Ενα περιπετειώδες ταξίδι, με σκοπό την όσο το δυνατόν πληρέστερη φωτογραφική καταγραφή του επί δεκαέξι αιώνες συμβόλου του ποντιακού ελληνισμού πραγματοποίησε η Βαρβάρα Χαραλαμπίδου. Το λεύκωμα με τίτλο «Ιερά Βασιλική Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Σουμελά Πόντου», το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Το Παλίμψηστον», είναι αποτέλεσμα μίας καταγραφής από την Κοζανίτισσα συγγραφέα η οποία διήρκεσε περισσότερο από οκτώ χρόνια. Οι πεντακόσιες σελίδες του αντικατοπτρίζουν το μέγεθος της προσπάθειας. Ιδιαίτερα δύσκολη χαρακτήρισε η Βαρβάρα Χαραλαμπίδου την ολοκλήρωση της συγκεκριμένης έκδοσης, καθώς η φωτογράφηση λόγω είτε των δυσμενών καιρικών συνθηκών, είτε της δυσκολίας στην πρόσβαση σε πολλά από τα προσκυνήματα, δεν ευνοούσε την καταγραφή τους από το φωτογραφικό φακό.
Η επίσκεψη της συγγραφέα στα εξαρχικά χωριά της Μονής Σουμελά μετατράπηκε σε… άθλο.
Στα οκτώ χρόνια κατάφερε να φτάσει μέχρι εκεί μόλις δύο φορές, καθώς άλλοτε το κακό οδικό δίκτυο και άλλοτε η πυκνή ομίχλη την κρατούσαν μακριά. Στο λεύκωμα, το οποίο καταγράφει τη μακραίωνη ιστορία της μονής, μεταξύ άλλων παρουσιάζονται χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων, χειρόγραφοι κώδικες, πολύτιμα ιερά κειμήλια και εικόνες ανεκτίμητης ιστορικής αξίας, που έχουν εντοπιστεί σε μουσεία ανά τον κόσμο αλλά και ιδιωτικές συλλογές. Ιδιαίτερα σημαντική καταγραφή είναι και αυτή του Πρωτοκόλλου Παράδοσης – Παραλαβής των Θησαυρών της Μονής Σουμελά, που ανέσυρε από την κρύπτη του Ιερού Μετοχίου της Αγίας Βαρβάρας μετά την καταστροφή και παρέδωσε στο Ταμείο Ανταλλάξιμων ο μοναχός Αμβρόσιος Σουμελιώτης. Η έκδοση αυτή συμπίπτει με μία σπουδαία στιγμή για την Ορθοδοξία, καθώς έπειτα από 88 ολόκληρα χρόνια θα τελεστεί στις 15 Αυγούστου θεία λειτουργία στην Παναγία Σουμελά με επίσημη άδεια του τουρκικού κράτους.
Στα οκτώ χρόνια κατάφερε να φτάσει μέχρι εκεί μόλις δύο φορές, καθώς άλλοτε το κακό οδικό δίκτυο και άλλοτε η πυκνή ομίχλη την κρατούσαν μακριά. Στο λεύκωμα, το οποίο καταγράφει τη μακραίωνη ιστορία της μονής, μεταξύ άλλων παρουσιάζονται χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων, χειρόγραφοι κώδικες, πολύτιμα ιερά κειμήλια και εικόνες ανεκτίμητης ιστορικής αξίας, που έχουν εντοπιστεί σε μουσεία ανά τον κόσμο αλλά και ιδιωτικές συλλογές. Ιδιαίτερα σημαντική καταγραφή είναι και αυτή του Πρωτοκόλλου Παράδοσης – Παραλαβής των Θησαυρών της Μονής Σουμελά, που ανέσυρε από την κρύπτη του Ιερού Μετοχίου της Αγίας Βαρβάρας μετά την καταστροφή και παρέδωσε στο Ταμείο Ανταλλάξιμων ο μοναχός Αμβρόσιος Σουμελιώτης. Η έκδοση αυτή συμπίπτει με μία σπουδαία στιγμή για την Ορθοδοξία, καθώς έπειτα από 88 ολόκληρα χρόνια θα τελεστεί στις 15 Αυγούστου θεία λειτουργία στην Παναγία Σουμελά με επίσημη άδεια του τουρκικού κράτους.
Η ιστορία της Παναγίας Σουμελά
Η ίδρυση της μονής - συμβόλου του ελληνισμού χρονολογείται στο 386. Ηταν η χρονιά που δύο μοναχοί από την Αθήνα, ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος, οδηγήθηκαν στο όρος Μελάς, όταν, σύμφωνα με την παράδοση, τους φανερώθηκε η εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, την οποία είχε φιλοτεχνήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Το πρώτο κελί χτίστηκε από τους δύο μοναχούς σε υψόμετρο που φτάνει τα 1.063 μέτρα, ενώ λίγο αργότερα έχτισαν μία εκκλησία μέσα σε μια σπηλιά, στα «σπλάχνα» του όρους. Το 1860 κοντά στο σπήλαιο χτίζεται ένας τετραώροφος ξενώνας, η διαρρύθμιση του χώρου γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες των προσκυνητών, δημιουργείται βιβλιοθήκη, ενώ και γύρω από το μοναστήρι ανοικοδομούνται μικροί ναοί οι οποίοι αφιερώνονται σε άλλους αγίους. Ο Ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης βρίσκεται σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από τη μονή, όπως και το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, «έργα» επίσης των δύο Αθηναίων μοναχών. Στη μακρόχρονη ιστορία της η μονή πολλές φορές έγινε στόχος, εξαιτίας του πλούτου της. Λέγεται μάλιστα ότι έπειτα από μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές που υπέστη από την επιδρομή ληστών, την ανασύστασή της ανέλαβε ο Οσιος Χριστόφορος το 644. Το αποκορύφωμα όμως ήρθε το 1922, όταν οι φανατισμένοι νεότουρκοι κεμαλιστές λήστεψαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι. Οι μοναχοί που ζούσαν εκεί το εγκατέλειψαν για πάντα το Φεβρουάριο του 1923, με την ανταλλαγή των πληθυσμών που όριζε η Συνθήκη της Λοζάνης.
agelioforos