Η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν προϊόν ενός στιγμιαίου ενθουσιασμού, αλλά αποτέλεσμα μεγάλης προετοιμασίας. Λέγοντας αυτό δεν εννοώ μόνον την διεργασία που έγινε από την Φιλική Εταιρεία, αλλά την προσπάθεια διάσωσης της συνείδησης του Γένους στις καρδιές των υποδούλων και διατήρησης της φλόγας της ελευθερίας.
Όσο και να θέλη κανείς να μυωπάζη, δεν μπορεί να αρνηθή την μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας για την διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του Γένους και την αναζήτηση της ελευθερίας καθ' όλη την διάρκεια της δουλείας.
Βεβαίως, υπάρχουν μονίμως εκείνοι που αρνούνται την προσφορά των Κληρικών, πολύ δε περισσότερο των Αρχιερέων, κατά τον αγώνα του 1821 η την παραθεωρούν και υποτιμούν. Αλλά υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την προσφορά των Κληρικών, ειδικά των Αρχιερέων, κατά την Επανάσταση του 1821.
Για παράδειγμα, ο Charles Frazee στο βιβλίο του Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μεταξύ των άλλων καταγράφει την άποψη που είχαν οι Τούρκοι για τις ενέργειες των Αρχιερέων, γι' αυτό και τους φυλάκιζαν, όπως διασώζεται στο υπόμνημα του Pisani, που ήταν Βρετανός δραγουμάνος: «Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί πως ο ελληνικός Κλήρος είναι η πραγματική αιτία της εξεγέρσεως των Ελλήλων υπηκόων της Τουρκίας».
Νομίζω ότι είναι επίκαιρα, εκτός των άλλων, δύο σημαντικά βιβλία που εκδόθηκαν παλαιότερα, αλλά έχουν διαχρονική ισχύ, από τον επιστήμονα και ερευνητή Πέτρο Γεωργαντζή, διδάκτορα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Όταν ένα βιβλίο είναι προϊόν έρευνας σε αρχεία και μάλιστα γίνεται από ερευνητή επιστήμονα, έχει αξία που δεν αλλοιώνεται με την πάροδο του χρόνου.
1. Η συμμετοχή των Αρχιερέων στην Επανάσταση του 1821
Το πρώτο βιβλίο φέρει τον τίτλο Οι Αρχιερείς και το Εικοσιένα, (σελίδες 422), και απαντά στο ερώτημα ποιά ήταν η προσφορά των Αρχιερέων στην Επανάσταση, διότι μερικοί την αμφισβητούν ανεξέταστα, μέσα από διάφορες ιδεολογικές κατευθύνσεις, όπως γίνεται και τελευταία.
Το βιβλίο διαιρείται σε τρία μεγάλα μέρη, καθένα από τα οποία διαιρείται σε επί μέρους ενότητες. Το πρώτο μέρος ασχολείται με τις «συνθήκες διαβιώσεως των Αρχιερέων στην Τουρκοκρατία».
Το δεύτερο μέρος διερευνά «την προσφορά των Αρχιερέων στην παλλιγενεσία του 1821». Και το τρίτο μέρος παρουσιάζει τα «στοιχεία για την προσφορά των Αρχιερέων κατά το 1821», ήτοι αναφέρεται, κατά γεωγραφικές περιοχές, στους «Αρχιερείς εθελόθυτα θύματα», τους «μάρτυρες Αρχιερείς» και τους «αγωνιστές Αρχιερείς».
Στο σημαντικό και πρωτότυπο αυτό βιβλίο διερευνάται «χωρίς πάθος η φανατισμό» η προσφορά των Αρχιερέων κατά την Επανάσταση, με βάση τις ανέκδοτες και δημοσιευμένες πηγές και με βάση πάμπολλα βοηθήματα, ήτοι επιστημονικές μελέτες.
Στις ανέκδοτες πηγές συμπεριλαμβάνονται οι Πατριαρχικοί κώδικες και ο κώδικας αλληλογραφίας του Ιγνατίου Μητροπολίτου Ηρακλείας Θράκης.
Στην αρχή ο συγγραφέας καταγράφει την άποψη που επικρατούσε παλαιότερα ότι η Επανάσταση του 1821 ήταν ταξική και όχι εθνικοθρησκευτική και ακόμη ότι οι Αρχιερείς, εκτός από τρεις-τέσσερεις, αντέδρασαν στην επανάσταση.
Ο Κοδράτος μεταξύ άλλων έγραφε ότι "ο ανώτερος κλήρος και οι καλόγεροι ήταν δυνάστες του σκλαβωμένου λαού και ο ρόλος τους ήταν, σε πολλές περιπτώσεις, αντεθνικός". Και ο Σκαρίμπας μεταξύ των άλλων έγραφε: "Από τις εκατοντάδες των ιεραρχών μόνον 3-4 θυσιάστηκαν στους αγώνες του '21".
Στην συνέχεια, όμως, ύστερα από μελέτη και σωστή αξιολόγηση των πηγών, ο συγγραφεύς του βιβλίο αυτού αποδεικνύει, αφ' ενός μεν ότι ο χαρακτήρας της Επαναστάσεως του 1821 δεν ήταν ταξικός, αλλά θρησκευτικο-εθνικοαπελευθερωτικός, αφ' ετέρου δε ότι οι Αρχιερείς, όχι μόνον δεν αντέδρασαν στην Επανάσταση, αλλά την βοήθησαν αποτελεσματικά και ότι «οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες και Αρχιερείς αναδείχθησαν οι μόνοι συνήγοροι και υπερασπιστές του απλού ανώνυμου και αγενεαλόγητου λαού. Υπήρξαν όχι απλώς παραμυθητές, αλλά πραγματικοί Παράκλητοι...».
Το ότι η Επανάσταση, κατά τον συγγραφέα, ήταν θρησκευτική και εθνική και όχι κοινωνική, ταξική, τεκμηριώνεται πρώτον από τις απόψεις συγχρόνων μαρξιστών, όπως διατυπώθηκαν σε επιστημονικό συμπόσιο που έγινε στο Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών της Ελλάδας τον Αύγουστο του 1981 στην Αθήνα, που σε μερικά σημεία αναθεωρούν τις θέσεις παλαιών μαρξιστών, δεύτερον από τις μαρτυρίες των δημιουργών του Εικοσιένα, τρίτον από τις διακηρύξεις των Εθνοσυνελεύσεων και τέταρτον από τις κρίσεις των συγχρόνων με την Επανάσταση ιστορικών.
Σχετικά με την στάση των Αρχιερέων προ της Επαναστάσεως και κατά την Επανάσταση ο συγγραφεύς είναι πολύ αποκαλυπτικός. Με βάση ιστορικές πηγές και μαρτυρίες αποδεικνύει ότι οι Πατριάρχες και οι Αρχιερείς προέρχονταν από τα κατώτατα στρώματα του λαού και όχι από την λεγομένη «άρχουσα τάξη».
Έπειτα, οι Αρχιερείς δεν ήταν οι ευνοούμενοι των Τούρκων, γιατί δεν είχαν καθόλου ελευθερία κινήσεως, δεν είχαν ελευθερία λόγου και, όπως αποδεινύεται από πολλές μαρτυρίες, η στάση των κρατούντων στα αιτήματα των Αρχιερέων ήταν σκληρή.
Ακόμη, οι φόροι τους οποίους επέβαλαν οι Τούρκοι στους Αρχιερείς ήταν δυσβάστακτοι και αναφέρονται περιπτώσεις κατά τις οποίες Αρχιερείς η παρητούντο η απέθαναν από μελαγχολία, γιατί δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τους φόρους, που έπρεπε να αποδώσουν στους Τούρκους κατακτητές.
Πέρα από αυτά ο συγγραφεύς αποδεικνύει, με βάση τις πηγές και άλλες μαρτυρίες, ότι κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος υπήρχαν 195-200 Αρχιερείς. Από αυτούς αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθή στην Φιλική Εταιρεία, χωρίς να υπολογισθούν και οι άλλοι που τυχόν ήταν Φιλικοί, αλλά δεν έχουμε επίσημες μαρτυρίες.
Επίσης, αποδεικνύει ότι από τους 200 Αρχιερείς οι 73, ποσοστό 36,5%, έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα «επώνυμα και αδιαμφισβήτητα», οι 42 Αρχιερείς, ποσοστό 21,0%, δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν και βασανίσθηκαν, και οι 45 Αρχιερείς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις». Το συνολικό ποσοστό αυτών που συμμετείχαν ενεργώς στον αγώνα ανέρχεται στο 80%.
Επισημαίνεται: «Αν όμως ληφθή υπόψη ότι οι πλείστοι Αρχιερείς της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Σερβίας η Βουλγαρίας, λόγω αδιαφορίας η αδυναμίας των Χριστιανών των περιοχών αυτών, δεν έλαβαν μέρος στους αγώνες, τότε το ποσοστό των αρχιερέων της Ελληνικής χερσονήσου, δηλ. από την Θράκη, την Μακεδονία και τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και κάτω, είναι ασφαλώς πολύ υψηλότερο, που φθάνει οπωσδήποτε γύρω στα 90% του συνολικού αριθμού των αρχιερέων».
Ο συγγραφέας δεν αρκείται απλώς σε γενικές διαπιστώσεις, αλλά προχωρεί σε εξειδίκευση του θέματος, καταγράφοντας την δράση κάθε συγκεκριμένου Αρχιερέως, ώστε να μη αμφισβητηθούν από κάποιον «οι πίνακες των αρχιερέων αγωνιστών, μαρτύρων και θυμάτων του 1821», όπως φαίνεται στα ποσοστά που παρατίθενται.
Έτσι, αναφέρει ονομαστικά την προσφορά των Αρχιερέων της περιόδου εκείνης κατά γεωγραφικές περιοχές, ήτοι τους Πατριάρχες, τους Αρχιερείς της Θράκης, της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδος, της Θεσσαλονίκης, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, του Αιγαίου Πελάγους, της Κύπρου, της Κρήτης, της Σερβίας, της Μικράς Ασίας, της Μολδαβίας.
Διαβάζοντας κανείς τα αυθεντικά βιογραφικά στοιχεία των Αρχιερέων της περιόδου εκείνης, εκπλήσσεται και θαυμάζει για την αγωνιστικότητά τους και την θυσιαστική τους προσφορά, αλλά και λυπείται για τα όσα αστήρικτα υποστηρίζουν οι αντίθετοι.
Ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «καμμιά άλλη ομάδα η κατηγορία των Ελλήνων δεν έδωσε τόσα πολλά στον αγώνα, όσα οι κληρικοί και μάλιστα οι αρχιερείς.
Όχι μόνον σε ποσοστά συμμετοχής, αλλά κυρίως και κατ' εξοχή στο ειδικό βάρος, που ο καθένας απ' αυτούς διέθετε». Οι Έλληνες αγωνιστές εμψυχώνονταν βλέποντας τους Αρχιερείς «στα στρατόπεδα και τα ταμπούρια τους» και αυτό «ήταν το κατ' εξοχή βαρύ πυροβολικό που διέθεταν».
Επίσης, «οι αγχόνες και τα μαρτύρια των Πατριαρχών και των αρχιερέων ήταν η πύρινη ψυχική κινητήρια δύναμη που τους οιστρηλατούσε στην "νίκη η τη θανή"».
Και έχοντας υπ' όψη του όλη αυτήν την έρευνα που έκανε στις πηγές, καταλήγει: «Δεν νομίζω ότι θα είναι υπερβολή εάν λέγαμε ότι η παρουσία και προσφορά των αρχιερέων ήταν ισότιμη και ισοβαρής με την παρουσία των μεγάλων καπεταναίων Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μακρυγιάννη, Ανδρούτσου, Μπότσαη, Κανάρη κλπ.
Δεν υπήρξαν απλώς πολεμιστές, αλλά πραγματικοί πολέμαρχοι στις μάχες και τις θυσίες». Και το σημαντικότερο είναι ότι όταν «πέρασε η ώρα της προσφοράς και της θυσίας, ως νέοι Κιγκινάτοι, εναπέθεσαν καρυοφύλλια και γιαταγάνια, έβγαλαν φουστανέλλες και στολές, πήραν πάλι τις πατερίτσες τους και ξαναφόρεσαν το ράσο για να επανέλθουν και αφοσιωθούν στα αγιαστικά και ποιμαντικά τους καθήκοντα, έχοντας ήσυχη την συνείδησή τους –όσοι βέβαια επέζησαν– ότι τον αγώνα τον καλόν αγωνίσθηκαν και επετέλεσαν εύορκα το καθήκον τους».
Επομένως, είναι εντελώς αστήρικτες οι απόψεις αυτών που αμφισβητούν την προσφορά των Αρχιερέων στην Επανάσταση του 1821, αλλά είναι και ιδεολογικώς κακόβουλες, αφού κυριολεκτικά θυσιάσθηκαν για τον αγώνα, δίνοντας και την ίδια την ζωή τους.
2. Ο «αφορισμός» του Αλεξάνδρου Υψηλάντη
Το δεύτερο βιβλίο του Πέτρου Γεωργαντζή φέρει τον τίτλο Ο "αφορισμός" του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, (σελίδες 310), και ασχολείται με τον «αφορισμό» που εξέδωσε το Πατριαρχείο, για τον οποίον υπάρχουν μερικοί που κατηγορούν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε .
Το σημαντικό αυτό βιβλίο διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο έχει τίτλο: «ιστορική διερεύνηση του "αφορισμού" του Μαρτίου 1821», και το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «εκκλησιαστικο-κανονική διερεύνηση του "αφορισμού"».
Στα δύο αυτά μέρη του βιβλίου υπάρχουν διάφορα κεφάλαια, τα οποία δίνουν πολλές πληροφορίες και προσφέρουν πολύτιμο υλικό για την κατανόηση αυτού του γεγονότος. Εκεῖνο που πρέπει να παρατηρηθή είναι ότι ο συγγραφεύς του αξιόλογου αυτού βιβλίου θέτει πάντοτε την λέξη «αφορισμός» μέσα σε εισαγωγικά, γιατί δεν αποδέχεται ότι το κείμενο που εξεδόθη ήταν αφοριστικό, για τους λόγους που θα εκτεθούν εν συντομία.
Στο βιβλίο αυτό δίνονται πάρα πολλά στοιχεία γύρω από τα ιστορικά δεδομένα τα οποία οδήγησαν στην έκδοση αυτού του «αφορισμού». Είναι δε απαραίτητο να διερευνώνται τα δεδομένα αυτά, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί κανείς να ερμηνεύση παρόμοια φαινόμενα και γεγονότα.
Είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι των κεφαλαίων του πρώτου μέρους, ήτοι: «χαρακτηρισμός του "αφορισμού"», «πρώτες διερευνήσεις περί του "αφορισμού"», «συνθήκες γραφής του "αφορισμού"», «συγγραφέας του "αφορισμού"», «οι δοκιμασίες των Αρχιερέων προ του "αφορισμού"», «οι αποδέκτες των κειμένων», «χρόνος υπογραφής του "αφορισμού"», «γιατί έγιναν δύο "αφοριστικά" κείμενα», «κομιστές των κειμένων», «η τύχη και η συμπεριφορά των Συνοδικών μετά τον "αφορισμό"», «οι Συνοδικοί αρχιερείς και η Φιλική Εταιρεία».
Και μόνον οι τίτλοι των κεφαλαίων δείχνουν την σπουδαιότητα του βιβλίου και των επί μέρους αναλύσεων. Θα ήθελα όμως να δούμε, έστω σύντομα, μερικά από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία που συνδέονται με τον «αφορισμό», και τα οποία δείχνουν τα πραγματικά δεδομένα κάτω από τα οποία εγράφη και υπεγράφη ο «αφορισμός».
Το πρώτο σημείο είναι ότι ο «αφορισμός» δεν ήταν αποτέλεσμα της βουλήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε , ούτε καν των Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιας μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμηούς της Πολης, εκ των οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί και οι 23 Κληρικοί - Αρχιερείς.
Στην Κληρικολαϊκή αυτή σύναξη αποφασίστηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως της επαναστάσεως και δήλωση υποταγής, οι δε Κληρικοί να συνθέσουν την πράξη του αφορισμού που τους ζητήθηκε από την Υψηλή Πυλη, και αυτό, βέβαια, για να καθησυχάσουν τους Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, που απειλούντο με σφαγή.
Στους 49 λαϊκούς που ήταν παρόντες, συμμετείχαν ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας, ο μεγάλος διερμηνέας της Πυλης, ο διερμηνέας του στόλου, όλοι οι έγκριτοι «πολιτικοί», δηλαδή «επίτροποι του κοινού», οι Ελληνες μεγαλέμποροι της Πολεως, οι αρχιτεχνίτες, οι προϊστάμενοι των συντεχνιών κλπ. Και στους 23 Κληρικούς συγκαταλέγονται 2 Πατριάρχες και 21 Αρχιερεῖς.
Ολοι αυτοί βρίσκονταν κάτω από ασφυκτική πίεση, ζούσαν το δράμα του Ελληνισμού της Πόλης και έπρεπε να πάρουν μια απόφαση για να διασώσουν τους Ρωμηούς της Πολης από βέβαιη σφαγή.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι η Πατριαρχική Συνοδος ανέλαβε το χρέος να συντάξη ένα «αφοριστικό» κείμενο, με τρόπο όμως που να μην προκαλέση κακό στο Εθνος. Αυτό επιτεύχθηκε με πολλούς τρόπους.
Κατ ἀρχάς κωλυσιεργούσαν οι Πατριαρχικοί στην σύνταξη του «αφοριστικού» εγγράφου. Η κήρυξη της Επαναστάσεως έγινε από τον Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδαβίας την 24η Φεβρουαρίου 1821.
Το πρώτο «αφοριστικό» έγγραφο έγινε μετά από ένα μήνα, ήτοι την 23η Μαρτίου 1821, και, βέβαια, έφθασε στον προορισμό του μετά από λίγες ημέρες, όταν η Επανάσταση άρχισε στην Πελοπόννησο.
Επειτα χρειάστηκε να γίνουν δύο «αφοριστικά» έγγραφα, και αυτό ήταν μέσα στον διπλωματικό τρόπο με τον οποίον ενεργούσαν οι Πατριαρχικοί. Το πρώτο εστάλη σε όλους τους Αρχιερείς (23 Μαρτίου) και ήταν γραμμένο κατά τέτοιον τρόπο που δεν μπορεί να χαρακτηρισθή αφορισμός «εφ όσον δεν είχε ούτε καν τις τυπικά συνηθισμένες αφοριστικές εκφράσεις», και το δεύτερο εγράφη μετά από 4 ημέρες, ήτοι την 27η Μαρτίου, όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν την πλεκτάνη και την απάτη, και στην ουσία απεστάλη μόνο σε έναν Μητροπολίτη, τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας. Με αυτόν τον τρόπο και τα δύο αυτά «αφοριστικά» κείμενα δεν εξετέλεσαν τον προορισμό τους.
Το τρίτο σημείο είναι ότι οι Πατριαρχικοί πλήρωσαν πολύ ακριβά την ενέργειά τους αυτή, ακριβώς γιατί ακόμη και αυτοί οι Τούρκοι αντελήφθησαν την πλεκτάνη τους. Από τους 23 Αρχιερεῖς που υπέγραψαν το «αφοριστικό» κείμενο, το ένα τρίτο (1/3), συμπεριλαμβανομένου και του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε , πλήρωσαν με την ζωη τους την «απιστία» τους προς τον Σουλτάνο, το άλλο 1/3 δοκιμάστηκε σκληρά με φυλακίσεις, εξορίες και περιορισμούς.
Επίσης, πρέπει να σημειωθή ότι το 1/5 από τους Συνοδικούς Αρχιερείς έλαβε μέρος στην Επανάσταση. Ακόμη είναι σημαντικό να λεχθή ότι το 1/3 των Συνοδικών Αρχιερέων ήταν «πλεγμένοι στις μηχανορραφίες» της Φιλικής Εταιρείας, καίτοι στα «αφοριστικά» κείμενα γράφουν ότι πρώτη φορά λάμβαναν γνώση για την σύσταση και τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας.
Χαρη της ιστορίας πρέπει να αναφερθή ότι το πρώτο «αφοριστικό» κείμενο, την λεγομένη «απανταχούσα», υπέγραψε και ο τότε ευρισκόμενος στην Πολη Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αρτης Ανθιμος.
Ομως και εκείνος, όπως και άλλοι, όταν επέστρεψαν στις Επαρχίες τους, εξεδήλωσαν τα πραγματικά τους αισθήματα και αναδείχθηκαν μεγάλοι αγωνιστές.
Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Ναυπάκτου και Αρτης Ανθιμο, επειδή τον θεώρησαν «συνένοχο και κύριο υπεύθυνο της εξεγέρσεως των Ρουμελιωτών κατά της σουλτανικής αυτοκρατορίας» και χωρίς δίκη και απολογία τον έκλεισαν στις φυλακές του Φρουρίου της Αρτας, «όπου βασάνους πολλάς και τυραννίας υπέμεινεν γενναίως και καθείρξεις παρά των Οθωμανών, εμπαιγμούς τε και κολαφισμούς και πλείστα άλλα δεινά».
Μετά την απελευθέρωσή του, συνελήφθηκε εκ νέου και εξορίστηκε στα Μετέωρα και, όταν αργότερα το 1825 ελευθερώθηκε, κατέφυγε στην Ν. Ελλάδα, για να συμμετάσχη ενεργά στις μετέπειτα φάσεις του αγώνα. Ονομάστηκε μάλιστα για όλα αυτά τα βασανιστήρια που πέρασε «πολύαθλος».
Είναι σημαντικό το βιβλίο αυτό, γιατί δείχνει τις θυσίες στις οποίες υποβλήθηκε το έθνος ολόκληρο για να επιτευχθή η ελευθερία, καθώς επίσης και τις θυσίες και την διπλωματικότητα που επεδείκνυε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Άλλοτε αντιμετώπιζε με επιτυχία τα ρεύματα του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού, ο οποίος στρεφόταν εναντίον της Ορθοδόξου Παραδόσεως, και άλλοτε αντιμετώπιζε με διακριτικότητα και ωριμότητα την βαρβαρότητα των Οθωμανῶν.
Η σημαντικότερη συμβολή του κ. Πετρου Γεωργαντζή στο θέμα αυτό είναι ότι με ισχυρά κανονικά επιχειρήματα αποδεικνύει ότι το λεγόμενο «αφοριστικό» αυτό κείμενο, από πλευράς κανονικότητος, δεν μπορεί να ονομασθή αφορισμός, και μάλιστα αυτό έγινε εν γνώσει του συντάκτου του κειμένου και των υπογραψάντων αυτό.
Πολλά επιχειρήματα χρησιμοποιεί για να στηρίξη την άποψη ότι ο «αφορισμός» δεν εξεδόθη με τις απαραίτητες κανονικές προϋποθέσεις. Επίσης, σημειώνεται ότι για να είναι ο αφορισμός «ενεργεία» και «τελεστός», θα πρέπει το κείμενό του «να είναι οπωσδήποτε διατυπωμένο σε έγκλιση οριστική απλή και όχι δυνητική η ευχετική, χρόνο δε ενεστώτα παροντικό η άχρονο και όχι αποπειρατικό, και σε β πρόσωπο».
Το «αφοριστικό» κείμενο για τον Υψηλάντη δεν είχε όλες αυτές τις προϋποθέσεις.
Εκτός του ότι δεν εξεδόθη με τις απαραίτητες κανονικές προϋποθέσεις, συγχρόνως το πρώτο κείμενο του «αφορισμού» είναι διατυπωμένο σε έγκλιση ευχετική ευκτική («αφωρισμένοι υπάρχειεν»), στο δε δεύτερο «αφοριστικό» κείμενο από τους 12 ρηματικούς τύπους, οι 8 είναι σε έγκλιση ευχετική ευκτική, οι 3 σε έγκλιση προστακτική και μόνο 1 σε έγκλιση οριστική, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι διατυπωμένο σε δεύτερο πρόσωπο ενικού η πληθυντικού αριθμού.
Διαβάζοντας κανείς τα δύο αυτά βιβλία, διαπιστώνει ότι η μελέτη της ιστορίας απαιτεί σοβαρότητα, υπευθυνότητα, γνώση όλου του αρχειακού υλικού, και προ παντός αποδέσμευση από την τυραννία των διαφόρων ιδεολογικών αντιλήψεων.
Επίσης, στενοχωρείται για τον τρόπο με τον οποίον αναλύουν τα θέματα αυτά άνθρωποι που είναι προκατειλημμένοι, όπως γίνεται, δυστυχώς, πρόσφατα. Επικαλούνται την έρευνα, αλλά δυστυχώς η «έρευνα» είναι επιλεκτική.