Η Eλλάδα θα είναι μια «χώρα γερόντων» το 2050, καθώς το δημογραφικό πρόβλημα της
χώρας είναι οξύ. Η μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού καθιστά, παράλληλα,
ως αδήριτη ανάγκη τις αλλαγές στο ασφαλιστικό, προκειμένου να μπορεί το σύστημα
να αντεπεξέλθει στις ανάγκες για συντάξεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για τα δημογραφικά μεγέθη της χώρας,
που δημοσιοποίησε χθες η Στατιστική Υπηρεσία, το 2050 ο συνολικός πληθυσμός της
Ελλάδας θα ανέρχεται σε περίπου 11.500.000 άτομα (από 11.213.785 άτομα στις
31/12/2007).
Η δομή, όμως, του πληθυσμού θα είναι διαφορετική από αυτή του 2000,
καθώς η αναλογία των παιδιών ηλικίας 0-14 ετών προβλέπεται να μειωθεί από 15,3%
το 2000 σε 13% το 2050, ενώ η αναλογία της ομάδας ηλικιών 65 ετών και άνω
προβλέπεται να αυξηθεί από 16,6% το 2000 σε 32,1% το 2050. Το ποσοστό του
οικονομικά ενεργού πληθυσμού ηλικίας 15-64 ετών προβλέπεται να μειωθεί κατά 13,2
ποσοστιαίες μονάδες και από 68,1% το 2000 θα γίνει 54,9% το 2050.
Από την έρευνα προκύπτει ότι το χρονικό διάστημα 1995-2007
η σύνθεση του πληθυσμού κατά ομάδες ηλικιών έχει εμφανίσει σημαντικές αλλαγές,
οι οποίες εντοπίζονται σε τρεις μεγάλες ομάδες ηλικιών. Σε απόλυτους αριθμούς, η
ηλικιακή ομάδα των παιδιών 0-14 ετών εμφανίζει το 2007 μείωση κατά 13,5%, σε
σχέση με το 1995, ενώ ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών
εμφανίζει αύξηση κατά 4,6% και ο γεροντικός πληθυσμός ηλικίας 65 ετών και άνω
αυξάνεται κατά 29,5%. Σε απόλυτους αριθμούς επίσης, οι γάμοι από 76.000 που ήταν
ετησίως στις αρχές της δεκαετίας του 1960, βρίσκονται τα τελευταία χρόνια στο
επίπεδο των 57.000 ετησίως. Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τον πρώτο γάμο
αυξήθηκε βαθμιαία και από 24,1 έτη που ήταν το 1991, έφτασε τα 28,6 έτη το 2007.
Από 2,09 γεννήσεις ανά μητέρα το 1981, ποσοστό που αγγίζει το όριο
αντικατάστασης των γενεών (2,1), το ποσοστό μειώθηκε στο 1,41 το 2007, κάτω από
το όριο αντικατάστασης.
Ο ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας, ξεκινώντας από τη
δεκαετία του 1980, παρουσιάζει μικρή αλλά σταθερά ανοδική πορεία, που κυμαίνεται
μεταξύ 8,9 θανάτων επί πληθυσμού 1.000 ατόμων το 1981 και 9,8 το 2007. Η άνοδος
αυτή οφείλεται, κυρίως, στην αύξηση των θανάτων στις ηλικίες 75 ετών και άνω,
εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού. Ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας εμφανίζει
συνεχή βαθμιαία πτώση και από 8,1 θανάτους επί 1.000 γεννήσεων ζώντων το 1995
έφτασε τους 3,5 το 2007. Η προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση αυξήθηκε από 75 έτη
το 1995 σε 77 το 2007 για τους άνδρες και από 80,2 σε 82 έτη αντίστοιχα για τις
γυναίκες. Oσον αφορά τις αιτίες θανάτου, την πρώτη θέση κατέχουν τα καρδιακά
νοσήματα και ακολουθούν τα νεοπλάσματα, οι νόσοι των αγγείων του εγκεφάλου, οι
νόσοι του αναπνευστικού συστήματος και οι θάνατοι από δυστυχήματα.
express.gr