Μόλις πέντε ημέρες μετά το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, οι Γερμανοί κατακτητές έδειξαν πάλι το απάνθρωπο πρόσωπό τους, αυτή τη φορά στο Πήλιο.
17 Δεκεμβρίου 1943. Μια γερμανική περίπολος μοτοσικλετιστών κινούνταν στην περιοχή της Αλικόπετρας, κοντά στο χωριό Δράκεια. Κρυμμένοι Έλληνες αντάρτες, πυροβόλησαν εναντίον τους, σκοτώνοντας δύο στρατιώτες.
Ένας άλλος, τραυματισμένος, κατάφερε να διαφύγει προς την Πορταριά και ενημέρωσε τη γερμανική διοίκηση για το «χτύπημα» των αντιστασιακών.
Ένας άλλος, τραυματισμένος, κατάφερε να διαφύγει προς την Πορταριά και ενημέρωσε τη γερμανική διοίκηση για το «χτύπημα» των αντιστασιακών.
Τα γερμανικά «αντίποινα»
Την ίδια μέρα το απόγευμα, ακούστηκαν πυροβολισμοί στα Χάνια Πηλίου.
Οι αντιστασιακοί πίστεψαν ότι επρόκειτο για γυμνάσια των Γερμανών και καθησύχαζαν τους χωριανούς.
Οι κατακτητές, όμως, κινούνταν προς τη Δράκεια, αποφασισμένοι να πάρουν εκδίκηση.
Όταν έφτασαν, εισέβαλαν στο χωριό από τρία διαφορετικά σημεία.
Οι αντιστασιακοί πίστεψαν ότι επρόκειτο για γυμνάσια των Γερμανών και καθησύχαζαν τους χωριανούς.
Οι κατακτητές, όμως, κινούνταν προς τη Δράκεια, αποφασισμένοι να πάρουν εκδίκηση.
Όταν έφτασαν, εισέβαλαν στο χωριό από τρία διαφορετικά σημεία.
Όσους άνδρες έβλεπαν στο δρόμο, τους αιχμαλώτιζαν.
Η συγκέντρωση των αμάχων έγινε, αρχικά, στα καφενεία της κάτω πλατείας και κατόπιν στο κεντρικό καφενείο της Δράκειας.
Οι Ναζί μπήκαν στα σπίτια και άρπαξαν τους άνδρες από τις οικογένειες.
Από το «μάζεμα» δεν γλίτωσαν ούτε 15χρονοι νέοι, αλλά και έμποροι, που είχαν περπατήσει ως το χωριό, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους.
Οι αιχμάλωτοι έμειναν αμίλητοι και ακίνητοι όλη τη νύχτα, όσο οι Γερμανοί απολάμβαναν ζεστά ροφήματα.
Έβαλαν πολυβόλα πάνω στα τραπέζια και μ’ αυτά απειλούσαν τους κατοίκους, που είχαν φυλακίσει, ώστε να αποτρέψουν κάθε απόπειρα αντίδρασης.
Η συγκέντρωση των αμάχων έγινε, αρχικά, στα καφενεία της κάτω πλατείας και κατόπιν στο κεντρικό καφενείο της Δράκειας.
Οι Ναζί μπήκαν στα σπίτια και άρπαξαν τους άνδρες από τις οικογένειες.
Από το «μάζεμα» δεν γλίτωσαν ούτε 15χρονοι νέοι, αλλά και έμποροι, που είχαν περπατήσει ως το χωριό, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους.
Οι αιχμάλωτοι έμειναν αμίλητοι και ακίνητοι όλη τη νύχτα, όσο οι Γερμανοί απολάμβαναν ζεστά ροφήματα.
Έβαλαν πολυβόλα πάνω στα τραπέζια και μ’ αυτά απειλούσαν τους κατοίκους, που είχαν φυλακίσει, ώστε να αποτρέψουν κάθε απόπειρα αντίδρασης.
Το άγνωστο «Ολοκαύτωμα»
18 Δεκεμβρίου. Οι Ναζί διέταξαν τους ανήλικους να επιστρέψουν σπίτια τους. Αμέσως μετά, έβγαλαν έξω από το καφενείο πέντε χωρικούς. Τους οδήγησαν στο ρέμα και τους έβαλαν πάνω σε ένα πεζούλι.
Από πίσω τους στήθηκαν οι στρατιώτες και τους σκότωναν ένα-έναν, με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Μετά, έφεραν τους επόμενους πέντε από το καφενείο.
Η διαδικασία κράτησε έως και το μεσημέρι.
Όταν οι δολοφόνοι αποχώρησαν, άφησαν πίσω τους 118 θύματα, το αίμα των οποίων είχε «κοκκινίσει» το νερό στο ρέμα.
Γυναίκες και παιδιά ξεχύθηκαν στη Δράκεια, ψάχνοντας τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Μάζευαν τα πτώματα και τα μετέφεραν στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Από πίσω τους στήθηκαν οι στρατιώτες και τους σκότωναν ένα-έναν, με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Μετά, έφεραν τους επόμενους πέντε από το καφενείο.
Η διαδικασία κράτησε έως και το μεσημέρι.
Όταν οι δολοφόνοι αποχώρησαν, άφησαν πίσω τους 118 θύματα, το αίμα των οποίων είχε «κοκκινίσει» το νερό στο ρέμα.
Γυναίκες και παιδιά ξεχύθηκαν στη Δράκεια, ψάχνοντας τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Μάζευαν τα πτώματα και τα μετέφεραν στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Στο μικρό χώρο της εκκλησίας, τα πτώματα των άμαχων χωρικών στοιβάζονταν σε τρεις σειρές, η μια πάνω στην άλλη. Η Δράκεια αποτελεί ένα από τα μαρτυρικά χωριά της Ελλάδας, όπου γράφτηκε μια από τις μεγαλύτερες θηριωδίες των Ναζί.