμμένο ελιγμό διαταραχής, δεδομένου ότι η γερμανική κυβέρνηση εικάζει ότι την προκάλεσαν εκείνα ακριβώς τα χρηματοδοτικά ιδρύματα του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, που ανέκαθεν ήταν εναντίον του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Προφανώς, οι αντίπαλοι του ευρώ θεώρησαν ότι ήρθε η στιγμή να τινάξουν το νόμισμα στον αέρα.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αντεπιτέθηκαν με μια διπλή στρατηγική: Στα παρασκήνια επεξεργάστηκαν ένα κρατικό πακέτο διάσωσης, για τη περίπτωση που η Ελλάδα όντως κάποια στιγμή χρεοκοπούσε. Παράλληλα, όμως, τόνιζαν δημόσια ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να βοηθηθεί μόνη της. Με την τακτική αυτή, αποσκοπούσαν να κόψουν την όρεξη των κερδοσκόπων να συνεχίζουν να ποντάρουν στη χρεοκοπία της Ελλάδας και να υποσκάπτουν, παράλληλα, τα θεμέλια του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος. Η κίνηση αυτή, που άρχισε την προηγούμενη εβδομάδα, είχε προετοιμαστεί από καιρό.

Την Τετάρτη, ο Παπανδρέου παρουσίασε τον κατάλογο με τα σκληρά μέτρα και σε αντάλλαγμα εισέπραξε αμέσως την υπεσχημένη «άμεση» αντίδραση. Πριν καλά-καλά αποκαλύψει τις λεπτομέρειες του νέου προγράμματος λιτότητας, έσπευσαν να τον επαινέσουν οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το Παρίσι. Τίποτα από όσα συνέβησαν στην Αθήνα δεν ήταν απρογραμμάτιστο. Ακόμα και η έκταση του ελληνικού προγράμματος λιτότητας είχε συζητηθεί ήδη στα μέσα Φεβρουαρίου, με συγκεκριμένους αριθμούς.

Την πίεση επί της Αθήνας ακολούθησε το δεύτερο μέρος της κυβερνητικής στρατηγικής: Η διατύπωση απειλών κατά των χρηματαγορών. Η επίθεση ξεκίνησε με προειδοποίηση του επικεφαλής του Eurogroup, Jean-Claude Juncker, ότι εάν, παρά το φιλόδοξο ελληνικό σχέδιο-πρόγραμμα, οι χρηματαγορές δεν παύσουν να κερδοσκοπούν σε βάρος του ευρώ, τότε θα αντιμετωπίσουν «αποφασιστική και συντονισμένη αντίδραση». Κανείς δεν ξέρει τελικά αν η Ελλάδα θα αντέξει στην αναμέτρηση με τους κερδοσκόπους. Γι’ αυτό και τις ημέρες αυτές, πέρα από την Ευρώπη των Συνόδων Κορυφής, των κυβερνητικών δηλώσεων και των επίσημων επισκέψεων, υπάρχει μια δεύτερη Ευρώπη, για την οποία η κοινή γνώμη δεν μαθαίνει και πολλά πράγματα.

Πίσω από κλειστές πόρτες κυβερνητικών επιτελείων, υπουργείων Οικονομικών και κεντρικών τραπεζών, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο να μην μπορέσει η Ελλάδα να αποτρέψει από μόνη της τη χρεοκοπία, οπότε οι ευρωπαίοι εταίροι θα χρειαστεί να βοηθήσουν.

Εδώ και εβδομάδες, μία ομάδα εργασίας από μισή δωδεκάδα ειδικών επεξεργάζεται υπό άκρα μυστικότητα μέτρα διάσωσης. Συμμετέχει ο γερμανός υφυπουργός Οικονομικών, Jörg Asmussen, και ο γάλλος ομόλογος του. Ακόμη, συμμετέχει η ΕΚΤ, με τον επικεφαλής του τμήματος πολιτικής οικονομίας, Jürgen Stark, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επίσης με έναν ανώτατο στέλεχος. Και επιπλέον, εναλλάσσονται στις διαβουλεύσεις και εκπρόσωποι άλλων χωρών που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν.

Η ομάδα εργασίας έχει προχωρήσει αρκετά στις προετοιμασίες της. «Εάν χρειαστεί, μπορούμε μέσα σε 48 ώρες να πληρώσουμε», ενημέρωσε πρόσφατα ο Asmussen τον υπουργό Οικονομικών Schäuble. Το πακέτο διάσωσης θα αποτελείται από δάνεια και εγγυήσεις που θα παράσχουν οι χώρες που θα συμμετάσχουν στην Ελλάδα. Προβλέπεται πακέτο μεγέθους έως και 25 δις ευρώ, όπου η γερμανική συμμετοχή ανέρχεται περίπου σε 20%.

Δεν αποκλείεται η Μέρκελ, πολύ σύντομα – που μεταξύ άλλων τα έβαλε με την Goldman Sachs, επειδή είχε βοηθήσει την Ελλάδα στη παραποίηση στατιστικών στοιχείων – να χρειαστεί να εκνευριστεί τώρα ακόμη περισσότερο. Κι αυτό επειδή ένα χρόνο μετά από την ελληνική συναλλαγή της Goldman, η Deutsche Bank, σχεδίασε το 2003, μέσω του καταστήματός της στο Λονδίνο, για την Ελλάδα μια νόμιμη μεν αλλά εξαιρετικά αμφιλεγόμενη συναλλαγή: Σε συνεργασία με το τμήμα κρατικών χρηματοδοτήσεων της Eurohypo, θυγατρικής σήμερα της Commerzbank, εξασφάλισε στην Αθήνα δάνειο για μια εξοπλιστική παραγγελία.

Η Eurohypo ανέλαβε το 2003 απαίτηση έναντι του ελληνικού κράτους ύψους 1 δις ευρώ περίπου, που εξοφλήθηκε πέρυσι. Βάση της συναλλαγής απετέλεσαν δυο swaps, που ετοίμασε για την Ελλάδα χρηματοδοτικό ίδρυμα στο Λονδίνο», επιβεβαιώνει εκπρόσωπος της Eurohypo.

Η Deutsche Bank δεν θέλησε να λάβει θέση επί των λεπτομερειών της συναλλαγής. Στο παρασκήνιο πάντως ακούγεται ότι το Eurostat είχε ελέγξει το θέμα και ότι ουδέποτε υπήρξε πρόθεση να παραποιηθούν τα σχετικά στατιστικά στοιχεία. Το περίπλοκο όμως της εν λόγω συναλλαγής οδήγησε σε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα: Η Ελλάδα δεν ήταν αναγκασμένη να εγγράψει τη συναλλαγή αμέσως στα στατιστικά στοιχεία. Πράγμα, που έπραξε τελικά μερικά χρόνια αργότερα, όταν και της παραδόθηκαν τα όπλα. Η Ευρώπη δεν χρειάζεται κάποιο άλλο νόμισμα, αλλά επιτέλους μια κουλτούρα σταθερότητας, διαφάνειας και αξιοπιστίας, που οι κυβερνήσεις της είχαν υποσχεθεί στους πολίτες τους, χωρίς ποτέ να καταφέρουν να την υλοποιήσουν.

Αυτό που λείπει από την ευρωζώνη είναι μια κοινή χρηματοοικονομική πολιτική. Η κρίση των τελευταίων μηνών καταδεικνύει ότι ακόμα και μικρές χώρες μπορούν να απειλήσουν το συνολικό κοινό έργο.

http://www.anixneuseis.gr/?p=5756