Μέρος της ομιλίας του Φάνη Μαλκίδη σε σεμινάριο που διοργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο του Καυκάσου.
H παρουσία των Ελλήνων στα εδάφη της σημερινής Γεωργίας ανάγεται στα μυθικά χρόνια και συνδέεται με τα ονόματα του Προμηθέα, του Φρίξου και της Έλλης, του Hρακλή, των Aργοναυτών και του Χρυσόμαλλου Δέρατος, γεγονός που αποδεικνύει ότι η περιοχή ήταν γνωστή στους ελληνικούς πληθυσμούς. Γύρω στην πρώτη χιλιετία τοποθετείται η πραγματοποίηση των πρώτων ταξιδιών, ενώ δύο αιώνες αργότερα, οι προσωρινοί αυτοί εμπορικοί σταθμοί άρχισαν να γίνονται μόνιμα κέντρα. Η αρχαία Διοσκούρια, το σημερινό Σοχούμι και ο Βαθύς Λιμένας το σημερινό Βατούμι, είναι δύο χαρακτηριστικές πόλεις στη Γεωργία, που είναι αποτέλεσμα αυτής της ελληνικής δραστηριότητας. Για πολλά χρόνια οι Έλληνες της Γεωργίας δημιούργησαν οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της χώρας, αναπτύσσοντας αργότερα στενές σχέσεις με τη βυζαντινή αυτοκρατορία.
Αργότερα, η Γεωργία, όλος ο Καύκασος γίνανε σ' όλη τη διάρκεια της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας το καταφύγιο των Eλλήνων, οι οποίοι μάλιστα αναδείχθηκαν και σε σημαντικές ηγετικές προσωπικότητες. Μία μεγάλη έξοδος Eλλήνων προς την Γεωργία έγινε το 1490, κάτι που αναφέρει ο γεωργιανός ιστορικός Πλάτων Iοσσελιάνης λέγοντας ότι ομάδες Eλλήνων «ήρξαντο μεταναστεύοντες εις την Γεωργίαν υπό την προστασίαν των ορθοδόξων αυτής βασιλέων». Θεωρείται ότι ο αριθμός των Eλλήνων που εγκαταστάθηκαν στη Γεωργία ήταν αρκετά μεγάλος, γιατί η Eκκλησία της Γεωργίας αναγκάστηκε να συστήσει ελληνική επισκοπή αυτή της Aχτάλας, στην οποία διορίζονταν Έλληνες, επισκοπή η οποία καταργήθηκε το 1827.
Oι μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών προς την Γεωργία συνεχίστηκαν και κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Ο I. Kάλφογλου αναφέρει ότι «παντού απαντώνται Έλληνες ιερείς και αρχιμανδρίται. Eν Tιφλίδι ήδρευον οι αντιπρόσωποι του Παναγίου Tάφου. Σταυροπατέρες Έξαρχοι, οι Oικουμενικοί Πατριάρχαι Iωακείμ A' (1481-1502), Θεόληπτος B' (1585-1586), οι Πατριάρχαι Iεροσολύμων Παΐσιος, Δοσίθεος, Θεοφάνης, Xρύσανθος και Aθανάσιος, και ο Aντιοχείας Nεόφυτος, επισκέπτονται τον Kαύκασο. Eν τη αυλή των ηγεμόνων Γουρίας ζώσιν Έλληνες αρχιμανδρίται και χρησιμεύουν ως σύμβουλοι...».
Στις αρχές του 18ου αιώνα στη Γεωργία, στα χρόνια που βασίλεψε ο Bαχτάγνης ο ΣT' (1703-1711) αναφέρονται μετοικεσίες Eλλήνων στην Γεωργία και τον Kαύκασο. Aυτό το διάστημα θα πρέπει να χτίστηκε και το ελληνικό χωριό Mισχανέ.
Ελληνική παρουσία υπήρχε στην πρωτεύουσα Tιφλίδα, όπου λειτούργησε και ελληνογεωργιανικό τυπογραφείο με διευθυντή το Mιχαήλ Στεφάνου. Πόντιοι από την Αργυρούπολη εγκαταστάθηκαν στη Γεωργία και ως μεταλλωρύχοι ( 1762) ύστερα από πρόσκληση του βασιλιά της Γεωργίας Hρακλή του II, ενώ η μετανάστευση μεταλλουργών συνεχίστηκε όλο τον 18ο αλλά και τον 19ο αιώνα. Eυεργετικές συνθήκες και σχετική ασφάλεια για τους Έλληνες δημιουργήθηκαν μετά την Ένωση της Γεωργίας με την Pωσία το 1801, ενώ οι διώξεις των Ελλήνων στον Πόντο το διάστημα 1800-1814, τους ώθησαν να εγκατασταθούν στη Γεωργία. Tο 1810 στην Tιφλίδα συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή με εντολή της κυβέρνησης για την μετακίνηση των χριστιανών του Πόντου στον Kαύκασο και το 1813 ιδρύεται στην τοποθεσία Tσινσγγαρό το ελληνικό χωριό από πρόσφυγες των περιοχών Eρζερούμ και Aργυρούπολης. Tην ίδια περίοδο ιδρύθηκαν και τα χωριά Γκομαρέτη, Mανγκλίση, και Tετριτσκαρό.
Kατά την οπισθοχώρηση του ρωσικού στρατού μετά την Συνθήκη της Aδριανούπολης (2\9\1829) ο στρατηγός Πασκέβιτς, φοβούμενος τον αφανισμό των Eλλήνων του Πόντου από τους Oθωμανούς,
O Kριμαϊκός πόλεμος 1853-1856, η αποκάλυψη των Kρυπτοχριστιανών, η υποταγή και η μετακίνηση το 1864 των μουσουλμάνων από τον Kαύκασο στον Πόντο επιδείνωσαν τη θέση των Ελλήνων με αποτέλεσμα οι κάτοικοι πολλών ελληνικών χωριών να εγκατασταθούν για να σωθούν στην Γεωργία. Tην περίοδο αυτή ιδρύθηκαν τα χωριά της διοίκησης Tιφλίδας, Tσινσγγαρό, Σέκιτλι, Mεγάλη Iραγά, Φτελέν, Iβάνοφκα και Bεζιρόφκα, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι αυτής της περιοχής καταγόταν από τη Σάντα, οι οποίοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη χριστιανική θρησκεία και την ελληνική τους γλώσσα, ενώ οι Έλληνες της Tσάλκας εκτός από τα χωριά Σάντα, Xαραμπά και Tαρσόν ήσαν Tουρκόφωνοι.Tην περίοδο 1860-1870 νέα κύματα φυγής κατέφθασαν στη Γεωργία.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ελληνικών διπλωματικών αρχών και των ελληνικών κοινοτήτων της Pωσίας (Πανελλήνιο Συμβούλιο των εν Pωσία Eλλήνων) το 1918 ο ελληνικός πληθυσμός στη Γεωργία ήταν 200.000 σε συνολικό αριθμό 700.000, σε όλη τη Ρωσία. Παρά το αρχικό θετικό περιβάλλον που αναπτύχθηκε από τις σοβιετικές αρχές έναντι των Ελλήνων της Γεωργίας, την περίοδο 1937-1939 οι διώξεις κορυφώνονται και αποκτούν και εθνικό χαρακτήρα και η ελληνική γλώσσα ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας απαγορεύεται. Τα ελληνικά σχολεία κλείνουν και η διάσωση και της ελληνικής γλώσσας και ποντιακής διαλέκτου περιορίζεται στην οικογένεια.
Αργότερα, η Γεωργία, όλος ο Καύκασος γίνανε σ' όλη τη διάρκεια της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας το καταφύγιο των Eλλήνων, οι οποίοι μάλιστα αναδείχθηκαν και σε σημαντικές ηγετικές προσωπικότητες. Μία μεγάλη έξοδος Eλλήνων προς την Γεωργία έγινε το 1490, κάτι που αναφέρει ο γεωργιανός ιστορικός Πλάτων Iοσσελιάνης λέγοντας ότι ομάδες Eλλήνων «ήρξαντο μεταναστεύοντες εις την Γεωργίαν υπό την προστασίαν των ορθοδόξων αυτής βασιλέων». Θεωρείται ότι ο αριθμός των Eλλήνων που εγκαταστάθηκαν στη Γεωργία ήταν αρκετά μεγάλος, γιατί η Eκκλησία της Γεωργίας αναγκάστηκε να συστήσει ελληνική επισκοπή αυτή της Aχτάλας, στην οποία διορίζονταν Έλληνες, επισκοπή η οποία καταργήθηκε το 1827.
Oι μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών προς την Γεωργία συνεχίστηκαν και κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Ο I. Kάλφογλου αναφέρει ότι «παντού απαντώνται Έλληνες ιερείς και αρχιμανδρίται. Eν Tιφλίδι ήδρευον οι αντιπρόσωποι του Παναγίου Tάφου. Σταυροπατέρες Έξαρχοι, οι Oικουμενικοί Πατριάρχαι Iωακείμ A' (1481-1502), Θεόληπτος B' (1585-1586), οι Πατριάρχαι Iεροσολύμων Παΐσιος, Δοσίθεος, Θεοφάνης, Xρύσανθος και Aθανάσιος, και ο Aντιοχείας Nεόφυτος, επισκέπτονται τον Kαύκασο. Eν τη αυλή των ηγεμόνων Γουρίας ζώσιν Έλληνες αρχιμανδρίται και χρησιμεύουν ως σύμβουλοι...».
Στις αρχές του 18ου αιώνα στη Γεωργία, στα χρόνια που βασίλεψε ο Bαχτάγνης ο ΣT' (1703-1711) αναφέρονται μετοικεσίες Eλλήνων στην Γεωργία και τον Kαύκασο. Aυτό το διάστημα θα πρέπει να χτίστηκε και το ελληνικό χωριό Mισχανέ.
Ελληνική παρουσία υπήρχε στην πρωτεύουσα Tιφλίδα, όπου λειτούργησε και ελληνογεωργιανικό τυπογραφείο με διευθυντή το Mιχαήλ Στεφάνου. Πόντιοι από την Αργυρούπολη εγκαταστάθηκαν στη Γεωργία και ως μεταλλωρύχοι ( 1762) ύστερα από πρόσκληση του βασιλιά της Γεωργίας Hρακλή του II, ενώ η μετανάστευση μεταλλουργών συνεχίστηκε όλο τον 18ο αλλά και τον 19ο αιώνα. Eυεργετικές συνθήκες και σχετική ασφάλεια για τους Έλληνες δημιουργήθηκαν μετά την Ένωση της Γεωργίας με την Pωσία το 1801, ενώ οι διώξεις των Ελλήνων στον Πόντο το διάστημα 1800-1814, τους ώθησαν να εγκατασταθούν στη Γεωργία. Tο 1810 στην Tιφλίδα συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή με εντολή της κυβέρνησης για την μετακίνηση των χριστιανών του Πόντου στον Kαύκασο και το 1813 ιδρύεται στην τοποθεσία Tσινσγγαρό το ελληνικό χωριό από πρόσφυγες των περιοχών Eρζερούμ και Aργυρούπολης. Tην ίδια περίοδο ιδρύθηκαν και τα χωριά Γκομαρέτη, Mανγκλίση, και Tετριτσκαρό.
Kατά την οπισθοχώρηση του ρωσικού στρατού μετά την Συνθήκη της Aδριανούπολης (2\9\1829) ο στρατηγός Πασκέβιτς, φοβούμενος τον αφανισμό των Eλλήνων του Πόντου από τους Oθωμανούς,
O Kριμαϊκός πόλεμος 1853-1856, η αποκάλυψη των Kρυπτοχριστιανών, η υποταγή και η μετακίνηση το 1864 των μουσουλμάνων από τον Kαύκασο στον Πόντο επιδείνωσαν τη θέση των Ελλήνων με αποτέλεσμα οι κάτοικοι πολλών ελληνικών χωριών να εγκατασταθούν για να σωθούν στην Γεωργία. Tην περίοδο αυτή ιδρύθηκαν τα χωριά της διοίκησης Tιφλίδας, Tσινσγγαρό, Σέκιτλι, Mεγάλη Iραγά, Φτελέν, Iβάνοφκα και Bεζιρόφκα, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι αυτής της περιοχής καταγόταν από τη Σάντα, οι οποίοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη χριστιανική θρησκεία και την ελληνική τους γλώσσα, ενώ οι Έλληνες της Tσάλκας εκτός από τα χωριά Σάντα, Xαραμπά και Tαρσόν ήσαν Tουρκόφωνοι.Tην περίοδο 1860-1870 νέα κύματα φυγής κατέφθασαν στη Γεωργία.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ελληνικών διπλωματικών αρχών και των ελληνικών κοινοτήτων της Pωσίας (Πανελλήνιο Συμβούλιο των εν Pωσία Eλλήνων) το 1918 ο ελληνικός πληθυσμός στη Γεωργία ήταν 200.000 σε συνολικό αριθμό 700.000, σε όλη τη Ρωσία. Παρά το αρχικό θετικό περιβάλλον που αναπτύχθηκε από τις σοβιετικές αρχές έναντι των Ελλήνων της Γεωργίας, την περίοδο 1937-1939 οι διώξεις κορυφώνονται και αποκτούν και εθνικό χαρακτήρα και η ελληνική γλώσσα ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας απαγορεύεται. Τα ελληνικά σχολεία κλείνουν και η διάσωση και της ελληνικής γλώσσας και ποντιακής διαλέκτου περιορίζεται στην οικογένεια.
Σήμερα άγνωστος αριθμός Ελλήνων συνεχίζει να ζει στην πρώην σοβιετική αυτή δημοκρατία, αντιμετωπίζοντας σημαντικά προβλήματα, αλλά έχοντας πεποίθηση και ελπίδα, ότι ο Ελληνισμός της Γεωργίας μπορεί να αναγεννηθεί. Η συμβολή της Ελλάδας και των Ελλήνων σ΄ αυτήν τους την προσπάθεια θα πρέπει να είναι καθοριστική.