Γεώργιος Τερτσέτης: «Πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος…»
Η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του εμβληματικού ηγέτη της Επανάστασης του 1821, τον Μάιο του 1834, συμπυκνώνει το μεγαλείο το ξεσηκωμού, αλλά και το δράμα που προκάλεσε η ξενοκρατία.
Στα πρόσωπα του Κολοκοτρώνη και του συντρόφου του, Δημήτριου Πλαπούτα, δικάστηκαν οι ιδέες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της δικαιοσύνης, εν ονόματι των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων και των μεταξύ τους ανταγωνισμών.
Η σκευωρία
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Η επιλογή να συρθούν στο δικαστήριο οι δύο οπλαρχηγοί με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας δεν ήταν τυχαία. Ειδικότερα για τον Κολοκοτρώνη που ενσάρκωνε, στη συνείδηση του νεογέννητου έθνους, την ανιδιοτέλεια του αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας. Η καταδίκη και η εξόντωση του εξυπηρετούσε ένα διπλό σκοπό των κατηγόρων: Αφενός να απαλλαγούν από τον λαοπρόβλητο «Γέρο του Μοριά», αφετέρου να στείλουν το μήνυμα σε όσους θα ήθελαν να μπουν εμπόδιο στα σχέδια τους.
Όργανο της σκευωρίας ήταν ο Εδουάρδος Μάσσον [1], Σκωτσέζος νομικός που ήρθε στην Ελλάδα το 1824 με την ιδιότητα του «φιλέλληνα» για να τεθεί κατόπιν στην υπηρεσία της Αντιβασιλείας και ειδικά της αγγλικής πολιτικής. Ο Μάσσον συνέταξε το κατηγορητήριο και ήταν Eπίτροπος- Εισαγγελέας στη δίκη.
Η δίκη έγινε στο Ναύπλιο και διήρκεσε από τις 30 Απριλίου ως τις 26 Μαϊου 1834. Μετά από μια διαδικασία- παρωδία, με παρέλαση ψευδομαρτύρων και παρουσίαση πλαστών στοιχείων, τα τρία μέλη του δικαστηρίου ψήφισαν υπέρ της ενοχής των κατηγορουμένων και της θανατικής καταδίκης τους.
Η δίκη των δικαστών
Αναστάσιος Πολυζωϊδης
Όμως στη δίκη αυτή ξεχώρισαν δύο μεγάλες προσωπικότητες, ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αναστάσιος Πολυζωϊδης [2] και ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης [3], που αρνήθηκαν πεισματικά, παρά τις αφόρητες πιέσεις και τους προπηλακισμούς, να βάλουν την υπογραφή τους στο έγκλημα.
Η στάση τους αυτή προκάλεσε την οργή των σκευωρών και έτσι οι δύο δικαστές οδηγήθηκαν σε δίκη με την κατηγορία ότι είχαν εξαγοραστεί: «από τον χρυσόν της κολοκοτρωνικής φάρας»…
Η δίκη των Πολυζωίδη και Τερτσέτη έγινε στο Ναύπλιο τον Σεπτέμβριο του 1834. Επίτροπος- Εισαγγελέας ήταν και πάλι ο Μάσσον.
Ήρθε η ώρα των απολογιών, στο βήμα ο Τερτσέτης, και αρχίζει:
«Πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος…»
«Δεν είμαι από την Σπάρτη, δεν είμαι Αθηναίος, πατρίδα μου έχω όλην την Ελλάδα. Τοιουτοτρόπως εκφράζεται ο γενναίος Πλούταρχος, είναι σχεδόν δύο χιλιάδες έτη, εις ένα των συγγραμμάτων του. Ημείς γεννημένοι εις πλέον ευτυχισμένην εποχήν, δηλαδή όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία εφώτισαν, εκήρυξαν, εσφράγισαν το δόγμα της αγάπης και της ισότητος, δυνάμεθα να ειπούμεν, ότι ημείς δεν είμεθα ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την Ιταλία, ούτε από την Γερμανία, ούτε από την Αγγλία, πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος. Όση γη περιαγκαλιάζει ο εύμορφος αιθέρας είναι αγαπητή μας πατρίδα.
Αν αυτοί οι στοχασμοί δεν αρέσουν εις τον Επίτροπον, ολίγον φρονώ. Φθάνει μου οπού αρέσουν εις τούτους τους Δικαστάς, εις τούτο το Ελληνικόν Ακροατήριον. Αυτό το προοίμιον όμως αξιόλογα ταιριάζει εις την απολογία μας, επειδή αν ημείς εγκαλούμεθα από τον Επίτροπον, αν αυτός μας φοβερίζει φυλακισμόν, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς την δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε. Και η δικαιοσύνη δεν είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρωμεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειαν μας, το όνομα του ανθρώπινου γένους, αφού δια αυτό αγωνίσθημεν.
….Δικαιολογούμαι ακόμη αν ως εύμορφο μέτωπον της απολογίας μας θέτω το όνομα της ανθρωπότητος, καθότι και η κατηγορία μας δύναται να θεωρηθεί ως συγκρατουμένη με την δίκην των δύο οπλαρχηγών. Ως θέλει ο Επίτροπος, αμαρτήσαμεν, ενώ αυτοί εκρίνοντο και τα ονόματα των δύο καταδικασμένων ανδρών κατεγράφησαν προ καιρού εις τα χρονικά του κόσμου και αυτοί πολύ ίδρωσαν δια την αναγέννησιν του έθνους και η ανάστασις , η εμφάνισις ενός έθνους εις την γην είναι ένα συμβάν μεγάλο και με παγκόσμια και παντοτινά αποτελέσματα. Αθάνατος ο αγώνας και αθάνατοι οι στεφανοφόροι του αγώνος».
Έτσι άρχισε τη συγκλονιστική του απολογία ο Τερτσέτης, απευθυνόμενος κυρίως στον Επίτροπο Μάσσον και όσους κρύβονταν πίσω απ΄ αυτόν. Με τον ίδιο τόνο συνέχισε απαντώντας και ανατρέποντας μια προς μια τις κατηγορίες.
Διαλέγουμε ορισμένα ακόμη αποσπάσματα από την απολογία του Τερτσέτη, η οποία στο σύνολο της αποτελεί μια πολύτιμη παρακαταθήκη στον αγώνα για τα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.
Γεώργιος Τερτσέτης
«… Πως θα ημερώσεις την κατάρα που θα ξεφωνίσουν οι δύο στρατιώτες της Επαναστάσεως, γονατίζοντας να βάλουν το κεφάλι τους εις τον χαλκά της Γιλοτίνας; 49 χρόνους ο γεροντότερος των δύο με τουφέκι ακοίμητο επολεμούσε τους εχθρούς, και βασαν τον πολιτισμόν και τους νόμους εις την Ελλάδα, και ο νόμος που φανερά φανερά τους βοηθούσε, δεν προσαρμόσθηκε εις βοήθειαν τους; Ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την Βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνο διά την τιμή και ζωή των υπηκόων; Ποιός είσαι εσύ, που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;
Αλλ΄ εκτός των αιτιολογημάτων τούτων που αποδείχνουν νομιμότερο, δικαιότερο και ωφελιμότερο το να μην υπογράψομεν, παρά να συμψηφίσομεν με τους τρεις, συνέπεσε και άλλο αίτιο ισοδύναμο ή και ανώτερο του νομικού λόγου, το οποίο μας απέκλεισε όλως διόλου να πάρομε μέρος εις την καταδικαστικήν απόφασιν, και το αίτιον αυτό είναι: Ο Εθνισμός μας.
…. Ο Εθνισμός μας σύγκειται από δύο στοιχεία καθαρά και αιώνια: από αγάπη προς τον Βασιλέα και από αγάπη προς την πατρίδα. Μετά την εχθρικήν επέμβασιν του Υπουργού, ο Εθνισμός ενός Έλληνος δεν εσυμβιβάζετο πλέον με την υπογραφή του θανάτου δύο οπλαρχηγών. Ο θεατής λαός του Ναυπλίου και της Ελλάδος ήθελεν ειπεί, και δικαίως πιστεύσει, αν υπογράφομεν, ότι εις τες πρώτες ημέρες της Βασιλείας αποκεφαλίζονται οι υπήκοοι από την επιρροή του Υπουργείου, και η πατρίδα πως θα μας θεωρούσε; Ω! Δικασταί, θα μας έλεγε, πως εστέρξατε να θανατώσετε δύο τέκνα μου, όταν ο νόμος και ο τύπος του νόμου δεν το συγχωρούσαν; Ή πριν έλθει ο Υπουργός, ο νόμος και ο τύπος του νόμου δεν το συγχωρούσαν, αλλ΄ αφού ήλθε ο Υπουργός και είδατε τες λόγχες, ο νόμος και ο τύπος του νόμου το συγχώρησαν; Ω! Φονείς των τέκνων μου, και πως αν δεν είχατε καρδιά να φυλάξετε με κίνδυνο τη ζωής σας αναμάρτητον τον Βασιλέα σας, και αμόλυντη την πατρίδα σας, πως με όλον τούτο το υποσχεθήκατε δεχόμενοι να είσθε εξηγηταί των νόμων; Πόσον διαφέρετε από εκείνα τα τέκνα μου, τα οποία έλυωσαν ευχαρίστως σαν το κερί δια εμέ εις τες σούβλες του εχθρού ή τον τόπον πούχαν στα ζώντα τους εις την μάχην, τον φυλάττουν ακόμη κόκκαλα λευκά και άταφα.
Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευμένων εις τον αγώνα και δεν ήταν θέλημα θεού ημείς εις την 26 Μαϊου να φθάσωμεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του Εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού».
«Τι ήτον η Επανάστασις μας; Ήτον άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμόν, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήτον η μη υπογραφή μας; Αλλά δια να ιστορήσω καλύτερα τον στοχασμόν μου ακούσατε:
Ολίγον μακράν από την περιβόητον νήσον της Υδρας είναι νησίδιον όπου λέγουν ότι ετάφη ο Δημοσθένης. Εκεί, είναι τρεις χρόνοι, ευρισκόμενος Άγγλος τις περιηγητής είπε προς άνδρα χωρικόν: Να ήξευρες εδώ τι άνθρωπος κοιμάται. Ο χωρικός αποκρίνεται: Δεν είναι εδώ, λείπει. Που λείπει; Πως δεν είναι εδώ; Λέγει ο ΄λος. Λείπει εις την Ευρώπη, απεκρίθη ο χωρικός, και μέραν με την ημέραν τον περιμένομεν.
Εννοούσε να ειπεί μ΄αυτά τα λόγια ο χωρικός, ότι εγνώριζε ποιος ήταν εκεί θαμμένος. Εγνώριζε, ότι από τους προγόνους μας εφωτίσθησαν οι Ευρωπαίοι. Εγνώριζεν ότι από αυτούς τώρα περιμένομεν σοφίαν και Δικαιοσύνη και ότι δι΄αυτά τα αγαθά αγωνίσθησαν τα τέκνα των Ελληνίδων μητέρων. Από την απόκρισιν του χωρικού ανδρός εξάγεται: η συνείδησις του Ελληνικού έθνους, όταν εμβήκεν εις τα δάκρυα του πολέμου. Η συνείδησις του! Ήγουν η δίψα του πολιτισμού. Και τι βεβαιότερον, τι υστερότερον, τι τελειότερον μας έρχεται από την καλήν Ευρώπη, όσο να μη θανατώνομεν ανθρώπους, χωρίς νομικοτάτην απόδειξιν του εγκλήματος, χωρίς την ακριβή προσαρμογή των σωζομένων τύπων του κράτους;».
Τελικά, το δικαστήριο αθώωσε πανηγυρικά τους Τερτσέτη και Πολυζωϊδη.
Εδουάρδος Μάσσον
[1] Όργανο της σκευωρίας που οδήγησε στη δίκη των Κολοκοτρώνη- Πλαπούτα, ήταν ο Εδουάρδος Μάσσον, Σκωτσέζος νομικός που ήρθε στην Ελλάδα το 1824 με την ιδιότητα του «φιλέλληνα» για να τεθεί κατόπιν στην υπηρεσία της Αντιβασιλείας και ειδικά της αγγλικής πολιτικής. Αυτός συνέταξε και το κατηγορητήριο κατά του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα για τα εξής τέσσερα εγκλήματα:
Ότι παρακίνησαν τον λαό σε εμφύλιο πόλεμο «προς κατάργησιν του καθεστώτος πολιτεύματος».
Ότι παρακίνησαν σε ληστεία «διαφόρους αρχιληστάς με σκοπόν την συνωμοσίαν και τον εμφύλιον πόλεμον».
Ότι συνέταξαν αναφορά ζητώντας την επέμβαση ξένης δύναμης (της Ρωσίας) προς κατάργηση της Υψηλής Αντιβασιλείας.
Ότι συνέδραμαν τον κόντε Διονύσιο Ρώμα στο εγκληματικό του σχέδιο περί καταργήσεως των δύο μελών της Αντιβασιλείας.
[2] Αναστάσιος Πολυζωίδης (Μελένικο, 20 Φεβρουαρίου 1802 – Αθήνα, 7 Ιουλίου 1873) ήταν Έλληνας πολιτικός, δημοσιογράφος, συγγραφέας και δικαστικός. Είχε εκλεγεί πληρεξούσιος και είχε πάρει θέσεις υπουργού Παιδείας, νομάρχη, μέλους του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικράτειας στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.
[3] Γεώργιος Τερτσέτης (Ζάκυνθος, 1800 – Αθήνα, 15 Απριλίου 1874) ήταν Έλληνας αγωνιστής της επανάστασης του 1821, ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος, απομνημονευματογράφος και νομικός. Είχε διοριστεί αρχειοφύλακας στη βιβλιοθήκη της Βουλής στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Η οικογένειά του είχε σημαντικό όνομα στον τόπο του, όμως δεν ήταν από τις ντόπιες αρχοντικές οικογένειες της Ζακύνθου και τον λογάριαζαν για ποπολάρο.
Στα παιδικά του χρόνια πήγε στο ίδιο σχολείο με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του Θ. Κολοκοτρώνη, τον Πάνο και τον Γενναίο. Το 1816 έφυγε για την Ιταλία, όπου σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα νομικά καθώς και λατινική – ιταλική φιλολογία. Επέστρεψε στο νησί του το 1820, μετά το πέρας των σπουδών του.
Με την έκρηξη της επανάστασης ο Τερτσέτης βρέθηκε στο Μοριά με πολλούς άλλους συμπατριώτες του. Ασθενικής όμως κράσης, δεν άντεξε τις κακουχίες και αρρώστησε. Μεταφέρθηκε στο μικρό νησί Κάλαμος και στη συνέχεια πίσω στη Ζάκυνθο. Στη Ζάκυνθο δέθηκε με αδελφική φιλία με τον Δ. Σολωμό. Σ’ αυτόν χρωστάμε τον περίφημο «Διάλογο» για τη γλώσσα του εθνικού μας ποιητή, όπως το μόνο αντίγραφο που σώθηκε βρέθηκε στα χέρια του. Παρ’ όλο που δεινοπάθησε την πρώτη φορά που κατέβηκε να αγωνιστεί, τον ξαναβρίσκουμε στη πρώτη γραμμή, όταν ο Ι. Καποδίστριας ελευθέρωνε τη Ρούμελη.
Το 1832-1833 διετέλεσε καθηγητής της γενικής και της ελληνικής ιστορίας στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο του Ναυπλίου. Με την έλευση της Αντιβασιλείας σχετίστηκε τόσο με τον Μαιζώνόσο και με τον πρόεδρό της, Άρμανσπεργκ, καθώς μάθαινε ελληνικά στις κόρες του. Το 1834 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία μέλος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα κ.ά. Ο Τερτσέτης τότε μαζί με τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αναστάσιο Πολυζωίδη, γνωρίζοντας πολύ καλά την αθωότητα των κατηγορουμένων, αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση καταδίκης τους σε θάνατο δια αποκεφαλισμού για εσχάτη προδοσία. Η κίνησή τους αυτή προκάλεσε την οριστική τους παύση, τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίησή τους από την Αντιβασιλεία.
Το 1864 εξελέγη αντιπρόσωπος της Ζακύνθου στη Βουλή. Πέθανε στις 15 Απριλίου 1874 στην Αθήνα.