Ή φωνή τής Ίεράς Κοινότητας τοϋ Αγίου Όρους άντήχησε, όμοια βροντή, στήν κατεστραμμένη άκοή τής άποστατημένης ήγεσίας του τόπου μας. Μέ τήν άνακοίνωσή της για τά μεγάλα ζητήματα του Μαθήματος των Θρησκευτικών καί του νομοσχεδίου περί των Έμφυλων Ταυτοτήτων,
άλλά καί μέ τή δυναμική άπόφασή της νά κλείσει τις πύλες του Άγιου Όρους στόν Πρωθυπουργό τής χώρας, πού ζητούσε νά τό έπισκεφθεΐ τήν 27η Σεπτεμβρίου (ήμέρα τοϋ Σταυρού μέ το παλαιό ήμερολόγιο, πού άκολουθεΐ τό Άγιον Όρος), έδειξε ότι τό νεοταξικό θηρίο δέν θά βρει εύκολη τροφή σέ τούτη τή χώρα τών Άγιων καί των ήρώων.
Στήν έπιστολή της πρός τούς Υπουργούς Δικαιοσύνης καί Παιδείας ή Ιερά Κοινότης διατυπώνει μέ εύγένεια και σεβασμό μέν, έντονότατη δέ τήν άντίθεση τών Αγιορειτών Πατέρων προς τά τεκταινόμενα.
Έτσι γιά τό θέμα τών έμφυλων ταυτοτήτων έγραψε: ≪Άναφορικώς μέ το πρός ψήφισιν νομοσχέδιον διερωτώμεθα πλέον τί μάς έπιφυλάσσεται εις τό μέλλον! Μετά τήν θέσπισιν ύπό της Κυβερνήσεως τοΰ “συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων” καί τήν καθιέρωσιν εις τα σχολεία τής πατρίδος μας της θεματικής έβδομάδος “έμφυλες ταυτότητες”, οδηγείται πλέον ή χώρα είς τήν ψήφισιν νόμου, μέ τόν όποιον θα μπορή κάποιος νά προβαίνη είς την άλλαγήν τοΰ “καταχωρισμένου φύλου” του μέ μία άπλή αϊτησι καί μάλιστα άπό τήν ήλικίαν τών 15 έτών! Είναι δυνατόν διά νόμου νά καταστρατηγήται άπρο- καλύπτως είς τήν ’Ορθόδοξον Πατρίδα μας ό νόμος τού θεού; “καί έποίησεν ό θεός τόν άνθρωπον, κατ’ εικόνα θεού έποίησεν αύτόν, άρσεν καί θήλυ έποίησεν αύτούς”.
Διερωτώμεθα ποιος Ορθόδοξος Βουλευτής τής Βουλής τών 'Ελλήνων θά ψηφίση τοιούτον άνομον νομοσχέδιον.
Παρακαλοΰμεν θερμώς άπαντα τά μέλη τής Κυβερνήσεως καί τής Βουλής νά άρθοΰν είς τό ύψος τών περιστάσεων καί νά συμβάλουν είς την άποτροπήν τής νομοθετήσεως ταύτης≫.
Για δέ τό Μάθημα τών Θρησκευτικών σημειώνει μέ πόνο: ≪Πληροφορούμεθα ότι διενεμήθησαν είς τούς μαθητάς “Φάκελοι Μαθήματος”, μέ τούς όποιους οί ’Ορθόδοξοι μαθηταί θά διδάσκωνται ένα πανθρησκειακόν μάθημα, τό όποιον έντέχνως θά ένσταλάζη είς τάς ψυχάς των τήν ιδέαν ότι “όλες οί θρησκείες είναι λίγο - πολύ τό ’ίδιο” καί έν τέλει θά τούς όδηγή είς τόν άγνωστικισμόν καί τήν άθεΐαν≫. Δηλώνει στη συνέχεια ότι συμπαρίσταται στούς γονείς πού έπιστρέφουν ώς άπαράδεκτους τούς Φακέλους καί παρακαλεί νά άποσυρθοϋν οί Φάκελοι καί νά συνεχίσει τό μάθημα νά διδάσκεται άπό τά παλαιά βιβλία, έως ότου τακτοποιηθεί τό περιεχόμενό του σέ συνεργασία με τήν άρμόδια έπιτροπή τή ς ’Εκκλησίας.
Καί κλείνει τήν αύστηρή έπιστολή της ή Ιερά Κοινότης μέ τούτα τά λόγια τού όσίου Παϊσίου τοΰ Αγιορείτου: ≪Σ’ αύτά τά δύσκολα χρόνια ό καθένας μας πρέπει νά κάνει ό,τι γίνεται άνθρωπίνως, καί ό,τι δέν γίνεται άνθρωπίνως νά τό άφήνει στό Θεό. Έτσι θά έχουμε ήσυχη τή συνείδησή μας ότι κάναμε έκεΐνο πού μπορούσαμε. ’Άν δέν άντιδράσουμε, θά σηκωθούν οί πρόγονοί μας άπό τούς τάφους≫.
Ήταν καιρός. Έπρεπε νά άκουστεΐ τούτο τό ήχηρό σάλπισμα άπό τό Άγιον ’Όρος τής ’Ορθοδοξίας. Διότι σ’ αύτό κυρίως προσβλέπουμε οί πιστοί ώς τό άπαρτο κάστρο τής Πίστεως και τών Παραδόσεών μας.
Θαυμάσαμε καί τή δυναμική άπόφασή του νά άρνηθεΐ τήν έπίσκεψη τοΰ Πρωθυπουργού, κίνηση σπανιότατη στά χίλια τόσα χρόνια τής ιστορίας του.
Κι όχι πώς δέν θά ήθελαν τήν έπίσκεψη ένός Πρωθυπουργού οί σεβάσμιοι πατέρες τοΰ Άθωνα. Άλλά θά τήν ήθελαν ώς ένός πιστού Πρωθυπουργού, ταπεινού προσκυνητοΰ τών ιερών και άγιασμένων σκηνωμάτων τοΰ Όρους, καί σεβαστικοϋ τών αιωνίων Παραδόσεών του.
Έτσι άκριβώς, όπως τό έγραψε με παρρησία ό γέροντας Ηγούμενος τοΰ Δοχειαρίου Γρηγόριος: ≪Ποιός σάς είπε ότι οί γεγηρακότες καί άρρωστοι ήγούμενοι δέν θά θυσίαζαν τά πάντα, γιά να βρεθούνε στήν ύποδοχή ένός χριστιανού άρχηγοΰ τοΰ κράτους; Εϊτε πεζή, είτε μέ άμαξες, εϊτε βροχή καί καταιγίδα έπληττε τό ’Όρος, αύτοί πρώτοι δα- φνηφοροϋντες θά έτρεχαν, θά έσπευδαν μέ ταχείς ρυθμούς νά ύποδεχθοΰν αύτόν πού δέν άρνεΐται τόν Χριστό και τήν Παναγία≫.
Όμως ή πολιτεία του τούς έμποδίζει. Γι’ αύτό ό άγιος Ηγούμενος συμπληρώνει μέ παρρησία: ≪Πώς μπορώ έγώ ό καλόγερος, ό Έλληνας καί χριστιανός, νά μένω άπαθής, άνενέργητος καί άμέτοχος σέ όλον αύτόν τόν χαμό τού κόσμου; Πότε οί μοναχοί έζησαν άραγμένη ζωή σ’ αύτόν τόν τόπο (“δέν βαριέσαι, άξια ών έπραξαν άπολαμβάνουν”) καί δέν κατέβηκαν στήν μάχη καί δέν πρωτοστάτησαν στόν άγώνα; Αλλοίμονο στον μοναχό πού τρυφά στά θεοτικά του και άφήνει τόν συνάνθρωπό του στόν πόνο καί στόν καημό του.
Δέν τόν δεχόμαστε τόν Τσίπρα στο Άγιον Όρος, άν δέν έπιδείξη έμπρακτη
μετάνοια καί άν δέν μαζέψη τά πούπουλα - πού μόνο πούπουλα δεν είναι - τής άπιστίας, τής άποστασίας καί τής διαστροφής άπό τό κράτος το έλληνικό. Άν δεχόμασταν τόν Τσίπρα μέ έκκλησιαστικές τιμές, αύτός ό πονεμένος λαός πόσο δάκρυ θά έχυνε την ήμέρα έκείνη τού Σταυρού;
Λέτε νά έβαρύνθησαν οί καρδιές μας στήν κραιπάλη καί στήν μέθη, καί να χάσαμε τις εύαισθησίες μας καί νά ά- σπαζώμαστε τά χέρια τών ένταφιαστών τής ’Εκκλησίας καί τού Γένους;
Εϊμαστε μοναχοί, είμαστε καί Έλληνες. Νά σπάσουνε τά χέρια μας, άν χειροκροτήσουμε τέτοιους κρατούντες, και νά κομματιαστούν οί παλάμες μας, αν καμπάνες χαρμόσυνες χτυπήσουμε στήν ύποδοχή τους≫.
Λόγια ξεκάθαρα, σταράτα, αύθεντικά. 'Όμως σέ ποιούς άπευθύνονται; Σε ποιά ήγεσία; Σέ ποιούς άρχηγούς;
Οί σημερινοί πολιτικοί μας ήγέτες - καί όχι μόνο οί πολιτικοί - εΐναι νάνοι. Έτσι γεννήθηκαν; Έτσι άνατράφηκαν; ’Έτσι κατάντησαν;
Αδιάφορο.
Σημασία έχει πώς είναι μικροί. Ασήμαντοι. Καί πολλοί άπ’ αύτούς και θρασείς. Πού μεγαλαυχούν, έπαίρονται, ύψώνουν τό σπιθαμιαίο άνάστημά τους μπροστά στήν Ιστορία. Προκαλοϋν τήν Ιστορία. Ποιοί; Έχουν μήπως κάποιο σπουδαίο προσόν; Έχυσαν μήπως τό αΐμα τους γιά τήν Πατρίδα;
Έκαναν κάτι τόσο μεγάλο πού να τούς δίνει τό δικαίωμα νά έπεμβαίνουν στόν άβατο ιερό χώρο τής Παραδόσεώς της; ’Όχι, διότι εΐναι μικροί.
Αύτοί όμως είναι. Νάνοι. Μπορούν οί νάνοι νά γίνουν μεγάλοι;
Μπορούν νά ψηλώσουν;
Κι όμως μπορούν, άρκεΐ νά τό θελήσουν. Μπορούν, άν άνεβοΰν σέ ώμους γιγάντων. Στούς ώμους τών προγόνων. Τών τιτάνων έκείνων πού ξεθηκάρωσαν τά γιαταγάνια τους, μέτρησαν με βιά τή σκλαβωμένη γή τους - κατάξερη - καί σκίζοντας τις σάρκες τους την πότισαν μέ τό αΐμα τους.
Ά! Τί πότισμα ήταν έκεΐνο! Ξανάνιωσε ή γής, ξεπετάχτηκαν τά βλαστάρια της, τά νέα παλληκάρια, κι αύτά πήραν νά χτίζουν μέ τό αίματοποτισμένο χώμα τό κάστρο τής Πατρίδας, τούς μεγάλους της πύργους.
Έτσι τό έχτισαν. Μέ αΐμα!
Κι έκεΐ στήν κεντρική του πύλη έγραψαν πάλι μέ αΐμα, μέ τό αΐμα τους: ≪Εις τό όνομα τής Αγίας καί Όμοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος≫.
Κοντά διακόσια χρόνια τώρα τό κάστρο μένει άσάλευτο. Κι όχι πώς δεν πολεμήθηκε. Λυσσαλέες έττιθέσεις δέχτηκε. Καί έξωθεν καί έσωθεν. Μά οί έξωτερικοί έχθροί τσακίστηκαν καί οί έσωτερικοί προδότες άποκαλύφθηκαν καί έξευτελίστηκαν.
Τώρα καί τούτοι καί οί άλλοι έχουν έπανέλθει άπειλητικότεροι. Κραδαίνουν τις ιδεολογικές τους σημαίες, κραυγάζουν ρυθμικά τά άπάτριδα, παγκοσμιοποιημένα συνθήματά τους.
Κι εΐναι άλήθεια πώς ή τωρινή έπίθεσή τους δέν μοιάζει μέ τις άλλες. Τώρα κινούνται μέ σύστημα. Προχωρούν σταδιακά. ’Ενεργούν ύπουλα, μέ σχέδιο. ’Επιχειρούν νά χτυπήσουν τό κάστρο στά θεμέλια. Ναρκισσεύονται πώς θά τό γκρεμίσουν. Πόσο λαθεύονται! Μάχονται τήν Ιστορία. Τήν προκαλοϋν. Ανοίγουν πόλεμο μέ την Ιστορία- μέ τήν ψυχή τοΰ τόπου, μέ τούς τιτάνες, τις άνίκητες μορφές τών προγόνων.
Μύωπες. Τυφλοί. Δέν καταλαβαίνουν ότι ≪θά σηκωθούν οί πρόγονοί μας άπό τούς τάφους≫; Δέν νοούν τών πύργων τά στηρίγματα;
’Άφρονες.
Λογιάζουν τοΰ κάστρου τά θεμέλια στους κάμπους. Δέν βλέπουν πώς αύτά έχουν πακτωθεί - άσάλευτα! - στις μεγάλες, τις άπαρτες κορφές τών βουνών! Στήν Ιστορία. Στον Άθωνα.
Εκεί πού καίει, φλέγόμενη βάτος, ή ιερή τοΰ λαού μας μνήμη.
Έτσι όπως ό Ποιητής τό έγραψε: ≪ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ στά βουνά καί τά βουνά σηκώνουν οί λαοί στόν ώμο τους καί πάνω τους ή μνήμη καίει άκαυτη βάτος. Μνήμη τοΰ λαού μου σέ λένε Πίνδο καί σέ λένε Άθω≫(*).
………………………………………………..
(*) Όδυσσέα Ελύτη, ≪AΞΙON ΕΣΤΙ≫.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”