Βιβλιοθήκη του Αδριανού
Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού ήταν μεγάλη βιβλιοθήκη στην αρχαία Αθήνα. Ονομάστηκε έτσι επειδή ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορας Αδριανός. Η βιβλιοθήκη ονομαζόταν και Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τμήμα της βιβλιοθήκης ήταν μεγάλη εσωτερική αυλή έκτασης 100 × 70 μέτρων, την οποία περιέβαλε εντυπωσιακό περιστύλιο.
Το κυρίως κτίριο της βιβλιοθήκης είχε δύο αίθουσες, όπου οι επισκέπτες διάβαζαν, ή παρακολουθούσαν διαλέξεις.
Η αίθουσα της βιβλιοθήκης ήταν μάλλον τριώροφη, ο τρίτος όροφος όμως δεν διατηρείται. Οι τοίχοι θεωρείται πως ήταν εξοπλισμένοι με ράφια συνολικής χωρητικότητας είκοσι χιλιάδων περγαμηνών. Σήμερα διασώζεται η δυτική άποψη του περίστυλου με κίονες κορινθιακού ρυθμού.
Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται στην Αθήνα, κοντά στο Μοναστηράκι, στην Πλάκα βόρεια της Ακρόπολης. Ακριβώς δίπλα στη βιβλιοθήκη υπάρχει το Τζαμί Τζισταράκη του 18ου αιώνα.
Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Αδριανός ήταν ένθερμος φιλέλληνας και γι' αυτό επισκεπτόταν συχνά την Αθήνα κατά την διάρκεια της εξουσίας του από το 117 ως το 138 μ.Χ. Η βιβλιοθήκη ιδρύθηκε το 132 μ.Χ.[1][2] Εκτός από την βιβλιοθήκη ίδρυσε ακόμη πολλά άλλα κτίρια, διεύρυνε τη Ρωμαϊκή Αγορά, αποπεράτωσε το Ναό του Ολυμπίου Διός, και έκτισε την Πύλη του Αδριανού.
Το 267 μ.Χ. η Βιβλιοθήκη καταστράφηκε κατά τη διάρκεια επιθέσεως των Ερούλων. Τα υπολείμματα ενσωματώθηκαν στο υστερορωμαϊκό τείχος.[3] Το 412 ανακαινίστηκε με απόφαση του τότε Ρωμαίου διοικητή Ερκούλιου.[4] Την ίδια εποχή θεμελιώθηκε χριστιανικός ναός στην εσωτερική αυλή, ο οποίος τον 7ο αιώνα διευρύνθηκε και έγινε βασιλική τρίκλητος εκκλησία. Η μετατροπή αυτή απέτρεψε την κατεδάφιση του κτιρίου.[5] Τον 11ο αιώνα, στα ίδια θεμέλια κτίστηκε η Εκκλησία της Μεγάλης Παναγιάς, η οποία καταστράφηκε το 1885.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Βιβλιοθήκη του Αδριανού αποτελούσε την έδρα του Τούρκου Βοεβόδα. Το 1835 κτίσθηκε Οθωνικός Στρατώνας στο χώρο όπου στεγαζόταν το Βοεβοδαλίκι.[6]
Οι ανασκαφές στο χώρο ξεκίνησαν τη περίοδο 1885-1886 από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, υπό την επίβλεψη των Στέφανου Κουμανούδη και Βίλελμ Ντέρπφελντ. Το 1950 οι έρευνες στο χώρο συνεχίστηκαν από τον Ιωάννη Τραυλό.[7]
el.wikipedia.org