Για να μπορέσει η ειδική εφαρμογή να είναι αποτελεσματική θα πρέπει πρώτον, τουλάχιστον το 60% των Ευρωπαίων πολιτών να την εγκαταστήσει στο smartphone του
Ένας «πόλεμος» σε δύο μέτωπα διεξάγεται ανάμεσα στα μεγαλύτερα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς Google και Apple καθώς ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις προσανατολίζονται στην ταχεία ανάπτυξη ειδικών εφαρμογών στα κινητά τηλέφωνα με σκοπό την παρακολούθηση της εξέλιξης της πανδημίας και τον περιορισμό της διάδοσης του SARS-CoV-2.
Σε μια προσπάθεια για την καλύτερη δυνατή επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας που έχει υποστεί τεράστιες ζημίες λόγω της επιβολής περιοριστικών μέτρων και με σκοπό να «σπάσει» η αλυσίδα μετάδοσης του νέου κορωνοϊού μέχρι να παρασκευαστεί ένα εμβόλιο, τα περισσότερα κράτη προσανατολίζονται στην ίδια ακριβώς λύση. Στην ανάπτυξη μιας εφαρμογής για τα smartphones, μέσω της οποίας θα καταγράφονται οι επαφές των πολιτών και η παρακολούθηση της πορείας της νόσου, ούτως ώστε να καθίσταται ευκολότερη η επιβολή στοχευμένων μέτρων καραντίνας και η ενημέρωση των πιθανών φορέων του ιού.
Καθώς η καταγραφή των κρουσμάτων και η ιχνηλάτηση των επαφών των ασθενών από τις αρμόδιες υγειονομικές αρχές των κρατών είναι χρονοβόρα και παράλληλα υπολογίζεται ότι ποσοστό άνω του 70% στην ΕΕ χρησιμοποιεί κάποιο smartphone, η ιδέα για την ανάπτυξη μιας εδικής εφαρμογής για τον νέον κορωνοϊό φαίνεται λογική.
Ένας πολίτης θα μπορεί να εγκαθιστά την συγκεκριμένη εφαρμογή στο κινητό του τηλέφωνο και σε περίπτωση που παρουσιάσει συμπτώματα του ιού, είτε βρεθεί θετικός σε αυτόν, τότε οι υπόλοιποι πολίτες που έχουν εγκαταστήσει την ίδια εφαρμογή θα ενημερώνονται αυτόματα ώστε να γνωρίζουν εάν ήρθαν σε επαφή μαζί του τις προηγούμενες 14 ημέρες. Στη συνέχεια όσοι θεωρούν ότι κινδυνεύουν περισσότερο θα υποβάλλονται σε ειδικό τεστ για να εξακριβωθεί εάν νοσούν από τον COVID-19.
Υπάρχουν ήδη εδικές εφαρμογές για την ανίχνευση του νέου κορωνοϊού που χρησιμοποιούνται από πολίτες στην Κίνα, το Χονγκ Κονγκ, τη Ρωσία και τη Σιγκαπούρη, ωστόσο η κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ ποιο σύνθετη. Ήδη αρκετές χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, αρχίζουν να αναθεωρούν την αρχική τους αισιοδοξία για μια ταχεία ανάπτυξη μιας ειδικής εφαρμογής, καθώς βρίσκονται αντιμέτωπες όχι μόνο με τις αυξημένες ανησυχίες των πολιτών για την πιθανότητα παραβίασης των προσωπικών τους δεδομένων, όσο και διότι έχουν να αντιμετωπίσουν το απόλυτο μονοπώλιο της Google και της Apple.
Για να μπορέσει η ειδική εφαρμογή να είναι αποτελεσματική θα πρέπει πρώτον, τουλάχιστον το 60% των Ευρωπαίων πολιτών να την εγκαταστήσει στο smartphone του και στη συνέχεια να την χρησιμοποιεί και δεύτερον η εφαρμογή να είναι κοινή σε όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ. Κάτι που προς το παρόν φαντάζει δύσκολο. Σύμφωνα με έρευνα του δικτύου ZDF στη Γερμανία μόλις το 47% των Γερμανών εμφανίζεται πρόθυμο να εγκαταστήσει την εφαρμογή, όταν αυτή είναι έτοιμη, ενώ ένα ποσοστό 8% είπε ότι δεν διαθέτει και ούτε σκοπεύει να προμηθευτεί smartphone. Παρόμοια προβλήματα εμφανίζονται και στη Γαλλία, καθώς το 20% των πολιτών που διαθέτει συσκευή της Apple δεν σκοπεύει να εγκαταστήσει την εφαρμογή, ενώ ένα ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό δηλώνει ότι δεν πρόκειται να εμπιστευτεί τόσο ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα σε δύο αμερικανικές εταιρείες, ήτοι την Google και την Apple.
Η γερμανική κυβέρνηση είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια για την ανάπτυξη μιας τέτοιας εφαρμογής που θα είχε ευρωπαϊκή σφραγίδα. Η Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ υποστήριζε ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο που ονομάζεται «Πανευρωπαϊκή Προστασία Προσωπικών Δεδομένων» (Pepp-PT), το οποίο αναπτύχθηκε από το Ινστιτούτο Robert Koch. Δεκάδες νεοσύστατες γερμανικές εταιρείες συνεργάστηκαν κάτω από μια ομπρέλα με το όνομα Healthy Together για να δημιουργήσουν μια εφαρμογή βασισμένη στο πρωτόκολλο Pepp-PT, με τα δεδομένα που θα συγκέντρωνε η εν λόγω εφαρμογή να αποθηκεύονται σε μια βάση με σκοπό να τα αξιολογούν οι αρμόδιες υγειονομικές αρχές της χώρας.
Ωστόσο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας βρέθηκε αντιμέτωπη με την οργή των πολιτών της. Εκατοντάδες ακαδημαϊκοί και επιστήμονες σε ολόκληρη τη χώρα συνυπέγραψαν μια επιστολή καλώντας την κυβέρνηση της χώρας να εγκαταλείψει κάθε τέτοια προσπάθεια που θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια εφιαλτική μορφή κρατικού παρεμβατισμού και ελέγχου της ιδιωτικής ζωής των πολιτών που θα έπληττε ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη της κοινωνίας απέναντι στους κρατικούς φορείς. Η Καγκελάριος Μέρκελ αναγκάστηκε να αλλάξει άρδην την προσέγγισή της και προς απογοήτευση των γερμανικών και ευρωπαϊκών τεχνολογικών εταιρειών, στράφηκε στη λύση που προσφέρουν η Google και η Apple, η οποία είναι βασισμένη σε αποκεντρωμένα πρωτόκολλα (DP-3T), τα οποία προτιμούν και η Ελβετία, η Αυστρία και η Εσθονία.
Οι δύο αμερικανικοί τεχνολογικοί κολοσσοί συνεργάστηκαν με σκοπό να παρουσιάσουν τη λεγόμενη «διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών» (Application Programming Interface ή API). Ήτοι ένα κοινό πρότυπο για τις εφαρμογές ανίχνευσης του ιού, ώστε τα δεδομένα που συλλέγονται να αποθηκεύονται σε μεμονωμένες τηλεφωνικές συσκευές και όχι σε κάποιον κεντρικό κρατικό οργανισμό. Μια προσέγγιση που έρχεται σε αντίθεση με την επιθυμία αρκετών κρατών – μελών της ΕΕ, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, οι οποίες θα προτιμούσαν μια κεντρική διαχείριση ώστε να διευκολύνεται το έργο των αρμοδίων υγειονομικών αρχών.
Οι επιλογές που έχουν στη διάθεσή τους οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι πλέον συγκεκριμένες
Χρήση του GPS
Πρόκειται για την πιο απλή προσέγγιση και την πιο φθηνή λύση για την ανάπτυξη μια ειδικής εφαρμογής. Χρησιμοποιώντας τον ενσωματωμένο δέκτη GPS του τηλεφώνου, θα μπορούν να εντοπίζονται οι μετακινήσεις και οι επαφές των πολιτών. Υπάρχουν ωστόσο μερικά πολύ σημαντικά παραβλήματα με το βασικότερο να είναι ότι για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η εφαρμογή, τα δεδομένα θα πρέπει να συγκεντρώνονται σε μια κεντρική βάση και να αξιολογούνται από ειδικούς αναλυτές. Εφαρμογή με βάση το GPS χρησιμοποιείται στην Κίνα, όπου η κυβέρνηση της χώρας έχει επιβάλει στους πολίτες την εγκατάστασή της στα κινητά τους τηλέφωνα, ώστε να μπορούν να ελεγχθούν οι μετακινήσεις τους στους περισσότερους δημόσιους χώρους, όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς και τα εμπορικά καταστήματα. Τα δεδομένα συλλέγονται και αξιολογούνται από κρατικές υπηρεσίες, οι οποίες στη συνέχεια δίνουν στους χρήστες των εφαρμογών το «πράσινο, το πορτοκαλί και το κόκκινο φως». Οι Κινέζοι πολίτες που έχουν λάβει στο κινητό τους τηλέφωνο το πράσινο φως μπορούν να μετακινούνται, αρκεί να επιδεικνύουν στις αρχές το συγκεκριμένο σήμα. Οι υπόλοιποι θα υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς. Η κινεζική κυβέρνηση δεν έχει εξηγήσει πλήρως τον τρόπο λειτουργίας της εν λόγω εφαρμογής και καθώς στην Ευρώπη μια τέτοια προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με συνεχή παρακολούθηση των πολιτών, η ιδέα χρήσης του GPS έχει εγκαταλειφθεί από τα ευρωπαϊκά κράτη.
Κώδικες QR
Η δεύτερη κύρια μέθοδος παρακολούθησης και ανίχνευσης είναι οι λεγόμενοι κώδικες QR (Quick Response). Πρόκειται για ένα είδος γραμμωτού κώδικα (παρόμοιου με τα barcodes στα προϊόντα) δύο διαστάσεων με σκοπό τα δεδομένα, που περιέχονται στον κώδικα, να αποκωδικοποιούνται με μεγάλη ταχύτητα. Η Κίνα, το Χονγκ Κονγκ και η Ρωσία χρησιμοποιούν εφαρμογές με κώδικες QR και οι πολίτες οφείλουν να περάσουν τα τηλέφωνά τους από ειδικούς σαρωτές που υπάρχουν σε δημόσιους χώρους (παρόμοιους με αυτούς που υπάρχουν στα αεροδρόμια) και τα δεδομένα που συλλέγονται αποστέλλονται σε κεντρικούς διακομιστές. Βάσει αυτής της λύσης, οι πολίτες μπορούν να εντοπιστούν σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία, μια συγκεκριμένη ώρα και ημέρα και ως εκ τούτου, εάν καταγραφεί κρούσμα του ιού, τότε οι αρχές μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς και ελέγχους. Ωστόσο η συγκεκριμένη λύση δεν είναι η πιο αποτελεσματική καθώς δεν μπορούν να γίνει η αναλυτική ιχνηλάτηση των επαφών ενός ασθενούς, ενώ καθώς η εν λόγω εφαρμογή αποτελεί έναν τρόπο παρακολούθησης των κινήσεων εκατομμυρίων ανθρώπων, η χρήση των QR codes έχει απορριφθεί από τις ευρωπαϊκές χώρες.
Bluetooth
Πρόκειται για την πιο πρόσφατη μέθοδο, την οποία προτείνουν η Google και η Apple και φαίνεται ότι θα αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη μιας εφαρμογής για τον έλεγχο του κορωνοϊού σχεδόν σε ολόκληρη την ΕΕ και ενδεχομένως στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Το Bluetooth χρησιμοποιεί ραδιοκύματα μικρού μήκους κύματος για τη μετάδοση δεδομένων σε μικρές αποστάσεις. Το τηλέφωνο κάθε πολίτη που θα έχει εγκατεστημένη την εφαρμογή θα μεταδίδει συνεχώς ένα αναγνωριστικό σήμα που θα επιτρέπει σε άλλους κοντινούς χρήστες της εφαρμογής να το βλέπουν και να συνδέονται. Η Apple και η Google θα αποθηκεύουν δεδομένα στη συσκευή του τηλεφώνου με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα ψηφιακό αρχείο με τους ανθρώπους με τους οποίους ο χρήστης της εφαρμογής ήρθε σε επαφή.
Εάν κάποιος διαγνωστεί θετικός στον COVID-19, τότε η τηλεφωνική συσκευή θα ενημερώνει αυτόματα όλους τους άλλους χρήστες της εφαρμογής, που βρέθηκαν κοντά στον ασθενή τις προηγούμενες 14 ημέρες. Αυτή η λύσει προσφέρει αρκετά πλεονεκτήματα. Δεν συγκεντρώνει ακριβή δεδομένα τοποθεσίας, δεν αποθηκεύει δεδομένα σε μια κεντρική βάση και καθιστά υπεύθυνους για τις περαιτέρω ενέργειες σε περίπτωση επαφής με ασθενή του ιού, τους ίδιους τους πολίτες.
Ανάμεσα στον έλεγχο των δεδομένων εκατομμυρίων πολιτών και την ανάγκη περιορισμού της εξάπλωσης του SARS-CoV-2, η «μάχη» ανάμεσα στις κυβερνήσεις και τους τεχνολογικούς κολοσσούς φαίνεται πως έχει κριθεί ήδη, με την Google και την Apple, να επιβάλλουν τις δικές τους πρακτικές. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν πολλοί αναλυτές σε χώρες της ΕΕ, η ανάπτυξη της εφαρμογής είναι ένα μόνο βήμα. Το δεύτερο και το πιο καθοριστικό θα αποτελέσει η προθυμία ή η απροθυμία των πολιτών να εγκαταστήσουν και να χρησιμοποιήσουν μια τέτοια εφαρμογή.