Έχοντας ανατριχιαστικά απομακρυνθεί τα ευρωπαϊκά κράτη από το συστατήριο εκείνο, ευγενές όραμα των «πατέρων» της ενωμένης Ευρώπης, επί δεκαετίες, —πριν τα ξυπνήσει βίαια η σκληρή οικονομική κρίση που ζούμε— είχαν αδίσταχτα ριχτεί στην κατανάλωση. Στην κατανάλωση —διότι όλα τα άλλα, ξεκινώντας από το στείρο Ευρωκοινοβούλιο και καταλήγοντας στις άκαρπες, βαθμιαίες διευρύνσεις, δεν ήταν παρά καρυκεύματα της καταναλωτικής, της υλόφρονης βουλημίας μιας δέσμης κρατών που είχαν λακτίσει την ταυτότητά τους, την Γλώσσα τους, την Θρησκεία τους, τον πνευματικό τους πολιτισμό.
Μέσα σ' αυτή την οργιαστική καταναλωτική λάσπη έχει πέσει και η Ελλάδα —η πνευματική, πολιτισμική μητέρα της Ευρώπης. Στην δική της καθημερινή, επίσημη και ανεπίσημη ζωή, φανερώθηκε με τον πιο αναιδή, συχνά χυδαίο τρόπο, η καταναλωτική μανία, ο υλιστικός πυρετός που εσάρωσε —κι εξακολουθεί να σαρώνει την προσωπικότητά της, την ταυτότητα της, αυτή που εσμίλευσαν οι αιώνες του περιπετειώδους βίου της.
Έτσι, η Ελλάδα, με βήμα γοργό, προχώρησε στον βαθμιαίο αφελληνισμό της. Καταφρονώντας τον τρισχιλιόχρονο εαυτό της, την πολύμορφη παράδοσή της που εχύμευσαν γενιές και γενιές, οι «έξυπνοι» των καιρών μας ελάκτισαν την γλώσσα της, ελάκτισαν καί την θρησκεία της. Και όχι πλέον ο «λαός». Ο μηδενισμός ξεκίνησε από τα «υψηλά» λεγόμενα κοινωνικά κλιμάκια: από τα πανεπιστήμια, από τους πολιτικούς και από τους δημοσιογράφους. Καταφρονώντας τον ελληνικό εαυτό των Νεοελλήνων, άφησαν να καταμολυνθεί η γλώσσα, ιδίως η τρέχουσα,η λεγόμενη «καθημερινή γλώσσα», που είναι και η πιο ζωντανή, από μύριους αγγλισμούς, τόσο που να κυκλοφορείς στις ελληνικές πόλεις και οι επιγραφές των καταστημάτων κάθε φύσης να σε βεβαιώνουν πως βρίσκεσαι σε αγγλόφωνη χώρα. Και δεν ήταν, και δεν είναι μόνο αυτό. Παρά τον δίκαιο ξεσηκωμό μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού, απαγορεύτηκε η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες —ακόμη και η προαιρετική. Και είχαν λησμονήσει — κι εξακολουθούν να «λησμονούν»— οι ανεγκέφαλοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι πως από την ελληνική ακόμη αρχαιότητα, η Γλώσσα και η θρησκεία ήταν οι δυο ιεροί σύνδεσμοι της ελληνικότητάς μας. Ούτε όμως κι αυτά τα εθνικά εγκλήματα —που το επαναλαμβάνω: τελέστηκαν ξεκινώντας από τις «υψηλές» σφαίρες της νεοελληνικής κοινωνίας— ικανοποίησαν τους ξενόδουλους, καλοπληρωμένους μηδενιστές των δυσχερών ετούτων καιρών. Προχώρησαν στην άλωση της Παιδείας: με ψεύδη, ανακρίβειες και δήθεν διεθνικιστικές ορέξεις, παραχάραξαν τα βιβλία της Ιστορίας, οδήγησαν σε ασφυξία το μάθημα των Θρησκευτικών— ενώ ουδείς ποτέ στην νεώτερη Ελλάδα υποχρεώθηκε,— έστω κ έχοντας τελέσει θρησκευτικό γάμο— να θρησκεύει. Η παράδοση του τόπου μας οδηγούσε πάντα στην επισφράγιση του ιερού χαρακτήρα των κορυφαίων γεγονότων στη ζωή του Έλληνα πολίτη. Γιατί ουδέποτε, επί 25 και πλέον αιώνες, ζητήθηκε από τους Έλληνες να ζήσουν ως παραγωγοί-καταναλωτές, δηλαδή, να απανθρωποποιηθούν, να αποκτηνωθούν. Και σήμερα, τα «ανώτερα» κοινωνικά κλιμάκια, αυτό επιζητούν, γι' αυτό εργάζονται, αυτό τον κτηνώδη μηδενισμό κηρύττουν. Κι έρχεται, σαν μια αγριεμένη, πολυτρικυμιώδης θάλασσα, η οικονομική ετούτη κρίση. Και σαρώνει λυσσαλέα τον αναιδέστατο υλισμό, και αδειάζει τον κοινωνικό βίο από κάθε νόημα, κι εκμηδενίζει και παραγωγούς, και καταναλωτές. Και τώρα, σ' αυτό τον τόπο που επί 25 και πλέον αιώνες γνώριζαν για ποιο σκοπό ζουν οι Έλληνες, τώρα, για ποιό σκοπό ζουν; —έχοντας χάσει τον εαυτό τους, και πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, έχοντας προσβληθεί από δεινή δυσλεξία. Πού είναι η Ελλάδα και πού οι Έλληνες; Ώρα τραγικής αμηχανίας.
Μέσα σ' αυτή την οργιαστική καταναλωτική λάσπη έχει πέσει και η Ελλάδα —η πνευματική, πολιτισμική μητέρα της Ευρώπης. Στην δική της καθημερινή, επίσημη και ανεπίσημη ζωή, φανερώθηκε με τον πιο αναιδή, συχνά χυδαίο τρόπο, η καταναλωτική μανία, ο υλιστικός πυρετός που εσάρωσε —κι εξακολουθεί να σαρώνει την προσωπικότητά της, την ταυτότητα της, αυτή που εσμίλευσαν οι αιώνες του περιπετειώδους βίου της.
Έτσι, η Ελλάδα, με βήμα γοργό, προχώρησε στον βαθμιαίο αφελληνισμό της. Καταφρονώντας τον τρισχιλιόχρονο εαυτό της, την πολύμορφη παράδοσή της που εχύμευσαν γενιές και γενιές, οι «έξυπνοι» των καιρών μας ελάκτισαν την γλώσσα της, ελάκτισαν καί την θρησκεία της. Και όχι πλέον ο «λαός». Ο μηδενισμός ξεκίνησε από τα «υψηλά» λεγόμενα κοινωνικά κλιμάκια: από τα πανεπιστήμια, από τους πολιτικούς και από τους δημοσιογράφους. Καταφρονώντας τον ελληνικό εαυτό των Νεοελλήνων, άφησαν να καταμολυνθεί η γλώσσα, ιδίως η τρέχουσα,η λεγόμενη «καθημερινή γλώσσα», που είναι και η πιο ζωντανή, από μύριους αγγλισμούς, τόσο που να κυκλοφορείς στις ελληνικές πόλεις και οι επιγραφές των καταστημάτων κάθε φύσης να σε βεβαιώνουν πως βρίσκεσαι σε αγγλόφωνη χώρα. Και δεν ήταν, και δεν είναι μόνο αυτό. Παρά τον δίκαιο ξεσηκωμό μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού, απαγορεύτηκε η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες —ακόμη και η προαιρετική. Και είχαν λησμονήσει — κι εξακολουθούν να «λησμονούν»— οι ανεγκέφαλοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι πως από την ελληνική ακόμη αρχαιότητα, η Γλώσσα και η θρησκεία ήταν οι δυο ιεροί σύνδεσμοι της ελληνικότητάς μας. Ούτε όμως κι αυτά τα εθνικά εγκλήματα —που το επαναλαμβάνω: τελέστηκαν ξεκινώντας από τις «υψηλές» σφαίρες της νεοελληνικής κοινωνίας— ικανοποίησαν τους ξενόδουλους, καλοπληρωμένους μηδενιστές των δυσχερών ετούτων καιρών. Προχώρησαν στην άλωση της Παιδείας: με ψεύδη, ανακρίβειες και δήθεν διεθνικιστικές ορέξεις, παραχάραξαν τα βιβλία της Ιστορίας, οδήγησαν σε ασφυξία το μάθημα των Θρησκευτικών— ενώ ουδείς ποτέ στην νεώτερη Ελλάδα υποχρεώθηκε,— έστω κ έχοντας τελέσει θρησκευτικό γάμο— να θρησκεύει. Η παράδοση του τόπου μας οδηγούσε πάντα στην επισφράγιση του ιερού χαρακτήρα των κορυφαίων γεγονότων στη ζωή του Έλληνα πολίτη. Γιατί ουδέποτε, επί 25 και πλέον αιώνες, ζητήθηκε από τους Έλληνες να ζήσουν ως παραγωγοί-καταναλωτές, δηλαδή, να απανθρωποποιηθούν, να αποκτηνωθούν. Και σήμερα, τα «ανώτερα» κοινωνικά κλιμάκια, αυτό επιζητούν, γι' αυτό εργάζονται, αυτό τον κτηνώδη μηδενισμό κηρύττουν. Κι έρχεται, σαν μια αγριεμένη, πολυτρικυμιώδης θάλασσα, η οικονομική ετούτη κρίση. Και σαρώνει λυσσαλέα τον αναιδέστατο υλισμό, και αδειάζει τον κοινωνικό βίο από κάθε νόημα, κι εκμηδενίζει και παραγωγούς, και καταναλωτές. Και τώρα, σ' αυτό τον τόπο που επί 25 και πλέον αιώνες γνώριζαν για ποιο σκοπό ζουν οι Έλληνες, τώρα, για ποιό σκοπό ζουν; —έχοντας χάσει τον εαυτό τους, και πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, έχοντας προσβληθεί από δεινή δυσλεξία. Πού είναι η Ελλάδα και πού οι Έλληνες; Ώρα τραγικής αμηχανίας.