Τα μέτρα που τελικά αποφασίστηκαν μετά από έντονες εσωτερικές διαφωνίες στην κυβέρνηση συνιστούν μια “συνταγή” σοσιαλ-θατσερισμού μοναδικής έμπνευσης. Η πραγματικά άγρια εισοδηματική πολιτική, που δεν εξαίρεσε ούτε τους χαμηλοσυνταξιούχους από το πάγωμα των αυξήσεων, ενώ αντίθετα τους… συμπεριλαμβάνει στην αύξηση του ΦΠΑ, των καυσίμων κτλ., είναι η ακραία θατσερική κατεύθυνση.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση “τιμωρεί” με αύξηση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή κατά 5 μονάδες(!) όσους δηλώνουν -και όχι όσους έχουν- υψηλά εισοδήματα, βάζει νέες έκτακτες εισφορές και “τσακίζει” τη μεγάλη ακίνητη περιουσία επειδή προφανώς δεν έχει… πόδια ώστε να φύγει σε τράπεζα του εξωτερικού. Μέτρα χωρίς πυξίδα, πολιτική χωρίς έρμα.
900.000 μισθωτοί του δημοσίου πληρώνουν τον λογαριασμό στον Όλι Ρεν
Περικοπές στα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και άδειας - Ψαλίδι στα επιδόματα - Νέες αυξήσεις σε καύσιμα, τσιγάρα και ποτά
Μειώσεις αποδοχών κατά 4,8% έως 9,1%, ή κατά 700 έως 7.500 ευρώ ετησίως, για 900.000 υπαλλήλους και λειτουργούς του στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα μέσω περικοπών 12% στα επιδόματα και 30% στον 14ο και 13ο μισθό προκαλούν, μεταξύ των άλλων, τα μέτρα-σοκ που ανακοίνωσε χθες η κυβέρνηση καθʼ υπόδειξη των Βρυξελλών και των αγορών.
Επιπλέον, προβλέπονται αυξήσεις-φωτιά από 15% έως 20% στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για καύσιμα, ποτά και τσιγάρα και κατά 0,5 έως 2 μονάδες στον ΦΠΑ, επιβολή φόρου κατανάλωσης στο ηλεκτρικό ρεύμα και έκτακτης εισφοράς 1% σε φορολογούμενους με ατομικά εισοδήματα άνω των 100.000 ευρώ το 2009, καθώς και αύξηση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή από 40% σε 45% για εισοδήματα άνω των 100.000 ευρώ.
Το συνολικό όφελος του κρατικού προϋπολογισμού από την εφαρμογή των νέων μέτρων εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 4,8 δισ. ευρώ, ή το 2% του ΑΕΠ. Από το ποσό αυτό, τα 2,4 δισ. ευρώ θα προέλθουν από τις περικοπές των μισθολογικών δαπανών του δημοσίου και τα υπόλοιπα 2,4 δισ. ευρώ από την αύξηση των έμμεσων φόρων
Όπως ξεκαθάρισε χθες ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο περιορισμός του μισθολογικού κόστους του δημοσίου αποτελεί προτεραιότητα της κυβέρνησης, γιʼ αυτό και τα μέτρα της εισοδηματικής πολιτικής που ανακοινώθηκαν θα είναι μόνιμου χαρακτήρα! Ουσιαστικά, τα μέτρα θα ισχύσουν τουλάχιστον έως ότου η χώρα μας εξέλθει από το καθεστώς της επιτήρησης από την Κομισιόν, ενώ η όποια παρέμβαση γίνει στη συνέχεια θα συνδυαστεί με το νέο μισθολόγιο στο δημόσιο.
“Για τη μείωση του μισθολογικού κόστους στο δημόσιο, το οποίο την τελευταία πενταετία είχε αυξηθεί κατά 40%, αποφεύχθηκαν οι δραστικές λύσεις, όπως η κατάργηση του 14ου μισθού”, ανέφερε ο υπουργός και πρόσθεσε ότι η απόφαση για περικοπή κατά 30% του επιδόματος αδείας και των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων επιμερίζει σε όλο το έτος την απώλεια της αγοραστικής δύναμης των δημοσίων υπαλλήλων.
Όσον αφορά τη μείωση κατά 7% των αποδοχών στις ΔΕΚΟ, όπου το δημόσιο κατέχει το 51% των μετοχών, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα οποία επιχορηγούνται από τον προϋπολογισμό, ο κ. Παπακωνσταντίνου είπε ότι η απόφαση ελήφθη δεδομένου ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχουν ειδικά επιδόματα για να περικοπούν, όπως στον στενό δημόσιο τομέα (12%).
Ο υπουργός εξήγησε επίσης ότι είναι θέμα των ταμείων της ΔΕΗ και του ΟΤΕ (ΟΑΠ - ΔΕΗ και ΤΑΠ - ΟΤΕ) να μετακυλήσουν στις συντάξεις των περίπου 70.000 συνταξιούχων τους τη μείωση κατά 10% του ποσοστού μείωσης της χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό. Δηλαδή, οι διοικήσεις των ταμείων αναλαμβάνουν την υποχρέωση να αναπροσαρμόσουν αναλόγως τις παροχές των δικαιούχων των ταμείων, με έμφαση στην εφαρμογή ανάλογα με το ύψος της σύνταξης.
Ως προς τις συντάξεις στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, ανέφερε ότι δεν επηρεάζονται τα επιδόματα άδειας και εορτών αλλά δεν χορηγείται αύξηση.
Οι περικοπές μέσω της εισοδηματικής πολιτικής θα ισχύσουν αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου φέτος και θα αφορούν τις μεικτές αποδοχές.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να μην προχωρήσει σε επέκταση των μισθολογικών περικοπών και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς δεν θέλει να παρέμβει στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είπε ο υπουργός.
Ωστόσο το ζήτημα της περικοπής των δώρων και του επιδόματος αδείας θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα τεθεί από τους εργοδοτικούς φορείς στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τη νέα σύμβαση, με την επίκληση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Η εισοδηματική πολιτική
Ετήσιες εισοδηματικές απώλειες από 700 μέχρι 7.500 ευρώ, που ισοδυναμούν με μισό έως και ενάμιση πλήρη μισθό, αναμένεται να υποστούν φέτος 700.000 υπάλληλοι και λειτουργοί του δημοσίου, με το πάγωμα των βασικών μισθών και των βασικών επιδομάτων, τις μειώσεις κατά 12% των ειδικών και κλαδικών επιδομάτων και τις περικοπές κατά 30% στον 14ο και 13ο μισθό, που αποφάσισε να επιβάλει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Σε ποσοστά, οι απώλειες επί των ετήσιων μεικτών αποδοχών κυμαίνονται:
- Από 4,8% έως 6,2% για τους χαμηλόμισθους πολιτικούς υπαλλήλους που υπηρετούν σε υπουργεία, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
- Από 12,1% έως 12,3% για τις αποδοχής υπαλλήλων του υπουργείου Οικονομικών που είναι υψηλότερες από το άθροισμα βασικού μισθού και κινήτρου απόδοσης.
- Από 5,6% έως 6,2% για τις σταθερές μηνιαίες αποδοχές των ιατρών του ΕΣΥ, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι εφημερίες. Αν συνυπολογισθούν και οι εφημερίες, τα ποσά των οποίων δεν προβλέπεται να περικοπούν, τότε τα ποσοστά μειώσεων των συνολικών αποδοχών των ιατρών του ΕΣΥ προκύπτουν μικρότερα.
- Από 7,3 έως 9,1% για τους δικαστικούς λειτουργούς.
Σε ποσά οι ετήσιες εισοδηματικές απώλειες κυμαίνονται:
- Από 700 έως 1.800 ευρώ για τους χαμηλόμισθους πολιτικούς υπαλλήλους που δεν λαμβάνουν πρόσθετα (ειδικά ή κλαδικά) επιδόματα.
- Από 2.500 έως 6.230 ευρώ για τους εφοριακούς, τους τελωνειακούς, τους υπαλλήλους του Γενικού Λογιστηρίου και του Γενικού Χημείου του Κράτους.
- Από 1.707 έως 2.233 ευρώ για τους ιατρούς του ΕΣΥ.
- Από 3.000 έως και 7.500 ευρώ για τους δικαστικούς λειτουργούς. Η υψηλότερη απώλεια των 7.500 ευρώ θα προκύψει για τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου και τους προέδρους των λοιπών ανωτάτων δικαστηρίων.
Αναλυτικά, η εισοδηματική πολιτική για το έτος 2010 προβλέπει ότι:
- Οι βασικοί μισθοί όλων των υπαλλήλων και λειτουργών του δημοσίου θα παραμείνουν αμετάβλητοι καθʼ όλη τη διάρκεια του 2010, δηλαδή “παγώνουν”.
- Τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής αδείας που λαμβάνουν οι υπάλληλοι και λειτουργοί περικόπτονται κατά 30%. Η περικοπή αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα οι 700.000 υπάλληλοι και λειτουργοί του δημοσίου να χάσουν ετησίως από 426,60 έως 3.968,64 ευρώ.
- Περικόπτονται κατά 12% συνολικά (2% επιπλέον του 10% που είχε ανακοινωθεί αρχικά στο πλαίσιο της εισοδηματικής πολιτικής) τα πάσης φύσεως επιδόματα και οι πάσης φύσεως αποζημιώσεις των λειτουργών και των υπαλλήλων του δημοσίου (που απασχολούνται με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου), καθώς και των εργαζομένων στους ΟΤΑ και στα υπόλοιπα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων της Βουλής. Οι περικοπές των επιδομάτων και των αποζημιώσεων κατά 12% προβλέπεται να επιβληθούν αναδρομικά από τη 1 Ιανουαρίου 2010.
- Το επίδομα για την ταχεία διεκπεραίωση υποθέσεων των δικαστικών λειτουργών περικόπτεται κατά 20%.
- Μειώνονται κατά 7% οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές και κατά 30% τα επιδόματα εορτών (Πάσχα, Χριστουγέννων) και αδείας που καταβάλλονται στους υπαλλήλους των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τα οποία επιχορηγούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις, στις οποίες το κράτος ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή. Εξαιρούνται από τη μείωση αυτή οι αποδοχές των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, ΕΛΤΑ, ΕΛΠΕ, ΟΠΑΠ κτλ.) και στις τράπεζες, στις οποίες μετέχει το δημόσιο. Κατά 7% περικόπτονται επίσης οι αποδοχές, τα επιδόματα και οι αποζημιώσεις των αιρετών οργάνων των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, των διοικητών, των υποδιοικητών, των προέδρων, των αντιπροέδρων και των μελών των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών και των προαναφερόμενων ΝΠΙΔ.
- Στις συντάξεις που καταβάλλονται από το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα δεν θα χορηγηθεί φέτος καμία αύξηση. Τα επιδόματα αδείας και εορτών που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα δεν περικόπτονται ούτε αυξάνονται.
Του Γιώργου Παλαιτσάκη