WOKE: Στην εποχή της ”ρευστοποίησης”
-
”ρευστοποιώ: 1.μετατρέπω μια στερεά ύλη (σώμα) σε ρευστή·
(πρβ. υγροποιώ). 2. (μτφ.) μετατρέπω σε ρευστό χρήμα (ανταλλάσσω με ρευστό
χρήμα) ένα περιουσια...
Πριν από 50 δευτερόλεπτα