Η Άγκυρα προετοιμάζει το έδαφος για νέα κρίση – Απροκάλυπτη απειλή για χρήση στρατιωτικών μέσων, για κατάληψη 16 Ελληνικών νησιών – Η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει ως εχθρό την Ρωσία, όταν ο πραγματικός εχθρός είναι η Τουρκία
Η προσοχή της Ελλάδας είναι δικαιολογημένα στραμμένη στην αντιμετώπιση του μεγάλου οικονομικού προβλήματος που καταπνίγει και καθηλώνει τη χώρα.
Η Άγκυρα όμως έρχεται να υπενθυμίσει ότι τα προβλήματα της εθνικής ασφάλειας και άμυνας δεν είναι λιγότερο επείγοντα και άμεσα, καθώς και ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα μπορεί να αιφνιδίως να μετατραπεί και σε εθνική ελληνοτουρκική κρίση.
Αφορμή για την εκτίμηση αυτή στάθηκαν οι πρόσφατες δηλώσεις στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση του τούρκου υπουργού Άμυνας, Ισμέτ Γιλμάζ.
Ο τελευταίος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση τούρκου βουλευτή για τα «κατεχόμενα» από την Ελλάδα «τουρκικά» δήθεν νησιά στο Αιγαίο και το Κρητικό Πέλαγος, δήλωσε ότι τα δεκαέξι νησιά στα οποία αναφέρθηκε ο επερωτών βουλευτής «έμειναν εκτός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών της Λωζάννης του 1923 και των Παρισίων του 1947»!
Με απλά λόγια, ο Τούρκος υπουργός επανέφερε τη γνωστή θεωρία των «γκρίζων ζωνών», που βασίζεται στον ισχυρισμό ότι δήθεν οι Συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων δεν ρυθμίζουν το καθεστώς των πολύ μικρών νησιών, επομένως τα νησιά αυτά είναι αμφισβητούμενης κυριαρχίας και η Τουρκία έχει δικαιώματα σε αυτά ως διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο ισχυρισμός αυτός, είναι, βεβαίως, προσχηματικός και παντελώς αβάσιμος σε ό,τι αφορά τόσο στο σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων όσο και σε άλλα νησιά του νοτιο-ανατολικού Αιγαίου που διεκδικεί η Άγκυρα.
Με την εξαίρεση της Ίμβρου και της Τενέδου, όλα τα άλλα νησιά περιήλθαν στην ελληνική κυριαρχία με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Κατά τον ίδιο τρόπο, κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης των Παρισίων, μεταβιβάσθηκαν στην Ελλάδα όλα τα νησιά και οι νησίδες των Δωδεκανήσων που ήταν προηγουμένως υπό ιταλική κυριαρχία.
Η Άγκυρα όμως έρχεται να υπενθυμίσει ότι τα προβλήματα της εθνικής ασφάλειας και άμυνας δεν είναι λιγότερο επείγοντα και άμεσα, καθώς και ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα μπορεί να αιφνιδίως να μετατραπεί και σε εθνική ελληνοτουρκική κρίση.
Αφορμή για την εκτίμηση αυτή στάθηκαν οι πρόσφατες δηλώσεις στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση του τούρκου υπουργού Άμυνας, Ισμέτ Γιλμάζ.
Ο τελευταίος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση τούρκου βουλευτή για τα «κατεχόμενα» από την Ελλάδα «τουρκικά» δήθεν νησιά στο Αιγαίο και το Κρητικό Πέλαγος, δήλωσε ότι τα δεκαέξι νησιά στα οποία αναφέρθηκε ο επερωτών βουλευτής «έμειναν εκτός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών της Λωζάννης του 1923 και των Παρισίων του 1947»!
Με απλά λόγια, ο Τούρκος υπουργός επανέφερε τη γνωστή θεωρία των «γκρίζων ζωνών», που βασίζεται στον ισχυρισμό ότι δήθεν οι Συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων δεν ρυθμίζουν το καθεστώς των πολύ μικρών νησιών, επομένως τα νησιά αυτά είναι αμφισβητούμενης κυριαρχίας και η Τουρκία έχει δικαιώματα σε αυτά ως διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο ισχυρισμός αυτός, είναι, βεβαίως, προσχηματικός και παντελώς αβάσιμος σε ό,τι αφορά τόσο στο σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων όσο και σε άλλα νησιά του νοτιο-ανατολικού Αιγαίου που διεκδικεί η Άγκυρα.
Με την εξαίρεση της Ίμβρου και της Τενέδου, όλα τα άλλα νησιά περιήλθαν στην ελληνική κυριαρχία με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Κατά τον ίδιο τρόπο, κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης των Παρισίων, μεταβιβάσθηκαν στην Ελλάδα όλα τα νησιά και οι νησίδες των Δωδεκανήσων που ήταν προηγουμένως υπό ιταλική κυριαρχία.
Απειλές για «ανακατάληψη» νήσων με στρατιωτικά μέσα
Το νέο στοιχείο στις τουρκικές αμφισβητήσεις είναι, πρώτον, η ονομαστική εξειδίκευση των δεκαέξι διεκδικούμενων νησιών και, δεύτερον, η δήλωση ότι δεν αποκλείονται τα στρατιωτικά μέτρα για την «απελευθέρωση» των «κατεχομένων» από την Ελλάδα νησιών.
Η εξειδίκευση των δεκαέξι νησιών στο νοτιο-ανατολικό Αιγαίο και το Κρητικό Πέλαγος, που περιλαμβάνουν νησιά όπως οι Οινούσες, το Αγαθονήσι, οι Καλόγεροι, η Γαύδος και οι Διονυσάδες έξω από τη Σητεία, δεν σημαίνει ότι εξαντλούν τον μακρύ κατάλογο των τουρκικών διεκδικήσεων, που περιλαμβάνει πολύ περισσότερα νησιά. Ε
πιλέγεται, για λόγους τακτικής, η σαλαμοποίηση του θέματος και η προβολή μίας ομάδας νησιών που έχουν άμεση σχέση με την ελληνική ΑΟΖ και τους υδρογονάνθρακες, στο τόξο από το νοτιο-ανατολικό Αιγαίο μέχρι την κρίσιμη περιοχή νότια της Κρήτης.
Η τελευταία είναι σήμερα, μαζί με το Ιόνιο, στο επίκεντρο των ερευνών για ενεύρεση και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.
Η Άγκυρα προσαρμόζει τη γενικότερη πολιτική των διεκδικήσεών της στο Αιγαίο στην ειδικότερη στρατηγική της για «συμμετοχή» στα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου, που αφορά ουσιαστικά στην ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου.
Από την άποψη αυτή, η περιοχή από το νοτιο-ανατολικό Αιγαίο μέχρι νότια της Κρήτης είναι η περισσότερα υποσχόμενη.
Έχει όμως, ταυτόχρονα, μεγάλη στρατηγική σημασία για τις φιλοδοξίες και διεκδικήσεις της Άγκυρας, που θέλει να προεκτείνει τη δική της ΑΟΖ μέχρι εκείνη της Αιγύπτου και να καταστήσει την περιοχή αυτή γέφυρα για την επικοινωνία της με τη Βόρεια Αφρική και πεδίο ασκήσεως των ηγεμονικών της βλέψεων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η απροκάλυπτη απειλή για χρήση στρατιωτικών μέσων αντιπροσωπεύει μία πρωτοφανή κλιμάκωση από την πλευρά της Άγκυρας, που πιστεύει ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία έχει διπλό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας:
• Το χάσμα που έχει δημιουργηθεί στους εξοπλισμούς, με τα γιγάντια δικά της εξοπλιστικά προγράμματα και την αλματώδη ανάπτυξη της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας και αντιστοίχως τη δεκαετή περίπου εξοπλιστική απραξία της Ελλάδας και την καθήλωση και παρακμή της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας.
• Την οικονομική κρίση και στασιμότητα επίσης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα από το 2009 τουλάχιστον, σε αντίθεση με μία ικανοποιητικά αναπτυσσόμενη τουρκική οικονομία.
Η εξειδίκευση των δεκαέξι νησιών στο νοτιο-ανατολικό Αιγαίο και το Κρητικό Πέλαγος, που περιλαμβάνουν νησιά όπως οι Οινούσες, το Αγαθονήσι, οι Καλόγεροι, η Γαύδος και οι Διονυσάδες έξω από τη Σητεία, δεν σημαίνει ότι εξαντλούν τον μακρύ κατάλογο των τουρκικών διεκδικήσεων, που περιλαμβάνει πολύ περισσότερα νησιά. Ε
πιλέγεται, για λόγους τακτικής, η σαλαμοποίηση του θέματος και η προβολή μίας ομάδας νησιών που έχουν άμεση σχέση με την ελληνική ΑΟΖ και τους υδρογονάνθρακες, στο τόξο από το νοτιο-ανατολικό Αιγαίο μέχρι την κρίσιμη περιοχή νότια της Κρήτης.
Η τελευταία είναι σήμερα, μαζί με το Ιόνιο, στο επίκεντρο των ερευνών για ενεύρεση και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.
Η Άγκυρα προσαρμόζει τη γενικότερη πολιτική των διεκδικήσεών της στο Αιγαίο στην ειδικότερη στρατηγική της για «συμμετοχή» στα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου, που αφορά ουσιαστικά στην ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου.
Από την άποψη αυτή, η περιοχή από το νοτιο-ανατολικό Αιγαίο μέχρι νότια της Κρήτης είναι η περισσότερα υποσχόμενη.
Έχει όμως, ταυτόχρονα, μεγάλη στρατηγική σημασία για τις φιλοδοξίες και διεκδικήσεις της Άγκυρας, που θέλει να προεκτείνει τη δική της ΑΟΖ μέχρι εκείνη της Αιγύπτου και να καταστήσει την περιοχή αυτή γέφυρα για την επικοινωνία της με τη Βόρεια Αφρική και πεδίο ασκήσεως των ηγεμονικών της βλέψεων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η απροκάλυπτη απειλή για χρήση στρατιωτικών μέσων αντιπροσωπεύει μία πρωτοφανή κλιμάκωση από την πλευρά της Άγκυρας, που πιστεύει ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία έχει διπλό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας:
• Το χάσμα που έχει δημιουργηθεί στους εξοπλισμούς, με τα γιγάντια δικά της εξοπλιστικά προγράμματα και την αλματώδη ανάπτυξη της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας και αντιστοίχως τη δεκαετή περίπου εξοπλιστική απραξία της Ελλάδας και την καθήλωση και παρακμή της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας.
• Την οικονομική κρίση και στασιμότητα επίσης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα από το 2009 τουλάχιστον, σε αντίθεση με μία ικανοποιητικά αναπτυσσόμενη τουρκική οικονομία.
Σενάριο «Barbaros» στην ελληνική ΑΟΖ
Είναι προφανές ότι η Άγκυρα προετοιμάζεται και αναπτύσσει για τον σκοπό αυτό την απαραίτητη προπαγάνδα για να επαναλάβει στην ΑΟΖ της Ελλάδας το προηγούμενο του «Barbaros» στην ΑΟΖ της Κύπρου.
Εφαρμόζει έτσι ένα συνεκτικό πρόγραμμα, που αποβλέπει στην κατά το δυνατόν ανεξαρτητοποίηση της Τουρκίας στον τομέα των ερευνών και., σε δεύτερο στάδιο, στον τομέα των εξεδρών γεωτρήσεως.
Μέρος του προγράμματος αυτού είναι και το νέο σύγχρονο σκάφος θαλασσίων ερευνών, το «Τυρκουάζ», που καθελκύσθηκε προσφάτως από τουρκικό ναυπηγείο.
Με την καθέλκυσή του η Άγκυρα έχει την τεχνική δυνατότητα παρεμβάσεως και σε δεύτερο μέτωπο, παραλλήλως προς εκείνο της Κύπρου.
Εάν αναλύσει κανείς τη λογική της παρεμβάσεως στην Κυπριακή ΑΟΖ με το «Barbaros», δεν μπορεί να αποκλείσει παρόμοιες ενέργειες και προκλήσεις στην ελληνική ΑΟΖ με «έρεισμα» τις δήθεν αμφισβητούμενες νησίδες.
Προφανώς, η κατάσταση δεν είναι η ίδια και οποιαδήποτε προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα θα πυροδοτήσει οξύτατη ελληνοτουρκική κρίση, που μπορεί να εξελιχθεί σε στρατιωτική αντιπαράθεση.
Η τουρκική πλευρά έχει την υπεροψία ότι βρίσκεται σε θέση ισχύος.
Η αντίληψη όμως αυτή είναι σχετική και συνδέεται όχι μόνο με το ισοζύγιο των όπλων και το ηθικό αγωνιστικό σθένος, αλλά επίσης με την ανεξάρτητη και αποφασιστική πολιτική που θ’ ακολουθήσει η ελληνική πλευρά.
Εάν, αυτή δεχθεί, π.χ. να αντιμετωπίσει την κρίση μέσα στο περιχαρακωμένο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, με αμερικανική επιδιαιτησία, μπορεί να συρθεί σε διαπραγματεύσεις πάνω σε θέματα κυριαρχίας που είναι και πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτα.
Εφαρμόζει έτσι ένα συνεκτικό πρόγραμμα, που αποβλέπει στην κατά το δυνατόν ανεξαρτητοποίηση της Τουρκίας στον τομέα των ερευνών και., σε δεύτερο στάδιο, στον τομέα των εξεδρών γεωτρήσεως.
Μέρος του προγράμματος αυτού είναι και το νέο σύγχρονο σκάφος θαλασσίων ερευνών, το «Τυρκουάζ», που καθελκύσθηκε προσφάτως από τουρκικό ναυπηγείο.
Με την καθέλκυσή του η Άγκυρα έχει την τεχνική δυνατότητα παρεμβάσεως και σε δεύτερο μέτωπο, παραλλήλως προς εκείνο της Κύπρου.
Εάν αναλύσει κανείς τη λογική της παρεμβάσεως στην Κυπριακή ΑΟΖ με το «Barbaros», δεν μπορεί να αποκλείσει παρόμοιες ενέργειες και προκλήσεις στην ελληνική ΑΟΖ με «έρεισμα» τις δήθεν αμφισβητούμενες νησίδες.
Προφανώς, η κατάσταση δεν είναι η ίδια και οποιαδήποτε προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα θα πυροδοτήσει οξύτατη ελληνοτουρκική κρίση, που μπορεί να εξελιχθεί σε στρατιωτική αντιπαράθεση.
Η τουρκική πλευρά έχει την υπεροψία ότι βρίσκεται σε θέση ισχύος.
Η αντίληψη όμως αυτή είναι σχετική και συνδέεται όχι μόνο με το ισοζύγιο των όπλων και το ηθικό αγωνιστικό σθένος, αλλά επίσης με την ανεξάρτητη και αποφασιστική πολιτική που θ’ ακολουθήσει η ελληνική πλευρά.
Εάν, αυτή δεχθεί, π.χ. να αντιμετωπίσει την κρίση μέσα στο περιχαρακωμένο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, με αμερικανική επιδιαιτησία, μπορεί να συρθεί σε διαπραγματεύσεις πάνω σε θέματα κυριαρχίας που είναι και πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτα.
Άμεση ενίσχυση του αμυντικού δυναμικού
Υπό τις συνθήκες αυτές, και παρά την εκκρεμότητα που υπάρχει ακόμα στη διαχείριση της οξύτατης οικονομικής κρίσεως και στην εξεύρεση μίας ικανοποιητικής λύσεως στα μεγάλα προβλήματα της ρευστότητας, της αναπτύξεως και της μειώσεως του χρέους, χρειάζεται παραλλήλως η μέγιστη δυνατή προσοχή και επαγρύπνηση στα θέματα άμυνας και ασφάλειας.
Η απροκάλυπτο προβολή από την Άγκυρα εδαφικών διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδας, δια στόματος του ίδιου του υπουργού Άμυνας, ο οποίος, σύμφωνα με όσα είπε, δεν αποκλείει τα στρατιωτικά μέτρα για την «ανάκτηση» των διεκδικούμενων νησιών, δεν πρέπει να υποτιμάται.
Πρέπει να γίνει σήμα συναγερμού για την όσο το δυνατόν ταχύτερη κάλυψη των κενών που υπάρχουν στο αμυντικό δόγμα της χώρας, τα οποία μπορούν να καλυφθούν είτε με τα υπάρχοντα οικονομικά μέσα είτε με συμφωνίες μακροπρόθεσμης αποπληρωμής στο μέλλον, όταν θα έχει βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση της χώρας.
Στην προοπτική αυτή έχει πολλά να προσφέρει η αναδιοργάνωση και αναζωογόνηση των κρατικών αμυντικών βιομηχανιών και γενικότερα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Η χώρα όμως πρέπει παραλλήλως να ενισχύσει τα εξωτερικά της ερείσματα, στο πλαίσιο μίας πολυδιάστατης και εξισορροπημένης εξωτερικής πολιτικής.
Είναι γνωστή η αντίφαση που χαρακτηρίζει τη θέση της Ελλάδας μέσα στη Συμμαχία του ΝΑΤΟ, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που ταυτίζει ουσιαστικά την ασφάλειά της με εκείνη του ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα καλείται, στο όνομα της δυτικής αλληλεγγύης να αντιμετωπίζει ως κοινό εχθρό τη Ρωσία, μία μεγάλη φιλική χώρα, και ως φίλο και σύμμαχο την Τουρκία, από την οποία εκπορεύεται η μόνη σημαντική απειλή στην εθνική ασφάλεια…!
Η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την αντίφαση με μία εξισορροπημένη πολυδιάστατη πολιτική, που περιλαμβάνει σχέσεις στρατηγικής συνεργασίας και με τη Ρωσία.
Είναι προφανές ότι η θέση αυτή δεν είναι της αρεσκείας των ΗΠΑ, που πρωτοστατούν σήμερα, και σέρνουν στο άρμα τους και την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μία πολιτική γεωπολιτικού ανταγωνισμού και απομονώσεως της Ρωσίας.
Ποιος είναι όμως ο λόγος της συμμετοχής μίας χώρας σε μία στρατιωτική συμμαχία;
Δεν είναι η προάσπιση της εθνικής της ακεραιότητας και ασφάλειας;
Εάν το ΝΑΤΟ θεωρεί αδιανόητη της απειλή από μία άλλη χώρα – μέλος, δεν σημαίνει ότι η απειλή αυτή δεν υπάρχει. Οι δηλώσεις του τούρκου υπουργού Άμυνας βεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές.
Τι πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να κάνει η Ελλάδα;
Δεν έχει το δικαίωμα να αναζητήσει ερείσματα και προμήθειες οπλικών συστημάτων που θα την βοηθήσουν να διατηρήσει μία σχετική ισορροπία δυνάμεων, η οποία θα λειτουργήσει ως δύναμη αποτροπής και κατοχυρώσεως της σταθερότητας και της ειρήνης;
Η Ελλάδα έχει ανάγκη σήμερα να προωθήσει την ανάπτυξη στρατηγικών σχέσεων με τη Ρωσία, όπως και άλλες περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο (Αίγυπτος, Ισραήλ), για να αντισταθμίσει τον όγκο και την πίεση εκ μέρους της Τουρκίας.
Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δεν διαθέτει την απαραίτητη ισχύ, διατρέχει τον κίνδυνο να πέσει θύμα στρατηγικού εκβιασμού ή άνισης και ετεροβαρούς επιδιαιτησίας.
Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Η απροκάλυπτο προβολή από την Άγκυρα εδαφικών διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδας, δια στόματος του ίδιου του υπουργού Άμυνας, ο οποίος, σύμφωνα με όσα είπε, δεν αποκλείει τα στρατιωτικά μέτρα για την «ανάκτηση» των διεκδικούμενων νησιών, δεν πρέπει να υποτιμάται.
Πρέπει να γίνει σήμα συναγερμού για την όσο το δυνατόν ταχύτερη κάλυψη των κενών που υπάρχουν στο αμυντικό δόγμα της χώρας, τα οποία μπορούν να καλυφθούν είτε με τα υπάρχοντα οικονομικά μέσα είτε με συμφωνίες μακροπρόθεσμης αποπληρωμής στο μέλλον, όταν θα έχει βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση της χώρας.
Στην προοπτική αυτή έχει πολλά να προσφέρει η αναδιοργάνωση και αναζωογόνηση των κρατικών αμυντικών βιομηχανιών και γενικότερα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Η χώρα όμως πρέπει παραλλήλως να ενισχύσει τα εξωτερικά της ερείσματα, στο πλαίσιο μίας πολυδιάστατης και εξισορροπημένης εξωτερικής πολιτικής.
Είναι γνωστή η αντίφαση που χαρακτηρίζει τη θέση της Ελλάδας μέσα στη Συμμαχία του ΝΑΤΟ, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που ταυτίζει ουσιαστικά την ασφάλειά της με εκείνη του ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα καλείται, στο όνομα της δυτικής αλληλεγγύης να αντιμετωπίζει ως κοινό εχθρό τη Ρωσία, μία μεγάλη φιλική χώρα, και ως φίλο και σύμμαχο την Τουρκία, από την οποία εκπορεύεται η μόνη σημαντική απειλή στην εθνική ασφάλεια…!
Η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την αντίφαση με μία εξισορροπημένη πολυδιάστατη πολιτική, που περιλαμβάνει σχέσεις στρατηγικής συνεργασίας και με τη Ρωσία.
Είναι προφανές ότι η θέση αυτή δεν είναι της αρεσκείας των ΗΠΑ, που πρωτοστατούν σήμερα, και σέρνουν στο άρμα τους και την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μία πολιτική γεωπολιτικού ανταγωνισμού και απομονώσεως της Ρωσίας.
Ποιος είναι όμως ο λόγος της συμμετοχής μίας χώρας σε μία στρατιωτική συμμαχία;
Δεν είναι η προάσπιση της εθνικής της ακεραιότητας και ασφάλειας;
Εάν το ΝΑΤΟ θεωρεί αδιανόητη της απειλή από μία άλλη χώρα – μέλος, δεν σημαίνει ότι η απειλή αυτή δεν υπάρχει. Οι δηλώσεις του τούρκου υπουργού Άμυνας βεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές.
Τι πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να κάνει η Ελλάδα;
Δεν έχει το δικαίωμα να αναζητήσει ερείσματα και προμήθειες οπλικών συστημάτων που θα την βοηθήσουν να διατηρήσει μία σχετική ισορροπία δυνάμεων, η οποία θα λειτουργήσει ως δύναμη αποτροπής και κατοχυρώσεως της σταθερότητας και της ειρήνης;
Η Ελλάδα έχει ανάγκη σήμερα να προωθήσει την ανάπτυξη στρατηγικών σχέσεων με τη Ρωσία, όπως και άλλες περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο (Αίγυπτος, Ισραήλ), για να αντισταθμίσει τον όγκο και την πίεση εκ μέρους της Τουρκίας.
Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δεν διαθέτει την απαραίτητη ισχύ, διατρέχει τον κίνδυνο να πέσει θύμα στρατηγικού εκβιασμού ή άνισης και ετεροβαρούς επιδιαιτησίας.
Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.