H συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία ανέρχεται σε 6,2 δισ. ευρώ ή στο 3,4% του ΑΕΠ και η αξία των εξαγωγών ξεπερνά το 50% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου. Από την άλλη πλευρά,
η εθνική πολιτική για τις ορυκτές πρώτες ύλες που εναρμονίζεται σε μεγάλο βαθμό με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή πολιτική δεν έχει λάβει ως σήμερα τη μορφή νομοθετικών κειμένων και έτσι δεν εφαρμόζεται στην πράξη, με αποτέλεσμα να υφίστανται σημαντικά εμπόδια στην περαιτέρω ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας.
Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από τη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που έγινε με τη συνδρομή του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ). Η μελέτη, εκτός από τη συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας στην εγχώρια οικονομία σε όρους ΑΕΠ και απασχόλησης, αναδεικνύει και τις μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΜΕ κ. Α. Κεφάλα ο κλάδος έχει σημαντικές προοπτικές εξέλιξης και εντονότερης συμμετοχής στην εθνική οικονομία, μέσω επενδύσεων, οι οποίες είτε είναι σε εξέλιξη είτε μπορούν να έλθουν στο εγγύς μέλλον κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Η εξόρυξη παρέχει εκείνες τις ορυκτές πρώτες ύλες που διευκολύνουν την ανάπτυξη άλλων σημαντικών παραγωγικών δραστηριοτήτων στη χώρα, όπως η ηλεκτροπαραγωγή, η βασική μεταλλουργία, η παραγωγή τσιμέντου και οι κατασκευές, συμβάλλοντας επομένως και με αυτόν τον τρόπο στην ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας.
Συνυπολογίζοντας και τις έμμεσες επιδράσεις στους κλάδους που συμμετέχουν στην αλυσίδα εφοδιασμού της εξορυκτικής βιομηχανίας, η συνολική συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ ανέρχεται σε 4,1 δισ. ευρώ (2,7 δισ. ευρώ από εξορυκτικές δραστηριότητες και το υπόλοιπο 1,4 δισ. ευρώ από τη μεταποίηση βασικών μετάλλων και τσιμέντου με εγχώριες ορυκτές πρώτες ύλες) που αντιστοιχεί στο 2,2% του ΑΕΠ. Αν ληφθεί υπόψη και η ηλεκτροπαραγωγή με καύση λιγνίτη, η οποία δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τη στήριξη του εξορυκτικού τομέα, η συμβολή στο ΑΕΠ ανέρχεται σε 6,2 δισ. ευρώ ή 3,4% του ΑΕΠ. Σε όρους απασχόλησης, η συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας εκτιμάται αντίστοιχα σε 84.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης που αντιστοιχούν στο 2,2% της εγχώριας απασχόλησης και σε 118.000 θέσεις εργασίας ή στο 3,4% της εγχώριας απασχόλησης αν ληφθεί υπόψη και η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη.
Οι συνολικές πωλήσεις της εξορυκτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα το 2014 εκτιμάται ότι ανήλθαν στα 2,3 δισ. ευρώ έναντι 2,1 δισ. ευρώ το 2013. Σε σχέση με το 2009 οι πωλήσεις εμφανίζονται μειωμένες κατά περίπου 7%, μείωση που οφείλεται κυρίως στη δραστική κάμψη στα αδρανή υλικά και στο τσιμέντο. Σε ό,τι αφορά τον επενδυτικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων στην εξορυκτική βιομηχανία, διαπιστώνεται μια σαφής τάση ενίσχυσης των επενδύσεων τα επόμενα έτη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις 19 επιχειρήσεων, μελών του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), προκύπτει μια συνολική προγραμματισμένη επενδυτική δαπάνη άνω του 1,7 δισ. ευρώ τα επόμενα έτη, με το μεγαλύτερο όμως τμήμα αυτών να προγραμματίζεται για την περίοδο 2016-2017.
Οπως επισημαίνει η μελέτη του ΙΟΒΕ, ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται από τις εταιρείες του κλάδου στην αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος μετά τη λήξη της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων. Ως σήμερα έχουν αποκατασταθεί περί τις 65.620 στρέμματα, με το ποσοστό των εκτάσεων που έχουν ήδη αποκατασταθεί ως προς το σύνολο των εκτάσεων υπό εκμετάλλευση να διακυμαίνεται στην περιοχή του 35%-40%. Παράλληλα, από το 2007 έχουν φυτευτεί πάνω από 2,6 εκατ. δέντρα από τις εταιρείες μέλη του ΣΜΕ.
Η εξωστρέφεια
Η εγχώρια εξορυκτική βιομηχανία παρουσιάζει έντονη εξωστρέφεια, η οποία δεν περιορίζεται στο υψηλό ποσοστό της παραγωγής με προορισμό τις διεθνείς αγορές. Η διεθνοποίηση του κλάδου της εξορυκτικής βιομηχανίας αναδεικνύεται και μέσω της ένταξης εγχώριων επιχειρήσεων σε πολυεθνικούς ομίλους, αλλά και με τη δημιουργία κοινών επιχειρήσεων (joint ventures), με πολλά σημεία εξόρυξης στο εξωτερικό και με δίκτυα εξαγωγών σε πολλούς προορισμούς.
Σημαντικό μέρος του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων της εξορυκτικής βιομηχανίας προέρχεται από πωλήσεις στις διεθνείς αγορές. Η αξία των εξαγωγών πλησίασε το 1,1 δισ. ευρώ το 2013, ξεπερνώντας το 50% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου, με ενδείξεις για αύξηση το 2014 κατά περίπου 8%.
Η εξωστρέφεια είναι ιδιαίτερα αυξημένη σε προϊόντα όπως τα μάρμαρα, τα βιομηχανικά ορυκτά και τα μέταλλα, όπου η αξία των εξαγωγών ξεπερνά διαχρονικά το 70% της αξίας των πωλήσεων.
Η δυναμική αυτή εξωστρέφεια της εγχώριας εξορυκτικής βιομηχανίας βασίζεται στα σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που διαθέτει ο κλάδος, ιδιαίτερα όσον αφορά την ευκολία πρόσβασης σε λιμάνια και επομένως σε υδάτινες μεταφορές (λόγω της εκτεταμένης ακτογραμμής της Ελλάδας), αλλά και όσον αφορά την κομβική γεωγραφική θέση της χώρας. Ωστόσο, η έλλειψη βασικών υποδομών (κυρίως σε σιδηροδρομικές μεταφορές) είναι σημαντική.
Το γεγονός ότι η εθνική πολιτική δεν έχει λάβει ως σήμερα τη μορφή νομοθετικών κειμένων γεννά σημαντικά προσκόμματα στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου. Για παράδειγμα, η αδειοδότηση για την αξιοποίηση πρώτων υλών εξακολουθεί να είναι χρονοβόρα χωρίς σαφώς προσδιορισμένη μεθοδολογία. Στην καθυστέρηση της αδειοδότησης συμβάλλει η πολυνομία, καθώς και η σχετική γραφειοκρατία στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.
Το δαιδαλώδες νομοθετικό σύστημα συσχετίζεται άμεσα και με τις πολυάριθμες προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, προκαλώντας σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση επενδύσεων. Παράλληλα, το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) δεν έχει αξιοποιηθεί στον μέγιστο βαθμό, με αποτέλεσμα η πληροφόρηση για το δυναμικό των πρώτων υλών στη χώρα να είναι σχετικά περιορισμένη. Σε συνδυασμό με δυσμενείς εξελίξεις στο μη μισθολογικό κόστος (όπως τέλη, μισθώματα, λοιπή φορολογία και κόστος ενέργειας), οι εκκρεμότητες στο ρυθμιστικό πλαίσιο δυσχεραίνουν την ανταγωνιστικότητα και την περαιτέρω ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα.
Προτάσεις πολιτικής
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η εξάλειψη των υφιστάμενων παραλείψεων στο ρυθμιστικό πλαίσιο και ευρύτερα στην πολιτική για τις ορυκτές πρώτες ύλες αποτελεί βασική προϋπόθεση για πληρέστερη αξιοποίηση των αναπτυξιακών προοπτικών της εξορυκτικής βιομηχανίας. Η εξειδίκευση και η υλοποίηση της Εθνικής Πολιτικής για την Αξιοποίηση των Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΕΠΑΟΠΥ) αποτελεί βασικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Οι δράσεις που προβλέπονται στην ΕΠΑΟΠΥ θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν σε πέντε προτεραιότητες πολιτικής - χωροταξικός σχεδιασμός, αδειοδότηση, λοιπά ρυθμιστικά ζητήματα, εκπαίδευση-έρευνα-διάχυση γνώσης και εξασφάλιση της κοινωνικής άδειας