Με μία 31
σέλιδη επιστολή, στα ελληνικά και στα αγγλικά, με όλο το ιστορικό και με τα
γεγονότα που έπληξαν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων προ 8 ετίας, ο έγκλειστος σήμερα
στο κελί του στους Αγίους Τόπους, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ειρηναίος, που έπεσε
θύμα των Μυστικών Υπηρεσιών και με μία διαδικασία-παρωδία, της Μείζονος
Συνόδου που είχε συγκληθεί στο Φανάρι το 2005, και εξεδιώχθη του θρόνου του,
χωρίς να παραιτηθεί ποτέ,
αλλά και χωρίς να αποδειχθούν οι κατασκευασμένες
κατηγορίες εις βάρος του, με τις οποίες προσεπάθησε μία μικρή ομάδα Ιεραρχών,
ορμώμενη από ταπεινά και ιδιοτελή ελατήρια να τον ενοχοποιήσει κσι να τον
εξοστρακίσει!
Στη θέση του Πατριάρχη Ειρηναίου, οι
Μυστικές Υπηρεσίες "επέβαλαν" τον νεόκοπο τότε Επίσκοπο Θαβωρίου και έκτοτε το
Πατριαρχείο, με τις υψηλές υπηρεσίες και την συνδρομή του Νομικού Μούγραμπι, που
αποτελεί τον δεξιό βραχίονα του Θεόφιλου, έχει διαλυθεί η περιουσία του εις τα
εξ ων συνετέθη και τεράστιες εκτάσεις και πολύτιμα ακίνητα του Πατριαρχείου
έχουν περάσει στην Κυβέρνηση του Ισραήλ για να εξασφαλισθεί η συναίνεσή της,
στην αναγνώριση του Θεόφιλου και όχι μόνο!
Το Πατριαρχικό Γράμμα του Ειρηναίου, εστάλη προς όλα τα Πατριαρχεία και όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες αλλά και την Ελληνική Κυβέρνηση.
> Θέμα του Γράμματος, η Σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου για να αναγνωρίσει ως ανυπόστατη την εκθρόνιση του Ειρηναίου το 2005 και να δρομολογήσει την επάνοδό του στον Πατριαρχικό Θρόνο.
Ακολουθεί το γράμμα στα ελληνικά και μέρος του, ως ντοκουμέντο, στην αγγλική γλώσσα με την οποία διεθνοποιείται για πρώτη φορά το μέγιστο αυτό σκάνδαλο που ελλοχεύει στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας κσι για το οποίο οι ένοχοι, κυρίως αυτοί, σιωπούν! Ιδού το κείμενο του γράμματος ντοκουμέντου!
Το Πατριαρχικό Γράμμα του Ειρηναίου, εστάλη προς όλα τα Πατριαρχεία και όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες αλλά και την Ελληνική Κυβέρνηση.
> Θέμα του Γράμματος, η Σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου για να αναγνωρίσει ως ανυπόστατη την εκθρόνιση του Ειρηναίου το 2005 και να δρομολογήσει την επάνοδό του στον Πατριαρχικό Θρόνο.
Ακολουθεί το γράμμα στα ελληνικά και μέρος του, ως ντοκουμέντο, στην αγγλική γλώσσα με την οποία διεθνοποιείται για πρώτη φορά το μέγιστο αυτό σκάνδαλο που ελλοχεύει στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας κσι για το οποίο οι ένοχοι, κυρίως αυτοί, σιωπούν! Ιδού το κείμενο του γράμματος ντοκουμέντου!
ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ GREEK ORTHODOX PATRIARCHATE
ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ JERUSALEM
----- -----
Ἀριθμ. Πρωτ. 76
Ἅγιοι
Προκαθήμενοι τῶν λοιπῶν Πρεσβυγενῶν
Καί λοιπῶν Πατριαρχείων
Καί τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν:
Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας,
Ρωσσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας,
Κύπρου, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, TσεχοΣλαβακίας,
Ἐν Ἀδελφικῇ Ἀγάπη Ὑμᾶς περιπτυσσόμενοι, ἡδέως προσαγορεύομεν.
Εὐλογητός ὁ ἐνιαυτός τοῦ Κυρίου ἐπί τῷ Νέῳ Σωτηρίῳ ἔτει 2013!
ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΙ,
Ἐκ τῆς Ἁγίας Πόλεως Ἱερουσαλήμ, τῆς ὑπό τοῦ Κυρίου προσλαληθείσης: «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν, ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου, ὅν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τά νοσσία αὐτῆς ὑπό τάς πτέρυγας, καί οὐκ ἠθελήσατε» (Ματθ. 23, 37),
Ἐκ τῶν κεκλεισμένων ἔξωθεν θυρῶν τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχικοῦ κελλίου,
A. Ἤχθημεν εἰς τήν ἀπόφασιν
1. Τῆς μεθ' Ὑμῶν ἐκ νέου ἐπικοινωνίας, μετά τά ἀποσταλέντα Πατριαρχικά Ἡμῶν Γράμματα, πρό καί μετά τήν Πανορθόδοξον ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδον τῆς 24ης Μαΐου 2005, πρός Ὑμᾶς ἤ τούς Ἁγίους Προκατόχους Πέντε ἐξ Ὑμῶν,
2. Καί τό ἀπό 15 Σεπτεμβρίου 2010 Διάγγελμα πρός πάντα Ἡγέτην καλῆς θελήσεως,
3. Παριππευσάσης ἤδη πενταετίας ἀπό τοῦ ἀκουσίου τούτου ἐγκλεισμοῦ Ἡμῶν, ἐγγιζούσης δέ ὀκταετίας ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς ἀνωτέρω Συνόδου, συναλγοῦντες τῷ Κυρίῳ περί τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχείου.
4. Διά τῆς παρούσης, οὕτω, προσβλέπομεν, μετά ψύχραιμον, διακριτικήν, κανονικήν καί εὐθύδικον στάθμισιν τῆς λαμπούσης σήμερον, εὐδοκίᾳ Θεοῦ, ἀληθείας, εἰς ἄρσιν τῆς προσγενομένης εἰς τό πρόσωπόν μας ἀδικίας καί ἀπόδοσιν Δικαιοσύνης, οὐχί λόγοις ἁπλοῖς, ἀλλ' ἐμπράκτως, διά contrarius actus, δηλαδή τοῦ συνόλου Ὑμῶν καί οὐχί μόνον τοῦ πειθαναγκασθέντος ἡμίσεος ἀκριβῶς, ὅπερ κατεδίκασεν Ἡμᾶς τήν 24/5/2005 δι' ἀντιθέτου ἀποφάσεως.
5. Χρέος μένον, ἡ ἀναφορά κατ' ἀρχάς εἰς τήν ἡμέραν ἐκείνην, καθ' ἥν ἡ Πανορθόδοξος ἐν Φαναρίῳ Σύνοδος, συγκληθεῖσα, ἀσφαλῶς οὐχί παγιδευτικῶς, ὡς ἁπλῆ Διάσκεψις, τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀναιτιολογήτως, ἀντικανονικῶς καί παρά τά νόμιμα, «ἔτρεψεν» ἑαυτήν κατά βούλησιν ἀρχικῶς εἰς Σύνοδον, ἀλλ' αὐθαιρέτως εἰς Δικαστήριον, καί, ψήφοις ἑπτά ὑπέρ, τεσσάρων κατά (Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Γεωργίας, Πολωνίας) καί τριῶν Ἐκκλησιῶν ἀπουσῶν (Σερβίας, Βουλγαρίας, ΤσεχοΣλαβακίας), δηλαδή οὔτε κἄν τήν στοιχειώδη πλειοψηφίαν ἔχουσα τῶν συναρμοδίων δέκα τεσσάρων Ἐκκλησιῶν, πρᾶγμα, τό ὁποῖον δέν θά ἠδύνατο καί δέν θά ἐδικαιοῦτο νά πράξῃ οὔτε διά παμψηφίας,
6. Ἤχθη, ὡς σύνοδος, τραπεῖσα εἰς δικαστήριον, δικαιοδοτοῦσα καί δικάζουσα, εἰς πρωτοφανοῦς ἀκυρότητος ἀπόφασιν, ὁρίσασαν διά τοῦ ἡμίσεος μόνον τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τά κάτωθι:
7. «Ἀνακοινωθέν τῆς ἐν Φαναρίῳ Συνόδου τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί Ἐκπροσώπων αὐτῶν (24/05/2005).
Ἡ Σύνοδος τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί Ἐκπροσώπων αὐτῶν (τῶν Ἐκκλησιῶν Σερβίας, Βουλγαρίας καί Τσεχικῶν Χωρῶν καί Σλοβακίας μή δυνηθεισῶν νά ἐκπροσωπηθοῦν), συνελθοῦσα ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Φαναρίου, κατόπιν προσκλήσεως τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τήν 24ην Μαΐου 2005, συνεσκέφθη ἐπί τῆς δημιουργηθείσης ἐπ' ἐσχάτων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Ἱεροσολύμων καταστάσεως, καί κατόπιν μακρῶν διαβουλεύσεων ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν νά ἀπευθύνῃ ἀδελφικήν ἔκκλησιν πρός τόν Μακ. Πατριάρχην Ἱεροσολύμων κ. Εἰρηναῖον ὅπως οἰκειοθελῶς ὑποβάλῃ τήν παραίτησιν αὐτοῦ.
Τοῦτο ἐζήτησεν ἡ Σύνοδος μή συνελθοῦσα ὡς δικαστήριον ὡς θυσιαστικήν πρᾶξιν πρός εἰρήνευσιν τῆς Ἐκκλησίας.
Τοῦ Μακ. Πατριάρχου κ. Εἰρηναίου ἀρνηθέντος νά δεχθῇ τοῦτο, ἡ Σύνοδος τῶν Προκαθημένων ἀπεδέχθη ἔναντι τριῶν ἐπεχόντων τήν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων περί ἀποκηρύξεως τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν, ὅπερ συνεπάγεται τήν διαγραφήν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Διπτύχων».
8. Ἐνῶ ἐλλείπουν κριτήρια στοιχειώδους νομιμότητος, ὡστόσο ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος «ἐξηκρίβωσε» τήν πλειοψηφίαν τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί υἱοθέτησεν αὐτήν. Διότι οἱ 35 ἐπί 100 δέν ἀποτελοῦν πλειοψηφίαν. Οὔτε ἐγνώριζον τά μέλη τῆς Π.Σ. τήν διέπουσαν τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων νομιμότητα. Οὔτε ἐγνώριζον, ἄν ἡ δῆθεν πλειοψηφία ἦτο πραγματική καί secundum leges ἤ ἦτο σκευώρημα μικρᾶς μερίδος ἐν φατρίᾳ πρός ἄνομον σκοπόν λειτουργούσης. Οὐδέν περί αὐτῶν διαλαμβάνεται σχετικῶς εἰς ὅποια πρακτικά.
ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΙ,
Β. Πέραν τῶν γεγονότων:
1. Τῆς ἀρχικῆς συγκλήσεως τῆς Πανορθοδόξου «ὡς Διασκέψεως» , καί οὐχί ὡς Συνόδου, ὡς κατωνομάσθη ἐκ τῶν ὑστέρων εἰς ἐκδοθέν ἀνακοινωθέν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,
2. Τῆς μή συνθέσεώς Της ὡς δικαστικῆς ἀρχῆς κρίσεως τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος, κατά ῥητήν ἀναφοράν ἐν τῷ προμνησθέντι σώματι τοῦ Ἀνακοινωθέντος Αὐτῆς, ἐν τῇ πράξει ὅμως συγκλήσεώς Της, ἕνεκα ἀποκηρύξεως τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος ὑπό 35 Ἁγιοταφιτῶν, ἵνα καταστῶμεν ἐνώπιόν Της ὑπό δίκην, ὡς ἀναγράφεται εἰς τό κείμενον ἀποκηρύξεως: «Διά τοῦ παρόντος, ὅθεν, ἀποκηρύττομεν τόν Πατριάρχην κ. Εἰρηναῖον, καθιστῶντες Αὐτόν ὑπόδικον ἐνώπιον Μείζονος Συνόδου», συνεπῶς τῆς ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς δίκης κρίσεως Ἡμῶν καθ᾿ ὅλην τήν διαδικασίαν ἐκθρονίσεώς μου, ἀποκηρυχθείσης ἤδη τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος, πρό τοῦ καταστῆναι με ὑπό δίκην ἐνώπιόν Σας!, ὅπερ ἄτοπον καί παράλογον. Δηλοῖ ὅμως τήν πραγματικότητα, ἤτοι τήν ἀτέρμονον ἀναζήτησιν, ἐκ μέρους τῆς ἐλλειπούσης πλειοψηφίας, νομίμου βάσεως καί διαδικασίας πρός κάλυψιν τῆς ἀτελείας καί ἀλυσιτελείας της νά ἐπιβληθῇ νόμῳ τε καί οὐσίᾳ.
3. Τῆς ἐλλειμματικῆς, κατά τήν καλήν πίστιν καί τήν χρηστήν Διοίκησιν, προβληματικῆς πλειοψηφίας - καθ' ὅσον τέσσαρες Ἐκκλησίαι διεφώνησαν, ἐνῶ ἤδη τρεῖς ἀπεῖχον, δηλώσασαι, εὐγενῶς εὐελπιστοῦσαι εἰς μή πραγμάτωσιν τῆς Πανορθοδόξου, ὅτι «δέν προελάμβανον κἄν νά μελετήσωσι τό διαβουλευθέν θέμα» - γεγονός τό ὁποῖον
4. καθιστοῦσε ὑποχρεωτικήν τήν ἀναβολήν, ὥστε νά παύσῃ ἡ δικαίως κρατοῦσα ἄποψις περί εἰλημμένης ἤδη κατ' ἐμοῦ ἀποφάσεως (ἡ γυναῖκα τοῦ Καίσαρος δέον εἶναι καί φαίνεσθαι ἁγνήν),
5. Ἥτις ὡδήγησεν εἰς ἐπιβολήν, ὡς παρά Δικαστηρίου, ἀνυπάρκτου, νόμῳ καί πράγματι, ποινῆς καθ' Ἡμῶν, μή θεμελιούσης, λόγῳ τοῦ χαρακτῆρος αὐτῆς ὡς ἁπλοῦ διοικητικοῦ μέτρου, μή θίγοντος τήν αὐτοτέλειαν καί τό αὐτοδιοίκητον τῆς Ἱεροσολυμιτικῆς Ἐκκλησίας, ἔκπτωσιν ἤ καθαίρεσιν Ἡμῶν ὑπό τῆς ἐκμεταλλευθείσης αὐτήν Ἱεροσολυμιτικῆς φατρίας.
6. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστόν τί συνέβη μέ τόν Μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλον, καί τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων Διόδωρον, οἱ ὁποῖοι, παρά τήν διαγραφήν των ἀπό τά Δίπτυχα, διετήρησαν τήν θέσιν των, διότι τοῦτο ἀφορᾷ εἰς τήν ἔναντι Ἡμῶν στάσιν ἑκάστης ἐκ τῶν 7 κατ' ἐμοῦ πειθαναγκασθεισῶν ἐκκλησιῶν, κυρίως δ' ὅμως
7. Τῆς ἀσφυκτικῆς πιέσεως, πολιτικῶν τότε παραγόντων τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, πρωτίστως πρός ἕτερα Πατριαρχεῖα καί Ἐκκλησίας, περί ἐξαναγκαστικῆς παραιτήσεως Ἡμῶν (ὁρᾶτε τήν ἔκθεσιν τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σελ. 1 καί 2 καί δή εἰς τό σημεῖον: «Κατά τήν διέλευσιν ἡμῶν ἐκ τοῦ ἀερολιμένος τῶν Ἀθηνῶν προσῆλθε καί ἐχαιρέτισε τήν Πατριαρχικήν Ἀντιπροσωπείαν ὁ Ἐξοχ. Ὑφυπουργός ἐπί τῶν Ἐξωτερικῶν κ. Παναγιώτης Σκανδαλάκης ... Ἡ αὐτοῦ Ἐξοχότης ἐξέθεσεν ἡμῖν τήν θέσιν τῆς ἐντίμου Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος καί διχάσαντος τήν τε Ἁγιοταφιτικήν Ἀδελφότητα καί τήν ἐν γένει Σιωνίτιδα Ἐκκλησίαν ζητήματος... καί εἶπεν ... ὅτι στόχος τῆς Πατριαρχικῆς Ἀντιπροσωπείας θά ἔδει νά εἶναι ἡ παραίτησις τοῦ Πατριάρχου Εἰρηναίου, πρός τόν ὁποῖον ἡ Ἑλληνική Κυβέρνησις θά ἀποδώσῃ τάς προσηκούσας τιμάς, ἐπίδομα καί κατοικίαν ἐν περιπτώσει οἰκειοθελοῦς ἀποχωρήσεως Αὐτοῦ»!), καθώς καί
8. Τῆς Παρουσιάσεως ὑπό μέρους 35 Ἁγιοταφιτῶν, ἐνώπιον τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ψευδῶν γεγονότων ὡς ἀληθινῶν, ἰδιαιτέρως μάλιστα, ὅτι τόσον ὁ Βασιλεύς τῆς Ἰορδανίας ὅσον καί ὁ Πρόεδρος τῆς Παλαιστινιακῆς Ἀρχῆς εἶχον ἤδη ἄρει τήν ἀναγνώρισίν Των ἐξ Ἡμῶν, ἐνῶ τό ἀληθές εἶναι, ὅτι
9. Ὁ μέν Βασιλεύς ᾖρε τήν ἀναγνώρισιν Ἡμῶν εἰς τάς 13 Ἰουνίου 2005 (κατόπιν τηλεφωνήματος τοῦ ἄλλα ἐνδιαφέροντα ἔχοντος εἰς τό Πατριαρχεῖον κ. Κ. Μητσοτάκη καί τῆς οἰκογενείας του),
10. Ὁ δέ Πρόεδρος τῆς Παλαιστινιακῆς Ἀρχῆς εἰς τάς 13 Ἰουλίου 2005, ἄν καί τό Ὑπουργικόν Συμβούλιον τῆς Παλαιστινιακῆς Ἀρχῆς ἐπεκύρωσεν εἰς τήν σύγκλησίν του εἰς τάς 7 Ἰουνίου 2005 τήν τελικήν ἔκθεσιν τῆς Νομικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, κατά τήν ὁποίαν τό Πόρισμά της ἠθώωνε τήν Ἡμετέραν Μετριότητα.
11. Σημειοῦμεν, ὅτι ὁ κ. Σκανδαλάκης οὐδέν ἐγνώριζεν, οὔτε ἦτο εἰς θέσιν νά κατανοήσῃ, διά ποῖον πρᾶγμα ἐγένετο ἡ μακρά συνεργασία, ἐκτελοῦντος ἁπλῶς ἐντολάς τοῦ κ. Μητσοτάκη καί τῆς θυγατρός του , ἐχόντων ἰδικάς των ἐπιδιώξεις εἰς τό Πατριαρχεῖον.
12. Τοῦτ' ἔστιν, ἡ ἄρσις τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος ὑπό τῶν ἀνωτέρω Πολιτικῶν Ἀρχηγῶν ἐγένετο μετά παρέλευσιν ἑνός καί δύο μηνῶν ἀντιστοίχως ἀπό τῆς ἡμέρας συγκλήσεως καί ἀνακοινώσεως τῆς ἀποφάσεως τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου,
13. Ὁ λόγος δέ, ὅστις συνέβαλεν ἄμεσα εἰς τήν διενέργειαν ταύτης τῆς πράξεώς των, ἐθεμελιοῦτο τόσον εἰς τό περιεχόμενον τῆς ἀνωτέρω ἀνυποστάτου ἀποφάσεως τῆς Συνόδου τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅσον καί εἰς τάς πιεστικάς παρεμβολάς τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, μέσῳ παρεμβάσεων τοῦ τότε κατευθυνομένου παντελῶς ἀδαοῦς περί τά θέματα ταῦτα Ὑφυπουργοῦ Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος Π. Σκανδαλάκη πρός τόν ἴδιον τόν Πρόεδρον τῆς Παλαιστινιακῆς Ἀρχῆς Μαχμούτ Ἀμπάς, αὐτοπροσώπως,
14. Ἀλλά καί διά τῆς Ἑλληνίδος Προξένου εἰς Ἱερουσαλήμ Ἑλένης Σουρανῆ,
15. Καί τοῦ ἐξ Ἀθηνῶν, ἀπολύτως ἀσχέτου καί ξένου πρός τήν Ἐκκλησίαν, Δικηγόρου Ἀλεξάνδρου Λυκουρέζου, ἱκανῶς πληρωθέντος καί μή ἐξοφληθέντος ὑπό ἐπιστρατευσάντων τοῦτον συγκεκριμένων Ἁγιοταφιτῶν, καταδεδικασμένου ἤδη, κατά πρόδηλον λειτουργίαν τοῦ πνευματικοῦ νόμου, πρωτοδίκως, ὑπό τοῦ Ἐφετείου Κακουργημάτων, ὅστις καί ἐλάμβανε μέρος, χωρίς νά ἀντιλαμβάνεται περί τίνος πρόκειται, ἐντολοδόχος ὤν τοῦ προμνησθέντος Ὑφυπουργοῦ, εἰς τάς «Συνοδικάς» διαδικασίας ἀπομακρύνσεως Ἡμῶν καί ἐγκαταστάσεως νέας διοικήσεως ἐν τῷ καθ' ἡμᾶς Πατριαρχείῳ. Ἀπερίγραπτον τοῦτο τό θλιβερόν θέαμα τῆς πολιτικῆς καταπτώσεως καί διαπλοκῆς εἰς τά τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.
Καί λοιπῶν Πατριαρχείων
Καί τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν:
Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας,
Ρωσσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας,
Κύπρου, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, TσεχοΣλαβακίας,
Ἐν Ἀδελφικῇ Ἀγάπη Ὑμᾶς περιπτυσσόμενοι, ἡδέως προσαγορεύομεν.
Εὐλογητός ὁ ἐνιαυτός τοῦ Κυρίου ἐπί τῷ Νέῳ Σωτηρίῳ ἔτει 2013!
ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΙ,
Ἐκ τῆς Ἁγίας Πόλεως Ἱερουσαλήμ, τῆς ὑπό τοῦ Κυρίου προσλαληθείσης: «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν, ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου, ὅν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τά νοσσία αὐτῆς ὑπό τάς πτέρυγας, καί οὐκ ἠθελήσατε» (Ματθ. 23, 37),
Ἐκ τῶν κεκλεισμένων ἔξωθεν θυρῶν τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχικοῦ κελλίου,
A. Ἤχθημεν εἰς τήν ἀπόφασιν
1. Τῆς μεθ' Ὑμῶν ἐκ νέου ἐπικοινωνίας, μετά τά ἀποσταλέντα Πατριαρχικά Ἡμῶν Γράμματα, πρό καί μετά τήν Πανορθόδοξον ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδον τῆς 24ης Μαΐου 2005, πρός Ὑμᾶς ἤ τούς Ἁγίους Προκατόχους Πέντε ἐξ Ὑμῶν,
2. Καί τό ἀπό 15 Σεπτεμβρίου 2010 Διάγγελμα πρός πάντα Ἡγέτην καλῆς θελήσεως,
3. Παριππευσάσης ἤδη πενταετίας ἀπό τοῦ ἀκουσίου τούτου ἐγκλεισμοῦ Ἡμῶν, ἐγγιζούσης δέ ὀκταετίας ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς ἀνωτέρω Συνόδου, συναλγοῦντες τῷ Κυρίῳ περί τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχείου.
4. Διά τῆς παρούσης, οὕτω, προσβλέπομεν, μετά ψύχραιμον, διακριτικήν, κανονικήν καί εὐθύδικον στάθμισιν τῆς λαμπούσης σήμερον, εὐδοκίᾳ Θεοῦ, ἀληθείας, εἰς ἄρσιν τῆς προσγενομένης εἰς τό πρόσωπόν μας ἀδικίας καί ἀπόδοσιν Δικαιοσύνης, οὐχί λόγοις ἁπλοῖς, ἀλλ' ἐμπράκτως, διά contrarius actus, δηλαδή τοῦ συνόλου Ὑμῶν καί οὐχί μόνον τοῦ πειθαναγκασθέντος ἡμίσεος ἀκριβῶς, ὅπερ κατεδίκασεν Ἡμᾶς τήν 24/5/2005 δι' ἀντιθέτου ἀποφάσεως.
5. Χρέος μένον, ἡ ἀναφορά κατ' ἀρχάς εἰς τήν ἡμέραν ἐκείνην, καθ' ἥν ἡ Πανορθόδοξος ἐν Φαναρίῳ Σύνοδος, συγκληθεῖσα, ἀσφαλῶς οὐχί παγιδευτικῶς, ὡς ἁπλῆ Διάσκεψις, τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀναιτιολογήτως, ἀντικανονικῶς καί παρά τά νόμιμα, «ἔτρεψεν» ἑαυτήν κατά βούλησιν ἀρχικῶς εἰς Σύνοδον, ἀλλ' αὐθαιρέτως εἰς Δικαστήριον, καί, ψήφοις ἑπτά ὑπέρ, τεσσάρων κατά (Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Γεωργίας, Πολωνίας) καί τριῶν Ἐκκλησιῶν ἀπουσῶν (Σερβίας, Βουλγαρίας, ΤσεχοΣλαβακίας), δηλαδή οὔτε κἄν τήν στοιχειώδη πλειοψηφίαν ἔχουσα τῶν συναρμοδίων δέκα τεσσάρων Ἐκκλησιῶν, πρᾶγμα, τό ὁποῖον δέν θά ἠδύνατο καί δέν θά ἐδικαιοῦτο νά πράξῃ οὔτε διά παμψηφίας,
6. Ἤχθη, ὡς σύνοδος, τραπεῖσα εἰς δικαστήριον, δικαιοδοτοῦσα καί δικάζουσα, εἰς πρωτοφανοῦς ἀκυρότητος ἀπόφασιν, ὁρίσασαν διά τοῦ ἡμίσεος μόνον τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τά κάτωθι:
7. «Ἀνακοινωθέν τῆς ἐν Φαναρίῳ Συνόδου τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί Ἐκπροσώπων αὐτῶν (24/05/2005).
Ἡ Σύνοδος τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί Ἐκπροσώπων αὐτῶν (τῶν Ἐκκλησιῶν Σερβίας, Βουλγαρίας καί Τσεχικῶν Χωρῶν καί Σλοβακίας μή δυνηθεισῶν νά ἐκπροσωπηθοῦν), συνελθοῦσα ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Φαναρίου, κατόπιν προσκλήσεως τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τήν 24ην Μαΐου 2005, συνεσκέφθη ἐπί τῆς δημιουργηθείσης ἐπ' ἐσχάτων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Ἱεροσολύμων καταστάσεως, καί κατόπιν μακρῶν διαβουλεύσεων ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν νά ἀπευθύνῃ ἀδελφικήν ἔκκλησιν πρός τόν Μακ. Πατριάρχην Ἱεροσολύμων κ. Εἰρηναῖον ὅπως οἰκειοθελῶς ὑποβάλῃ τήν παραίτησιν αὐτοῦ.
Τοῦτο ἐζήτησεν ἡ Σύνοδος μή συνελθοῦσα ὡς δικαστήριον ὡς θυσιαστικήν πρᾶξιν πρός εἰρήνευσιν τῆς Ἐκκλησίας.
Τοῦ Μακ. Πατριάρχου κ. Εἰρηναίου ἀρνηθέντος νά δεχθῇ τοῦτο, ἡ Σύνοδος τῶν Προκαθημένων ἀπεδέχθη ἔναντι τριῶν ἐπεχόντων τήν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων περί ἀποκηρύξεως τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν, ὅπερ συνεπάγεται τήν διαγραφήν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Διπτύχων».
8. Ἐνῶ ἐλλείπουν κριτήρια στοιχειώδους νομιμότητος, ὡστόσο ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος «ἐξηκρίβωσε» τήν πλειοψηφίαν τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί υἱοθέτησεν αὐτήν. Διότι οἱ 35 ἐπί 100 δέν ἀποτελοῦν πλειοψηφίαν. Οὔτε ἐγνώριζον τά μέλη τῆς Π.Σ. τήν διέπουσαν τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων νομιμότητα. Οὔτε ἐγνώριζον, ἄν ἡ δῆθεν πλειοψηφία ἦτο πραγματική καί secundum leges ἤ ἦτο σκευώρημα μικρᾶς μερίδος ἐν φατρίᾳ πρός ἄνομον σκοπόν λειτουργούσης. Οὐδέν περί αὐτῶν διαλαμβάνεται σχετικῶς εἰς ὅποια πρακτικά.
ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΙ,
Β. Πέραν τῶν γεγονότων:
1. Τῆς ἀρχικῆς συγκλήσεως τῆς Πανορθοδόξου «ὡς Διασκέψεως» , καί οὐχί ὡς Συνόδου, ὡς κατωνομάσθη ἐκ τῶν ὑστέρων εἰς ἐκδοθέν ἀνακοινωθέν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,
2. Τῆς μή συνθέσεώς Της ὡς δικαστικῆς ἀρχῆς κρίσεως τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος, κατά ῥητήν ἀναφοράν ἐν τῷ προμνησθέντι σώματι τοῦ Ἀνακοινωθέντος Αὐτῆς, ἐν τῇ πράξει ὅμως συγκλήσεώς Της, ἕνεκα ἀποκηρύξεως τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος ὑπό 35 Ἁγιοταφιτῶν, ἵνα καταστῶμεν ἐνώπιόν Της ὑπό δίκην, ὡς ἀναγράφεται εἰς τό κείμενον ἀποκηρύξεως: «Διά τοῦ παρόντος, ὅθεν, ἀποκηρύττομεν τόν Πατριάρχην κ. Εἰρηναῖον, καθιστῶντες Αὐτόν ὑπόδικον ἐνώπιον Μείζονος Συνόδου», συνεπῶς τῆς ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς δίκης κρίσεως Ἡμῶν καθ᾿ ὅλην τήν διαδικασίαν ἐκθρονίσεώς μου, ἀποκηρυχθείσης ἤδη τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος, πρό τοῦ καταστῆναι με ὑπό δίκην ἐνώπιόν Σας!, ὅπερ ἄτοπον καί παράλογον. Δηλοῖ ὅμως τήν πραγματικότητα, ἤτοι τήν ἀτέρμονον ἀναζήτησιν, ἐκ μέρους τῆς ἐλλειπούσης πλειοψηφίας, νομίμου βάσεως καί διαδικασίας πρός κάλυψιν τῆς ἀτελείας καί ἀλυσιτελείας της νά ἐπιβληθῇ νόμῳ τε καί οὐσίᾳ.
3. Τῆς ἐλλειμματικῆς, κατά τήν καλήν πίστιν καί τήν χρηστήν Διοίκησιν, προβληματικῆς πλειοψηφίας - καθ' ὅσον τέσσαρες Ἐκκλησίαι διεφώνησαν, ἐνῶ ἤδη τρεῖς ἀπεῖχον, δηλώσασαι, εὐγενῶς εὐελπιστοῦσαι εἰς μή πραγμάτωσιν τῆς Πανορθοδόξου, ὅτι «δέν προελάμβανον κἄν νά μελετήσωσι τό διαβουλευθέν θέμα» - γεγονός τό ὁποῖον
4. καθιστοῦσε ὑποχρεωτικήν τήν ἀναβολήν, ὥστε νά παύσῃ ἡ δικαίως κρατοῦσα ἄποψις περί εἰλημμένης ἤδη κατ' ἐμοῦ ἀποφάσεως (ἡ γυναῖκα τοῦ Καίσαρος δέον εἶναι καί φαίνεσθαι ἁγνήν),
5. Ἥτις ὡδήγησεν εἰς ἐπιβολήν, ὡς παρά Δικαστηρίου, ἀνυπάρκτου, νόμῳ καί πράγματι, ποινῆς καθ' Ἡμῶν, μή θεμελιούσης, λόγῳ τοῦ χαρακτῆρος αὐτῆς ὡς ἁπλοῦ διοικητικοῦ μέτρου, μή θίγοντος τήν αὐτοτέλειαν καί τό αὐτοδιοίκητον τῆς Ἱεροσολυμιτικῆς Ἐκκλησίας, ἔκπτωσιν ἤ καθαίρεσιν Ἡμῶν ὑπό τῆς ἐκμεταλλευθείσης αὐτήν Ἱεροσολυμιτικῆς φατρίας.
6. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστόν τί συνέβη μέ τόν Μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλον, καί τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων Διόδωρον, οἱ ὁποῖοι, παρά τήν διαγραφήν των ἀπό τά Δίπτυχα, διετήρησαν τήν θέσιν των, διότι τοῦτο ἀφορᾷ εἰς τήν ἔναντι Ἡμῶν στάσιν ἑκάστης ἐκ τῶν 7 κατ' ἐμοῦ πειθαναγκασθεισῶν ἐκκλησιῶν, κυρίως δ' ὅμως
7. Τῆς ἀσφυκτικῆς πιέσεως, πολιτικῶν τότε παραγόντων τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, πρωτίστως πρός ἕτερα Πατριαρχεῖα καί Ἐκκλησίας, περί ἐξαναγκαστικῆς παραιτήσεως Ἡμῶν (ὁρᾶτε τήν ἔκθεσιν τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σελ. 1 καί 2 καί δή εἰς τό σημεῖον: «Κατά τήν διέλευσιν ἡμῶν ἐκ τοῦ ἀερολιμένος τῶν Ἀθηνῶν προσῆλθε καί ἐχαιρέτισε τήν Πατριαρχικήν Ἀντιπροσωπείαν ὁ Ἐξοχ. Ὑφυπουργός ἐπί τῶν Ἐξωτερικῶν κ. Παναγιώτης Σκανδαλάκης ... Ἡ αὐτοῦ Ἐξοχότης ἐξέθεσεν ἡμῖν τήν θέσιν τῆς ἐντίμου Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος καί διχάσαντος τήν τε Ἁγιοταφιτικήν Ἀδελφότητα καί τήν ἐν γένει Σιωνίτιδα Ἐκκλησίαν ζητήματος... καί εἶπεν ... ὅτι στόχος τῆς Πατριαρχικῆς Ἀντιπροσωπείας θά ἔδει νά εἶναι ἡ παραίτησις τοῦ Πατριάρχου Εἰρηναίου, πρός τόν ὁποῖον ἡ Ἑλληνική Κυβέρνησις θά ἀποδώσῃ τάς προσηκούσας τιμάς, ἐπίδομα καί κατοικίαν ἐν περιπτώσει οἰκειοθελοῦς ἀποχωρήσεως Αὐτοῦ»!), καθώς καί
8. Τῆς Παρουσιάσεως ὑπό μέρους 35 Ἁγιοταφιτῶν, ἐνώπιον τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ψευδῶν γεγονότων ὡς ἀληθινῶν, ἰδιαιτέρως μάλιστα, ὅτι τόσον ὁ Βασιλεύς τῆς Ἰορδανίας ὅσον καί ὁ Πρόεδρος τῆς Παλαιστινιακῆς Ἀρχῆς εἶχον ἤδη ἄρει τήν ἀναγνώρισίν Των ἐξ Ἡμῶν, ἐνῶ τό ἀληθές εἶναι, ὅτι
9. Ὁ μέν Βασιλεύς ᾖρε τήν ἀναγνώρισιν Ἡμῶν εἰς τάς 13 Ἰουνίου 2005 (κατόπιν τηλεφωνήματος τοῦ ἄλλα ἐνδιαφέροντα ἔχοντος εἰς τό Πατριαρχεῖον κ. Κ. Μητσοτάκη καί τῆς οἰκογενείας του),
10. Ὁ δέ Πρόεδρος τῆς Παλαιστινιακῆς Ἀρχῆς εἰς τάς 13 Ἰουλίου 2005, ἄν καί τό Ὑπουργικόν Συμβούλιον τῆς Παλαιστινιακῆς Ἀρχῆς ἐπεκύρωσεν εἰς τήν σύγκλησίν του εἰς τάς 7 Ἰουνίου 2005 τήν τελικήν ἔκθεσιν τῆς Νομικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, κατά τήν ὁποίαν τό Πόρισμά της ἠθώωνε τήν Ἡμετέραν Μετριότητα.
11. Σημειοῦμεν, ὅτι ὁ κ. Σκανδαλάκης οὐδέν ἐγνώριζεν, οὔτε ἦτο εἰς θέσιν νά κατανοήσῃ, διά ποῖον πρᾶγμα ἐγένετο ἡ μακρά συνεργασία, ἐκτελοῦντος ἁπλῶς ἐντολάς τοῦ κ. Μητσοτάκη καί τῆς θυγατρός του , ἐχόντων ἰδικάς των ἐπιδιώξεις εἰς τό Πατριαρχεῖον.
12. Τοῦτ' ἔστιν, ἡ ἄρσις τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος ὑπό τῶν ἀνωτέρω Πολιτικῶν Ἀρχηγῶν ἐγένετο μετά παρέλευσιν ἑνός καί δύο μηνῶν ἀντιστοίχως ἀπό τῆς ἡμέρας συγκλήσεως καί ἀνακοινώσεως τῆς ἀποφάσεως τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου,
13. Ὁ λόγος δέ, ὅστις συνέβαλεν ἄμεσα εἰς τήν διενέργειαν ταύτης τῆς πράξεώς των, ἐθεμελιοῦτο τόσον εἰς τό περιεχόμενον τῆς ἀνωτέρω ἀνυποστάτου ἀποφάσεως τῆς Συνόδου τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅσον καί εἰς τάς πιεστικάς παρεμβολάς τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, μέσῳ παρεμβάσεων τοῦ τότε κατευθυνομένου παντελῶς ἀδαοῦς περί τά θέματα ταῦτα Ὑφυπουργοῦ Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος Π. Σκανδαλάκη πρός τόν ἴδιον τόν Πρόεδρον τῆς Παλαιστινιακῆς Ἀρχῆς Μαχμούτ Ἀμπάς, αὐτοπροσώπως,
14. Ἀλλά καί διά τῆς Ἑλληνίδος Προξένου εἰς Ἱερουσαλήμ Ἑλένης Σουρανῆ,
15. Καί τοῦ ἐξ Ἀθηνῶν, ἀπολύτως ἀσχέτου καί ξένου πρός τήν Ἐκκλησίαν, Δικηγόρου Ἀλεξάνδρου Λυκουρέζου, ἱκανῶς πληρωθέντος καί μή ἐξοφληθέντος ὑπό ἐπιστρατευσάντων τοῦτον συγκεκριμένων Ἁγιοταφιτῶν, καταδεδικασμένου ἤδη, κατά πρόδηλον λειτουργίαν τοῦ πνευματικοῦ νόμου, πρωτοδίκως, ὑπό τοῦ Ἐφετείου Κακουργημάτων, ὅστις καί ἐλάμβανε μέρος, χωρίς νά ἀντιλαμβάνεται περί τίνος πρόκειται, ἐντολοδόχος ὤν τοῦ προμνησθέντος Ὑφυπουργοῦ, εἰς τάς «Συνοδικάς» διαδικασίας ἀπομακρύνσεως Ἡμῶν καί ἐγκαταστάσεως νέας διοικήσεως ἐν τῷ καθ' ἡμᾶς Πατριαρχείῳ. Ἀπερίγραπτον τοῦτο τό θλιβερόν θέαμα τῆς πολιτικῆς καταπτώσεως καί διαπλοκῆς εἰς τά τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.
Γ. Ὡς
πρός τήν περί ἀποκηρύξεως ἀπόφασιν «τῆς πλειοψηφίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ
Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων», παρατηρητέα τά ἀκόλουθα:
1. Ὑπεγράφετο, ὅτε αὕτη ἐδόθη Ἡμῖν, ὑπό 35 κληρικῶν καί μοναχῶν τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος ἐπί συνόλου 100, περί τῆς ὁποίας σημειοῦμεν, ὅτι
2. Ἡ συλλογική πρᾶξις πατέρων τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος τοῦ καθ' Ἡμᾶς Πατριαρχείου, διά τήν σύνταξιν καί ὑπογραφήν κειμένου ἀποκηρύξεως Ἡμῶν, τοῦ κανονικοῦ καί νομίμου Πατριάρχου αὐτῶν τε καί τοῦ Θρόνου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἔπασχε καί πάσχει ἀπόλυτον ἀκυρότητα (ἀταλάντευτος ἡ ἀκατάλυτος νομική ἀρχή «quod nullum est, nullum producit effectum), εἰς βαθμόν, ὁ ὁποῖος τήν καθιστᾷ ἀνυπόστατον, ἀνύπαρκτον, μή δυναμένην νόμῳ νά θεμελιώσῃ καμμίαν συνέπειαν καί ἀποτέλεσμα, τόσον διά τυπικούς ὅσον καί δι' οὐσιαστικούς λόγους, ἤτοι
3. «Οἱ Σεβασμιώτατοι Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων εὕρηνται ἐν εἰδικῇ θέσει. Οὗτοι δέν εἶναι Ἐπίσκοποι ἔχοντες ἐνεργόν καί ὑπεύθυνον τό ἐπισκοπικόν καθῆκον. Οὗτοι εἶναι τιτουλάριοι Ἐπίσκοποι προωρισμένοι νά βοηθῶσι τῷ Πατριάρχῃ, δύο μέν ἐξ αὐτῶν ἐν τοῖς ποιμαντορικοῖς αὐτοῦ καθήκοσι, οἱ δέ λοιποί ἐν τοῖς τελετουργικοῖς αὐτοῦ καθήκοσι. Οὗτοι δέν ἀποτελοῦσι πράγματι τό διοικητικόν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τό διοικητικόν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Πατριάρχης ἐν Συνόδῳ καί ἡ Σύνοδος σύγκειται ἐξ ἑπτά Ἐπισκόπων καί ἐννέα Ἀρχιμανδριτῶν, οἵτινες ὡς μέλη τῆς Συνόδου εἶναι ἴσοι πρός τούς Ἐπισκόπους ».
4. Ἡ ἔκκλησις, ἐπί τῇ βάσει τοῦ κειμένου τῆς ἀποκηρύξεως Ἡμῶν πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί τάς ἄλλας Ἐκκλησίας, ἐγένετο ὑπό μειοψηφικῆς, ἐν ἀνταρσίᾳ, μερίδος τῆς Ἐκκλησίας μόνον.
5. Οὕτως, ἡ ἀξίωσις τότε συγκεκριμένων Ἀρχιερέων νά ὁμιλῶσιν ὑπέρ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας ὤφειλε νά ἀπορριφθῇ, μή δυναμένων ἑτέρων Ἐκκλησιῶν νά ἀποκτήσωσι δικαίωμα κρίσεως καί παύσεως Ἡμῶν ἐξ αὐτῆς τῆς προσκλήσεως. Τοῦτο, διότι «ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων δέν εἶναι ἡ ἀρχαία κανονική Σύνοδος, ἡ ἐξ ὅλων τῶν Μητροπολιτῶν ἑνός Πατριαρχείου συγκειμένη. Εἶναι σύνοδος εἰδικοῦ χαρακτῆρος καί ἐν τῇ ἐνεστώσῃ αὐτῆς μορφῇ εἶναι τό δημιούργημα νομοθεσίας ».
6. Ἕως τοῦ Ἰορδανικοῦ Νόμου 17/1958, «ἡ νομοθεσία ἐκείνη (τοῦ Ὀθωμανικοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Πατριαρχείου-1875) ἐσκεμμένως παρέλειψε πᾶσαν πρόβλεψιν περί παύσεως, διότι, κατά τήν ἐκλογήν τοῦ Πατριάρχου, ἡ Σύνοδος, καίτοι ποιεῖται τήν τελικήν ἐκλογήν, δέν εἶναι τό μόνον ἐκλογικόν στοιχεῖον, τοῦ λαοῦ ἀντιπροσωπευομένου δι' ἐκλεκτῶν τινων μελῶν τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου. Ἡ Σύνοδος διά τοῦτο δέν εἶχεν οὔτε νομοθετικήν, οὔτε κανονικήν, οὔτε ἔμφυτον ἐξουσίαν τοῦ παῦσαι τόν Πατριάρχην ».
7. Τό κενόν τοῦτο ἐκαλύφθη νομοθετικῶς ὑπό τοῦ προμνησθέντος Ἰορδανικοῦ Νόμου, ὅστις ὁρίζει καί τήν διαδικασίαν καί τούς λόγους παύσεως τοῦ Πατριάρχου, συμπεριλαβών τήν μετοχήν καί τήν ἔγκρισιν τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου διά τήν κρίσιν καί παῦσίν Του, ἥτις δεικνύει τήν σπουδαιότητα καί τήν σημασίαν, ἥν προσέδωσεν ὁ νομοθέτης εἰς τόν ρόλον τῶν ἐκλεκτόρων τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου, ὁ ὁποῖος ἀντανακλᾶται οὕτως εἰς τήν φύσιν, τούς σκοπούς καί τήν λειτουργίαν τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.
8. Ἐν τέλει δέ ἡ νομοθεσία τοῦ ἀνωτέρω Ἰορδανικοῦ νόμου δέχεται, ἀναγνωρίζει καί συμπράττει μετά τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας καί Κανονικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας , ἥτις, διά τῶν κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Της καί ἄλλων Συνόδων: Δ' Οἰκουμενικῆς ιη'· Ἀποστολικοί λα', στ', λδ'· Πρωτοδευτέρας γ', ιδ', ιε'· Καρθαγένης ι', ξβ'· Γάγγρας στ'· Ἀντιοχείας ε'· ὁρίζει: «εἴ τινες κληρικοί ἤ μοναχοί εὑρεθεῖεν συνομνύμενοι ἤ φατριάζοντες ἤ κατασκευάς τυρεύοντες ἐπισκόποις ἤ συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντῃ τοῦ οἰκείου βαθμοῦ», καθ' ὅσον «καί παρά τῶν ἔξω νόμων πάντῃ κεκώλυται, πολλῷ δέ μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει».
9. Ὥστε, ἐπί τῇ βάσει καί τῆς νεωτέρας Νομοθεσίας τοῦ 1958, τά πράγματα περί τῆς πράξεως ἀποκηρύξεως Ἡμῶν, ἔχουσιν εἰδικώτερον ὡς ἀκολούθως:
Δ. Ὡς πρός τήν τυπικήν ἐλαττωματικότητα τῆς πράξεως ἀποκηρύξεως:
1. Τοῦτο, διότι ἡ πρᾶξις αὕτη δέν ἐγένετο συνοδικῶς ἀλλά παρασυναγωγικῶς, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἀπεδοκίμασεν εἰς τήν διαδρομήν της ἡ Ὀρθοδοξία, ὅτε ἵστατο εἰς τό ὕψος της, μέ μόνον σημεῖον ἀναφορᾶς τόν Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα εἰς τήν Ἱερουσαλήμ Κύριόν μας, καθ' ἥν στιγμήν Ἡμεῖς, ὁ νόμιμος καί κανονικός Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ἐνῶ συνεκαλέσαμεν Σύνοδον δίς, τήν πρωΐαν καί τήν μεσημβρίαν τῆς 6ης Μαΐου, 2005, ἐν τῇ Συνοδικῇ Αἰθούσῃ τοῦ Πατριαρχείου,
2. Τήν αὐτήν ὥραν Ἁγιοταφῖταί τινες ἐν τῇ αἰθούσῃ τῆς βιβλιοθήκης καί ἐν τοῖς διαδρόμοις τοῦ Πατριαρχείου, πρωτοστατοῦντος τοῦ Ἀρχιγραμματεύοντος τοῦ Πατριαρχείου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης κ. Ἀριστάρχου, ἀνταρσίαν συνυπέγραφον καί συνομολογοῦσαν κατηγορίας ἐναντίον Ἡμῶν, ψευδεῖς καί ἀνυποστάτους, αἵτινες μέχρι σήμερον δέν ηὗρον τό παραμικρόν πραγματικόν ἀντίκρισμα ἤ ἐπαλήθευσιν [σημειώνοντας ἐνταῦθα τό ἄγνωστον εἰς Ὑμᾶς γεγονός, ὅτι ἡ Ἑλληνίς Πρόξενος ἐν Ἱεροσολύμοις κ. Ἑλένη Σουρανῆ, πρωτοστατοῦσεν εἰς τήν συλλογήν τῶν καθ' Ἡμῶν ὑπογραφῶν, ἀκόμη καί διά τῆς ἀπειλῆς τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ διαβατηρίου των, ἄν δέν ὑπέγραφον, καθώς καί τήν ἀντίστοιχον ἀπειλήν τοῦ Ἀρχιγραμματεύοντος Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης Ἀριστάρχου πρός τούς Ἁγιοταφίτας, ὅτι θά τούς καθαιροῦσαν καί ἐξεδίωκον τοῦ Πατριαρχείου, ἄν δέν ὑπέγραφον],
3. Γενομένων, ὅμως, ἀκρίτως δεκτῶν ὑπό τῶν 7 Ἐκκλησιῶν τῶν παρασυναγωγικῶν κατορθωμάτων τῶν καθαιρετέων τούτων (μετ' ἔτη ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἐπανέλαβεν εἰς τόν τότε Ὑφυπουργόν καί συνεργόν Του κ. Σκανδαλάκην: "ἀναμένομεν εἰσέτι ὑφ' Ὑμῶν, κύριε Ὑπουργέ, τάς κατ' Εἰρηναίου ἀποδείξεις, ὡς μᾶς ὑπεσχέθητε, βάσει τῶν ὁποίων ἀπεφασίσαμεν τά εἰς τήν Πανορθόδοξον τό 2005", αἱ ὁποῖαι, ἀνύπαρκτοι οὖσαι, οὐδέποτε ὑπ' οὐδενός Τοῦ ἐδόθησαν).
4. Ἐψεύδοντο ἀσυστόλως, ἄλλοθεν κινούμενοι, μυκτηρίζοντες νόμους καί κανόνας, ὁδηγήσαντες εἰς τό ἀνοσιούργημα τό ὁποῖον βιώνω σήμερον ἐγώ, ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ἑλλάς!, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, τοῦ Ὁποίου ὁ πνευματικός νόμος λειτουργεῖ ἀτέγκτως.
5. Τοὐναντίον, πρό οὐδέ τριμήνου τότε, τήν 18ην Φεβρουαρίου 2005, δεκατέσσαρα Συνοδικά μέλη συνυπέγραφον Συνοδικήν ἀπόφασιν: «Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συνδιασκεψαμένη, καί στέργουσα τῇ ἀπ' αἰώνων Ἱστορίᾳ Αὐτῆς, τῇ Παραδόσει τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῖς Ἱεροῖς Κανόσιν αὐτῆς, ἀπορρίπτει μετ' ἀποστροφῆς καί βδελυγμίας τάς τοιαύτας συκοφαντίας καί διαστρεβλώσεις τῆς ἀληθείας καί ἀποδοκιμάζει μετ' ἀποτροπιασμοῦ τήν ἀνόσιον ταύτην διαγωγήν τῶν παραπαιόντων τούτων ἀδελφῶν τῶν κακῇ γνώμῃ καί προθέσει ἐπιθυμούντων ἐπιτυχίαν, οὐχί τῶν τῆς Ἐκκλησίας θεσμίων καί συμφερόντων, ἀλλά κτῆσιν ἰδίου αὐτῶν συμφέροντος καί καλεῖ τούτους εἰς μετάνοιαν, συμμόρφωσιν καί ὑπακοήν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ αὐτῶν Ἀρχῇ, ἵνα μή ἡ κατ' Αὐτῆς ἀσεβής ἐπίθεσις καί ἀνταρσία, ἡ κακότροπος κριτική καί ἀνυπακοή, καί τά ἔξω τοῦ Θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας παρόμοια, τά διαπραττόμενα ὑπ' αὐτῶν, ἐπισύρουν κατ' αὐτῶν τάς ἀράς, τά ἐπιτίμια καί τούς κολασμούς τῶν Ἱερῶν Κανόνων....».
6. Παρόντα εἰς τήν κληθεῖσαν Σύνοδον τῆς 6ης Μαΐου 2005 ἦσαν δέκα Συνοδικά μέλη, Ἀρχιερεῖς καί Ἀρχιμανδρῖται. Τήν ἰδίαν ὅμως στιγμήν μέλη καί μή τῆς Συνόδου, πήξαντα παρασύνοδον, ἀπεφάσιζον καθ' Ἡμῶν ἐκτός τῆς νομίμου Συνόδου, ἄνευ τοῦ Πρώτου, ἀπήγγειλον κατηγορίας, ὑπέγραφον κείμενον ἀποκηρύξεως, παραβιάζοντα τούς ἀκαταλύτους θεσμούς τῆς ἰσοβιότητος τοῦ Πατριάχου καί τῆς ὑπό τοῦ Ἰδίου συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου,
7. Ἡμῶν στερουμένων οὕτω τῆς στοιχειώδους δυνατότητος ἀπολογίας ἔναντι τῶν ψευδῶν κατηγοριῶν, καί ἐν γένει προετοίμαζον πραξικοπηματικῶς τάς ἑπομένας κινήσεις τοῦ ἤδη ἀρξαμένου σχίσματός των ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων.
8. Τό ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας μέλη τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος ἐκ τῆς παρασυναγωγῆς ταύτης προὐχώρησαν εἰς κατάληψιν τοῦ Πατριαρχείου, δρῶντες ὡς ἡ ἐσχάτη ἀναρχοαυτόνομος σέκτα.
9. Ποίου σεβασμοῦ ἤ καί ἀνοχῆς δικαιοῦνται οὗτοι, εἰς τούς ὁποίους ἐστηρίχθησαν αἱ ἡμίσεις πειθαναγκασθεῖσαι ὀρθόδοξοι ἐκκλησίαι;
10. Ὅσοι πατέρες ἐξεδήλωσαν τήν ἀντίθεσίν των, ἄλλοι ἐδάρησαν, παρουσίᾳ δημοσιογράφων τῆς ΝΕΤ, ἄλλοι παρηγκωνίσθησαν, ἄλλοι ἐξεβιάσθησαν, ἐνῶ ἠμποδίσθη ἡ εἴσοδος Ἡμῶν εἰς τό Πατριαρχεῖον, διά τῆς ἀλλαγῆς κλείθρων εἰς τά γραφεῖα καί τάς αἰθούσας τοῦ Πατριαρχείου. Καθαραί ἐνέργειαι ἐνεργουμένων «ἀντιεξουσιαστῶν, ὄνειδος διά κληρικούς.
11. Δι' ὅλα αὐτά εἰς τό Φανάριον ἔπρεπε νά ἐκφρασθῇ ἡ εὔψυχος ἀποδοκιμασία τῶν πραξικοπηματιῶν καί ἡ ἄφατος θλῖψις τῶν 7 ἐκκλησιῶν, μετά τῶν ἤδη κατ' οὐσίαν ἄλλων 7, καί οὐχί ἡ ἐπιδοκιμασία των ὑπ' Αὐτῶν. Αὐτό ἐπιτάσσει ἡ Ὀρθόδοξος παράδοσις.
12. Τήν 7ην Μαΐου 2005 ἐπεδόθη πρός Ἡμᾶς ἐπιστολή τῶν ἀντιφρονούντων πατέρων, συντεταγμένη τήν 5ην Μαΐου 2005, τήν ὁποίαν ὑπέγραφον 35 πατέρες τοῦ Πατριαρχείου, συμφώνως μέ τήν ὁποίαν ἀπεκήρυσσον Ἡμᾶς ἀπό Πατριάρχην των. Ἀπετέλουν μόλις τό ἕν τρίτον τοῦ ὅλου, ἀγνοηθέντων παρανόμως τῶν ἐφημερίων τῶν ἐνοριῶν τοῦ Πατριαρχείου.
13. Ἐπιπλέον, ἐφέρετο δι' ἐγγράφου τῶν ἀντιφρονούντων, ὅτι τήν 6ην Μαΐου 2005 εἶχον συνέλθει εἰς «Σύνοδον», συγκληθεῖσαν ὑπό τοῦ πρώτου τῇ τάξει τότε Μητροπολίτου Καισαρείας, ὁρίσαντος τριμελῆ Ἐπιτροπήν, κηρύσσουσαν Ἡμᾶς ἔκπτωτον, βάσει τοῦ κειμένου τῆς ἀποκηρύξεως τῆς 5ης Μαΐου 2005: «Διά τοῦ παρόντος ἀποκηρύττομεν τόν Πατριάρχην κ. Εἰρηναῖον ... μή ἀναγνωρίζοντες ἀπό τοῦδε οἱανδήποτε ἀπόφασιν Αὐτοῦ, οὔτε τό δικαίωμα νά συγκαλέσῃ Σύνοδον, συμφώνως τῷ Ἐσωτερικῷ Κανονισμῷ τοῦ Πατριαρχείου, τῷ Νόμῳ τοῦ 1958 καί τῇ παρούσῃ καταστάσει τῆς Συνόδου, καί διορίζομεν τριμελῆ ἐκ περιτροπῆς ἐπιτροπήν διά τά περαιτέρω», συνταχθέν ὑπό τινων Ἁγιοταφιτῶν καί ὑπογραφέν σταδιακῶς ἐν συνόλῳ ὑπό 35 πατέρων μέχρι τῆς ἐπιδόσεώς του εἰς χεῖρας Ἡμῶν.
14. Καί ταῦτα πάντα, ἀντί ὀργίλης ἀποδοκιμασίας, ἀπετέλεσαν τήν βάσιν καί τά στοιχεῖα μέ τά ὁποῖα ἡ Διάσκεψις-Σύνοδος-Δικαστήριον διέγραψεν Ἡμᾶς ἀπό τά δίπτυχα. Δύστυχη ἀλήθεια. Καί δυστυχέστερη δικαιοσύνη. Ἡ Ἑλληνική κακοδαιμονία συστάσεως ἀνευθύνων Ἐπιτροπῶν καί νόμῳ μηδαμοῦ προβλεπομένων, ἰσχύοντος καί ἐδῶ: «οἱ Ἕλληνες θελήσαντες νά διαβοῦν τόν Αἶμον, συνέστησαν Ἐπιτροπήν, Γκίκαν, Παππᾶν καί Κρέμον» κατά τόν ἀείμνηστον Πώ¬¬π.
1. Ὑπεγράφετο, ὅτε αὕτη ἐδόθη Ἡμῖν, ὑπό 35 κληρικῶν καί μοναχῶν τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος ἐπί συνόλου 100, περί τῆς ὁποίας σημειοῦμεν, ὅτι
2. Ἡ συλλογική πρᾶξις πατέρων τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος τοῦ καθ' Ἡμᾶς Πατριαρχείου, διά τήν σύνταξιν καί ὑπογραφήν κειμένου ἀποκηρύξεως Ἡμῶν, τοῦ κανονικοῦ καί νομίμου Πατριάρχου αὐτῶν τε καί τοῦ Θρόνου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἔπασχε καί πάσχει ἀπόλυτον ἀκυρότητα (ἀταλάντευτος ἡ ἀκατάλυτος νομική ἀρχή «quod nullum est, nullum producit effectum), εἰς βαθμόν, ὁ ὁποῖος τήν καθιστᾷ ἀνυπόστατον, ἀνύπαρκτον, μή δυναμένην νόμῳ νά θεμελιώσῃ καμμίαν συνέπειαν καί ἀποτέλεσμα, τόσον διά τυπικούς ὅσον καί δι' οὐσιαστικούς λόγους, ἤτοι
3. «Οἱ Σεβασμιώτατοι Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων εὕρηνται ἐν εἰδικῇ θέσει. Οὗτοι δέν εἶναι Ἐπίσκοποι ἔχοντες ἐνεργόν καί ὑπεύθυνον τό ἐπισκοπικόν καθῆκον. Οὗτοι εἶναι τιτουλάριοι Ἐπίσκοποι προωρισμένοι νά βοηθῶσι τῷ Πατριάρχῃ, δύο μέν ἐξ αὐτῶν ἐν τοῖς ποιμαντορικοῖς αὐτοῦ καθήκοσι, οἱ δέ λοιποί ἐν τοῖς τελετουργικοῖς αὐτοῦ καθήκοσι. Οὗτοι δέν ἀποτελοῦσι πράγματι τό διοικητικόν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τό διοικητικόν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Πατριάρχης ἐν Συνόδῳ καί ἡ Σύνοδος σύγκειται ἐξ ἑπτά Ἐπισκόπων καί ἐννέα Ἀρχιμανδριτῶν, οἵτινες ὡς μέλη τῆς Συνόδου εἶναι ἴσοι πρός τούς Ἐπισκόπους ».
4. Ἡ ἔκκλησις, ἐπί τῇ βάσει τοῦ κειμένου τῆς ἀποκηρύξεως Ἡμῶν πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί τάς ἄλλας Ἐκκλησίας, ἐγένετο ὑπό μειοψηφικῆς, ἐν ἀνταρσίᾳ, μερίδος τῆς Ἐκκλησίας μόνον.
5. Οὕτως, ἡ ἀξίωσις τότε συγκεκριμένων Ἀρχιερέων νά ὁμιλῶσιν ὑπέρ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας ὤφειλε νά ἀπορριφθῇ, μή δυναμένων ἑτέρων Ἐκκλησιῶν νά ἀποκτήσωσι δικαίωμα κρίσεως καί παύσεως Ἡμῶν ἐξ αὐτῆς τῆς προσκλήσεως. Τοῦτο, διότι «ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων δέν εἶναι ἡ ἀρχαία κανονική Σύνοδος, ἡ ἐξ ὅλων τῶν Μητροπολιτῶν ἑνός Πατριαρχείου συγκειμένη. Εἶναι σύνοδος εἰδικοῦ χαρακτῆρος καί ἐν τῇ ἐνεστώσῃ αὐτῆς μορφῇ εἶναι τό δημιούργημα νομοθεσίας ».
6. Ἕως τοῦ Ἰορδανικοῦ Νόμου 17/1958, «ἡ νομοθεσία ἐκείνη (τοῦ Ὀθωμανικοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Πατριαρχείου-1875) ἐσκεμμένως παρέλειψε πᾶσαν πρόβλεψιν περί παύσεως, διότι, κατά τήν ἐκλογήν τοῦ Πατριάρχου, ἡ Σύνοδος, καίτοι ποιεῖται τήν τελικήν ἐκλογήν, δέν εἶναι τό μόνον ἐκλογικόν στοιχεῖον, τοῦ λαοῦ ἀντιπροσωπευομένου δι' ἐκλεκτῶν τινων μελῶν τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου. Ἡ Σύνοδος διά τοῦτο δέν εἶχεν οὔτε νομοθετικήν, οὔτε κανονικήν, οὔτε ἔμφυτον ἐξουσίαν τοῦ παῦσαι τόν Πατριάρχην ».
7. Τό κενόν τοῦτο ἐκαλύφθη νομοθετικῶς ὑπό τοῦ προμνησθέντος Ἰορδανικοῦ Νόμου, ὅστις ὁρίζει καί τήν διαδικασίαν καί τούς λόγους παύσεως τοῦ Πατριάρχου, συμπεριλαβών τήν μετοχήν καί τήν ἔγκρισιν τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου διά τήν κρίσιν καί παῦσίν Του, ἥτις δεικνύει τήν σπουδαιότητα καί τήν σημασίαν, ἥν προσέδωσεν ὁ νομοθέτης εἰς τόν ρόλον τῶν ἐκλεκτόρων τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου, ὁ ὁποῖος ἀντανακλᾶται οὕτως εἰς τήν φύσιν, τούς σκοπούς καί τήν λειτουργίαν τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.
8. Ἐν τέλει δέ ἡ νομοθεσία τοῦ ἀνωτέρω Ἰορδανικοῦ νόμου δέχεται, ἀναγνωρίζει καί συμπράττει μετά τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας καί Κανονικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας , ἥτις, διά τῶν κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Της καί ἄλλων Συνόδων: Δ' Οἰκουμενικῆς ιη'· Ἀποστολικοί λα', στ', λδ'· Πρωτοδευτέρας γ', ιδ', ιε'· Καρθαγένης ι', ξβ'· Γάγγρας στ'· Ἀντιοχείας ε'· ὁρίζει: «εἴ τινες κληρικοί ἤ μοναχοί εὑρεθεῖεν συνομνύμενοι ἤ φατριάζοντες ἤ κατασκευάς τυρεύοντες ἐπισκόποις ἤ συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντῃ τοῦ οἰκείου βαθμοῦ», καθ' ὅσον «καί παρά τῶν ἔξω νόμων πάντῃ κεκώλυται, πολλῷ δέ μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει».
9. Ὥστε, ἐπί τῇ βάσει καί τῆς νεωτέρας Νομοθεσίας τοῦ 1958, τά πράγματα περί τῆς πράξεως ἀποκηρύξεως Ἡμῶν, ἔχουσιν εἰδικώτερον ὡς ἀκολούθως:
Δ. Ὡς πρός τήν τυπικήν ἐλαττωματικότητα τῆς πράξεως ἀποκηρύξεως:
1. Τοῦτο, διότι ἡ πρᾶξις αὕτη δέν ἐγένετο συνοδικῶς ἀλλά παρασυναγωγικῶς, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἀπεδοκίμασεν εἰς τήν διαδρομήν της ἡ Ὀρθοδοξία, ὅτε ἵστατο εἰς τό ὕψος της, μέ μόνον σημεῖον ἀναφορᾶς τόν Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα εἰς τήν Ἱερουσαλήμ Κύριόν μας, καθ' ἥν στιγμήν Ἡμεῖς, ὁ νόμιμος καί κανονικός Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ἐνῶ συνεκαλέσαμεν Σύνοδον δίς, τήν πρωΐαν καί τήν μεσημβρίαν τῆς 6ης Μαΐου, 2005, ἐν τῇ Συνοδικῇ Αἰθούσῃ τοῦ Πατριαρχείου,
2. Τήν αὐτήν ὥραν Ἁγιοταφῖταί τινες ἐν τῇ αἰθούσῃ τῆς βιβλιοθήκης καί ἐν τοῖς διαδρόμοις τοῦ Πατριαρχείου, πρωτοστατοῦντος τοῦ Ἀρχιγραμματεύοντος τοῦ Πατριαρχείου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης κ. Ἀριστάρχου, ἀνταρσίαν συνυπέγραφον καί συνομολογοῦσαν κατηγορίας ἐναντίον Ἡμῶν, ψευδεῖς καί ἀνυποστάτους, αἵτινες μέχρι σήμερον δέν ηὗρον τό παραμικρόν πραγματικόν ἀντίκρισμα ἤ ἐπαλήθευσιν [σημειώνοντας ἐνταῦθα τό ἄγνωστον εἰς Ὑμᾶς γεγονός, ὅτι ἡ Ἑλληνίς Πρόξενος ἐν Ἱεροσολύμοις κ. Ἑλένη Σουρανῆ, πρωτοστατοῦσεν εἰς τήν συλλογήν τῶν καθ' Ἡμῶν ὑπογραφῶν, ἀκόμη καί διά τῆς ἀπειλῆς τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ διαβατηρίου των, ἄν δέν ὑπέγραφον, καθώς καί τήν ἀντίστοιχον ἀπειλήν τοῦ Ἀρχιγραμματεύοντος Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης Ἀριστάρχου πρός τούς Ἁγιοταφίτας, ὅτι θά τούς καθαιροῦσαν καί ἐξεδίωκον τοῦ Πατριαρχείου, ἄν δέν ὑπέγραφον],
3. Γενομένων, ὅμως, ἀκρίτως δεκτῶν ὑπό τῶν 7 Ἐκκλησιῶν τῶν παρασυναγωγικῶν κατορθωμάτων τῶν καθαιρετέων τούτων (μετ' ἔτη ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἐπανέλαβεν εἰς τόν τότε Ὑφυπουργόν καί συνεργόν Του κ. Σκανδαλάκην: "ἀναμένομεν εἰσέτι ὑφ' Ὑμῶν, κύριε Ὑπουργέ, τάς κατ' Εἰρηναίου ἀποδείξεις, ὡς μᾶς ὑπεσχέθητε, βάσει τῶν ὁποίων ἀπεφασίσαμεν τά εἰς τήν Πανορθόδοξον τό 2005", αἱ ὁποῖαι, ἀνύπαρκτοι οὖσαι, οὐδέποτε ὑπ' οὐδενός Τοῦ ἐδόθησαν).
4. Ἐψεύδοντο ἀσυστόλως, ἄλλοθεν κινούμενοι, μυκτηρίζοντες νόμους καί κανόνας, ὁδηγήσαντες εἰς τό ἀνοσιούργημα τό ὁποῖον βιώνω σήμερον ἐγώ, ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ἑλλάς!, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, τοῦ Ὁποίου ὁ πνευματικός νόμος λειτουργεῖ ἀτέγκτως.
5. Τοὐναντίον, πρό οὐδέ τριμήνου τότε, τήν 18ην Φεβρουαρίου 2005, δεκατέσσαρα Συνοδικά μέλη συνυπέγραφον Συνοδικήν ἀπόφασιν: «Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συνδιασκεψαμένη, καί στέργουσα τῇ ἀπ' αἰώνων Ἱστορίᾳ Αὐτῆς, τῇ Παραδόσει τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῖς Ἱεροῖς Κανόσιν αὐτῆς, ἀπορρίπτει μετ' ἀποστροφῆς καί βδελυγμίας τάς τοιαύτας συκοφαντίας καί διαστρεβλώσεις τῆς ἀληθείας καί ἀποδοκιμάζει μετ' ἀποτροπιασμοῦ τήν ἀνόσιον ταύτην διαγωγήν τῶν παραπαιόντων τούτων ἀδελφῶν τῶν κακῇ γνώμῃ καί προθέσει ἐπιθυμούντων ἐπιτυχίαν, οὐχί τῶν τῆς Ἐκκλησίας θεσμίων καί συμφερόντων, ἀλλά κτῆσιν ἰδίου αὐτῶν συμφέροντος καί καλεῖ τούτους εἰς μετάνοιαν, συμμόρφωσιν καί ὑπακοήν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ αὐτῶν Ἀρχῇ, ἵνα μή ἡ κατ' Αὐτῆς ἀσεβής ἐπίθεσις καί ἀνταρσία, ἡ κακότροπος κριτική καί ἀνυπακοή, καί τά ἔξω τοῦ Θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας παρόμοια, τά διαπραττόμενα ὑπ' αὐτῶν, ἐπισύρουν κατ' αὐτῶν τάς ἀράς, τά ἐπιτίμια καί τούς κολασμούς τῶν Ἱερῶν Κανόνων....».
6. Παρόντα εἰς τήν κληθεῖσαν Σύνοδον τῆς 6ης Μαΐου 2005 ἦσαν δέκα Συνοδικά μέλη, Ἀρχιερεῖς καί Ἀρχιμανδρῖται. Τήν ἰδίαν ὅμως στιγμήν μέλη καί μή τῆς Συνόδου, πήξαντα παρασύνοδον, ἀπεφάσιζον καθ' Ἡμῶν ἐκτός τῆς νομίμου Συνόδου, ἄνευ τοῦ Πρώτου, ἀπήγγειλον κατηγορίας, ὑπέγραφον κείμενον ἀποκηρύξεως, παραβιάζοντα τούς ἀκαταλύτους θεσμούς τῆς ἰσοβιότητος τοῦ Πατριάχου καί τῆς ὑπό τοῦ Ἰδίου συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου,
7. Ἡμῶν στερουμένων οὕτω τῆς στοιχειώδους δυνατότητος ἀπολογίας ἔναντι τῶν ψευδῶν κατηγοριῶν, καί ἐν γένει προετοίμαζον πραξικοπηματικῶς τάς ἑπομένας κινήσεις τοῦ ἤδη ἀρξαμένου σχίσματός των ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων.
8. Τό ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας μέλη τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος ἐκ τῆς παρασυναγωγῆς ταύτης προὐχώρησαν εἰς κατάληψιν τοῦ Πατριαρχείου, δρῶντες ὡς ἡ ἐσχάτη ἀναρχοαυτόνομος σέκτα.
9. Ποίου σεβασμοῦ ἤ καί ἀνοχῆς δικαιοῦνται οὗτοι, εἰς τούς ὁποίους ἐστηρίχθησαν αἱ ἡμίσεις πειθαναγκασθεῖσαι ὀρθόδοξοι ἐκκλησίαι;
10. Ὅσοι πατέρες ἐξεδήλωσαν τήν ἀντίθεσίν των, ἄλλοι ἐδάρησαν, παρουσίᾳ δημοσιογράφων τῆς ΝΕΤ, ἄλλοι παρηγκωνίσθησαν, ἄλλοι ἐξεβιάσθησαν, ἐνῶ ἠμποδίσθη ἡ εἴσοδος Ἡμῶν εἰς τό Πατριαρχεῖον, διά τῆς ἀλλαγῆς κλείθρων εἰς τά γραφεῖα καί τάς αἰθούσας τοῦ Πατριαρχείου. Καθαραί ἐνέργειαι ἐνεργουμένων «ἀντιεξουσιαστῶν, ὄνειδος διά κληρικούς.
11. Δι' ὅλα αὐτά εἰς τό Φανάριον ἔπρεπε νά ἐκφρασθῇ ἡ εὔψυχος ἀποδοκιμασία τῶν πραξικοπηματιῶν καί ἡ ἄφατος θλῖψις τῶν 7 ἐκκλησιῶν, μετά τῶν ἤδη κατ' οὐσίαν ἄλλων 7, καί οὐχί ἡ ἐπιδοκιμασία των ὑπ' Αὐτῶν. Αὐτό ἐπιτάσσει ἡ Ὀρθόδοξος παράδοσις.
12. Τήν 7ην Μαΐου 2005 ἐπεδόθη πρός Ἡμᾶς ἐπιστολή τῶν ἀντιφρονούντων πατέρων, συντεταγμένη τήν 5ην Μαΐου 2005, τήν ὁποίαν ὑπέγραφον 35 πατέρες τοῦ Πατριαρχείου, συμφώνως μέ τήν ὁποίαν ἀπεκήρυσσον Ἡμᾶς ἀπό Πατριάρχην των. Ἀπετέλουν μόλις τό ἕν τρίτον τοῦ ὅλου, ἀγνοηθέντων παρανόμως τῶν ἐφημερίων τῶν ἐνοριῶν τοῦ Πατριαρχείου.
13. Ἐπιπλέον, ἐφέρετο δι' ἐγγράφου τῶν ἀντιφρονούντων, ὅτι τήν 6ην Μαΐου 2005 εἶχον συνέλθει εἰς «Σύνοδον», συγκληθεῖσαν ὑπό τοῦ πρώτου τῇ τάξει τότε Μητροπολίτου Καισαρείας, ὁρίσαντος τριμελῆ Ἐπιτροπήν, κηρύσσουσαν Ἡμᾶς ἔκπτωτον, βάσει τοῦ κειμένου τῆς ἀποκηρύξεως τῆς 5ης Μαΐου 2005: «Διά τοῦ παρόντος ἀποκηρύττομεν τόν Πατριάρχην κ. Εἰρηναῖον ... μή ἀναγνωρίζοντες ἀπό τοῦδε οἱανδήποτε ἀπόφασιν Αὐτοῦ, οὔτε τό δικαίωμα νά συγκαλέσῃ Σύνοδον, συμφώνως τῷ Ἐσωτερικῷ Κανονισμῷ τοῦ Πατριαρχείου, τῷ Νόμῳ τοῦ 1958 καί τῇ παρούσῃ καταστάσει τῆς Συνόδου, καί διορίζομεν τριμελῆ ἐκ περιτροπῆς ἐπιτροπήν διά τά περαιτέρω», συνταχθέν ὑπό τινων Ἁγιοταφιτῶν καί ὑπογραφέν σταδιακῶς ἐν συνόλῳ ὑπό 35 πατέρων μέχρι τῆς ἐπιδόσεώς του εἰς χεῖρας Ἡμῶν.
14. Καί ταῦτα πάντα, ἀντί ὀργίλης ἀποδοκιμασίας, ἀπετέλεσαν τήν βάσιν καί τά στοιχεῖα μέ τά ὁποῖα ἡ Διάσκεψις-Σύνοδος-Δικαστήριον διέγραψεν Ἡμᾶς ἀπό τά δίπτυχα. Δύστυχη ἀλήθεια. Καί δυστυχέστερη δικαιοσύνη. Ἡ Ἑλληνική κακοδαιμονία συστάσεως ἀνευθύνων Ἐπιτροπῶν καί νόμῳ μηδαμοῦ προβλεπομένων, ἰσχύοντος καί ἐδῶ: «οἱ Ἕλληνες θελήσαντες νά διαβοῦν τόν Αἶμον, συνέστησαν Ἐπιτροπήν, Γκίκαν, Παππᾶν καί Κρέμον» κατά τόν ἀείμνηστον Πώ¬¬π.
Ε. Οὕτως
ὅμως ὁρίζουσιν αἱ ἐπικληθεῖσαι Διατάξεις;
1. Εἰς τά ἄρθρα 24 τοῦ Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί 27 τοῦ Ἰορδανικοῦ Νόμου 17/1958, πού διέπουν τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων, ὁρίζεται ὅτι:
α. Ἄρθρον 24 Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ 1ης Ἰουλίου 1904 (21 χειρόγραφος κώδικας Ἀρχιγραμματείας Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων):
«Ὁ ἅπαξ ἀναδειχθείς Πατριάρχης μένει ἰσόβιος ἐν τῷ Πατριαρχικῷ θρόνῳ, ἡ δέ Ἱερά Ἀδελφότης ὀφείλει τιμᾷν καί σέβειν καί περιθάλπειν αὐτόν, ὡς ἰδίαν ἐπί γῆς Κεφαλήν. Οὐδεμία δέ περίστασις, οὐδ' αἰτία θεωρεῖται ὡς εὔλογος καί δικαία ἀφορμή πρός παῦσιν τοῦ Πατριάρχου, ἐκτός τῶν ὑπό τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου ὑποδυομένων (sic) (ἐννοεῖ ὑποδεικνυομένων) ἐν αἷς ἐννοῦται (sic) ἐννοεῖ «νοεῖται» καί ἡ ἐπίμονος καί συστηματική ἀθέτησις τοῦ ὑπό τοῦ Κανονισμοῦ τούτου διαγραφομένων αὐτῷ καθηκόντων»
β. Ἄρθρον 27 Ν. 17/1958 Ἰορδανίας:
1. «Τό ἀξίωμα τοῦ Πατριάρχου εἶναι ἰσόβιον, συνῳδά τοῖς Κανόσι τῆς Ἐκκλησίας, δύναται ὅμως νά ἀπομακρυνθῇ καί παυθῇ ὁ Πατριάρχης διά τούς ἑξῆς λόγους:
α. ἐάν ἐπιδείξηται ἀκηδίαν καί ἀδιαφορίαν περί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως (Ἔγινε καί νῦξις τοιούτου τινός εἰς τήν Διάσκεψιν ἤ Σύνοδον κλπ).
β. ἐάν προσβληθῇ ὑπό πλήρους σωματικῆς ἀνεπαρκείας ἤ πνευματικῆς ἀσθενείας, ἥτις ἤθελε παρακωλύσει αὐτόν, ἵνα ἐπιτελῇ τά θρησκευτικά καί ἐκκλησιαστικοδιοικητικά αὐτοῦ καθήκοντα (Διεπιστώθη παρά τινος καί μάλιστα ἰατροῦ κάτι τέτοιο;).
2. Ἡ ἀπομάκρυνσις καί παῦσις τοῦ Πατριάρχου δέον, ἵνα τύχῃ τῆς ἐγκρίσεως:
α. τῶν δύο τρίτων τῶν μελῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
β. τῶν δύο τρίτων τῶν ἐγγάμων ἱερέων, οἵτινες δικαιοῦνται συμμετοχῆς ἐν τῇ Πατριαρχικῇ ἐκλογῇ καί οἵτινες παρευρέθησαν καί ἐψήφισαν ἐν συνεδρίᾳ, δι' ἥν ἐκλήθησαν καί συνεκροτήθη αὕτη ἐπί τῷ σκοπῷ τούτῳ, ἐπί τῷ ὅρῳ, ὅπως ἡ ἀπόφασις αὕτη περί ἀπομακρύνσεως ἀνακοινωθῇ τῷ Πρωθυπουργῷ καί τῷ Ὑπουργῷ τῶν Ἐσωτερικῶν καί ἐγκριθῇ ὑπό τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου καί ἐπικυρωθῇ ὑπό τῆς Α.Μ. τοῦ Βασιλέως.
γ. Κατά τό διάστημα, ὅπερ ἀπαιτηθήσεται διά τήν ἀπομάκρυνσιν τοῦ Πατριάρχου, ἡ Ἱερά Σύνοδος θά διορίσῃ τριμελῆ Ἐπιτροπήν ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς πρός διεξαγωγήν τῶν ὑποθέσεων τοῦ Πατριαρχείου, μετά δέ τήν ὁριστικήν ἀπομάκρυνσιν τοῦ Πατριάρχου ἡ Ἱερά Σύνοδος θά ἐξασφαλίσῃ τήν ἐξεύρεσιν καταλλήλου τόπου διά τήν διαμονήν καί ἀξιοπρεπῆ συντήρησιν αὐτοῦ, ἁρμόζουσαν τῷ ἀξιώματι αὐτοῦ».
2. Συνῳδά τοῖς ἀνωτέρῳ ἄρθροις, διά νά ἦτο τυπικῶς ἔγκυρος ἡ ἀποκήρυξις Ἡμῶν ἔχρῃζε τῆς ὑπογραφῆς τοὐλάχιστον δώδεκα ἐκ τῶν Συνοδικῶν μελῶν (ἐν συνόλῳ 18 τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου) καί τά 2/3 τοῦ ἐγγάμου κλήρου, ἅτινα μετεῖχον καί εἰς τήν Ἡμετέραν Πατριαρχικήν ἐκλογήν, νά εἶχον κληθῇ εἰς Σύνοδον συγκροτηθεῖσαν ἐπί τῷ σκοπῷ τούτῳ καί ἐγκρίνωσι τήν ἀποκήρυξιν Ἡμῶν. Τοῦτο δέ ὤφειλε νομοθετικῶς νά ἐλάμβανε χώραν ἐν Συνόδῳ, ὥστε νά ἐδίδετο εἰς Ἡμᾶς τό ἀναφαίρετον ἐκκλησιαστικῶς καί νομοθετικῶς δικαίωμα τῆς ἀπολογίας.
3. Καί ἐνῶ συνεκαλέσαμεν Σύνοδον πρός ἀντιμετώπισιν τούτων τῶν ζητημάτων, ὡστόσον ὀκτώ ἐκ τῶν Συνοδικῶν μελῶν, μεθ' ἑτέρων μή συνοδικῶν, συνεκάλουν παρασυναγωγήν πρός ὑπογραφήν τῆς Ἀποκηρύξεως Ἡμῶν, ἥτις οὐδέποτε (ἕως καί σήμερον) ἐνεκρίθη σωρευτικῶς ὑπό τῶν δύο τρίτων τῶν ἐγγάμων ἱερέων τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου, ὡς ἀπαιτεῖ ὁ Ἰορδανικός Νόμος.
4. Αὕτη ἐστίν ἡ τυπική ἐλαττωματικότης τῆς πράξεως ἀποκηρύξεως, ἡ καθιστῶσα αὐτήν ἐξωφθάλμως ἄκυρον καί μηδέν παράγουσα ἀποτέλεσμα.
1. Εἰς τά ἄρθρα 24 τοῦ Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί 27 τοῦ Ἰορδανικοῦ Νόμου 17/1958, πού διέπουν τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων, ὁρίζεται ὅτι:
α. Ἄρθρον 24 Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ 1ης Ἰουλίου 1904 (21 χειρόγραφος κώδικας Ἀρχιγραμματείας Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων):
«Ὁ ἅπαξ ἀναδειχθείς Πατριάρχης μένει ἰσόβιος ἐν τῷ Πατριαρχικῷ θρόνῳ, ἡ δέ Ἱερά Ἀδελφότης ὀφείλει τιμᾷν καί σέβειν καί περιθάλπειν αὐτόν, ὡς ἰδίαν ἐπί γῆς Κεφαλήν. Οὐδεμία δέ περίστασις, οὐδ' αἰτία θεωρεῖται ὡς εὔλογος καί δικαία ἀφορμή πρός παῦσιν τοῦ Πατριάρχου, ἐκτός τῶν ὑπό τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου ὑποδυομένων (sic) (ἐννοεῖ ὑποδεικνυομένων) ἐν αἷς ἐννοῦται (sic) ἐννοεῖ «νοεῖται» καί ἡ ἐπίμονος καί συστηματική ἀθέτησις τοῦ ὑπό τοῦ Κανονισμοῦ τούτου διαγραφομένων αὐτῷ καθηκόντων»
β. Ἄρθρον 27 Ν. 17/1958 Ἰορδανίας:
1. «Τό ἀξίωμα τοῦ Πατριάρχου εἶναι ἰσόβιον, συνῳδά τοῖς Κανόσι τῆς Ἐκκλησίας, δύναται ὅμως νά ἀπομακρυνθῇ καί παυθῇ ὁ Πατριάρχης διά τούς ἑξῆς λόγους:
α. ἐάν ἐπιδείξηται ἀκηδίαν καί ἀδιαφορίαν περί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως (Ἔγινε καί νῦξις τοιούτου τινός εἰς τήν Διάσκεψιν ἤ Σύνοδον κλπ).
β. ἐάν προσβληθῇ ὑπό πλήρους σωματικῆς ἀνεπαρκείας ἤ πνευματικῆς ἀσθενείας, ἥτις ἤθελε παρακωλύσει αὐτόν, ἵνα ἐπιτελῇ τά θρησκευτικά καί ἐκκλησιαστικοδιοικητικά αὐτοῦ καθήκοντα (Διεπιστώθη παρά τινος καί μάλιστα ἰατροῦ κάτι τέτοιο;).
2. Ἡ ἀπομάκρυνσις καί παῦσις τοῦ Πατριάρχου δέον, ἵνα τύχῃ τῆς ἐγκρίσεως:
α. τῶν δύο τρίτων τῶν μελῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
β. τῶν δύο τρίτων τῶν ἐγγάμων ἱερέων, οἵτινες δικαιοῦνται συμμετοχῆς ἐν τῇ Πατριαρχικῇ ἐκλογῇ καί οἵτινες παρευρέθησαν καί ἐψήφισαν ἐν συνεδρίᾳ, δι' ἥν ἐκλήθησαν καί συνεκροτήθη αὕτη ἐπί τῷ σκοπῷ τούτῳ, ἐπί τῷ ὅρῳ, ὅπως ἡ ἀπόφασις αὕτη περί ἀπομακρύνσεως ἀνακοινωθῇ τῷ Πρωθυπουργῷ καί τῷ Ὑπουργῷ τῶν Ἐσωτερικῶν καί ἐγκριθῇ ὑπό τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου καί ἐπικυρωθῇ ὑπό τῆς Α.Μ. τοῦ Βασιλέως.
γ. Κατά τό διάστημα, ὅπερ ἀπαιτηθήσεται διά τήν ἀπομάκρυνσιν τοῦ Πατριάρχου, ἡ Ἱερά Σύνοδος θά διορίσῃ τριμελῆ Ἐπιτροπήν ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς πρός διεξαγωγήν τῶν ὑποθέσεων τοῦ Πατριαρχείου, μετά δέ τήν ὁριστικήν ἀπομάκρυνσιν τοῦ Πατριάρχου ἡ Ἱερά Σύνοδος θά ἐξασφαλίσῃ τήν ἐξεύρεσιν καταλλήλου τόπου διά τήν διαμονήν καί ἀξιοπρεπῆ συντήρησιν αὐτοῦ, ἁρμόζουσαν τῷ ἀξιώματι αὐτοῦ».
2. Συνῳδά τοῖς ἀνωτέρῳ ἄρθροις, διά νά ἦτο τυπικῶς ἔγκυρος ἡ ἀποκήρυξις Ἡμῶν ἔχρῃζε τῆς ὑπογραφῆς τοὐλάχιστον δώδεκα ἐκ τῶν Συνοδικῶν μελῶν (ἐν συνόλῳ 18 τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου) καί τά 2/3 τοῦ ἐγγάμου κλήρου, ἅτινα μετεῖχον καί εἰς τήν Ἡμετέραν Πατριαρχικήν ἐκλογήν, νά εἶχον κληθῇ εἰς Σύνοδον συγκροτηθεῖσαν ἐπί τῷ σκοπῷ τούτῳ καί ἐγκρίνωσι τήν ἀποκήρυξιν Ἡμῶν. Τοῦτο δέ ὤφειλε νομοθετικῶς νά ἐλάμβανε χώραν ἐν Συνόδῳ, ὥστε νά ἐδίδετο εἰς Ἡμᾶς τό ἀναφαίρετον ἐκκλησιαστικῶς καί νομοθετικῶς δικαίωμα τῆς ἀπολογίας.
3. Καί ἐνῶ συνεκαλέσαμεν Σύνοδον πρός ἀντιμετώπισιν τούτων τῶν ζητημάτων, ὡστόσον ὀκτώ ἐκ τῶν Συνοδικῶν μελῶν, μεθ' ἑτέρων μή συνοδικῶν, συνεκάλουν παρασυναγωγήν πρός ὑπογραφήν τῆς Ἀποκηρύξεως Ἡμῶν, ἥτις οὐδέποτε (ἕως καί σήμερον) ἐνεκρίθη σωρευτικῶς ὑπό τῶν δύο τρίτων τῶν ἐγγάμων ἱερέων τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου, ὡς ἀπαιτεῖ ὁ Ἰορδανικός Νόμος.
4. Αὕτη ἐστίν ἡ τυπική ἐλαττωματικότης τῆς πράξεως ἀποκηρύξεως, ἡ καθιστῶσα αὐτήν ἐξωφθάλμως ἄκυρον καί μηδέν παράγουσα ἀποτέλεσμα.
ΣΤ. Ὡς
πρός τήν οὐσιαστικήν ἐλαττωματικότητα τῆς πράξεως
ἀποκηρύξεως:
1. Συνῳδά τοῖς ἀνωτέρω ἄρθροις, οἱ λόγοι ἀποκηρύξεως τοῦ Πατριάρχου ἀπαριθμοῦνται ἀποκλειστικῶς εἰς τούς ἑξῆς δύο, συμφώνως πρός τό Κανονικόν Δίκαιον, τό ὁποῖον διέπει τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, καί τήν Ἰορδανικήν ἐπί τοῦ Πατριαρχείου Νομοθεσίαν, ἐν γένει δέ τρεῖς, συμφώνως καί μετά τοῦ Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Πατριαρχείου:
α. Πλήρης πνευματική ἀνεπάρκεια ἤ σωματική ἀσθένεια, αἱ ὁποῖαι καθιστῶσιν ἀδύνατον τήν τέλεσιν τῶν Πατριαρχικῶν καθηκόντων,
β. Πτῶσις εἰς μίαν ἐκ τῶν γνωστῶν αἱρέσεων, τάς ὁποίας ἔχει καταδικάσει ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Οἰκουμενικῶν Της Συνόδων ἤ ἄλλως ἀκηδία καί ἀδιαφορία περί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καί
γ. Συστηματική ἀθέτησις τῶν ὑπό τοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Πατριαρχείου διαγραφομένων Πατριαρχικῶν καθηκόντων.
2. Οὐδ' εἷς ὅμως τῶν ἀνωτέρω λόγων ὑποστασιάζεται ἤ ἀνιχνεύεται καί κατ' ὀσμήν ἔστω ἐνεργητικῶς ἤ παθητικῶς εἰς τό πρόσωπον τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος, τοῦ ἐψηφισμένου, ἐκλελεγμένου καί ἐνθρονισμένου φορέως τοῦ ἀξιώματος τοῦ Πατριάρχου καί Ἡγουμένου τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, ἄκρου ζηλωτοῦ τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν δογματικῶν κανόνων καί τοῦ διεθνῶς προστατευομένου Προσκυνηματικοῦ Καθεστῶτος ἐπί τοῖς Παναγίοις Προσκυνήμασι, αὐξήσαντος δέ παρά μειώσαντος τήν περιουσίαν τοῦ Πατριαρχείου, καθ' ἅ οἱ ἱεροί κανόνες διακελεύουσιν, αὐστηροῦ δέ ἐφαρμοστοῦ τῆς κανονικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς τάξεως ἐν τε τῷ Πατριαρχείῳ καί τῇ ἐσωτέρᾳ ζωῇ τῶν Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων, πρᾶγμα, πού ἀπῄρεσκεν εἰς ὁρισμένους.
3. Αὕτη δ' ἔστι ἡ οὐσιαστική ἐλαττωματικότης τῆς πράξεως τῆς ἀποκηρύξεως.
1. Συνῳδά τοῖς ἀνωτέρω ἄρθροις, οἱ λόγοι ἀποκηρύξεως τοῦ Πατριάρχου ἀπαριθμοῦνται ἀποκλειστικῶς εἰς τούς ἑξῆς δύο, συμφώνως πρός τό Κανονικόν Δίκαιον, τό ὁποῖον διέπει τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, καί τήν Ἰορδανικήν ἐπί τοῦ Πατριαρχείου Νομοθεσίαν, ἐν γένει δέ τρεῖς, συμφώνως καί μετά τοῦ Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Πατριαρχείου:
α. Πλήρης πνευματική ἀνεπάρκεια ἤ σωματική ἀσθένεια, αἱ ὁποῖαι καθιστῶσιν ἀδύνατον τήν τέλεσιν τῶν Πατριαρχικῶν καθηκόντων,
β. Πτῶσις εἰς μίαν ἐκ τῶν γνωστῶν αἱρέσεων, τάς ὁποίας ἔχει καταδικάσει ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Οἰκουμενικῶν Της Συνόδων ἤ ἄλλως ἀκηδία καί ἀδιαφορία περί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καί
γ. Συστηματική ἀθέτησις τῶν ὑπό τοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Πατριαρχείου διαγραφομένων Πατριαρχικῶν καθηκόντων.
2. Οὐδ' εἷς ὅμως τῶν ἀνωτέρω λόγων ὑποστασιάζεται ἤ ἀνιχνεύεται καί κατ' ὀσμήν ἔστω ἐνεργητικῶς ἤ παθητικῶς εἰς τό πρόσωπον τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος, τοῦ ἐψηφισμένου, ἐκλελεγμένου καί ἐνθρονισμένου φορέως τοῦ ἀξιώματος τοῦ Πατριάρχου καί Ἡγουμένου τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, ἄκρου ζηλωτοῦ τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν δογματικῶν κανόνων καί τοῦ διεθνῶς προστατευομένου Προσκυνηματικοῦ Καθεστῶτος ἐπί τοῖς Παναγίοις Προσκυνήμασι, αὐξήσαντος δέ παρά μειώσαντος τήν περιουσίαν τοῦ Πατριαρχείου, καθ' ἅ οἱ ἱεροί κανόνες διακελεύουσιν, αὐστηροῦ δέ ἐφαρμοστοῦ τῆς κανονικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς τάξεως ἐν τε τῷ Πατριαρχείῳ καί τῇ ἐσωτέρᾳ ζωῇ τῶν Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων, πρᾶγμα, πού ἀπῄρεσκεν εἰς ὁρισμένους.
3. Αὕτη δ' ἔστι ἡ οὐσιαστική ἐλαττωματικότης τῆς πράξεως τῆς ἀποκηρύξεως.
Ζ. Ὡς
πρός τό περιεχόμενον τῶν διϊσχυρισθέντων λόγων τῆς πράξεως
ἀποκηρύξεως:
1. Ἀνεφέρθημεν ἀναλυτικῶς εἰς τήν ἐνώπιον Ὑμῶν ἐν τῇ διασκέψει τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι δέν μετείχομεν εὐθύνης εἰς τάς ἐπιχειρηθείσας μακροχρονίους συμβάσεις μισθώσεων ἰδιοκτησιῶν τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐν τῇ Παλαιᾷ Πόλει, ὡς διεπίστωσε καί ἐκ στοιχείων ληφθέντων ὑπό Ἰσραηλινῶν παρά πρός τοῦτο ἀφιχθέντος εἰς Ἱεροσόλυμα πλήρους γνώστου τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων δικηγόρου Ἀθηνῶν.
2. Αἱ συμβάσεις αὕται ἐπεχειρήθησαν, ἐρήμην Ἡμῶν, ὑπό ὑπαλλήλου τῆς Οἰκονομικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, διά πληρεξουσίου νοθευθέντος ἐγγράφου, περιέχοντος ψευδῆ βεβαίωσιν, ἀντίθετον μέ τήν εἰς τό Βιβλίον Πρωτοκόλλου τῆς Ἀρχιγραμματείας ἀναγεγραμμένην,
3. Βαρυνομένου τοῦ Ἀρχιγραμματεύοντος τοῦ Πατριαρχείου, ὅστις ἔδωκεν σχετικόν ἀριθμόν πρωτοκόλλου, μετά προφορικήν αἴτησιν τοῦ ὑπαλλήλου, ἄνευ τηρήσεως ἐν τῆ Ἀρχιγραμματείᾳ φωτοστατικοῦ ἀντιγράφου τοῦ ἐγγράφου, ὡς νῦν ἐγγράφως ὁμολογεῖ ὁ ἐνεργήσας ὑπάλληλος, ὅτι προέβη ἀφ' ἑαυτοῦ του εἰς αὐτήν τήν ἀπόπειραν τελέσεως τῶν συμφωνιῶν, ἄνευ Ἡμετέρας ἐντολῆς.
4. Ἐκκρεμεῖ δέ εἰσέτι ἡ ὑπόθεσις εἰς τά δικαστήρια τοῦ Ἰσραήλ, ἐνῶ ἅπασαι αἱ ἰδιοκτησίαι, αἱ ὁποῖαι ἀπετέλεσαν ἀντικείμενον συναλλαγῆς, παραμένουσιν εἰς τήν κυριότητα τοῦ καθ' ἡμᾶς Πατριαρχείου.
5. Μόνος δέ ἐκ τῶν πραγμάτων ὑπερασπιστής τῶν δικαίων καί καταλυτικός παράγων ἀποδείξεως τῆς ἀνισχύρου συναλλαγῆς εἶναι ἡ Ἡμετέρα Μετριότης, στερουμένη ὅμως τῆς ἐνεργητικῆς νομιμοποιήσεως Ἡμῶν ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλινῶν δικαστηρίων, ἕνεκα τῆς ἀδίκου καί ἐγκληματικῆς παύσεως Ἡμῶν ἐκ τῶν Πατριαρχικῶν καθηκόντων, ἐνῷ ὁ δικηγόρος εἶχεν ἑτοιμάσει σχετικάς ἀγωγάς κατά Παπαδήμα καί τῶν φερομένων ὡς ἀποκτησάντων παρ' αὐτοῦ.
6. Οὐδόλως, οὕτω, προὐκαλέσαμεν μείωσιν τῆς περιουσίας τοῦ καθ' ἡμᾶς Πατριαρχείου, ἀντιθέτως, ηὐξήσαμεν ταύτην, ὡς ἀναλυτικῶς διά καταλόγου παρουσιάσαμεν κατά τήν ἐν Φαναρίῳ Πανορθόδοξον Συνδιάσκεψιν τῆς 24ης Μαΐου 2005.
7. Οὐδέποτε προσεπορίσθημεν οἰκονομικάς ἀξίας εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας ἤ πρός ἴδιον ὄφελος. Τοῦτο περιτράνως ἐξηκρίβωσεν εἰς τό Πόρισμά του τό Νομικόν Συμβούλιον τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους διά τῆς ἀπό 14ης Μαΐου 2012 ἀποφάσεώς του (Τμῆμα Β') ἀποφαινόμενον, ὅτι δέν ὑφίσταται ἀστική ἤ καί ποινική εὐθύνη τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος κατά τόν διεξαχθέντα ἔλεγχον τῶν πεπραγμένων Ἡμῶν ἕως τό 2001 ὡς Ἐξάρχου τοῦ Παναγίου Τάφου εἰς τήν Ἑλλάδα καί ἕως τό 2005 ὡς Πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
8. Εἰσέτι, ἡ ὡς προϊόν διαβολῶν προκύψασα συνεργασία μετά τοῦ «διαβοήτου Βαβύλη», ὅστις ἠθωώθη ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου Ἀκυρωτικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἑλλάδος ἔναντι ἁπασῶν τῶν κατ' αὐτοῦ κατηγοριῶν, ὑπῆρξεν εἰδική αἰτία κατηγορίας καί λόγος ἀποκηρύξεως Ἡμῶν, φανερώνουσα τήν ἀβάσιμον καί διά τοῦτο κατεσκευασμένην ἐκκλησιαστικήν, πολιτικήν καί χρηματισθεῖσαν δημοσιογραφικήν σκευωρίαν εἰς βάρος Ἡμῶν, ἐν τέλει δέ εἰς βάρος τῶν Πνευματικῶν θεσμῶν καί τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἐθνους ἡμῶν.
9. Ὥστε, τοῦτο τό σῶμα τῶν τριάκοντα πέντε Ἁγιοταφιτῶν, τό ὁποῖον ὑπέγραψε τό κείμενον τῆς ἀποκηρύξεως Ἡμῶν, εἴτε ἐμφορούμενον ὑπό ἀναδέλφων πατροκτόνων αἰσθημάτων κατά τοῦ Πατρός καί Πατριάρχου τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, βάσει τῶν διαδοθέντων τότε πεπλανημένων πληροφοριῶν εἰς βάρος Ἡμῶν, εἴτε παρακινούμενον ὑπό ἑτεροκέντρων φιλαρχικῶν δυνάμεων, δίκην ἐξυγιάνσεως τοῦ Πατριαρχείου, καθ' Ἡμῶν κινούμενον καί συμπαρασῦρον ποταμιαίως ἄλλα μέλη τῆς Ἁγιοταφιτικῆς ἡμῶν Ἀδελφότητος, εἴτε διά τῆς βίας εἴτε διά καταπιέσεων, ὑπέγραψαν σταδιακῶς, κατά τήν ἤδη περιγραφεῖσαν διαδικασίαν εἰς τό Κεφάλαιον Β' τῆς παρούσης, τήν ἀνωτέρω πρᾶξιν ἀποκηρύξεως, ἥν καί ἐνεφάνισεν ἐνώπιον τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, διά νά λάβῃ δῆθεν νομιμότητα καί κανονικότητα ἡ ἄγνωστος δι' Ὑμᾶς ἤ παροραθεῖσα ὑφ' Ὑμῶν παρανομία των.
1. Ἀνεφέρθημεν ἀναλυτικῶς εἰς τήν ἐνώπιον Ὑμῶν ἐν τῇ διασκέψει τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι δέν μετείχομεν εὐθύνης εἰς τάς ἐπιχειρηθείσας μακροχρονίους συμβάσεις μισθώσεων ἰδιοκτησιῶν τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐν τῇ Παλαιᾷ Πόλει, ὡς διεπίστωσε καί ἐκ στοιχείων ληφθέντων ὑπό Ἰσραηλινῶν παρά πρός τοῦτο ἀφιχθέντος εἰς Ἱεροσόλυμα πλήρους γνώστου τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων δικηγόρου Ἀθηνῶν.
2. Αἱ συμβάσεις αὕται ἐπεχειρήθησαν, ἐρήμην Ἡμῶν, ὑπό ὑπαλλήλου τῆς Οἰκονομικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, διά πληρεξουσίου νοθευθέντος ἐγγράφου, περιέχοντος ψευδῆ βεβαίωσιν, ἀντίθετον μέ τήν εἰς τό Βιβλίον Πρωτοκόλλου τῆς Ἀρχιγραμματείας ἀναγεγραμμένην,
3. Βαρυνομένου τοῦ Ἀρχιγραμματεύοντος τοῦ Πατριαρχείου, ὅστις ἔδωκεν σχετικόν ἀριθμόν πρωτοκόλλου, μετά προφορικήν αἴτησιν τοῦ ὑπαλλήλου, ἄνευ τηρήσεως ἐν τῆ Ἀρχιγραμματείᾳ φωτοστατικοῦ ἀντιγράφου τοῦ ἐγγράφου, ὡς νῦν ἐγγράφως ὁμολογεῖ ὁ ἐνεργήσας ὑπάλληλος, ὅτι προέβη ἀφ' ἑαυτοῦ του εἰς αὐτήν τήν ἀπόπειραν τελέσεως τῶν συμφωνιῶν, ἄνευ Ἡμετέρας ἐντολῆς.
4. Ἐκκρεμεῖ δέ εἰσέτι ἡ ὑπόθεσις εἰς τά δικαστήρια τοῦ Ἰσραήλ, ἐνῶ ἅπασαι αἱ ἰδιοκτησίαι, αἱ ὁποῖαι ἀπετέλεσαν ἀντικείμενον συναλλαγῆς, παραμένουσιν εἰς τήν κυριότητα τοῦ καθ' ἡμᾶς Πατριαρχείου.
5. Μόνος δέ ἐκ τῶν πραγμάτων ὑπερασπιστής τῶν δικαίων καί καταλυτικός παράγων ἀποδείξεως τῆς ἀνισχύρου συναλλαγῆς εἶναι ἡ Ἡμετέρα Μετριότης, στερουμένη ὅμως τῆς ἐνεργητικῆς νομιμοποιήσεως Ἡμῶν ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλινῶν δικαστηρίων, ἕνεκα τῆς ἀδίκου καί ἐγκληματικῆς παύσεως Ἡμῶν ἐκ τῶν Πατριαρχικῶν καθηκόντων, ἐνῷ ὁ δικηγόρος εἶχεν ἑτοιμάσει σχετικάς ἀγωγάς κατά Παπαδήμα καί τῶν φερομένων ὡς ἀποκτησάντων παρ' αὐτοῦ.
6. Οὐδόλως, οὕτω, προὐκαλέσαμεν μείωσιν τῆς περιουσίας τοῦ καθ' ἡμᾶς Πατριαρχείου, ἀντιθέτως, ηὐξήσαμεν ταύτην, ὡς ἀναλυτικῶς διά καταλόγου παρουσιάσαμεν κατά τήν ἐν Φαναρίῳ Πανορθόδοξον Συνδιάσκεψιν τῆς 24ης Μαΐου 2005.
7. Οὐδέποτε προσεπορίσθημεν οἰκονομικάς ἀξίας εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας ἤ πρός ἴδιον ὄφελος. Τοῦτο περιτράνως ἐξηκρίβωσεν εἰς τό Πόρισμά του τό Νομικόν Συμβούλιον τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους διά τῆς ἀπό 14ης Μαΐου 2012 ἀποφάσεώς του (Τμῆμα Β') ἀποφαινόμενον, ὅτι δέν ὑφίσταται ἀστική ἤ καί ποινική εὐθύνη τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος κατά τόν διεξαχθέντα ἔλεγχον τῶν πεπραγμένων Ἡμῶν ἕως τό 2001 ὡς Ἐξάρχου τοῦ Παναγίου Τάφου εἰς τήν Ἑλλάδα καί ἕως τό 2005 ὡς Πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
8. Εἰσέτι, ἡ ὡς προϊόν διαβολῶν προκύψασα συνεργασία μετά τοῦ «διαβοήτου Βαβύλη», ὅστις ἠθωώθη ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου Ἀκυρωτικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἑλλάδος ἔναντι ἁπασῶν τῶν κατ' αὐτοῦ κατηγοριῶν, ὑπῆρξεν εἰδική αἰτία κατηγορίας καί λόγος ἀποκηρύξεως Ἡμῶν, φανερώνουσα τήν ἀβάσιμον καί διά τοῦτο κατεσκευασμένην ἐκκλησιαστικήν, πολιτικήν καί χρηματισθεῖσαν δημοσιογραφικήν σκευωρίαν εἰς βάρος Ἡμῶν, ἐν τέλει δέ εἰς βάρος τῶν Πνευματικῶν θεσμῶν καί τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἐθνους ἡμῶν.
9. Ὥστε, τοῦτο τό σῶμα τῶν τριάκοντα πέντε Ἁγιοταφιτῶν, τό ὁποῖον ὑπέγραψε τό κείμενον τῆς ἀποκηρύξεως Ἡμῶν, εἴτε ἐμφορούμενον ὑπό ἀναδέλφων πατροκτόνων αἰσθημάτων κατά τοῦ Πατρός καί Πατριάρχου τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, βάσει τῶν διαδοθέντων τότε πεπλανημένων πληροφοριῶν εἰς βάρος Ἡμῶν, εἴτε παρακινούμενον ὑπό ἑτεροκέντρων φιλαρχικῶν δυνάμεων, δίκην ἐξυγιάνσεως τοῦ Πατριαρχείου, καθ' Ἡμῶν κινούμενον καί συμπαρασῦρον ποταμιαίως ἄλλα μέλη τῆς Ἁγιοταφιτικῆς ἡμῶν Ἀδελφότητος, εἴτε διά τῆς βίας εἴτε διά καταπιέσεων, ὑπέγραψαν σταδιακῶς, κατά τήν ἤδη περιγραφεῖσαν διαδικασίαν εἰς τό Κεφάλαιον Β' τῆς παρούσης, τήν ἀνωτέρω πρᾶξιν ἀποκηρύξεως, ἥν καί ἐνεφάνισεν ἐνώπιον τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, διά νά λάβῃ δῆθεν νομιμότητα καί κανονικότητα ἡ ἄγνωστος δι' Ὑμᾶς ἤ παροραθεῖσα ὑφ' Ὑμῶν παρανομία των.
Η.
Ὑφίστατο κανονικῶς, μετά τήν πρᾶξιν ἀποκηρύξεως Ἡμῶν, δυνατότης συγκλήσεως καί
λειτουργίας «Συνόδου» ἄνευ τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος;
1. Ἐκ τῶν κανόνων ΛΔ' τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Θ' τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, οἱ ὁποῖοι ἐπεκυρώθησαν ὑπό τοῦ κανόνος Β' τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου (Πενθέκτης), προκύπτει, ὅτι εἰς τάς διοικητικάς ἑνότητας, τάς ἀπαρτιζομένας ὑπό περισσοτέρων Ἐπαρχιῶν καί διοικουμένας ὑπό Συνόδου, οἱ ἐπιμέρους ἐπίσκοποι-μέλη τῆς Συνόδου δικαιοῦνται νά ἐπιχειροῦν ὅλας τάς πράξεις τῶν ὁποίων ἡ ἐνέργεια περιορίζεται ἐντός των ὁρίων τῆς ἐπαρχίας των καί ἀφοροῦν τήν διοίκησίν της, καί ὅτι οἱαδήποτε ἄλλη πρᾶξις, ἔχουσα γενικωτέραν σημασίαν καί ἀφορῶσα ὁλόκληρον διοικητικήν ἑνότητα, ἀπαιτεῖται νά γίνῃ τῇ συμπράξει ἤ ἐγκρίσει τοῦ Πρώτου.
2. Ὡσαύτως, κατά τούς κανόνας ιστ', κ' καί ιθ' τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, δ' τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί λ' τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄνευ τῆς παρουσίας τοῦ Πρώτου δέν δύναται νά νοηθῇ Σύνοδος, εἶναι ἀκέφαλος, ἀτελής καί ἀνίσχυρος .
3. Ἀκόμη καί ἄν παραβλέψωμεν τόν εἰδικόν χαρακτῆρα τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ὅντινα ἀνωτέρω περιεγράψαμεν, ἐξετάζοντες τήν περίπτωσιν καθ' ἥν ὁ Πρῶτος ἀρνεῖται νά καλέσῃ τήν Σύνοδον, εἴτε διότι εἶναι ὑπόλογος ἐνώπιόν Της ὁ ἴδιος καί ἔχει κάθε λόγον καί συμφέρον νά μή θέλῃ τήν συζήτησιν, εἴτε διότι ἐνεργεῖ αὐθαιρέτως, ἔχει ὑποστηριχθῇ, ὅτι θά πρέπῃ νά γίνῃ δεκτόν, παρά τά ὅσα ὁρίζονται εἰς τούς Ἱερούς Κανόνας, ὅτι δύναται νά συνέλθῃ ἡ Σύνοδος αὐτοδικαίως, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Μητροπολίτου τοῦ ἔχοντος τά πρεσβεῖα τῆς ἀρχιερωσύνης, καί νά ἐπιληφθῇ τῶν ἐκκρεμῶν θεμάτων .
4. Τοῦτο δέ, διότι θεμέλιον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος εἰς τήν Ἀνατολικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ τό συνοδικόν σύστημα, καί ὁ συνοδικός θεσμός ὑπέρκειται τῆς προεδρίας τοῦ Πρώτου, καθ' ὅσον οὗτος ὑπόκειται εἰς τήν δικαιοδοσίαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, συμφώνως πρός τούς κανόνας α' τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν Ἐφέσῳ: «εἴ τις Μητροπολίτης τῆς Ἐπαρχίας ἀποστατήσας τῆς Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου ... αὐτός κατά τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων διαπράττεσθαί τι οὐδαμῶς δύναται, πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπό τῆς Συνόδου ἐκβεβλημένος καί ἀνενεργός ὑπάρχων», καί μ' τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας: «ὅτι οὐδέ ἐπισκόπους εἰς Σύνοδον καταφρονεῖν, ἀλλ' ἀπιέναι καί διδάσκειν ἤ διδάσκεσθαι εἰς κατόρθωσιν τῆς ἐκκλησίας καί τῶν λοιπῶν. Εἴ δέ καταφρονήσειεν ὁ τοιοῦτος ἑαυτόν αἰτιάσεται, παρεκτός εἰ μή δι' ἀνωμαλίαν ἀπολιμπάνοιτο» .
5. «Εἰς πᾶσαν ὅμως περίπτωσιν, διά τήν αὐτοδικαίαν σύγκλησιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑπό τοῦ πρώτου τῇ τάξει Μητροπολίτου, ἀπαιτεῖται, ἐκ τοῦ ὅλου πνεύματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀλλά καί τῆς ἀρχῆς τῆς χρηστῆς διοικήσεως, ὁ Πρῶτος (Πατριάρχης εἰς τά Πατριαρχεῖα ἤ Ἀρχιεπίσκοπος εἰς τάς λοιπάς αὐτοκεφάλους, αὐτονόμους ἤ ἡμιαυτονόμους ὀρθοδόξους ἐκκλησίας) νά ἀρνῆται ἀποδεδειγμένως τήν σύγκλησιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κατά τρόπον αὐθαίρετον, ἤ διότι οὗτος εἶναι ὑπόλογος ἔναντι των Συνοδικῶν Μητροπολιτῶν» .
6. Ἡ Ἡμετέρα Μετριότης, ὅμως, συνεκάλεσεν ἀποδεδειγμένως δίς τήν Ἱεράν Σύνοδον, εἰς ἥν ἦτο παρών πλήν τῶν δέκα Συνοδικῶν μελῶν καί ὁ Γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅστις κατέγραψε τά σχετικά Πρακτικά.
7. Ἐν τῇ ἰδίᾳ ὥρᾳ λοιποί Συνοδικοί, ἔπηξαν παρασυναγωγήν, στηριζόμενοι εἰς τήν κατ' ἐμοῦ συγκληθησομένην Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἐκμεταλευθέντες τοῦτο εἰς ἔπακρον, πιστεύοντες εἰς τό ἀκαταδίωκτον αὐτῶν, ἀφοῦ εἶχον τόσον ἰσχυρούς ὑποστηρικτάς καί «πλάτες».
Θ. Ἠδύνατο ἀντικειμενικῶς ἡ Πανορθόδοξος ἐν Φαναρίῳ Σύνοδος νά προσδώσῃ νομιμότητα καί κανονικότητα εἰς πρᾶξιν πάσχουσαν ἀπολύτου ἀκυρότητος ἤ εἰς ἀνυπόστατον πρᾶξιν ἐκκλησιαστικῶν προσώπων-μελῶν, ἔστω πλειοψηφούσης ἀλλ' ἀκεφάλου «Συνόδου» Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ἀποδεχομένη ἀποφάσεις της;
1. Ἀδύνατον τοῦτο, καθ' ὅσον ἡ ἀπόφασις τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου περί τῆς κρίσεως ἦτο ἀναγνωριστική, ὡς ἐν τῷ Γράμματι αὐτῆς δηλοῦται: «ἀπεδέχθη ἔναντι τριῶν ἐπεχόντων τήν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων», καί οὐχί διαπλαστική ἐννόμων σχέσεων καί συνεπειῶν, δέν κατεγίγνωσκε δέ ποινήν καθαιρέσεως, οἵαν ποτέ δέν συνεπάγεται ἡ διαγραφή ἐκ τῶν διπτύχων, σκοπίμως ἀποφασισθεῖσα, ἵνα ἐνισχύσῃ τούς ἀντάρτας καί παρασυναγώγους ἐπιόρκους τῆς Ἱερουσαλήμ.
2. Δῆλον, ὅτι δέν παρήγαγε δίκαιον, ἐν προκειμένῳ, δηλαδή, δέν διεμόρφωσεν αὕτη ἡ ἰδία τήν νέαν ἐκκλησιαστικήν «τάξιν», διότι ἦτο:
3. Ἀπρόσφορος, ὡς ἐκ τῆς φύσεως καί τοῦ σκοποῦ τῆς συγκλήσεώς της, «μή συνελθοῦσα ὡς δικαστήριον», εἴτε
4. νά παράξῃ δικαιϊκούς ἐκκλησιαστικούς κανόνας ἐφαρμοστέους εἰς ἑτέραν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν, οἱ ὁποῖοι νά εἶναι διαφορετικοί τῶν κανονικῶς καί νομοθετικῶς ἰσχυόντων ἐν Αὐτῇ, κατά τό Ἁγιογραφικόν «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες σου» (Παροιμ. 22, 28), εἴτε
5. νά δικάσῃ ὑπέρ τῆς ἀναγνωρίσεως-ἀποδόσεως δικαίου ἐπί τῶν στοιχειοθετηθεισῶν παραβάσεων, ἀκόμη καί ἄν διασταλτικῶς ἡρμήνευε τούς ἰσχύοντας ἐκκλησιαστικούς κανόνας, ὑπαγάγουσα ἐν τῷ πεδίῳ ῥυθμίσεως αὐτῶν ἐπικληθέντας ἰσχυρισμούς ἀντιφρονούντων κατηγόρων, περί δῆθεν «ψυχοπαθολογικῆς» ἀδυνατότητος ἀσκήσεως τῶν Πατριαρχικῶν Ἡμῶν καθηκόντων καί περί «ἀμετρήτων ἀνευθύνων ἐνεργειῶν» Ἡμῶν, αἱ ὁποῖαι ἐθεωρήθη περιττόν νά κατονομασθῶσι καί θεμελιωθῶσι κατ' ἐπιστήμην εἰς τό περί ἀποκηρύξεως κείμενον!
6. Ποῖος ἐκ τῶν 7 ψηφισάντων κατ' ἐμοῦ ἦτο ψυχίατρος ἤ ψυχολόγος, διά νά διαγνώσῃ τό ἀγοραίως ὑπό πατροκτόνων καταμαρτυρούμενον «ψυχοπαθολογικόν» Ἡμῶν; Αὐτό δέν εἶναι κρίσις δικαία. Εἶναι αὐθαιρεσία. Ἀποθέωσις τοῦ sic vollo, sic judico (ἄν καί οὐδείς ἦτο ὄντως judex) sic pro veritate voluntas.
7. Σημειωτέον, ὅτι ἡ ἀνωτέρω Σύνοδος, δι' ὀλεθρίου πρωτοβουλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν, «ἵνα ἀπευθύνῃ ἀδελφικήν ἔκκλησιν» πρός Ἡμᾶς «ὡς θυσιαστικήν πρᾶξιν», ἀπόηχον τῆς πρός Κύριον: «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω• γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου» (Ματθ. 4, 6-7), ὅπως οἰκειοθελῶς ὑποβάλωμεν τήν παραίτησιν Ἡμῶν, ἀφοῦ προηγουμένως, τήν 9ην Μαΐου 2005,
8. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶχεν ἀποστείλει ἑτέραν «ἀδελφικήν ἔκκλησιν» εἰς Ἡμᾶς, ὑπογεγραμμένην ἰδίαις χερσίν Αὐτοῦ, ἐχούσης οὕτω:
«Μακαριώτατον
Πατριάρχην κ. Εἰρηναῖον
Ἱεροσόλυμα
Χριστός Ἀνέστη!
Παρακολουθοῦντες μετά πολλῆς ἀνησυχίας τά τῆς ἐνεστώσης καταστάσεως τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων λόγῳ τῆς ἀποκηρύξεως τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος ὑπό μεγίστης πλειοψηφίας τῆς (μόλις 35 ἐπί 100) Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος καί πληροφορηθέντες ὅτι προτίθεσθε ὅπως προβῆτε εἰς σύγκλησιν μειοψηφίας Ἱερᾶς Συνόδου πρός ἐπιβολήν ποινῶν καί ἐκλογήν νέων Ἀρχιερέων, θεωροῦντες δέ τοῦτο λίαν ἐπικίνδυνον διά τήν εὐστάθειαν καί τό μέλλον τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας, παρακαλοῦμεν ἀδελφικῶς καί συνιστῶμεν ἀπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί προσωπικῶς, ὅπως πάσῃ θυσίᾳ ἀποφευχθῶσι τοιούτου εἴδους ἐσπευσμέναι ἐνέργειαι, αἵτινες θά προκαλέσουν μεγάλην ζημίαν εἰς τούς κόλπους τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος καί τῆς Ἐκκλησίας ἐν γένει.
Ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος
---------------------------
Φανάριον, 9 Μαΐου 2005»
1. Ἐκ τῶν κανόνων ΛΔ' τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Θ' τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, οἱ ὁποῖοι ἐπεκυρώθησαν ὑπό τοῦ κανόνος Β' τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου (Πενθέκτης), προκύπτει, ὅτι εἰς τάς διοικητικάς ἑνότητας, τάς ἀπαρτιζομένας ὑπό περισσοτέρων Ἐπαρχιῶν καί διοικουμένας ὑπό Συνόδου, οἱ ἐπιμέρους ἐπίσκοποι-μέλη τῆς Συνόδου δικαιοῦνται νά ἐπιχειροῦν ὅλας τάς πράξεις τῶν ὁποίων ἡ ἐνέργεια περιορίζεται ἐντός των ὁρίων τῆς ἐπαρχίας των καί ἀφοροῦν τήν διοίκησίν της, καί ὅτι οἱαδήποτε ἄλλη πρᾶξις, ἔχουσα γενικωτέραν σημασίαν καί ἀφορῶσα ὁλόκληρον διοικητικήν ἑνότητα, ἀπαιτεῖται νά γίνῃ τῇ συμπράξει ἤ ἐγκρίσει τοῦ Πρώτου.
2. Ὡσαύτως, κατά τούς κανόνας ιστ', κ' καί ιθ' τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, δ' τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί λ' τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄνευ τῆς παρουσίας τοῦ Πρώτου δέν δύναται νά νοηθῇ Σύνοδος, εἶναι ἀκέφαλος, ἀτελής καί ἀνίσχυρος .
3. Ἀκόμη καί ἄν παραβλέψωμεν τόν εἰδικόν χαρακτῆρα τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ὅντινα ἀνωτέρω περιεγράψαμεν, ἐξετάζοντες τήν περίπτωσιν καθ' ἥν ὁ Πρῶτος ἀρνεῖται νά καλέσῃ τήν Σύνοδον, εἴτε διότι εἶναι ὑπόλογος ἐνώπιόν Της ὁ ἴδιος καί ἔχει κάθε λόγον καί συμφέρον νά μή θέλῃ τήν συζήτησιν, εἴτε διότι ἐνεργεῖ αὐθαιρέτως, ἔχει ὑποστηριχθῇ, ὅτι θά πρέπῃ νά γίνῃ δεκτόν, παρά τά ὅσα ὁρίζονται εἰς τούς Ἱερούς Κανόνας, ὅτι δύναται νά συνέλθῃ ἡ Σύνοδος αὐτοδικαίως, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Μητροπολίτου τοῦ ἔχοντος τά πρεσβεῖα τῆς ἀρχιερωσύνης, καί νά ἐπιληφθῇ τῶν ἐκκρεμῶν θεμάτων .
4. Τοῦτο δέ, διότι θεμέλιον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος εἰς τήν Ἀνατολικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ τό συνοδικόν σύστημα, καί ὁ συνοδικός θεσμός ὑπέρκειται τῆς προεδρίας τοῦ Πρώτου, καθ' ὅσον οὗτος ὑπόκειται εἰς τήν δικαιοδοσίαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, συμφώνως πρός τούς κανόνας α' τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν Ἐφέσῳ: «εἴ τις Μητροπολίτης τῆς Ἐπαρχίας ἀποστατήσας τῆς Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου ... αὐτός κατά τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων διαπράττεσθαί τι οὐδαμῶς δύναται, πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπό τῆς Συνόδου ἐκβεβλημένος καί ἀνενεργός ὑπάρχων», καί μ' τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας: «ὅτι οὐδέ ἐπισκόπους εἰς Σύνοδον καταφρονεῖν, ἀλλ' ἀπιέναι καί διδάσκειν ἤ διδάσκεσθαι εἰς κατόρθωσιν τῆς ἐκκλησίας καί τῶν λοιπῶν. Εἴ δέ καταφρονήσειεν ὁ τοιοῦτος ἑαυτόν αἰτιάσεται, παρεκτός εἰ μή δι' ἀνωμαλίαν ἀπολιμπάνοιτο» .
5. «Εἰς πᾶσαν ὅμως περίπτωσιν, διά τήν αὐτοδικαίαν σύγκλησιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑπό τοῦ πρώτου τῇ τάξει Μητροπολίτου, ἀπαιτεῖται, ἐκ τοῦ ὅλου πνεύματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀλλά καί τῆς ἀρχῆς τῆς χρηστῆς διοικήσεως, ὁ Πρῶτος (Πατριάρχης εἰς τά Πατριαρχεῖα ἤ Ἀρχιεπίσκοπος εἰς τάς λοιπάς αὐτοκεφάλους, αὐτονόμους ἤ ἡμιαυτονόμους ὀρθοδόξους ἐκκλησίας) νά ἀρνῆται ἀποδεδειγμένως τήν σύγκλησιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κατά τρόπον αὐθαίρετον, ἤ διότι οὗτος εἶναι ὑπόλογος ἔναντι των Συνοδικῶν Μητροπολιτῶν» .
6. Ἡ Ἡμετέρα Μετριότης, ὅμως, συνεκάλεσεν ἀποδεδειγμένως δίς τήν Ἱεράν Σύνοδον, εἰς ἥν ἦτο παρών πλήν τῶν δέκα Συνοδικῶν μελῶν καί ὁ Γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅστις κατέγραψε τά σχετικά Πρακτικά.
7. Ἐν τῇ ἰδίᾳ ὥρᾳ λοιποί Συνοδικοί, ἔπηξαν παρασυναγωγήν, στηριζόμενοι εἰς τήν κατ' ἐμοῦ συγκληθησομένην Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἐκμεταλευθέντες τοῦτο εἰς ἔπακρον, πιστεύοντες εἰς τό ἀκαταδίωκτον αὐτῶν, ἀφοῦ εἶχον τόσον ἰσχυρούς ὑποστηρικτάς καί «πλάτες».
Θ. Ἠδύνατο ἀντικειμενικῶς ἡ Πανορθόδοξος ἐν Φαναρίῳ Σύνοδος νά προσδώσῃ νομιμότητα καί κανονικότητα εἰς πρᾶξιν πάσχουσαν ἀπολύτου ἀκυρότητος ἤ εἰς ἀνυπόστατον πρᾶξιν ἐκκλησιαστικῶν προσώπων-μελῶν, ἔστω πλειοψηφούσης ἀλλ' ἀκεφάλου «Συνόδου» Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ἀποδεχομένη ἀποφάσεις της;
1. Ἀδύνατον τοῦτο, καθ' ὅσον ἡ ἀπόφασις τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου περί τῆς κρίσεως ἦτο ἀναγνωριστική, ὡς ἐν τῷ Γράμματι αὐτῆς δηλοῦται: «ἀπεδέχθη ἔναντι τριῶν ἐπεχόντων τήν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων», καί οὐχί διαπλαστική ἐννόμων σχέσεων καί συνεπειῶν, δέν κατεγίγνωσκε δέ ποινήν καθαιρέσεως, οἵαν ποτέ δέν συνεπάγεται ἡ διαγραφή ἐκ τῶν διπτύχων, σκοπίμως ἀποφασισθεῖσα, ἵνα ἐνισχύσῃ τούς ἀντάρτας καί παρασυναγώγους ἐπιόρκους τῆς Ἱερουσαλήμ.
2. Δῆλον, ὅτι δέν παρήγαγε δίκαιον, ἐν προκειμένῳ, δηλαδή, δέν διεμόρφωσεν αὕτη ἡ ἰδία τήν νέαν ἐκκλησιαστικήν «τάξιν», διότι ἦτο:
3. Ἀπρόσφορος, ὡς ἐκ τῆς φύσεως καί τοῦ σκοποῦ τῆς συγκλήσεώς της, «μή συνελθοῦσα ὡς δικαστήριον», εἴτε
4. νά παράξῃ δικαιϊκούς ἐκκλησιαστικούς κανόνας ἐφαρμοστέους εἰς ἑτέραν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν, οἱ ὁποῖοι νά εἶναι διαφορετικοί τῶν κανονικῶς καί νομοθετικῶς ἰσχυόντων ἐν Αὐτῇ, κατά τό Ἁγιογραφικόν «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες σου» (Παροιμ. 22, 28), εἴτε
5. νά δικάσῃ ὑπέρ τῆς ἀναγνωρίσεως-ἀποδόσεως δικαίου ἐπί τῶν στοιχειοθετηθεισῶν παραβάσεων, ἀκόμη καί ἄν διασταλτικῶς ἡρμήνευε τούς ἰσχύοντας ἐκκλησιαστικούς κανόνας, ὑπαγάγουσα ἐν τῷ πεδίῳ ῥυθμίσεως αὐτῶν ἐπικληθέντας ἰσχυρισμούς ἀντιφρονούντων κατηγόρων, περί δῆθεν «ψυχοπαθολογικῆς» ἀδυνατότητος ἀσκήσεως τῶν Πατριαρχικῶν Ἡμῶν καθηκόντων καί περί «ἀμετρήτων ἀνευθύνων ἐνεργειῶν» Ἡμῶν, αἱ ὁποῖαι ἐθεωρήθη περιττόν νά κατονομασθῶσι καί θεμελιωθῶσι κατ' ἐπιστήμην εἰς τό περί ἀποκηρύξεως κείμενον!
6. Ποῖος ἐκ τῶν 7 ψηφισάντων κατ' ἐμοῦ ἦτο ψυχίατρος ἤ ψυχολόγος, διά νά διαγνώσῃ τό ἀγοραίως ὑπό πατροκτόνων καταμαρτυρούμενον «ψυχοπαθολογικόν» Ἡμῶν; Αὐτό δέν εἶναι κρίσις δικαία. Εἶναι αὐθαιρεσία. Ἀποθέωσις τοῦ sic vollo, sic judico (ἄν καί οὐδείς ἦτο ὄντως judex) sic pro veritate voluntas.
7. Σημειωτέον, ὅτι ἡ ἀνωτέρω Σύνοδος, δι' ὀλεθρίου πρωτοβουλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν, «ἵνα ἀπευθύνῃ ἀδελφικήν ἔκκλησιν» πρός Ἡμᾶς «ὡς θυσιαστικήν πρᾶξιν», ἀπόηχον τῆς πρός Κύριον: «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω• γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου» (Ματθ. 4, 6-7), ὅπως οἰκειοθελῶς ὑποβάλωμεν τήν παραίτησιν Ἡμῶν, ἀφοῦ προηγουμένως, τήν 9ην Μαΐου 2005,
8. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶχεν ἀποστείλει ἑτέραν «ἀδελφικήν ἔκκλησιν» εἰς Ἡμᾶς, ὑπογεγραμμένην ἰδίαις χερσίν Αὐτοῦ, ἐχούσης οὕτω:
«Μακαριώτατον
Πατριάρχην κ. Εἰρηναῖον
Ἱεροσόλυμα
Χριστός Ἀνέστη!
Παρακολουθοῦντες μετά πολλῆς ἀνησυχίας τά τῆς ἐνεστώσης καταστάσεως τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων λόγῳ τῆς ἀποκηρύξεως τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος ὑπό μεγίστης πλειοψηφίας τῆς (μόλις 35 ἐπί 100) Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος καί πληροφορηθέντες ὅτι προτίθεσθε ὅπως προβῆτε εἰς σύγκλησιν μειοψηφίας Ἱερᾶς Συνόδου πρός ἐπιβολήν ποινῶν καί ἐκλογήν νέων Ἀρχιερέων, θεωροῦντες δέ τοῦτο λίαν ἐπικίνδυνον διά τήν εὐστάθειαν καί τό μέλλον τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας, παρακαλοῦμεν ἀδελφικῶς καί συνιστῶμεν ἀπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί προσωπικῶς, ὅπως πάσῃ θυσίᾳ ἀποφευχθῶσι τοιούτου εἴδους ἐσπευσμέναι ἐνέργειαι, αἵτινες θά προκαλέσουν μεγάλην ζημίαν εἰς τούς κόλπους τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος καί τῆς Ἐκκλησίας ἐν γένει.
Ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος
---------------------------
Φανάριον, 9 Μαΐου 2005»
9. Παρά
δέ τό γεγονός, ὅτι εἴχομεν πᾶσαν ἐκκλησιαστικήν καί νομοθετικήν ἐξουσίαν, ἵνα
προβῶμεν πάραυτα εἰς ἀντικατάστασιν τῶν φατριασάντων καθ' Ἡμῶν μελῶν τῆς
Συνόδου, τῆς λύσεως ταύτης προταθείσης μάλιστα ὑπό νομομαθῶν κανονολόγων
Ὀφφικιούχων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, δι' ἐμπεριστατομένων
γνωμοδοτήσεών των, ἐν τούτοις, ἀνεβάλoμεν τήν ἄσκησιν τοῦ Ἡμετέρου δικαιώματος,
πρός χάριν τῆς συγκληθησομένης Πανορθοδόξου Συνδιασκέψεως, ἵνα ἐνώπιον συμπάσης
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διευθετηθῇ τό ἀρξάμενον σχίσμα, γευόμενοι ἔκτοτε
ἀδιαλείπτως ἕως καί νῦν τό πικρόν ποτήριον τῆς προειλημμένης ἀφορήτως, παρανόμου
καί αὐθαιρέτου ἀποφάσεως καθαρᾶς σκοπιμότητος, μακράν πόρρω νομιμότητος καί
κανονικότητος.
Ι. Θλιβεραί, θεοκτόνοι ἐπενέργειαι τῆς Ἀποφάσεως τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς 24ης Μαΐου 2005 καί Ἀντικανονικότης αὐτῶν:
1. Τοῦτο τό σῶμα τῶν Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων, μετά τήν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ἄφιξίν του εἰς Ἱερουσαλήμ, ἀναγνωρισθέν, εὐλογίαις τῆς Πανορθοδόξου, εἰς «Ἱεράν Σύνοδον τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων», ἀφοῦ ἀπέβαλεν ἰδίῳ δικαίῳ τε καί δικαιώματι τέσσαρα μέλη ἐκ τῆς ὑφ' Ἡμῶν ὑφισταμένης Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἤτοι δύο Ἀρχιερεῖς καί δύο Ἀρχιμανδρίτας,
2. Ἐψήφισε Τοποτηρητήν, ὅστις δέν ἐνεκρίθη ὑπό τῆς Κυβερνήσεως, κατά τά ἀνέκαθεν κρατοῦντα, πρός διενέργειαν Πατριαρχικῶν ἐκλογῶν, ὡς ὁρίζονται ἐν τῷ Ὀθωμανικῷ ἰσχύοντι ἐν Ἰσραήλ Δικαίῳ (ἄρθρον 4 Ὀθωμανικοῦ Νόμου 1ης Μαρτίου 1875),
3. Καθῄρεσεν ἀντικανονικῶς καί παρανόμως πολυτίμους συνεργάτας Ἡμῶν ἐκ τοῦ Ἱερατικοῦ αὐτῶν ἀξιώματος καί
4. Διώρισε Δωδεκαμελές Δικαστήριον συγκείμενον ἐξ Ἀρχιερέων, κινηθέντων καθ' Ἡμῶν καθ' ὅλην τήν διάρκειαν τῆς σοβούσης κρίσεως, τό ὁποῖον καί καθῄρεσεν Ἡμᾶς ἐκ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἡμῶν Ἀξιώματος, ἐπί τῇ βάσει τῆς συλλειτουργίας Ἡμῶν μεθ' Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων ἐν τῷ χωρίῳ Ἄϊναρικ Ραμάλλας, κληθέντος ὑπό τοῦ ἱερέως καί τοῦ ποιμνίου πρός τέλεσιν Θείας Λειτουργίας.
5. Σημειωτέον, ὅτι ἐκ τῶν συλλειτουργησάντων μεθ' Ἡμῶν ἱερέων, καθῃρέθησαν ἐπιλεκτικῶς «ἐν συσκέψει»! οἱ Ἑλληνόφωνοι Ἱερεῖς, πλήν τότε τοῦ Ἑλληνοαμερικανοῦ Ἁγιοταφίτου Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Μεζιλτζόγλου, διά τόν «φόβον» τῶν Ἀμερικανῶν, οὐχί οἱ ἀραβόφωνες, ὡς ὁ προσκαλέσας καί συλλειτουργήσας μεθ' Ἡμῶν ἱερεύς, ἐνῶ ὁ Πατριαρχικός Ἐπίτροπος Ραμάλλας Ἀρχιμανδρίτης Μελέτιος Μπάσαλ, καθαιρεθείς τό πρῶτον, ἐπανῆλθεν αὖθις, λόγῳ «φόβου» μελῶν τῆς «Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐκ τῆς ἀντιδράσεως τοῦ ἀραβικοῦ Ποιμνίου», ὡς ἐπισημαίνουσιν εἰς τό Πρακτικόν συζητήσεως τοῦ θέματος. Ὅλα αὐτά ἐνθυμίζουν «λαϊκήν», καί οὐχί συντεταγμένην, δικαιοσύνην.
6. Ὑπῆρχον ὅμως ὑπεύθυνοι, οἱ ὁποῖοι καί παραμένουν εἰσέτι ὁπωσδήποτε, πλήν ἄλλων, εἰς τήν κρίσιν τοῦ Δικαιοκρίτου Θεοῦ. Οὕτως:
α. Οἱ «ἐφαρμοσθέντες» ἱεροί κανόνες, ὑπνωττούσης σκοπίμως τῆς ἄλλα ἐπιδιωκούσης Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, εἶχον ἐν προκειμένῳ ἐθνοφυλετικά καί οὐχί ἱεροκανονικά κριτήρια!, ὅπερ δηλοῖ τήν μόνην πρόθεσίν των, ἤτοι τό πλῆγμα τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος μετά τιμίων μελῶν τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, ὑφισταμένων ἕως καί νῦν τά πάνδεινα, λόγῳ τῆς ἀμετακινήτου θέσεώς των ὑπέρ τῶν δικαίων τοῦ καθ' Ἡμᾶς Πατριαρχείου, καί τόν μέγαν φόβον των, ἤτοι τήν ἀνατροπήν τῆς καθεστηκυῖας, πλήν παρανόμου καί ἀντικανονικῆς, τάξεως ἐν τῷ Πατριαρχείῳ.
β. Τοιαῦται πράξεις, καί δή ἐπί Τοποτηρητείας, προσβάλλουσαι τό Δόγμα (Κανονικότης Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, Δίκαιον κρίσεως Ἐπισκόπων καί Πατριαρχῶν) καί τήν Διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας (Συνοδικόν καί Μοναστηριακόν σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων), ἀντιβαίνουσιν εἰς τάς διατάξεις καί ἀρχάς οὐχί μόνον τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, ἀλλά καί:
1. Τῶν Νόμων τοῦ Πατριαρχείου, οἵτινες ὁρίζουσιν περιοριστικῶς καί ἀποκλειστικῶς τά δικαιώματα τοῦ Τοποτηρητοῦ, τά ὁποῖα ἔγκεινται εἰς τήν διεξαγωγήν τῶν ἀναγκαίων διά τήν ἐκλογήν Πατριάρχου: ἄρθρα 4-9 τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κανονισμοῦ καί 18-23 τοῦ Ἰορδανικοῦ Νόμου,
2. Τοῦ Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχείου, αἵτινες ὁρίζουσιν ἐν τῷ ἄρθρῳ 43: «Ὁ Τοποτηρητής, ὁ ἐν περιπτώσει χηρείας τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κατά τόν θεσπίσματι αὐτοκρατορικῷ κεκυρωμένον κανονισμόν ἐκλεγόμενος, οὐδεμίαν οἰδαμῶς δικαιοῦται ὑπαγαγεῖν ἐν τῇ διοικήσει τοῦ Ἱεροῦ Κοινοῦ μεταβολήν, ἀλλ' ὀφείλει παραδοῦναι αὐτό τῷ νέῳ Πατριάρχῃ ὥσπερ παρέλαβεν ἐν πᾶσιν ἀναλλοίωτον ὡς πρός τε τα πρόσωπα καί τά πράγματα. Παραδοχή μέλους ἐν τῇ Ἀδελφότητι ἤ ἀποπομπή, χειροτονίαι ἤ προβιβασμοί, παῦσις ἤ ἀντικαταστάσεις παντελῶς ἀπαγορεύονται».
3. Τῶν Κανονισμῶν Διοικήσεως ἑτέρων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὡς τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, ὅστις θεσπίζει ἀπαγόρευσιν ἐπί Τοποτηρητείας ἀλλαγῶν εἰς βάρος τῶν μελῶν του – ἀπηχοῦντος ἀρχάς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας – αἵτινες ὁρίζουσι:
4. «Ἄρθρον 4. Ὁ Τοποτηρητής, ἀναλαμβάνων τήν εὐθύνην τῆς τοῦ Θρόνου διοικήσεως, ὑποχρεοῦται νά διαφυλάξῃ τό καθεστώς προσώπων καί πραγμάτων καί νά παραδώσῃ αὐτό ἀκέραιον εἰς τόν ἐκλεγησόμενον Πατριάρχην. Πᾶσα αὐτοῦ ἀλλοίωσις, πλήν εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ τήν διεξαγωγήν τῶν τρεχουσῶν ὑποθέσεων, ἀποτελεῖ ἐνέργειαν ἄκυρον, δημιουργεῖ δέ καί εὐθύνας διά τόν Τοποτηρητήν ἐνώπιον τοῦ Πατριάρχου ἐν Συνόδῳ».
γ. Ἰδίᾳ δέ, ὡς πρός τήν ἐπαίσχυντον πρᾶξιν τῆς 1ης Ἰουνίου 2005 τοῦ αὐτοῦ σώματος ὑπό τόν «Τοποτηρητήν» περί συστάσεως Δωδεκαμελοῦς ἐξ Ἀρχιερέων «Δικαστηρίου», πρός ἐπιβολήν τῆς καθαιρέσεως Ἡμῶν, ἥν ἐθεώρησεν ὅτι ἐδραίωσε «νομοκανονικῶς» εἰς τούς Ἀποστολικούς καί ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου Κανόνας, σημειοῦμεν, ὅτι ἐν πάσῃ παρανομίᾳ καί ἀντικανονικότητι συγκληθέν, συνελθόν καί ἀποφασῖζον ἐφ' ἅπαξ τήν 16ην Ἰουνίου 2005, οὐδέ τούτους τούς ἀφ' ἑαυτοῦ του ἐπικληθέντας Κανόνας ἐτήρησε, καθ' ὅσον διά τήν ἀπαγγελίαν κατηγορίας ἐναντίον ἐπισκόπου ἀπαιτεῖται:
1. Γνωστοποίησις τοῦ περιεχομένου τῆς κατηγορίας εἰς τόν ἐγκαλούμενον.
2. Κλήτευσις τούτου διά τριῶν τοὐλάχιστον ἐγγράφων προσκλήσεων, ὡς τοῦτο ἐπιτάσσεται ὑπό τῶν κανόνων οδ' τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καί ιθ' τῆς Καρθαγένης, διά τοῦ ὁποίου ἐτροποποιήθη ὁ ἀρχικός κανών τῆς κλητεύσεως δι' ἐπισκόπων, τῶν κανόνων τούτων ἐπικυρωθέντων ὑπό τοῦ κανόνος β' τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου . Ὁ πρῶτος τῶν ἄνω κανόνων ὁρίζει: «Ἐπίσκοπον κατηγορηθέντα ἐπί τινι παρ' ἀξιοπίστων ἀνθρώπων, καλεῖσθαι αὐτόν ἀναγκαῖον ὑπό ἐπισκόπων, κἄν μέν ἀπαντήσῃ καί ὁμολογήσῃ, εἰ ἐλεγχθείη, ὁριζέσθω τό ἐπιτίμιον. Ἐάν δέ καλούμενος μή ὑπακούση, καλείσθω καί δεύτερον, ἀποστελλομένων ἐπ' αὐτόν δύο ἐπισκόπων. Ἐάν δέ καί οὕτω μή ὑπακούση, καλείσθω καί τρίτον, δύο πάλιν ἐπισκόπων ἀποστελλομένων πρός αὐτόν. Ἐάν δέ καί οὕτω καταφρονήσας μή ἀπαντήσῃ, ἡ κερδαίνειν, φυγοδικῶν».
3. Κατά τό κείμενον τοῦ κανόνος τούτου, ἀπαιτεῖται νά γίνῃ ἡ κλήτευσις δι' ἐπισκόπων, ἀλλ' εἰς τό σημεῖον τοῦτο ἐτροποποιήθη διά τοῦ μεταγενεστέρου κανόνος ιθ' τῆς Καρθαγένης (ἰσοδυνάμου τοῦ πρώτου ἀπό ἀπόψεως τυπικῆς ἰσχῦος, ἀφοῦ καί οἱ δύο ἔχουν ἐπικυρωθῇ διά τοῦ ἰδίου κανόνος β' τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου), ἀρκεσθέντος εἰς ἔγγραφον πρόσκλησιν. Στηριζόμενοι οὗτοι εἰς τήν ἄκυρον καί ἀνυπόστατον ἀπόφασιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπέπτυσαν πάντα χαλινόν, ἀπέβαλον πᾶν ἶχνος σεβασμοῦ πρός τό Ἡμέτερον πρόσωπον καί τούς Κανόνας καί ὠργίασαν ἐν παρανομίᾳ.
4. Περαιτέρω, ὁ ὡς ἄνω κανών ιθ' τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἀξιοῖ νά παρεμβάλληται μεταξύ ἑκάστης προσκλήσεως προθεσμία 30 ἡμερῶν, ἡ ὁποία (προθεσμία) θά πρέπῃ νά ἐξακολουθήσῃ νά ἰσχύῃ, ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν τῆς τότε καί σήμερον ἐποχῆς συνθηκῶν ἐπικοινωνίας, διότι τό διάστημα τοῦτο τῶν 30 ἡμερῶν ὑποβοηθεῖ τόσον εἰς τήν προετοιμασίαν τοῦ ὑποδίκου μητροπολίτου, διά τήν συλλογήν τῶν ἀποδεικτικῶν τῆς ὑπερασπίσεώς του στοιχείων, ὅσον καί κυρίως «διά τόν κατευνασμόν τῆς ὀξύτητος καί τήν ἀποφυγήν λήψεως ἐσπευσμένων ἀποφάσεων ὑπό τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας» .
δ. Ἐνόψει τῶν προεκτεθέντων: ἀπόφασις Ἱερᾶς Συνόδου, ληφθεῖσα ἄνευ τηρήσεως τῶν ἀνωτέρω παρατεθεισῶν τυπικῶν προϋποθέσεων νομοτύπου συγκλήσεώς της, ἐπιβάλλουσα, ἄνευ τηρήσεως τῶν ἀναγκαίων ὡς ἄνω διαδικαστικῶν προϋποθέσεων, τήν ποινήν τῆς καθαιρέσεως ἐπισκόπου, πόσῳ μᾶλλον Πατριάρχου, ὡς ἐν προκειμένῳ, ὅπου οὐδέ νόμιμος Σύνοδος ὑφίσταται, οὐδέ αἱ τυπικαί προϋποθέσεις συγκλήσεώς της, οὐδέ ἐγένοντο κλητεύσεις ἀπέχουσαι τριάκοντα ἡμέρας ἡ κάθε μία ἐξ αὐτῶν, ἀφοῦ τό Δωδεκαμελές Ἀρχιερατικόν «δικαστήριον» τήν 1ην Ἰουνίου συνεκροτήθη καί τήν 16ην Ἰουνίου συνεκλήθη καί ἀπεφάσισεν εἰς βάρος Ἡμῶν, «εἶναι ἀνυπόστατος, ἀνύπαρκτος καί οὐδέν ἔννομον ἀποτέλεσμα παράγει, ὁ φερόμενος δέ ὡς καθαιρεθείς διατηρεῖ τόν τίτλον καί τόν θρόνον του καί δικαιοῦται νά συμμετέχῃ εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον ». Ἀποδεικνύει δέ τό κατάντημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν λοιδωρῆται ἡ νομιμότης, ἐνθαρρυνομένη ἡ ἀντικανονικότης.
5. Διεκδικοῦσε τό σῶμα αὐτό, καί συγχρόνως ἐξαρτοῦσε, τήν κανονικήν του ὑπόστασιν εἰς «Ἱεράν Σύνοδον Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων», οὐχί αὐτοδικαίως, ἀλλά ἐκ τῆς ἀνυποστάστου ἀποφάσεως τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, καί ἐκ τῆς ἀποδοχῆς μελῶν τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, ἰδίᾳ δέ Συνοδικῶν, καί τῶν ἀποφάσεων Πολιτικῶν Κυβερνήσεων, αἱ ὁποῖαι τούς ποδηγέτησαν καί «ἐδασκάλεψαν» εἰς τήν ἀνομίαν,
α. ἀναγκᾶζον τίμια μέλη τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος νά ὑπογράψωσι συνταχθέν καί ἐπιδοθέν ὑπό τοῦ Ἀρχιγραμματεύοντος τοῦ Πατριαρχείου, εἰς ἕνα ἕκαστον ἐξ αὐτῶν, κείμενον ἐνθυμῖζον δήλωσιν τῆς Σταλινικῆς Κα-Κε-Μπε, ἔχοντος ἐπί λέξει οὕτω:
«Σεβασμιώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντίνης κ. Ἀρίσταρχον, Ἀρχιγραμματεύοντα
Σεβασμιώτατε, Ἀνταποκρινόμενος εἰς τήν ἐξ ὀνόματος τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου ἐπιστολήν ὑμῶν ... δηλῶ ὑπευθύνως, ὅτι ἀποδέχομαι τήν παρά τῆς Πανορθοδόξου ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου, τῆς Ἰορδανικῆς Κυβερνήσεως καί τῆς Παλαιστινιακῆς Αὐτονομίας ἀναγνωρισθεῖσαν κανονικήν Σύνοδον τοῦ ἡμετέρου Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί ὑπακούω μετέχων τακτικῶς εἰς τό ἑξῆς εἰς τάς συνεδριάσεις αὐτῆς, διακόπτων οἱανδήποτε ἐπικοινωνίαν μετά τοῦ πρῴην Πατριάρχου καί νῦν μοναχοῦ Εἰρηναίου. Ἐν περιπτώσει ὑπαναχωρήσεως ἐκ τῆς ἄνω δηλώσεώς μου, δέχομαι τά ἐκ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐπιτίμια.
Ἐν τῇ Ἁγίᾳ Πόλει Ἱερουσαλήμ, τῇ ..........»,
β. Κυριολεκτικῶς: Ντροπή! Αὐτά ἐνθυμίζουν ἄλλες μαῦρες ἐποχές, δικτατορικῶν καθεστώτων, καί οὐχί Ἐκκλησίαν ἀγάπης. Μή λησμονητέος ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής. Ὁ πνευματικός νόμος ἰσχύει δι' ὅλους ἀτέγκτως «ἐν ἄλλοις πταίομεν καί ἐν ἄλλοις παιδευόμεθα»,
γ. τό ὁποῖον, ἐάν δέν ὑπέγραφον, ἤ ἐάν ὑπέγραφον καί μετέπειτα ὑπαναχωροῦσαν («ἐν περιπτώσει ὑπαναχωρήσεως ἐκ τῆς ἄνω δηλώσεώς μου»), τότε ἐδέχοντο a priori («δέχομαι...»), ὅτι θά ἐλάμβανον «τά ἐκ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐπιτίμια»!,
δ. κατά τρόπον ὥστε, ἡ μέν σχετική «πλειοψηφία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου» τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐστήριξε τήν νομιμότητα καί κανονικότητά της εἰς τήν καθ' ἑαυτήν ἀνυπόστατον ἀλλά καί ἐλλειμματικῶς πλειοψηφοῦσαν ἀπόφασιν τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, αὕτη δέ ἐστηρίχθη ἐπί τῆς κινουμένης ἄμμου τῆς ἀνυπάρκτου κανονικότητος τῆς «πλειοψηφίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου» τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων! Δικτατορία στυγνή.
6. Ἐξέλεξε παμψηφεί ὡς νέον «Πατριάρχην», τόν μόνον ὑφ' Ἡμῶν εἰς Ἀρχιερέα ὑψωθέντα, ὅστις – προεργασθείς τήν ἀνομίαν, συνεργασθείς μετά τοῦ συμπατριώτου του Διοικητοῦ τῆς Μυστικῆς Ἀμερικανικῆς Ὑπηρεσίας CIA Τζώρτζ Τένεντ , μετά πολιτικῶν παραγόντων εἰς Ἰορδανίαν καί Παλαιστινιακήν Ἀρχήν, μετά τοῦ γνωστοῦ Μουσουλμάνου Δικηγόρου του Ράμι Μούγραμπι, καί μεθ' ἑτέρου πράκτορος τῶν Μυστικῶν Ὑπηρεσιῶν ἐν Ἰσραήλ ὀνομαζομένου Ἐλ Χανάν Μιζράχι, ὅστις καί τοῦ ἐξησφάλισε τήν παμψηφεί ἐκλογήν του, μετελθών ἐν κρυπτῷ καί παραβύστῳ παραπλανητικάς μεθόδους, ἐκφοβισμούς καί τηλεφωνικάς ἀπειλάς πρός τό σῶμα τῶν Συνοδικῶν ἐκλεκτόρων – ὑπερακόντισεν Ἡμᾶς καί ἅπασαν τήν Ἁγιοταφιτικήν ἡμῶν Ἀδελφότητα προδώσας τόν Χριστόν!, εἰς ἀνταμοιβήν Πρωτοκαθεδρίας ἔναντι ἀνταλλαγμάτων, ἅτινα ἐφανερώθησαν μεταγενεστέρως, ἐξ ἐνεργειῶν του, καρπούς τῶν ὁποίων σήμερον δρέπομεν, ἤτοι:
α. Διετάραξε τό διεθνῶς προστατευόμενον ἀπαράβατον καί ἀπαρασάλευτον καθεστώς τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων, ὡς ἐκυρώθη ἐν τῇ Συνθήκῃ τοῦ Βερολίνου 1878, παραδώσας κλεῖθρα τῆς σιδηρᾶς πόρτας τῆς Βασιλικῆς τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως ἐν Βηθλεέμ εἰς ἀλλοδόξους, καθώς καί τοῦ δικαιώματος ἐπισκευῶν ἐπί τῶν Προσκυνημάτων εἰς τήν ποικίλης θρησκευτικῆς ἀποχρώσεως Οὐνέσκο (ἐνῶ δι' ἐξόδων τοῦ καθ' ἡμᾶς Πατριαρχείου ἐκάστοτε ἐπεσκευάζετο ἡ στέγη τῆς Βασιλικῆς τῆς Γεννήσεως ἤ ὅ,τι ἄλλο ἔχρῃζε συντηρήσεως), παραβιάσας οὕτω καθεστώς αἰώνων, ὅπερ, κατόπιν τεραστίων ἀγώνων τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος καί ἐκδόσεως φιρμανίων, προσέδιδεν ἀποκλειστικῶς προνόμια ἡμῖν τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Γενάρχου τῆς Ρωμιοσύνης Μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῆς Σεπτῆς μητρός του Ἁγίας Ἑλένης. Συγκεκριμένως δέ:
1. Ἡ συνθήκη τοῦ Βερολίνου τοῦ 1878, εἰς τό ἄρθρον 62, ἐκύρωσε τό καθεστώς τῶν Προσκυνημάτων, τό ἀπό τῆς Συνθήκης τῶν Παρισίων, ἤτοι τά κτητορικά δίκαια τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐπί τῶν Προσκυνημάτων, τά ὁποῖα ἀποτυπώνονται εἰς τόν Θεμελιώδη Νόμον τοῦ 1875 τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, καί
2. Ἀπηγόρευσε «διά τοῦ ἄρθρου 63 οἱανδήποτε ἐπέμβασιν εἰς τούς Θεμελιώδεις Κανόνας καί τούς Ἐσωτερικούς Κανονισμούς τῶν Θρησκευτικῶν Ὀργανώσεων πού ἀνῆκον εἰς τήν Ὑψηλήν Πύλην» , «ὡς οὗτοι ὑπῆρχον μέχρι τό στάδιον τῆς παραλαβῆς ὑπό τῆς Βρεττανικῆς Κυβερνήσεως τῆς Ἐντολῆς αὐτῆς τῆς διαφυλάξεως τοῦ νομικοῦ καθεστῶτος, τοῦ STATUS QUO, τῶν ἐν τοῖς Ἁγίοις Τόποις Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων» .
β. Ἐξεχώρησεν ἀπαράγραπτα καί ἀπαραβίαστα ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων περιουσιακά δικαιώματα τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχείου εἰς τρίτους, πραγματοποιῶν πωλήσεις καί μακροχρονίους μισθώσεις ἰδιοκτησιῶν ἀναλογουσῶν εἰς ποσοστόν ἄνω τοῦ 50% τῆς συνολικῆς περιουσίας τοῦ καθ' ἡμᾶς Ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου, πολλαί ἐκ τῶν ὁποίων ἐγένοντο ὡς ἀκολούθως:
1. Ἐπί ὑφισταμένης μεταξύ τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί μιᾶς ἑταιρείας συμβάσεως ἀντιπαροχῆς ἰδιοκτησίας τοῦ Πατριαρχείου, ληγούσης τήν ἑπομένην δεκαετίαν, τῆς Ἑταιρείας, ὡς ἐκ τούτου, ἀναζητούσης νέαν ἀναμίσθωσιν, ὁ δικηγόρος του Ράμι Μούγραμπι, ἀφοῦ ἐλάμβανεν ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου διά τήν μέλλουσαν ἀνανέωσιν τῆς συμβάσεως προκαταβολήν, συνιστοῦσε πάραυτα offshore ἀπρόσωπον ἑταιρείαν, ἥτις συνομολογοῦσε μετά τοῦ Πατριαρχείου μακροχρόνιον σύμβασιν ἐπί τῆς ἰδίας ἰδιοκτησίας,
2. Ἀποδίδοντας εἰς τό Πατριαρχεῖον τήν προκαταβολήν ὡς ὁλοκληρωτικόν τίμημα, μέ ἐμφανιζόμενον κέρδος διά τό Πατριαρχεῖον, ἀφοῦ δέν ἐπρόκειτο νά λάβῃ τό Πατριαρχεῖον τό παραμικρόν, ἄχρι λήξεως τῆς συμβάσεως μετά τῆς ὑφισταμένης πρώτης ἑταιρείας, ἡ ὁποία εἶχε προκαταβάλει τό τίμημα πρό ἐτῶν ἅμα τῇ ὑπογραφῇ τῆς ἀρχικῆς συναλλαγῆς.
3. Κατόπιν, ὁ ἴδιος δικηγόρος, διά τῆς συσταθείσης offshore ἑταιρείας, ἥτις διέθετε πλέον τά δικαιώματα ἐπί τῆς ἰδιοκτησίας, συνηλλάσσετο ἀπευθείας μετά τῆς πρώτης ἑταιρείας, παρατείνοντας τήν ἀρχικήν μετά τοῦ Πατριαρχείου σύμβασίν της, καί ἐλάμβανε τό ὑπόλοιπον τίμημα τό ὁποῖον δέν ἀποτελοῦσε πλέον ἔσοδον διά τό Πατριαρχεῖον!
γ. Ὑπεσχέθη, ὡς ὁμολογεῖ ὁ νομικός ἐκπρόσωπος τοῦ Ἑβραϊκοῦ Ἐθνικοῦ Ταμείου τοῦ Ἰσραηλινοῦ Κράτους Δικηγόρος κ. Ἀλόν Γιοέλι, εἰς τό ἄρθρον τῆς ἐγκρίτου Ἰσραηλινῆς ἐφημερίδος Μακόρ Ρισόν τῆς 29ης Ἰουλίου 2011, τήν ἀπόδοσιν τοῦ ποσοῦ τῶν Δεκατριῶν ἑκατομυρίων δολλαρίων, ἔναντι προβεβλημένων οἰκονομικῶν ἀπαιτήσεων τοῦ κράτους, διά μή ἐκτελεσθείσας συναλλακτικάς συμβάσεις, ἐπί ἀκινήτου περιουσίας τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχείου,
δ. Μέ ἀνταλλαγήν τήν ὑπό τοῦ Ἰσραήλ ἀναγνώρισίν του εἰς Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, ὅπερ καί ἐπέτυχε.
ε. Ἐπειδή ὅμως δέν ἐδόθη τελικῶς τό ὑπεσχημένον ποσόν, ἡ κρατική ἑταιρεία τοῦ Ἰσραήλ ὑπέβαλεν ἀγωγήν κατ' αὐτοῦ καί Ἡμεῖς μήνυσιν πρός διεξαγωγήν ἀνακρίσεων διά τήν δοσοληψίαν, ἥτις θέτει καί οὕτως ὑπό ἀκύρωσιν τό ὑπό τοῦ Ἰσραήλ παρασχεθέν βεράτιον ἀναγνωρίσεώς του. Τοιαῦται περιπτώσεις εἶναι πολλαί. Καί θά ἀναμείνωμεν πρίν τάς φέρωμεν εἰς τήν δημοσιότητα.
Ι. Θλιβεραί, θεοκτόνοι ἐπενέργειαι τῆς Ἀποφάσεως τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς 24ης Μαΐου 2005 καί Ἀντικανονικότης αὐτῶν:
1. Τοῦτο τό σῶμα τῶν Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων, μετά τήν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ἄφιξίν του εἰς Ἱερουσαλήμ, ἀναγνωρισθέν, εὐλογίαις τῆς Πανορθοδόξου, εἰς «Ἱεράν Σύνοδον τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων», ἀφοῦ ἀπέβαλεν ἰδίῳ δικαίῳ τε καί δικαιώματι τέσσαρα μέλη ἐκ τῆς ὑφ' Ἡμῶν ὑφισταμένης Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἤτοι δύο Ἀρχιερεῖς καί δύο Ἀρχιμανδρίτας,
2. Ἐψήφισε Τοποτηρητήν, ὅστις δέν ἐνεκρίθη ὑπό τῆς Κυβερνήσεως, κατά τά ἀνέκαθεν κρατοῦντα, πρός διενέργειαν Πατριαρχικῶν ἐκλογῶν, ὡς ὁρίζονται ἐν τῷ Ὀθωμανικῷ ἰσχύοντι ἐν Ἰσραήλ Δικαίῳ (ἄρθρον 4 Ὀθωμανικοῦ Νόμου 1ης Μαρτίου 1875),
3. Καθῄρεσεν ἀντικανονικῶς καί παρανόμως πολυτίμους συνεργάτας Ἡμῶν ἐκ τοῦ Ἱερατικοῦ αὐτῶν ἀξιώματος καί
4. Διώρισε Δωδεκαμελές Δικαστήριον συγκείμενον ἐξ Ἀρχιερέων, κινηθέντων καθ' Ἡμῶν καθ' ὅλην τήν διάρκειαν τῆς σοβούσης κρίσεως, τό ὁποῖον καί καθῄρεσεν Ἡμᾶς ἐκ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἡμῶν Ἀξιώματος, ἐπί τῇ βάσει τῆς συλλειτουργίας Ἡμῶν μεθ' Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων ἐν τῷ χωρίῳ Ἄϊναρικ Ραμάλλας, κληθέντος ὑπό τοῦ ἱερέως καί τοῦ ποιμνίου πρός τέλεσιν Θείας Λειτουργίας.
5. Σημειωτέον, ὅτι ἐκ τῶν συλλειτουργησάντων μεθ' Ἡμῶν ἱερέων, καθῃρέθησαν ἐπιλεκτικῶς «ἐν συσκέψει»! οἱ Ἑλληνόφωνοι Ἱερεῖς, πλήν τότε τοῦ Ἑλληνοαμερικανοῦ Ἁγιοταφίτου Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Μεζιλτζόγλου, διά τόν «φόβον» τῶν Ἀμερικανῶν, οὐχί οἱ ἀραβόφωνες, ὡς ὁ προσκαλέσας καί συλλειτουργήσας μεθ' Ἡμῶν ἱερεύς, ἐνῶ ὁ Πατριαρχικός Ἐπίτροπος Ραμάλλας Ἀρχιμανδρίτης Μελέτιος Μπάσαλ, καθαιρεθείς τό πρῶτον, ἐπανῆλθεν αὖθις, λόγῳ «φόβου» μελῶν τῆς «Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐκ τῆς ἀντιδράσεως τοῦ ἀραβικοῦ Ποιμνίου», ὡς ἐπισημαίνουσιν εἰς τό Πρακτικόν συζητήσεως τοῦ θέματος. Ὅλα αὐτά ἐνθυμίζουν «λαϊκήν», καί οὐχί συντεταγμένην, δικαιοσύνην.
6. Ὑπῆρχον ὅμως ὑπεύθυνοι, οἱ ὁποῖοι καί παραμένουν εἰσέτι ὁπωσδήποτε, πλήν ἄλλων, εἰς τήν κρίσιν τοῦ Δικαιοκρίτου Θεοῦ. Οὕτως:
α. Οἱ «ἐφαρμοσθέντες» ἱεροί κανόνες, ὑπνωττούσης σκοπίμως τῆς ἄλλα ἐπιδιωκούσης Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, εἶχον ἐν προκειμένῳ ἐθνοφυλετικά καί οὐχί ἱεροκανονικά κριτήρια!, ὅπερ δηλοῖ τήν μόνην πρόθεσίν των, ἤτοι τό πλῆγμα τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος μετά τιμίων μελῶν τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, ὑφισταμένων ἕως καί νῦν τά πάνδεινα, λόγῳ τῆς ἀμετακινήτου θέσεώς των ὑπέρ τῶν δικαίων τοῦ καθ' Ἡμᾶς Πατριαρχείου, καί τόν μέγαν φόβον των, ἤτοι τήν ἀνατροπήν τῆς καθεστηκυῖας, πλήν παρανόμου καί ἀντικανονικῆς, τάξεως ἐν τῷ Πατριαρχείῳ.
β. Τοιαῦται πράξεις, καί δή ἐπί Τοποτηρητείας, προσβάλλουσαι τό Δόγμα (Κανονικότης Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, Δίκαιον κρίσεως Ἐπισκόπων καί Πατριαρχῶν) καί τήν Διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας (Συνοδικόν καί Μοναστηριακόν σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων), ἀντιβαίνουσιν εἰς τάς διατάξεις καί ἀρχάς οὐχί μόνον τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, ἀλλά καί:
1. Τῶν Νόμων τοῦ Πατριαρχείου, οἵτινες ὁρίζουσιν περιοριστικῶς καί ἀποκλειστικῶς τά δικαιώματα τοῦ Τοποτηρητοῦ, τά ὁποῖα ἔγκεινται εἰς τήν διεξαγωγήν τῶν ἀναγκαίων διά τήν ἐκλογήν Πατριάρχου: ἄρθρα 4-9 τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κανονισμοῦ καί 18-23 τοῦ Ἰορδανικοῦ Νόμου,
2. Τοῦ Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχείου, αἵτινες ὁρίζουσιν ἐν τῷ ἄρθρῳ 43: «Ὁ Τοποτηρητής, ὁ ἐν περιπτώσει χηρείας τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κατά τόν θεσπίσματι αὐτοκρατορικῷ κεκυρωμένον κανονισμόν ἐκλεγόμενος, οὐδεμίαν οἰδαμῶς δικαιοῦται ὑπαγαγεῖν ἐν τῇ διοικήσει τοῦ Ἱεροῦ Κοινοῦ μεταβολήν, ἀλλ' ὀφείλει παραδοῦναι αὐτό τῷ νέῳ Πατριάρχῃ ὥσπερ παρέλαβεν ἐν πᾶσιν ἀναλλοίωτον ὡς πρός τε τα πρόσωπα καί τά πράγματα. Παραδοχή μέλους ἐν τῇ Ἀδελφότητι ἤ ἀποπομπή, χειροτονίαι ἤ προβιβασμοί, παῦσις ἤ ἀντικαταστάσεις παντελῶς ἀπαγορεύονται».
3. Τῶν Κανονισμῶν Διοικήσεως ἑτέρων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὡς τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, ὅστις θεσπίζει ἀπαγόρευσιν ἐπί Τοποτηρητείας ἀλλαγῶν εἰς βάρος τῶν μελῶν του – ἀπηχοῦντος ἀρχάς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας – αἵτινες ὁρίζουσι:
4. «Ἄρθρον 4. Ὁ Τοποτηρητής, ἀναλαμβάνων τήν εὐθύνην τῆς τοῦ Θρόνου διοικήσεως, ὑποχρεοῦται νά διαφυλάξῃ τό καθεστώς προσώπων καί πραγμάτων καί νά παραδώσῃ αὐτό ἀκέραιον εἰς τόν ἐκλεγησόμενον Πατριάρχην. Πᾶσα αὐτοῦ ἀλλοίωσις, πλήν εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ τήν διεξαγωγήν τῶν τρεχουσῶν ὑποθέσεων, ἀποτελεῖ ἐνέργειαν ἄκυρον, δημιουργεῖ δέ καί εὐθύνας διά τόν Τοποτηρητήν ἐνώπιον τοῦ Πατριάρχου ἐν Συνόδῳ».
γ. Ἰδίᾳ δέ, ὡς πρός τήν ἐπαίσχυντον πρᾶξιν τῆς 1ης Ἰουνίου 2005 τοῦ αὐτοῦ σώματος ὑπό τόν «Τοποτηρητήν» περί συστάσεως Δωδεκαμελοῦς ἐξ Ἀρχιερέων «Δικαστηρίου», πρός ἐπιβολήν τῆς καθαιρέσεως Ἡμῶν, ἥν ἐθεώρησεν ὅτι ἐδραίωσε «νομοκανονικῶς» εἰς τούς Ἀποστολικούς καί ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου Κανόνας, σημειοῦμεν, ὅτι ἐν πάσῃ παρανομίᾳ καί ἀντικανονικότητι συγκληθέν, συνελθόν καί ἀποφασῖζον ἐφ' ἅπαξ τήν 16ην Ἰουνίου 2005, οὐδέ τούτους τούς ἀφ' ἑαυτοῦ του ἐπικληθέντας Κανόνας ἐτήρησε, καθ' ὅσον διά τήν ἀπαγγελίαν κατηγορίας ἐναντίον ἐπισκόπου ἀπαιτεῖται:
1. Γνωστοποίησις τοῦ περιεχομένου τῆς κατηγορίας εἰς τόν ἐγκαλούμενον.
2. Κλήτευσις τούτου διά τριῶν τοὐλάχιστον ἐγγράφων προσκλήσεων, ὡς τοῦτο ἐπιτάσσεται ὑπό τῶν κανόνων οδ' τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καί ιθ' τῆς Καρθαγένης, διά τοῦ ὁποίου ἐτροποποιήθη ὁ ἀρχικός κανών τῆς κλητεύσεως δι' ἐπισκόπων, τῶν κανόνων τούτων ἐπικυρωθέντων ὑπό τοῦ κανόνος β' τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου . Ὁ πρῶτος τῶν ἄνω κανόνων ὁρίζει: «Ἐπίσκοπον κατηγορηθέντα ἐπί τινι παρ' ἀξιοπίστων ἀνθρώπων, καλεῖσθαι αὐτόν ἀναγκαῖον ὑπό ἐπισκόπων, κἄν μέν ἀπαντήσῃ καί ὁμολογήσῃ, εἰ ἐλεγχθείη, ὁριζέσθω τό ἐπιτίμιον. Ἐάν δέ καλούμενος μή ὑπακούση, καλείσθω καί δεύτερον, ἀποστελλομένων ἐπ' αὐτόν δύο ἐπισκόπων. Ἐάν δέ καί οὕτω μή ὑπακούση, καλείσθω καί τρίτον, δύο πάλιν ἐπισκόπων ἀποστελλομένων πρός αὐτόν. Ἐάν δέ καί οὕτω καταφρονήσας μή ἀπαντήσῃ, ἡ κερδαίνειν, φυγοδικῶν».
3. Κατά τό κείμενον τοῦ κανόνος τούτου, ἀπαιτεῖται νά γίνῃ ἡ κλήτευσις δι' ἐπισκόπων, ἀλλ' εἰς τό σημεῖον τοῦτο ἐτροποποιήθη διά τοῦ μεταγενεστέρου κανόνος ιθ' τῆς Καρθαγένης (ἰσοδυνάμου τοῦ πρώτου ἀπό ἀπόψεως τυπικῆς ἰσχῦος, ἀφοῦ καί οἱ δύο ἔχουν ἐπικυρωθῇ διά τοῦ ἰδίου κανόνος β' τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου), ἀρκεσθέντος εἰς ἔγγραφον πρόσκλησιν. Στηριζόμενοι οὗτοι εἰς τήν ἄκυρον καί ἀνυπόστατον ἀπόφασιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπέπτυσαν πάντα χαλινόν, ἀπέβαλον πᾶν ἶχνος σεβασμοῦ πρός τό Ἡμέτερον πρόσωπον καί τούς Κανόνας καί ὠργίασαν ἐν παρανομίᾳ.
4. Περαιτέρω, ὁ ὡς ἄνω κανών ιθ' τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἀξιοῖ νά παρεμβάλληται μεταξύ ἑκάστης προσκλήσεως προθεσμία 30 ἡμερῶν, ἡ ὁποία (προθεσμία) θά πρέπῃ νά ἐξακολουθήσῃ νά ἰσχύῃ, ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν τῆς τότε καί σήμερον ἐποχῆς συνθηκῶν ἐπικοινωνίας, διότι τό διάστημα τοῦτο τῶν 30 ἡμερῶν ὑποβοηθεῖ τόσον εἰς τήν προετοιμασίαν τοῦ ὑποδίκου μητροπολίτου, διά τήν συλλογήν τῶν ἀποδεικτικῶν τῆς ὑπερασπίσεώς του στοιχείων, ὅσον καί κυρίως «διά τόν κατευνασμόν τῆς ὀξύτητος καί τήν ἀποφυγήν λήψεως ἐσπευσμένων ἀποφάσεων ὑπό τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας» .
δ. Ἐνόψει τῶν προεκτεθέντων: ἀπόφασις Ἱερᾶς Συνόδου, ληφθεῖσα ἄνευ τηρήσεως τῶν ἀνωτέρω παρατεθεισῶν τυπικῶν προϋποθέσεων νομοτύπου συγκλήσεώς της, ἐπιβάλλουσα, ἄνευ τηρήσεως τῶν ἀναγκαίων ὡς ἄνω διαδικαστικῶν προϋποθέσεων, τήν ποινήν τῆς καθαιρέσεως ἐπισκόπου, πόσῳ μᾶλλον Πατριάρχου, ὡς ἐν προκειμένῳ, ὅπου οὐδέ νόμιμος Σύνοδος ὑφίσταται, οὐδέ αἱ τυπικαί προϋποθέσεις συγκλήσεώς της, οὐδέ ἐγένοντο κλητεύσεις ἀπέχουσαι τριάκοντα ἡμέρας ἡ κάθε μία ἐξ αὐτῶν, ἀφοῦ τό Δωδεκαμελές Ἀρχιερατικόν «δικαστήριον» τήν 1ην Ἰουνίου συνεκροτήθη καί τήν 16ην Ἰουνίου συνεκλήθη καί ἀπεφάσισεν εἰς βάρος Ἡμῶν, «εἶναι ἀνυπόστατος, ἀνύπαρκτος καί οὐδέν ἔννομον ἀποτέλεσμα παράγει, ὁ φερόμενος δέ ὡς καθαιρεθείς διατηρεῖ τόν τίτλον καί τόν θρόνον του καί δικαιοῦται νά συμμετέχῃ εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον ». Ἀποδεικνύει δέ τό κατάντημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν λοιδωρῆται ἡ νομιμότης, ἐνθαρρυνομένη ἡ ἀντικανονικότης.
5. Διεκδικοῦσε τό σῶμα αὐτό, καί συγχρόνως ἐξαρτοῦσε, τήν κανονικήν του ὑπόστασιν εἰς «Ἱεράν Σύνοδον Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων», οὐχί αὐτοδικαίως, ἀλλά ἐκ τῆς ἀνυποστάστου ἀποφάσεως τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, καί ἐκ τῆς ἀποδοχῆς μελῶν τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, ἰδίᾳ δέ Συνοδικῶν, καί τῶν ἀποφάσεων Πολιτικῶν Κυβερνήσεων, αἱ ὁποῖαι τούς ποδηγέτησαν καί «ἐδασκάλεψαν» εἰς τήν ἀνομίαν,
α. ἀναγκᾶζον τίμια μέλη τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος νά ὑπογράψωσι συνταχθέν καί ἐπιδοθέν ὑπό τοῦ Ἀρχιγραμματεύοντος τοῦ Πατριαρχείου, εἰς ἕνα ἕκαστον ἐξ αὐτῶν, κείμενον ἐνθυμῖζον δήλωσιν τῆς Σταλινικῆς Κα-Κε-Μπε, ἔχοντος ἐπί λέξει οὕτω:
«Σεβασμιώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντίνης κ. Ἀρίσταρχον, Ἀρχιγραμματεύοντα
Σεβασμιώτατε, Ἀνταποκρινόμενος εἰς τήν ἐξ ὀνόματος τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου ἐπιστολήν ὑμῶν ... δηλῶ ὑπευθύνως, ὅτι ἀποδέχομαι τήν παρά τῆς Πανορθοδόξου ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου, τῆς Ἰορδανικῆς Κυβερνήσεως καί τῆς Παλαιστινιακῆς Αὐτονομίας ἀναγνωρισθεῖσαν κανονικήν Σύνοδον τοῦ ἡμετέρου Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί ὑπακούω μετέχων τακτικῶς εἰς τό ἑξῆς εἰς τάς συνεδριάσεις αὐτῆς, διακόπτων οἱανδήποτε ἐπικοινωνίαν μετά τοῦ πρῴην Πατριάρχου καί νῦν μοναχοῦ Εἰρηναίου. Ἐν περιπτώσει ὑπαναχωρήσεως ἐκ τῆς ἄνω δηλώσεώς μου, δέχομαι τά ἐκ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐπιτίμια.
Ἐν τῇ Ἁγίᾳ Πόλει Ἱερουσαλήμ, τῇ ..........»,
β. Κυριολεκτικῶς: Ντροπή! Αὐτά ἐνθυμίζουν ἄλλες μαῦρες ἐποχές, δικτατορικῶν καθεστώτων, καί οὐχί Ἐκκλησίαν ἀγάπης. Μή λησμονητέος ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής. Ὁ πνευματικός νόμος ἰσχύει δι' ὅλους ἀτέγκτως «ἐν ἄλλοις πταίομεν καί ἐν ἄλλοις παιδευόμεθα»,
γ. τό ὁποῖον, ἐάν δέν ὑπέγραφον, ἤ ἐάν ὑπέγραφον καί μετέπειτα ὑπαναχωροῦσαν («ἐν περιπτώσει ὑπαναχωρήσεως ἐκ τῆς ἄνω δηλώσεώς μου»), τότε ἐδέχοντο a priori («δέχομαι...»), ὅτι θά ἐλάμβανον «τά ἐκ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐπιτίμια»!,
δ. κατά τρόπον ὥστε, ἡ μέν σχετική «πλειοψηφία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου» τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐστήριξε τήν νομιμότητα καί κανονικότητά της εἰς τήν καθ' ἑαυτήν ἀνυπόστατον ἀλλά καί ἐλλειμματικῶς πλειοψηφοῦσαν ἀπόφασιν τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, αὕτη δέ ἐστηρίχθη ἐπί τῆς κινουμένης ἄμμου τῆς ἀνυπάρκτου κανονικότητος τῆς «πλειοψηφίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου» τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων! Δικτατορία στυγνή.
6. Ἐξέλεξε παμψηφεί ὡς νέον «Πατριάρχην», τόν μόνον ὑφ' Ἡμῶν εἰς Ἀρχιερέα ὑψωθέντα, ὅστις – προεργασθείς τήν ἀνομίαν, συνεργασθείς μετά τοῦ συμπατριώτου του Διοικητοῦ τῆς Μυστικῆς Ἀμερικανικῆς Ὑπηρεσίας CIA Τζώρτζ Τένεντ , μετά πολιτικῶν παραγόντων εἰς Ἰορδανίαν καί Παλαιστινιακήν Ἀρχήν, μετά τοῦ γνωστοῦ Μουσουλμάνου Δικηγόρου του Ράμι Μούγραμπι, καί μεθ' ἑτέρου πράκτορος τῶν Μυστικῶν Ὑπηρεσιῶν ἐν Ἰσραήλ ὀνομαζομένου Ἐλ Χανάν Μιζράχι, ὅστις καί τοῦ ἐξησφάλισε τήν παμψηφεί ἐκλογήν του, μετελθών ἐν κρυπτῷ καί παραβύστῳ παραπλανητικάς μεθόδους, ἐκφοβισμούς καί τηλεφωνικάς ἀπειλάς πρός τό σῶμα τῶν Συνοδικῶν ἐκλεκτόρων – ὑπερακόντισεν Ἡμᾶς καί ἅπασαν τήν Ἁγιοταφιτικήν ἡμῶν Ἀδελφότητα προδώσας τόν Χριστόν!, εἰς ἀνταμοιβήν Πρωτοκαθεδρίας ἔναντι ἀνταλλαγμάτων, ἅτινα ἐφανερώθησαν μεταγενεστέρως, ἐξ ἐνεργειῶν του, καρπούς τῶν ὁποίων σήμερον δρέπομεν, ἤτοι:
α. Διετάραξε τό διεθνῶς προστατευόμενον ἀπαράβατον καί ἀπαρασάλευτον καθεστώς τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων, ὡς ἐκυρώθη ἐν τῇ Συνθήκῃ τοῦ Βερολίνου 1878, παραδώσας κλεῖθρα τῆς σιδηρᾶς πόρτας τῆς Βασιλικῆς τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως ἐν Βηθλεέμ εἰς ἀλλοδόξους, καθώς καί τοῦ δικαιώματος ἐπισκευῶν ἐπί τῶν Προσκυνημάτων εἰς τήν ποικίλης θρησκευτικῆς ἀποχρώσεως Οὐνέσκο (ἐνῶ δι' ἐξόδων τοῦ καθ' ἡμᾶς Πατριαρχείου ἐκάστοτε ἐπεσκευάζετο ἡ στέγη τῆς Βασιλικῆς τῆς Γεννήσεως ἤ ὅ,τι ἄλλο ἔχρῃζε συντηρήσεως), παραβιάσας οὕτω καθεστώς αἰώνων, ὅπερ, κατόπιν τεραστίων ἀγώνων τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος καί ἐκδόσεως φιρμανίων, προσέδιδεν ἀποκλειστικῶς προνόμια ἡμῖν τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Γενάρχου τῆς Ρωμιοσύνης Μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῆς Σεπτῆς μητρός του Ἁγίας Ἑλένης. Συγκεκριμένως δέ:
1. Ἡ συνθήκη τοῦ Βερολίνου τοῦ 1878, εἰς τό ἄρθρον 62, ἐκύρωσε τό καθεστώς τῶν Προσκυνημάτων, τό ἀπό τῆς Συνθήκης τῶν Παρισίων, ἤτοι τά κτητορικά δίκαια τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐπί τῶν Προσκυνημάτων, τά ὁποῖα ἀποτυπώνονται εἰς τόν Θεμελιώδη Νόμον τοῦ 1875 τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, καί
2. Ἀπηγόρευσε «διά τοῦ ἄρθρου 63 οἱανδήποτε ἐπέμβασιν εἰς τούς Θεμελιώδεις Κανόνας καί τούς Ἐσωτερικούς Κανονισμούς τῶν Θρησκευτικῶν Ὀργανώσεων πού ἀνῆκον εἰς τήν Ὑψηλήν Πύλην» , «ὡς οὗτοι ὑπῆρχον μέχρι τό στάδιον τῆς παραλαβῆς ὑπό τῆς Βρεττανικῆς Κυβερνήσεως τῆς Ἐντολῆς αὐτῆς τῆς διαφυλάξεως τοῦ νομικοῦ καθεστῶτος, τοῦ STATUS QUO, τῶν ἐν τοῖς Ἁγίοις Τόποις Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων» .
β. Ἐξεχώρησεν ἀπαράγραπτα καί ἀπαραβίαστα ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων περιουσιακά δικαιώματα τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχείου εἰς τρίτους, πραγματοποιῶν πωλήσεις καί μακροχρονίους μισθώσεις ἰδιοκτησιῶν ἀναλογουσῶν εἰς ποσοστόν ἄνω τοῦ 50% τῆς συνολικῆς περιουσίας τοῦ καθ' ἡμᾶς Ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου, πολλαί ἐκ τῶν ὁποίων ἐγένοντο ὡς ἀκολούθως:
1. Ἐπί ὑφισταμένης μεταξύ τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί μιᾶς ἑταιρείας συμβάσεως ἀντιπαροχῆς ἰδιοκτησίας τοῦ Πατριαρχείου, ληγούσης τήν ἑπομένην δεκαετίαν, τῆς Ἑταιρείας, ὡς ἐκ τούτου, ἀναζητούσης νέαν ἀναμίσθωσιν, ὁ δικηγόρος του Ράμι Μούγραμπι, ἀφοῦ ἐλάμβανεν ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου διά τήν μέλλουσαν ἀνανέωσιν τῆς συμβάσεως προκαταβολήν, συνιστοῦσε πάραυτα offshore ἀπρόσωπον ἑταιρείαν, ἥτις συνομολογοῦσε μετά τοῦ Πατριαρχείου μακροχρόνιον σύμβασιν ἐπί τῆς ἰδίας ἰδιοκτησίας,
2. Ἀποδίδοντας εἰς τό Πατριαρχεῖον τήν προκαταβολήν ὡς ὁλοκληρωτικόν τίμημα, μέ ἐμφανιζόμενον κέρδος διά τό Πατριαρχεῖον, ἀφοῦ δέν ἐπρόκειτο νά λάβῃ τό Πατριαρχεῖον τό παραμικρόν, ἄχρι λήξεως τῆς συμβάσεως μετά τῆς ὑφισταμένης πρώτης ἑταιρείας, ἡ ὁποία εἶχε προκαταβάλει τό τίμημα πρό ἐτῶν ἅμα τῇ ὑπογραφῇ τῆς ἀρχικῆς συναλλαγῆς.
3. Κατόπιν, ὁ ἴδιος δικηγόρος, διά τῆς συσταθείσης offshore ἑταιρείας, ἥτις διέθετε πλέον τά δικαιώματα ἐπί τῆς ἰδιοκτησίας, συνηλλάσσετο ἀπευθείας μετά τῆς πρώτης ἑταιρείας, παρατείνοντας τήν ἀρχικήν μετά τοῦ Πατριαρχείου σύμβασίν της, καί ἐλάμβανε τό ὑπόλοιπον τίμημα τό ὁποῖον δέν ἀποτελοῦσε πλέον ἔσοδον διά τό Πατριαρχεῖον!
γ. Ὑπεσχέθη, ὡς ὁμολογεῖ ὁ νομικός ἐκπρόσωπος τοῦ Ἑβραϊκοῦ Ἐθνικοῦ Ταμείου τοῦ Ἰσραηλινοῦ Κράτους Δικηγόρος κ. Ἀλόν Γιοέλι, εἰς τό ἄρθρον τῆς ἐγκρίτου Ἰσραηλινῆς ἐφημερίδος Μακόρ Ρισόν τῆς 29ης Ἰουλίου 2011, τήν ἀπόδοσιν τοῦ ποσοῦ τῶν Δεκατριῶν ἑκατομυρίων δολλαρίων, ἔναντι προβεβλημένων οἰκονομικῶν ἀπαιτήσεων τοῦ κράτους, διά μή ἐκτελεσθείσας συναλλακτικάς συμβάσεις, ἐπί ἀκινήτου περιουσίας τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχείου,
δ. Μέ ἀνταλλαγήν τήν ὑπό τοῦ Ἰσραήλ ἀναγνώρισίν του εἰς Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, ὅπερ καί ἐπέτυχε.
ε. Ἐπειδή ὅμως δέν ἐδόθη τελικῶς τό ὑπεσχημένον ποσόν, ἡ κρατική ἑταιρεία τοῦ Ἰσραήλ ὑπέβαλεν ἀγωγήν κατ' αὐτοῦ καί Ἡμεῖς μήνυσιν πρός διεξαγωγήν ἀνακρίσεων διά τήν δοσοληψίαν, ἥτις θέτει καί οὕτως ὑπό ἀκύρωσιν τό ὑπό τοῦ Ἰσραήλ παρασχεθέν βεράτιον ἀναγνωρίσεώς του. Τοιαῦται περιπτώσεις εἶναι πολλαί. Καί θά ἀναμείνωμεν πρίν τάς φέρωμεν εἰς τήν δημοσιότητα.
ΙΑ.
Καταληκτικῶς, Ἅγιοι Προκαθήμενοι,
1. Κατά τήν μεταβατικήν τῆς κρίσεως ταύτην περίοδον, τῆς κατασιγῆς τῶν γεγενημένων πολιτικῶν καί παρεκκλησιαστικῶν ἐγκληματικῶν παρεμβάσεων καί ὑπερβάσεων ἐξουσίας, τῆς σημερινῆς τραγικῆς πραγματικῆς καταστάσεως τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχείου, ὅπου ἡ Ἀδελφότης ἀποδεκατίζεται, ἡ πνευματικότης ἐλλείπει καί ὁ ἀκούσιος ἐγκλεισμός Ἡμῶν ἐπισφραγίζεται διά τῶν κεκλεισμένων ἔξωθεν θυρῶν τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχικοῦ κελλίου, ὅπου παρέχεται εἰς Ἡμᾶς ἡ «ἐλευθερία» ἐξελθεῖν τοῦ Πατριαρχείου, ἄνευ ὅμως ἐπιστροφῆς εἰς Αὐτό, ὡς ἔδοξε τῷ «Προεστῶτι»!,
2. Εἴμεθα ἀποφασισμένοι νά ἀφήσωμεν καί τήν τελευταίαν πνοήν Ἡμῶν εἰς τό Πατριαρχεῖον, εἰς τό Ὁποῖον ἐκ πρώτης νεότητος ἀφιερώσαμεν τήν ὕπαρξιν Ἡμῶν εἰς τόν Πανάγιον καί Ζωοδόχον Τάφον, ἀφοῦ ὅμως διατρανώσωμεν πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν, ὅτι εἴμεθα θύματα ἀδικίας καί ἀθλίας σκευωρίας καί ἀπευθύνωμεν πρός τόν Κύριον τόν 34ον Ψαλμόν: «Κύριε, δίκασον τούς ἀδικοῦντάς με».
3. Ἐπελέξαμεν τήν μή παραίτησιν Ἡμῶν, οὐχί ἔκ τινος πάθους ἐξουσίας, ἀλλ' ἱστάμενοι ἐν τῷ τόπῳ τοῦ τελεσιουργηθέντος ἐφ' Ἡμᾶς προσωπικοῦ μαρτυρίου, καί τῶν σύν Ἡμῖν, στερουμένων Ἡμῶν στοιχειωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ὑγείας, τροφῆς, μετακινήσεως, ἰατρικῶν ἐξετάσεων, φαρμακευτικῆς περιθάλψεως, ἀπωλέσαντες κατ' αὐτάς τόν τελευταῖον ἡμῶν ὀδόντα,
4. Ἐναγκαλιζόμενοι τήν πάσχουσαν Ἁγιοταφιτικήν Ἀδελφότητα, ἡ πλειοψηφία τῆς ὁποίας πλέον ἐπικοινωνεῖ μεθ' Ἡμῶν, παρά τόν φόβον καί τάς ἀπειλάς, ἀπευθυνόμενοι εἰς τά μύχια τῶν Ἀρχιερατικῶν Ὑμῶν Συνειδήσεων, κηδομένων, ἵνα μή μένῃ εἰσέτι τό αἷμα Ἡμῶν ἐπί τάς κεφαλάς τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, τῆς ἰχνηλατησάσης τόν Μάϊον τοῦ 2005 τοῖς σταυρωταῖς τοῦ Κυρίου Ρωμαίοις, καί ἐπί τάς 7 Ἐκκλησίας τῆς συγχρόνου Ἀποκαλύψεως.
5. Ὡς ἤδη ἔλαβε χώραν ἐν Βουλγαρίᾳ, κατόπιν σχίσματος ἀρξαμένου ἀπό τό 1992 ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ἐκλογῆς σχισματικοῦ Πατριάρχου, ἀφοῦ τό πρῶτον, κατά ἕξ συναπτά ἔτη, ἡ Τοπική Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, ἤτοι ὁ Κανονικός Πατριάρχης μεθ' ὅσων Συνοδικῶν μελῶν δέν προσῆλθον εἰς τήν σχισματικήν κίνησιν, ἐξήντλησε τήν ἄσκησιν ἁπάντων τῶν ἐξουσιαστικῶν κανονικῶν δικαιωμάτων Της ἐπί τῶν σχισματικῶν, μή λύουσα τό δημιουργηθέν μεῖζον ζήτημα,
6. Τοῦ Κανονικοῦ Πατριάρχου Βουλγαρίας αἰτησαμένου τήν σύγκλησιν Μείζονος Συνόδου πρός διευθέτησιν τοῦ ζητήματος ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τότε καί μόνον Αὕτη ἐγένετο ἐν Σόφιᾳ ἀπό 30.09.1998 ἕως 02.10.1998, ἐπιστηρίξασα τελικῶς τόν Κανονικόν Πατριάρχην, ἀποδεχθεῖσα τήν ἕνεκα καταδίκης τοῦ διά διοικητικούς λόγους ἀρξαμένου σχίσματος μετάνοιαν τῶν σχισματικῶν, κατισχύσασα τῶν ἐμποδίων τῆς Τοπικῆς Κυβερνήσεως, καί οὐχί μόνον, ἥτις ὑπεστήριζεν ἐν παντί τήν ἐπικράτησιν τῶν σχισματικῶν ἐπί ἕξ ἔτη.
7. Ὡς ἤδη προεξεθέσαμεν, ἡ πρᾶξις ἀποκηρύξεως πάσχει ἀπολύτου ἀκυρότητος, εἰς σημεῖον νά εἶναι ἀνυπόστατος, ἡ δέ τοιαύτη ἀκυρότης καί τό ἐν αὐτῇ ἀνυπόστατον οὐδαμῶς ἐθεραπεύθη διά τῆς ὑπό τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου ἀναγνωρίσεώς της, ὡς προελθούσης ἐκ τῆς «πλειοψηφίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων», ἀκεφάλου, παρανόμου καί ἀντικανονικῆς οὔσης τῆς ἰδίας.
1. Κατά τήν μεταβατικήν τῆς κρίσεως ταύτην περίοδον, τῆς κατασιγῆς τῶν γεγενημένων πολιτικῶν καί παρεκκλησιαστικῶν ἐγκληματικῶν παρεμβάσεων καί ὑπερβάσεων ἐξουσίας, τῆς σημερινῆς τραγικῆς πραγματικῆς καταστάσεως τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχείου, ὅπου ἡ Ἀδελφότης ἀποδεκατίζεται, ἡ πνευματικότης ἐλλείπει καί ὁ ἀκούσιος ἐγκλεισμός Ἡμῶν ἐπισφραγίζεται διά τῶν κεκλεισμένων ἔξωθεν θυρῶν τοῦ Ἡμετέρου Πατριαρχικοῦ κελλίου, ὅπου παρέχεται εἰς Ἡμᾶς ἡ «ἐλευθερία» ἐξελθεῖν τοῦ Πατριαρχείου, ἄνευ ὅμως ἐπιστροφῆς εἰς Αὐτό, ὡς ἔδοξε τῷ «Προεστῶτι»!,
2. Εἴμεθα ἀποφασισμένοι νά ἀφήσωμεν καί τήν τελευταίαν πνοήν Ἡμῶν εἰς τό Πατριαρχεῖον, εἰς τό Ὁποῖον ἐκ πρώτης νεότητος ἀφιερώσαμεν τήν ὕπαρξιν Ἡμῶν εἰς τόν Πανάγιον καί Ζωοδόχον Τάφον, ἀφοῦ ὅμως διατρανώσωμεν πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν, ὅτι εἴμεθα θύματα ἀδικίας καί ἀθλίας σκευωρίας καί ἀπευθύνωμεν πρός τόν Κύριον τόν 34ον Ψαλμόν: «Κύριε, δίκασον τούς ἀδικοῦντάς με».
3. Ἐπελέξαμεν τήν μή παραίτησιν Ἡμῶν, οὐχί ἔκ τινος πάθους ἐξουσίας, ἀλλ' ἱστάμενοι ἐν τῷ τόπῳ τοῦ τελεσιουργηθέντος ἐφ' Ἡμᾶς προσωπικοῦ μαρτυρίου, καί τῶν σύν Ἡμῖν, στερουμένων Ἡμῶν στοιχειωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ὑγείας, τροφῆς, μετακινήσεως, ἰατρικῶν ἐξετάσεων, φαρμακευτικῆς περιθάλψεως, ἀπωλέσαντες κατ' αὐτάς τόν τελευταῖον ἡμῶν ὀδόντα,
4. Ἐναγκαλιζόμενοι τήν πάσχουσαν Ἁγιοταφιτικήν Ἀδελφότητα, ἡ πλειοψηφία τῆς ὁποίας πλέον ἐπικοινωνεῖ μεθ' Ἡμῶν, παρά τόν φόβον καί τάς ἀπειλάς, ἀπευθυνόμενοι εἰς τά μύχια τῶν Ἀρχιερατικῶν Ὑμῶν Συνειδήσεων, κηδομένων, ἵνα μή μένῃ εἰσέτι τό αἷμα Ἡμῶν ἐπί τάς κεφαλάς τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, τῆς ἰχνηλατησάσης τόν Μάϊον τοῦ 2005 τοῖς σταυρωταῖς τοῦ Κυρίου Ρωμαίοις, καί ἐπί τάς 7 Ἐκκλησίας τῆς συγχρόνου Ἀποκαλύψεως.
5. Ὡς ἤδη ἔλαβε χώραν ἐν Βουλγαρίᾳ, κατόπιν σχίσματος ἀρξαμένου ἀπό τό 1992 ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ἐκλογῆς σχισματικοῦ Πατριάρχου, ἀφοῦ τό πρῶτον, κατά ἕξ συναπτά ἔτη, ἡ Τοπική Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, ἤτοι ὁ Κανονικός Πατριάρχης μεθ' ὅσων Συνοδικῶν μελῶν δέν προσῆλθον εἰς τήν σχισματικήν κίνησιν, ἐξήντλησε τήν ἄσκησιν ἁπάντων τῶν ἐξουσιαστικῶν κανονικῶν δικαιωμάτων Της ἐπί τῶν σχισματικῶν, μή λύουσα τό δημιουργηθέν μεῖζον ζήτημα,
6. Τοῦ Κανονικοῦ Πατριάρχου Βουλγαρίας αἰτησαμένου τήν σύγκλησιν Μείζονος Συνόδου πρός διευθέτησιν τοῦ ζητήματος ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τότε καί μόνον Αὕτη ἐγένετο ἐν Σόφιᾳ ἀπό 30.09.1998 ἕως 02.10.1998, ἐπιστηρίξασα τελικῶς τόν Κανονικόν Πατριάρχην, ἀποδεχθεῖσα τήν ἕνεκα καταδίκης τοῦ διά διοικητικούς λόγους ἀρξαμένου σχίσματος μετάνοιαν τῶν σχισματικῶν, κατισχύσασα τῶν ἐμποδίων τῆς Τοπικῆς Κυβερνήσεως, καί οὐχί μόνον, ἥτις ὑπεστήριζεν ἐν παντί τήν ἐπικράτησιν τῶν σχισματικῶν ἐπί ἕξ ἔτη.
7. Ὡς ἤδη προεξεθέσαμεν, ἡ πρᾶξις ἀποκηρύξεως πάσχει ἀπολύτου ἀκυρότητος, εἰς σημεῖον νά εἶναι ἀνυπόστατος, ἡ δέ τοιαύτη ἀκυρότης καί τό ἐν αὐτῇ ἀνυπόστατον οὐδαμῶς ἐθεραπεύθη διά τῆς ὑπό τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου ἀναγνωρίσεώς της, ὡς προελθούσης ἐκ τῆς «πλειοψηφίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων», ἀκεφάλου, παρανόμου καί ἀντικανονικῆς οὔσης τῆς ἰδίας.
ΙΒ.
Ταῦτα πάντα ἀνεκεφαλαιώσαμεν ἐνώπιον Ὑμῶν, κατά τό πρότυπον τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός
ἡμῶν Εἰρηναίου Ἀρχιεπισκόπου Λουγδούνων, τοῦ Ἀποστολικοῦ Πατρός τῆς
Ἀνακεφαλαιώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Πίστεως καί Σωτηρίας.
Πάντα τά ἐπακολουθήσαντα εἰς Ἱερουσόλυμα εἶναι, ἐξ ἴσου, νόμοις καί Κανόσιν ἄκυρα καί ἀνυπόστατα, μή θεραπευόμενα καί κατ' ἐλάχιστον τῇ χρονίᾳ διαδρομῇ, ἀντιθέτως, ἀνατρεπόμενα συλλήβδην, μόλις ἐκλείψῃ, τεθεῖσα ὡς θεμέλιον αὐτῶν, ἡ ἀνυπόστατος ἀπόφασις τοῦ Φαναρίου. Ἰσχύει ἀπαρεγκλίτως ὁ Κανών: Quod ab initio vitiosum est, tractu temporis convalescere non potest. Ὅλα ὁδηγοῦν μονοσημάντως εἰς τήν ἀδήριτον ἀνάγκην, ἵνα θεραπεύσωσι τό ἐπενεχθέν εἰς τήν Ἐκκλησίαν βαθύ τραῦμα, οἱ μόνοι «δικαιούμενοι» καί δυνάμενοι, δηλαδή οἱ τρώσαντες.
1. Λαβόντες, καί Ὑμεῖς, Παναγιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως καί Οἰκουμενικέ Πατριάρχα, ὁ συγκαλέσας τήν, ὑπό τήν Προεδρίαν Ὑμῶν καρατόμησίν μου, Σύναξιν ἤ Σύνοδον ἤ Ἐκκλησιαστικόν Δικαστήριον τῆς 24ης Μαΐου 2005, ὑπ' ὄψιν ἁπάσας τάς προμνησθείσας Ἡμετέρας ἀναφοράς καί συνόψεις ἐπί τῶν ἐπικληθέντων γεγονότων, ἅτινα συνοδεύονται μετά τῶν ἀπαραιτήτων ἀποδεικτικῶν στοιχείων, διά συνόλην ἐξέτασίν των,
2. Αἰτούμεθα τήν Ὑμετέραν ὀφειλήν ἐπαναφορᾶς ἐν τῷ Ἡμετέρῳ Πατριαρχείῳ τῆς διαῤῥαγείσης Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ἥτις καί ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖον λίθον τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας,
3. Διά τῆς ἀναγνωρίσεως τόσον τῆς ἀκυρότητος ἁπασῶν τῶν παρανόμων καί ἀντικανονικῶν ἐνταῦθα πράξεων, ὅσον καί τῆς ἐν τῷ Ἡμετέρῳ προσώπῳ κανονικότητος καί νομιμότητος τοῦ φορέως τοῦ Σταυροαναστασίμου Πατριαρχικοῦ Ἀξιώματος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τῆς Ἡμετέρας ἐκλογῆς ἕως σήμερον.
4. Εἶναι ἀνάγκη, Δικαιοσύνης ἕνεκα, νά ἀναλάβῃ ἐκ νέου ἡ Ἑλληνική Πολιτεία, ἡ καθ' ὁμολογίαν τῶν τά πρῶτα φερόντων τότε ἐν τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριαρχείῳ, πιέσασα Τοῦτο εἰς ἐν τέλει ἐκτροπήν, τήν ἄκρως ἀναλογοῦσαν Αὐτῇ εὐθύνην,
5. Ἵνα προκαλέσῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἐν συνεργασίᾳ μετά τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας δι' ὁρισμόν Οἴκου συγκλήσεως Αὐτῆς, παρισταμένων ἐν Αὐτῇ, ἤ νομίμως ἐκπροσωπουμένων, Ὑμῶν τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν, Ἡμῶν δέ ὑπό φερωνύμου μοι Συνεργοῦ καί τοῦ Ἡμετέρου Νομικοῦ Συμβούλου, σεβομένου τήν Ἐκκλησίαν καί γνωρίζοντος μετά τῶν συνεργατῶν του τά ἐκκλησιαστικῶς κρατοῦντα καί τά ἀναγόμενα εἰς τό νομικόν, κανονικόν καί ἐκκλησιαστικόν καθεστώς τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας,
6. Καί διερευνηθῇ ἐπισταμένως, βάσει στοιχείων, πλέον, νόμων καί Κανόνων, ἡ ἀλήθεια, ἀναγνωρισθῇ τό ἄκυρον καί ἀνυπόστατον τῆς ἀπό 24ης Μαΐου 2005 ἀποφάσεως τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, αὐτοενεργούμενα ἐν συνεχείᾳ τά νόμιμα ἐν Ἱεροσολύμοις,
7. Ὥστε νά ἀρθῇ ἡ παράνομος καί ἀντικανονική ἐπίβασις εἰς τόν παλαίφατον Πατριαρχικόν θρόνον τῶν Ἱεροσολύμων καί σταθῇ ἐν αὐτῷ ἡ Ταπεινότης Ἡμῶν, ἀπροσκόπτως, ἄνευ παρανόμου διακοπῆς, συνεχιζομένης τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ὁ δέ Ἡμέτερος Ἀβεσσαλώμ συμμορφωθῇ εἰς τήν οἰκείαν τάξιν, τήν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θαβωρείου.
8. Ἡ ἀπόδοσις Δικαιοσύνης καί ἡ ἄρσις τῆς ἀδίκου καταδίκης μου ὑφ' Ὑμῶν τῶν 7, ἐν Πανορθοδόξῳ Συνόδῳ, εἶναι ἡ μόνη ὁδός, διότι στεροῦμαι παντελῶς χρημάτων, ἵνα προσφύγω εἰς ἄλλα βήματα, διά τήν δικαίωσίν μου καί τήν διασφάλισιν στοιχειωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τῶν ὁποίων ἡ βάναυσος στέρησις ἔχει μεταστρέψει ὑπέρ ἐμοῦ καί ἔχει ἐξεγείρει τάς συνειδήσεις τῆς πλειονότητος τῶν Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων, μέ ὅ,τι αὐτό προοιωνίζεται.
Πάντα τά ἐπακολουθήσαντα εἰς Ἱερουσόλυμα εἶναι, ἐξ ἴσου, νόμοις καί Κανόσιν ἄκυρα καί ἀνυπόστατα, μή θεραπευόμενα καί κατ' ἐλάχιστον τῇ χρονίᾳ διαδρομῇ, ἀντιθέτως, ἀνατρεπόμενα συλλήβδην, μόλις ἐκλείψῃ, τεθεῖσα ὡς θεμέλιον αὐτῶν, ἡ ἀνυπόστατος ἀπόφασις τοῦ Φαναρίου. Ἰσχύει ἀπαρεγκλίτως ὁ Κανών: Quod ab initio vitiosum est, tractu temporis convalescere non potest. Ὅλα ὁδηγοῦν μονοσημάντως εἰς τήν ἀδήριτον ἀνάγκην, ἵνα θεραπεύσωσι τό ἐπενεχθέν εἰς τήν Ἐκκλησίαν βαθύ τραῦμα, οἱ μόνοι «δικαιούμενοι» καί δυνάμενοι, δηλαδή οἱ τρώσαντες.
1. Λαβόντες, καί Ὑμεῖς, Παναγιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως καί Οἰκουμενικέ Πατριάρχα, ὁ συγκαλέσας τήν, ὑπό τήν Προεδρίαν Ὑμῶν καρατόμησίν μου, Σύναξιν ἤ Σύνοδον ἤ Ἐκκλησιαστικόν Δικαστήριον τῆς 24ης Μαΐου 2005, ὑπ' ὄψιν ἁπάσας τάς προμνησθείσας Ἡμετέρας ἀναφοράς καί συνόψεις ἐπί τῶν ἐπικληθέντων γεγονότων, ἅτινα συνοδεύονται μετά τῶν ἀπαραιτήτων ἀποδεικτικῶν στοιχείων, διά συνόλην ἐξέτασίν των,
2. Αἰτούμεθα τήν Ὑμετέραν ὀφειλήν ἐπαναφορᾶς ἐν τῷ Ἡμετέρῳ Πατριαρχείῳ τῆς διαῤῥαγείσης Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ἥτις καί ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖον λίθον τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας,
3. Διά τῆς ἀναγνωρίσεως τόσον τῆς ἀκυρότητος ἁπασῶν τῶν παρανόμων καί ἀντικανονικῶν ἐνταῦθα πράξεων, ὅσον καί τῆς ἐν τῷ Ἡμετέρῳ προσώπῳ κανονικότητος καί νομιμότητος τοῦ φορέως τοῦ Σταυροαναστασίμου Πατριαρχικοῦ Ἀξιώματος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τῆς Ἡμετέρας ἐκλογῆς ἕως σήμερον.
4. Εἶναι ἀνάγκη, Δικαιοσύνης ἕνεκα, νά ἀναλάβῃ ἐκ νέου ἡ Ἑλληνική Πολιτεία, ἡ καθ' ὁμολογίαν τῶν τά πρῶτα φερόντων τότε ἐν τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριαρχείῳ, πιέσασα Τοῦτο εἰς ἐν τέλει ἐκτροπήν, τήν ἄκρως ἀναλογοῦσαν Αὐτῇ εὐθύνην,
5. Ἵνα προκαλέσῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἐν συνεργασίᾳ μετά τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας δι' ὁρισμόν Οἴκου συγκλήσεως Αὐτῆς, παρισταμένων ἐν Αὐτῇ, ἤ νομίμως ἐκπροσωπουμένων, Ὑμῶν τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν, Ἡμῶν δέ ὑπό φερωνύμου μοι Συνεργοῦ καί τοῦ Ἡμετέρου Νομικοῦ Συμβούλου, σεβομένου τήν Ἐκκλησίαν καί γνωρίζοντος μετά τῶν συνεργατῶν του τά ἐκκλησιαστικῶς κρατοῦντα καί τά ἀναγόμενα εἰς τό νομικόν, κανονικόν καί ἐκκλησιαστικόν καθεστώς τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας,
6. Καί διερευνηθῇ ἐπισταμένως, βάσει στοιχείων, πλέον, νόμων καί Κανόνων, ἡ ἀλήθεια, ἀναγνωρισθῇ τό ἄκυρον καί ἀνυπόστατον τῆς ἀπό 24ης Μαΐου 2005 ἀποφάσεως τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, αὐτοενεργούμενα ἐν συνεχείᾳ τά νόμιμα ἐν Ἱεροσολύμοις,
7. Ὥστε νά ἀρθῇ ἡ παράνομος καί ἀντικανονική ἐπίβασις εἰς τόν παλαίφατον Πατριαρχικόν θρόνον τῶν Ἱεροσολύμων καί σταθῇ ἐν αὐτῷ ἡ Ταπεινότης Ἡμῶν, ἀπροσκόπτως, ἄνευ παρανόμου διακοπῆς, συνεχιζομένης τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ὁ δέ Ἡμέτερος Ἀβεσσαλώμ συμμορφωθῇ εἰς τήν οἰκείαν τάξιν, τήν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θαβωρείου.
8. Ἡ ἀπόδοσις Δικαιοσύνης καί ἡ ἄρσις τῆς ἀδίκου καταδίκης μου ὑφ' Ὑμῶν τῶν 7, ἐν Πανορθοδόξῳ Συνόδῳ, εἶναι ἡ μόνη ὁδός, διότι στεροῦμαι παντελῶς χρημάτων, ἵνα προσφύγω εἰς ἄλλα βήματα, διά τήν δικαίωσίν μου καί τήν διασφάλισιν στοιχειωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τῶν ὁποίων ἡ βάναυσος στέρησις ἔχει μεταστρέψει ὑπέρ ἐμοῦ καί ἔχει ἐξεγείρει τάς συνειδήσεις τῆς πλειονότητος τῶν Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων, μέ ὅ,τι αὐτό προοιωνίζεται.
ΙΓ.
Κοινοποιοῦμεν τήν παροῦσαν εἰς τήν ἐντιμοτάτην Ἑλληνικήν
Κυβέρνησιν,
1. Τῆς ὁποίας ὁ Πρωθυπουργός παρέχει, καί ἐξ αἰωνοβίων οἰκογενειακῶν καταβολῶν καί παιδείας, ἀσφαλῆ ἐχέγγυα δικαίας διαχειρίσεως τοῦ ὅλου θέματος,
2. Ἱκανοῦ, μεθ' ὁμοίων του, νά ἀποσπογγίσῃ πᾶσαν ῥανίδα ἐκ «τοῦ ἐκχυθέντος ἀνά μέσον τοῦ Ναοῦ καί τοῦ Θυσιαστηρίου αἵματος» τοῦ πρώτου Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννου Καποδίστρια καί τούς θρόμβους τοῦ ψυχικοῦ Ἡμῶν πολυετοῦς ἱδρῶτος, ἐκ τῆς ἀγωνίας
3. Τοῦ προσωπικῶς ἐπιβληθέντος μοι μαρτυρίου ὑπό προκατόχων του, ὡς προφασίζονται εἰσέτι οἱ δήμιοί μου, καί
4. Τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὑπό τῶν ταγῶν Της,
5. Ἐξαιτούμενοι τήν ταχεῖαν ἐπίλυσιν τοῦ ἐγκυμονοῦντος σοβαρούς ἐθνικούς κινδύνους προβλήματος εἰς Ἱεροσόλυμα,
6. Ἵνα καταπαύσῃ ἡ ἀποσύνθεσις τῆς Πατρίδος ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων, κυρίων τοῦ Παναγίου Τάφου καί τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γῇ,
7. Ἐπί τῇ χιλιοστῇ καί ἑπτακοσιοστῇ ἐπετείῳ ἀπό Μεδιολάνων, τῶν Κτιτόρων Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καί τῆς Βασιλομήτορος Ἁγίας Ἑλένης,
8. Φερούσης τῆς Ἑλλάδος ἕως σήμερον τοιοῦτον ἄγος, τό ἐμόν μαρτύριον, ἐφ' Ἑαυτήν,
9. Ἀμέσως δέ τήν ἐπανέκδοσιν διπλωματικοῦ διαβατηρίου πρός τήν Ἡμετέραν Μετριότητα, στερουμένην ἀπό πενταετίας παντός εἴδους ταξιδιωτικοῦ ἐγγράφου διά τά ἀναγκαῖα,
10. Παρακαλοῦντες θερμῶς, ἀντί τῆς ὑπ' Αὐτῆς εἰσηγηθείσης δι' Ἡμᾶς καταβολῆς ἐπιδόματος ἀπό τοῦ 2005 ἕως σήμερον, κάλυψιν ἐξόδων ἐλεύσεως καί διαμονῆς Ὑμῶν τῶν Προκαθημένων ἤ Ἐκπροσώπων τῶν Ὑμετέρων Ἐκκλησιῶν διά Συλλείτουργον ἐν τῷ Πανιέρῳ Ναῷ τῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως μετά τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος,
11. Πρός Εὐχαριστιακήν Κοινωνίαν, δηλωτικήν τοῦ Κανονικοῦ «ὁ τρώσας καί ἰάσεται», καί ἐν ταπεινώσει ἀναγνώρισιν, ἐμπράκτως ἕκαστος, τῶν γενομένων λαθῶν,
12. Μέτρον ἐν προκειμένῳ τόν τῆς Ρώμης Ἐπίσκοπον Βενέδικτον τόν ΙΣΤ' ἅπαντες λαβόντες, διά τοῦ μαρτυρίου τῆς παραιτήσεώς Του, ὁδόν δείξας πρός Ἐμμαούς καί ἀλλήλοις ἅπασιν ἐν τῇ Κλάσει τοῦ Ἄρτου,
13. Ὥστε τελειωθῆναι τόν κη' Κανόνα τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «διά τό εἶναι τήν Ἱερουσαλήμ Καθέδραν τοῦ Ἐπουρανίου Βασιλέως», Προκαθημένην ἀπό τοῦδε τῆς Ἀγάπης, Ἥτις ἐφεξῆς σταθήσεται, ἐν Τόπῳ τῷ Ἁγίῳ, ἔνθα ἡ Ἀγάπη, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, Ἐσταυρώθη, Ἐτάφη καί Ἀνέστη, εἰς σωτηρίαν τοῦ σύμπαντος κόσμου καί ἡμῶν τῶν ἐσχάτων,
14. Κατά τήν 24 Ἰουνίου 2013, Δευτέραν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς ἑνότητα πάντας Καλοῦντος.
1. Τῆς ὁποίας ὁ Πρωθυπουργός παρέχει, καί ἐξ αἰωνοβίων οἰκογενειακῶν καταβολῶν καί παιδείας, ἀσφαλῆ ἐχέγγυα δικαίας διαχειρίσεως τοῦ ὅλου θέματος,
2. Ἱκανοῦ, μεθ' ὁμοίων του, νά ἀποσπογγίσῃ πᾶσαν ῥανίδα ἐκ «τοῦ ἐκχυθέντος ἀνά μέσον τοῦ Ναοῦ καί τοῦ Θυσιαστηρίου αἵματος» τοῦ πρώτου Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννου Καποδίστρια καί τούς θρόμβους τοῦ ψυχικοῦ Ἡμῶν πολυετοῦς ἱδρῶτος, ἐκ τῆς ἀγωνίας
3. Τοῦ προσωπικῶς ἐπιβληθέντος μοι μαρτυρίου ὑπό προκατόχων του, ὡς προφασίζονται εἰσέτι οἱ δήμιοί μου, καί
4. Τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὑπό τῶν ταγῶν Της,
5. Ἐξαιτούμενοι τήν ταχεῖαν ἐπίλυσιν τοῦ ἐγκυμονοῦντος σοβαρούς ἐθνικούς κινδύνους προβλήματος εἰς Ἱεροσόλυμα,
6. Ἵνα καταπαύσῃ ἡ ἀποσύνθεσις τῆς Πατρίδος ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων, κυρίων τοῦ Παναγίου Τάφου καί τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γῇ,
7. Ἐπί τῇ χιλιοστῇ καί ἑπτακοσιοστῇ ἐπετείῳ ἀπό Μεδιολάνων, τῶν Κτιτόρων Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καί τῆς Βασιλομήτορος Ἁγίας Ἑλένης,
8. Φερούσης τῆς Ἑλλάδος ἕως σήμερον τοιοῦτον ἄγος, τό ἐμόν μαρτύριον, ἐφ' Ἑαυτήν,
9. Ἀμέσως δέ τήν ἐπανέκδοσιν διπλωματικοῦ διαβατηρίου πρός τήν Ἡμετέραν Μετριότητα, στερουμένην ἀπό πενταετίας παντός εἴδους ταξιδιωτικοῦ ἐγγράφου διά τά ἀναγκαῖα,
10. Παρακαλοῦντες θερμῶς, ἀντί τῆς ὑπ' Αὐτῆς εἰσηγηθείσης δι' Ἡμᾶς καταβολῆς ἐπιδόματος ἀπό τοῦ 2005 ἕως σήμερον, κάλυψιν ἐξόδων ἐλεύσεως καί διαμονῆς Ὑμῶν τῶν Προκαθημένων ἤ Ἐκπροσώπων τῶν Ὑμετέρων Ἐκκλησιῶν διά Συλλείτουργον ἐν τῷ Πανιέρῳ Ναῷ τῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως μετά τῆς Ἡμετέρας Μετριότητος,
11. Πρός Εὐχαριστιακήν Κοινωνίαν, δηλωτικήν τοῦ Κανονικοῦ «ὁ τρώσας καί ἰάσεται», καί ἐν ταπεινώσει ἀναγνώρισιν, ἐμπράκτως ἕκαστος, τῶν γενομένων λαθῶν,
12. Μέτρον ἐν προκειμένῳ τόν τῆς Ρώμης Ἐπίσκοπον Βενέδικτον τόν ΙΣΤ' ἅπαντες λαβόντες, διά τοῦ μαρτυρίου τῆς παραιτήσεώς Του, ὁδόν δείξας πρός Ἐμμαούς καί ἀλλήλοις ἅπασιν ἐν τῇ Κλάσει τοῦ Ἄρτου,
13. Ὥστε τελειωθῆναι τόν κη' Κανόνα τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «διά τό εἶναι τήν Ἱερουσαλήμ Καθέδραν τοῦ Ἐπουρανίου Βασιλέως», Προκαθημένην ἀπό τοῦδε τῆς Ἀγάπης, Ἥτις ἐφεξῆς σταθήσεται, ἐν Τόπῳ τῷ Ἁγίῳ, ἔνθα ἡ Ἀγάπη, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, Ἐσταυρώθη, Ἐτάφη καί Ἀνέστη, εἰς σωτηρίαν τοῦ σύμπαντος κόσμου καί ἡμῶν τῶν ἐσχάτων,
14. Κατά τήν 24 Ἰουνίου 2013, Δευτέραν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς ἑνότητα πάντας Καλοῦντος.
ΙΔ.
Κοινοποιοῦμεν ὡσαύτως τήν παροῦσαν εἰς τό Κονγκλάβιον τῶν Καρδιναλίων τῆς
Ρώμης,
1. Πρίν τήν ἐκλογήν τοῦ νέου Πάπα,
2. Προσευχόμενοι μετά τοῦ ἀλγοῦντος ἐν Γεθσημανῇ Ἰησοῦ, ἵνα ἐπιστρέψωσιν οὗτοι εἰς τήν πίστιν καί τό βίωμα τῶν 7 Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων,
3. Μετά πάσης ἑτοιμασίας, ἀκριβείας, τελειότητος καί δι' αἰώνων ἀνακεφαλαιώσεως εἰς τοῦτο,
4. Συνακολουθούμενοι μετά τῶν ἀνά τόν κόσμον μελῶν καί πάντων τῶν ποικίλων ἐκγόνων αὐτῶν,
5. Ὥστε ὑπέρ τόν Δνείπερον σκιρτῆσαι τά ὕδατα ἁπανταχοῦ τοῦ προσώπου τῆς Γῆς καί,
6. Μετά στοργῆς σταυρικῆς, ἅπασα ἡ Δύσις ἀνέσπερος Ἀνατολή καθισταμένη οὕτω,
7. Ἵνα εὕρῃ τήν πίστιν ὁ Ἰησοῦς ἐρχόμενος εἰς ἅπαντας, εἰς ἕνα ἕκαστον ἐξ ἡμῶν, κἄν εἰς ἕνα ἐξ ἡμῶν.
8. Ἡ ἀναδυθεῖσα, καί λαβοῦσα εὐρυτάτην δημοσιότητα, ἠθική, καί πάσης ἄλλης μορφῆς, κρίσις εἰς τήν Παπικήν Σύναξιν τῆς Ρώμης, πρέπει νά θεωρηθῇ ὡς παρά Θεοῦ μήνυμα, ἀφοῦ ἀποκαταστήσωμεν ἀρραγῶς τήν ἑνότητα, προσκλήσεως τῆς συνόλου Ὀρθοδοξίας πρός αὐτήν, ὅπως ἀπορρίψῃ τήν πλάνην καί ἐπανέλθῃ ἐν μετανοίᾳ εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ὁ παρών χρόνος εἶναι Θεοῦ Δώρημα.
9. Ἐπισημαίνω τό ἐσπευσμένον τῶν συλλήβδην χειροτονιῶν Ἐπισκόπων, τό ὁποῖον δέν προοιωνίζεται Ἐκκλησιαστικήν εὐρυθμίαν καί εὐαρμοστίαν.
10. Σημειώνω, ἐπίσης, ὅτι ὅλα τά, ὄντως πολλά, ἀποδεικτικά τῶν ἄνω ἔγγραφα, θά προσκομισθοῦν καί θά τεθοῦν ὑπ᾿ ὄψιν ὅλων κατά τήν συγκληθησομένην Σύναξιν ἤ Σύνοδον.
Ὑμέτερος Ἀδελφός ἐν Κυρίῳ ἐν φιλήματι ἁγίῳ διατελῶ.
Ἐν τῇ Ἁγίᾳ Πόλει Ἱερουσαλήμ, ἔτει σωτηρίῳ ´βιγ´ Μαρτίου δ´ / Φεβρουαρίου ιθ´
1. Πρίν τήν ἐκλογήν τοῦ νέου Πάπα,
2. Προσευχόμενοι μετά τοῦ ἀλγοῦντος ἐν Γεθσημανῇ Ἰησοῦ, ἵνα ἐπιστρέψωσιν οὗτοι εἰς τήν πίστιν καί τό βίωμα τῶν 7 Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων,
3. Μετά πάσης ἑτοιμασίας, ἀκριβείας, τελειότητος καί δι' αἰώνων ἀνακεφαλαιώσεως εἰς τοῦτο,
4. Συνακολουθούμενοι μετά τῶν ἀνά τόν κόσμον μελῶν καί πάντων τῶν ποικίλων ἐκγόνων αὐτῶν,
5. Ὥστε ὑπέρ τόν Δνείπερον σκιρτῆσαι τά ὕδατα ἁπανταχοῦ τοῦ προσώπου τῆς Γῆς καί,
6. Μετά στοργῆς σταυρικῆς, ἅπασα ἡ Δύσις ἀνέσπερος Ἀνατολή καθισταμένη οὕτω,
7. Ἵνα εὕρῃ τήν πίστιν ὁ Ἰησοῦς ἐρχόμενος εἰς ἅπαντας, εἰς ἕνα ἕκαστον ἐξ ἡμῶν, κἄν εἰς ἕνα ἐξ ἡμῶν.
8. Ἡ ἀναδυθεῖσα, καί λαβοῦσα εὐρυτάτην δημοσιότητα, ἠθική, καί πάσης ἄλλης μορφῆς, κρίσις εἰς τήν Παπικήν Σύναξιν τῆς Ρώμης, πρέπει νά θεωρηθῇ ὡς παρά Θεοῦ μήνυμα, ἀφοῦ ἀποκαταστήσωμεν ἀρραγῶς τήν ἑνότητα, προσκλήσεως τῆς συνόλου Ὀρθοδοξίας πρός αὐτήν, ὅπως ἀπορρίψῃ τήν πλάνην καί ἐπανέλθῃ ἐν μετανοίᾳ εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ὁ παρών χρόνος εἶναι Θεοῦ Δώρημα.
9. Ἐπισημαίνω τό ἐσπευσμένον τῶν συλλήβδην χειροτονιῶν Ἐπισκόπων, τό ὁποῖον δέν προοιωνίζεται Ἐκκλησιαστικήν εὐρυθμίαν καί εὐαρμοστίαν.
10. Σημειώνω, ἐπίσης, ὅτι ὅλα τά, ὄντως πολλά, ἀποδεικτικά τῶν ἄνω ἔγγραφα, θά προσκομισθοῦν καί θά τεθοῦν ὑπ᾿ ὄψιν ὅλων κατά τήν συγκληθησομένην Σύναξιν ἤ Σύνοδον.
Ὑμέτερος Ἀδελφός ἐν Κυρίῳ ἐν φιλήματι ἁγίῳ διατελῶ.
Ἐν τῇ Ἁγίᾳ Πόλει Ἱερουσαλήμ, ἔτει σωτηρίῳ ´βιγ´ Μαρτίου δ´ / Φεβρουαρίου ιθ´
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ Α'
Ἔγκλειστος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ἔγκλειστος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων