Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Η ευθύνη της Εκκλησίας για ένα νέο 1922



Ο τίτλος μπορεί να ξενίσει τον αναγνώστη. Γιατί ένα νέο 1922; Και γιατί να ευθύνεται η Εκκλησία (κλήρος και λαός, όχι ο Θεός),
αφού η ευθύνη της διακυβέρνησης ανήκει στην εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας; Θα προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτά τα δύο ερωτήματα. 

Νέο 1922; 

Η απώλεια του μισού Αιγαίου, των νησιών και του τμήματος εκείνου της Ανατολικής Μεσογείου που μας αναλογεί και η Τουρκία διεκδικεί με λόγια και με έργα ισοδυναμεί με ένα νέο 1922. Γιατί η Ελλάς έχασε τον ένα πνεύμονα της (την Μικρά Ασία και τον πληθυσμό της εκείνο που σκορπίστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο) το 1922.

Πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, δημογραφικά, ψυχολογικά, η Ελλάς δεν μπορεί επιβιώσει αν χάσει το μισό του άλλου πνεύμονα (το μισό Αιγαίο, τα νησιά και το τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου που της αναλογεί).

Και πως θα γίνει αυτό; Όπως έχει ανακοινώσει η τουρκική κυβέρνηση, στα πλαίσια της θεωρίας της «γαλάζιας πατρίδας», θα στείλει ένα ερευνητικό σκάφος με συνοδεία πολεμικών πλοίων έξι μίλια ανατολικά της Κρήτης. Και όπως έχει ανακοινώσει η ελληνική κυβέρνηση, ακόμη και δια στόματος του πρωθυπουργού στον πρόεδρο των Η.Π.Α., η Ελλάς θα υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Οπότε θα προκληθεί ένα θερμό επεισόδιο η θα επαναληφθεί ό,τι έγινε στα Ίμια.

Και όπως έχουν δηλώσει οι «σύμμαχοι», θα συρθούμε εκόντες-άκοντες σε διαπραγματεύσεις, διαμεσολάβηση, διαιτησία η και προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, εφ’ όλης της ύλης, ακόμη και επί θεμάτων που άπτονται της εθνικής μας κυριαρχίας. Και τα μισά που διεκδικεί αν λάβει η Τουρκία, πάλι καταστροφή θα είναι για μας. Και αυτό είναι πιθανό. Δεν θα μας αναγνωρίσει κανένα δικαιοδοτικό όργανο δικαιώματα όταν δεν τα ασκούμε καν.

Ούτε θα εφαρμόσει κατά γράμμα το διεθνές δίκαιο αν θεωρήσει ότι υπάρχουν ειδικές συνθήκες. Εξάλλου, τέτοια όργανα έχουν ένα μεικτό, δικαιοδοτικό και πολιτικό, χαρακτήρα που συνήθως ευνοεί τον διεκδικούντα, ιδίως αν θεωρείται πιο ισχυρός κι έχει την στήριξη των μεγάλων δυνάμεων, και αδικεί τον καθ’ ου η διεκδίκηση, ιδίως αν είναι τόσο υποχωρητικός όσο εμείς. 

Και γιατί θα υποχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση; Γιατί δεν ασκεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας που προκύπτουν από το διεθνές δίκαιο, παρά τις συστάσεις έγκριτων αναλυτών, όπως οι καθηγητές Γιάννης Μάζης και Άγγελος Συρίγος.

Δεν επεκτείνει άμεσα τα χωρικά ύδατα της χώρας στα προβλεπόμενα από το δίκαιο της θάλασσας 12 μίλια, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και λαμβάνοντας ακόμη και προληπτικά μέτρα άμυνας για να αντιμετωπίσει την απειλή πολέμου που έχει ήδη εκτοξεύσει η Τουρκία. Δεν προβαίνει στην προβλεπόμενη από το δίκαιο της θάλασσας ανακήρυξη ΑΟΖ ώστε να ακολουθήσει μετά την επίσης προβλεπόμενη διαδικασία για την οριοθέτηση.

Δεν λαμβάνει τα απαραίτητα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για να αποτρέψει τον παράνομο κατά το διεθνές δίκαιο εποικισμό της Ελλάδος από Μουσουλμάνους, κυρίως Αφγανούς, Πακιστανούς, Σομαλούς και άλλους «πρόσφυγες», οι οποίοι, αφού έρχονται από την ασφαλή για αυτούς χώρα της Τουρκίας, εξ ορισμού δεν είναι πρόσφυγες και όφειλαν να είχαν επιστραφεί πάραυτα στην Τουρκία.    

Και γιατί η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση πάγια δεν ασκεί τα τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας που προκύπτουν από το διεθνές δίκαιο; Δεν θα κατηγορήσω κανένα για προδοσία. Γιατί δεν πιστεύω ότι κανείς θέλει εν γνώσει του να βλάψει την πατρίδα. Απλά, πολλά μέλη της πολιτικής ελίτ της χώρας θεωρούν ότι το συμφέρον της πατρίδας είναι να συμβαδίζει με τους «συμμάχους» της, γιατί διαφορετικά θα υποστεί χειρότερα. Και οι σύμμαχοι μας μας το έχουν δηλώσει σε όλους τους τόνους.

Θέλουν να τα «βρούμε» με τους Τούρκους και να μοιραστούμε ακόμη και αυτά που θεωρούμε δικά μας, γιατί θεωρούν ότι αυτό εξυπηρετεί τα δικά τους μεγάλα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα. Οπότε οι οπαδοί της άποψης αυτής  παρουσιάζουν την παραπομπή όλων των διεκδικήσεων της Τουρκίας σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, χωρίς την προηγούμενη επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια και χωρίς την προηγούμενη ανακήρυξη ΑΟΖ, ως συμφέρουσα η πάντως απαραίτητη για την Ελλάδα.

Και βεβαίως θα παρουσιάσουν την βέβαιη μερική ήττα (αφού δεν διεκδικούμε τίποτα και έχουν ήδη δηλώσει ότι «δεν πρέπει να είμαστε μοναχοφάηδες» η «πρέπει να δώσουμε κάτι και στην Τουρκία») ως απαραίτητη κατά το διεθνές δίκαιο παραχώρηση.

Εν γένει, οι οπαδοί αυτής της άποψης στηρίζουν το πνεύμα  του νέου πατριωτισμού (της συμφωνίας των Πρεσπών), της νέας ιστορίας (του συνωστισμού στην Σμύρνη), της νέας θρησκείας (της ουδετεροθρησκείας), της νέας γλώσσας (ρηχής και φραγκολεβαντίνικης), του νέου πολιτισμού (του πολυπολιτισμού).

Και με αυτό το πνεύμα θα ατονήσει η εθνική και θρησκευτική αυτοσυνειδησία των Ελλήνων κι έτσι θα ενταχθούν πιο εύκολα ως πειθήνια μάζα στην πολυπολιτισμικότητα της παγκοσμιοποίησης.

Και αυτό είναι το πνεύμα που προωθεί και η επιτροπή για τον εορτασμό των 200 ετών από την επανάσταση του 1821. Πως φαίνεται αυτό;

Με τις συνεχείς λανθασμένες κινήσεις και δηλώσεις της, όπως, για παράδειγμα, με την μη συμπερίληψη του Τιμίου Σταυρού στο σήμα της, με την αποδόμηση της ιστορικής ενότητας του έθνους, με τις αναφορές σε ένα νέο  πατριωτισμό, και με την κατασυκοφάντηση του Καποδίστρια ως δικτάτορα και αργυρώνητου. 

Γίνεται δηλαδή σαφές ότι η κυβέρνηση και η επιτροπή που η κυβέρνηση όρισε για τον εορτασμό των 200 χρόνων από το 1821, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής ελίτ εν γένει, διαπνέονται από ένα πνεύμα ξένο προς το πνεύμα των αγωνιστών και της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων, το πνεύμα που εκφράζει το δίπτυχο των επαναστατών «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».

Και ήδη όσοι πατριώτες μένουν πιστοί σε αυτό το δίπτυχο κατασυκοφαντούνται ως εθνικιστές και σχηματίζουν την μία μετά την άλλη επιτροπή για τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων από το 1821 (και η Εκκλησία ίδρυσε δική της επιτροπή), με αποτέλεσμα να διαιρούνται οι Έλληνες. Και αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο αυτή την εποχή κατά την οποία, ενώ η χώρα προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της από την δεκαετή κρίση, η Τουρκία έχει εξαπολύσει ένα υβριδικό πόλεμο και απειλεί όχι μόνο τα ανατολικά αλλά και τα βόρεια σύνορα μας, εξοπλίζοντας την Αλβανία (που καταδιώκει και την ελληνική μειονότητα) και τα Σκόπια (των οποίων την «μακεδονική» εθνική ταυτότητα και γλώσσα αμφισβητεί, όχι μόνο η τεράστια πλειοψηφία των ιστορικών, αλλά και όλων των λαών της περιοχής, ιδίως δε των Ελλήνων και των Βουλγάρων). Και η πολιτική περιορισμού της εξάπλωσης του ιού, που έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή περιορισμό των ατομικών ελευθεριών (συμπεριλαμβανομένης της θρησκευτικής ελευθερίας), διεύρυνση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και κατατρομοκράτηση των πολιτών, έχουν έχει κάνει την κατάσταση δραματική.

Η ευθύνη της Εκκλησίας

Καλά, και γιατί ευθύνεται η Εκκλησία (κλήρος και λαός, όχι ο Θεός) για όλα αυτά; Η ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας ανήκει στην εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας. Η Εκκλησία δεν συγκυβερνά. Αυτό βεβαίως είναι κατ’ αρχή σωστό. Αλλά η δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης είναι περιορισμένη για δύο κυρίως λόγους.

Αφενός μεν εκλέχθηκε, όπως και η προηγούμενη, από το 40% του 50% του λαού που ψήφισε, εκπροσωπεί δηλαδή το 20% του λαού και, όπως αναφέρθηκε, δεν εκφράζει το γνήσιο λαϊκό φρόνημα. Αφετέρου δε ο εκάστοτε πρωθυπουργός έχει υπερεξουσίες και μπορεί να αποφασίζει ακόμη και για εθνικά θέματα κατά τρόπο αντίθετο με την βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, όπως είδαμε με τους βομβαρδισμούς στην πρώην Γιουγκοσλαβία και με την συμφωνία των Πρεσπών. 

Αλλά, και πλήρη δημοκρατική νομιμοποίηση να είχε η κυβέρνηση, να εκπροσωπούσε δηλαδή περισσότερους από 2 στους 10 Έλληνες, να εξέφραζε το γνήσιο λαϊκό φρόνημα και να υπήρχε δυνατότητα ουσιαστικού δημοκρατικού ελέγχου και περιορισμού του πρωθυπουργού, έχει δικαίωμα γνώμης για όλα τα θέματα η τελευταία Μ.Κ.Ο. και όχι η Εκκλησία, κλήρος και λαός, που αποτελούν και την μεγάλη πλειοψηφία του λαού; Έχει λοιπόν και γνώμη και, αν δεν την εκφράζει και ευθύνη, η Εκκλησία, κλήρος και λαός, ο καθένας βεβαίως ανάλογα με την θέση του.

Η ιεραρχία έχει λοιπόν το δικαίωμα και την υποχρέωση να συνεδριάσει και να συζητήσει τις εξελίξεις σε όλα τα θέματα που πονούν τον πιστό λαό και βεβαίως και στα εθνικά θέματα, να ενθαρρύνει το πλήρωμα της Εκκλησίας και να το προετοιμάσει αλλά και να προετοιμαστεί και η ίδια για τις επερχόμενες εξελίξεις. Σε περίπτωση, θερμού επεισοδίου και νέας κρίσης στα εθνικά θέματα, στην Εκκλησία (στον Θεό, στην Παναγία, στους Αγίους και στους φίλους τους) θα στραφεί η μεγάλη πλειοψηφία του λαού, και στις ένοπλες δυνάμεις.

Και βεβαίως, η ίδρυση ειδικής εκκλησιαστικής επιτροπής για τον εορτασμό των 200 ετών από το 1821 (της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Πολιτιστικής Ταυτότητας) ικανοποίησε το αίσθημα του πιστού λαού, αφού η επιτροπή που όρισε η κυβέρνηση διαπνέεται από αλλότριο πνεύμα και, ούτως η άλλως, οι επαναστάτες, κλήρος και λαός, ήταν όλοι μέλη της Εκκλησίας. Όμως, η επιτροπή της Εκκλησίας πρέπει δραστηριοποιηθεί περισσότερο και να ενημερώσει καλύτερα τον λαό για τις εκδηλώσεις της.

Περαιτέρω, για να ενισχύσει την ενότητα και το αγωνιστικό φρόνημα του λαού, η ιεραρχία έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να σαλπίσει ένα νέο εθνικό εγερτήριο για μία νέα παλιγγενεσία με βάση το ίδιο πνεύμα «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Χωρίς αυτό, η ανάταξη και η προετοιμασία της χώρας, ώστε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έρχονται, είναι αδύνατη.

Με πολύ σεβασμό όμως θα προσθέσω και ότι η ιεραρχία πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα αυτή την φορά. Τον τελευταίο καιρό έχει  λυπήσει πολύ τον πιστό λαό με τον τρόπο που χειρίστηκε μια σειρά από θέματα, όπως την πολιτική παρέμβαση στον εμφύλιο πόλεμο της Ουκρανίας με την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου όχι της ουκρανικής εκκλησίας αλλά μιας πλευράς των αντιμαχόμενων, την παράλειψη οποιασδήποτε αντίδρασης στην προσπάθεια της κυβέρνησης να επαναφέρει με μικρές τροποποιήσεις τα προγράμματα θρησκευτικών της προηγούμενης κυβέρνησης που το ΣτΕ κήρυξε αντισυνταγματικά και την προσωρινή απαγόρευση της συλλογικής άσκησης της θρησκευτικής ελευερίας επαρέμβαση της κυβέρνησης παράλειψη σύγκλησης της ιεραρχίας και την παραβίαση του συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας, όπως τόνισαν πολλοί αρχιερείς και ιδίως ο Άγιος Κερκύρας, όταν ξέσπασε η πανδημία.

Με τα τελευταία κοινώς παραδεδεγμένα λάθη, η ιεραρχία επέτρεψε στην κυβέρνηση να απαγορεύσει προσωρινά, κατά τρόπο αντισυνταγματικό, την συλλογική άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας, (που ελέγχεται ως αντισυνταγματική σύμφωνα με την ανάλυση εγκρίτων νομικώνόπως απέδειξαν έγκριτοι νομικοί, όπως ο καθηγητής του κανονικού δικαίου στο ΑΠΘ κ. Κυριάκος Κυριαζοπουλος αλλά και η τέως πρόεδρος του Αρείου Πάγου κυρία Βασιλική Θάνου, ενώ αναμένεται και η σχετική απόφαση του ΣτΕ), και εφαρμόζοντας δύο μέτρα και δύο σταθμά σε βάρος της Εκκλησίας.

Είναι κοινό το αίσθημα ότι, για να έχει δύναμη λόγου και δράσεως, η ιεραρχία πρέπει να προβεί σε μία εσωτερική ανασυγκρότηση, και ότι, αν δεν επιτελέσει και αυτή την φορά αυτό που επιβάλλει το ποιμαντικό της καθήκον, θα φέρει τεράστια ευθύνη, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, για το νέο 1922 που φαίνεται είναι ήδη προ των πυλών. Και «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»! Ο Θεός να ελεήσει και τους ιεράρχες μας και όλους μας. 

Αλλά και το πλήρωμα της Εκκλησίας, ο καθένας μας και ως πολίτης και ως μέλος της Εκκλησίας, έχει και γνώμη και ευθύνη για τα συμβαίνοντα και στην χώρα και στην Εκκλησία.

Οφείλουμε όλοι να στηρίξουμε αλλά και να πιέσουμε και την πολιτική και την εκκλησιαστική ηγεσία μας να ασκήσει  ευόρκως τα καθήκοντα της, η κυβέρνηση να ασκήσει τα δικαιώματα της χώρας και η ιεραρχία να ασκήσει το ποιμαντικό της έργο.

Και οφείλουμε να είμαστε ενωμένοι, αποφασισμένοι και έτοιμοι ακόμη και να πολεμήσουμε για να υπερασπισθούμε, για μια ακόμη φορά, πίστη και πατρίδα.

Έτσι ώστε να μη ζήσουμε ένα νέο 1922 και να μη ματαιωθεί ο εορτασμός των 200 ετών από την επανάσταση όπως ματαιώθηκε ο εορτασμός των 100 ετών κάτω από το βάρος της καταστροφής το 1922.

Και, όταν ο καθένας μας κάνει το καθήκον του, θα έχουμε ήσυχη την συνείδηση μας. Αλλά και, όπως διδάσκει η ιστορία, θα βοηθήσει κι ο Θεός. Αμήν. Γένοιτο!