Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Πιέσεις προς την κυβέρνηση ησκήθησαν και απ’ έξω, από οργανώσεις εβραϊκές και καθολικές


Το θρήσκευμα στις ταυτότητες
Το θρήσκευμα στις ταυτότητες Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, διά στόματος του υφυπουργού Εσωτερικών κ. Λ. Παπαδήμα, ανεκοίνωσε την απόφασή της να μη συμπεριληφθεί το θρήσκευμα στις νέες ηλεκτρονικές ταυτότητες, με τις οποίες πρόκειται να εφοδιασθεί εντός διετίας ο ελληνικός λαός. Η απόφαση αυτή θεωρητικώς μεν επικαλείται την εφαρμογή της αρχής της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως,
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, διά στόματος του υφυπουργού Εσωτερικών κ. Λ. Παπαδήμα, ανεκοίνωσε την απόφασή της να μη συμπεριληφθεί το θρήσκευμα στις νέες ηλεκτρονικές ταυτότητες, με τις οποίες πρόκειται να εφοδιασθεί εντός διετίας ο ελληνικός λαός.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ Κ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ
24 Νοεμβρίου 2008, 22:24 Ενημερώθηκε: 27 Απριλίου 1997, 00:00
 Η απόφαση αυτή θεωρητικώς μεν επικαλείται την εφαρμογή της αρχής της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, την οποίαν κατοχυρώνει και εγγυάται το άρθρο 13 του Συντάγματός μας. Πρακτικώς όμως είναι το αποτέλεσμα ισχυρών πιέσεων, που ασκούνται προς την κατεύθυνση αυτή, τόσον από τις εγχώριες θρησκευτικές μειονότητες (ετερόδοξοι χριστιανοί, ισραηλίτες, χιλιαστές κλπ.), όσον και από τους υποστηρικτές των σε Ευρώπη και Αμερική.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ Κ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ
24 Νοεμβρίου 2008, 22:24 Ενημερώθηκε: 27 Απριλίου 1997, 00:00
Το θέμα αυτό είχε ανακινηθεί και το 1993 από την τότε κυβέρνηση και προκάλεσε μια ευρεία ανταλλαγή απόψεων από των στηλών του Τύπου. Οι εν Ελλάδι ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι, με ψηφίσματα και ανακοινώσεις στον Τύπο (βλ. π.χ. ψήφισμα της Κοινωνίας των Ελευθέρων Ευαγγελικών Εκκλησιών στην «Καθημερινή» 28-3-93, ανακοίνωση της Ι. Συνόδου της καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» 15-7-93, απόψεις του Κεντρ. Ισραηλιτικού Συμβουλίου στο «Βήμα» 17-3-93), απέρριπταν και την υποχρεωτική και την προαιρετική δυνατότητα αναγραφής του θρησκεύματος, ισχυριζόμενοι ότι υπό πάσαν έποψιν θα εξετίθεντο σε κινδύνους διακρίσεων εις βάρος των και μισαλλοδοξίας από τις αρχές του κράτους. Τις ίδιες απόψεις υπεστήριξαν και επώνυμοι συνταγματολόγοι και καθηγητές στη διάρκεια ειδικής ημερίδας («Ελευθεροτυπία» 24-5-93) καθώς και η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής («Ελευθεροτυπία» 18-1-93). Σχετικές πιέσεις προς την κυβέρνηση ησκήθησαν και απ’ έξω, από οργανώσεις εβραϊκές και καθολικές. Αλλά και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψηφίσματά του (21-1-93, 27-1-93) ετάχθη υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος, προς κατασίγαση των ανησυχιών που προκάλεσε «στην Καθολική και Εβραϊκή θρησκευτική Κοινότητα» η αρχική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος.

Εκ διαμέτρου αντίθετες προς τις ανωτέρω απόψεις διετύπωσαν τότε η Ι. Σύνοδος (Εγκύκλιος υπ’ αριθμ. 2548/1-4-93), ορθόδοξοι Σύλλογοι, ανώτατοι δικαστικοί, καθηγητές κλπ., ταχθέντες είτε υπέρ της υποχρεωτικής είτε υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος, ως θεμελιώδους στοιχείου της εθνικής μας ταυτότητας και ως μη δημιουργούντος κανενός είδους κίνδυνο ρατσιστικών διακρίσεων για τους ετεροδόξους και αλλοθρήσκους που ζουν στην Ελλάδα.

ΑΠΟ την ανωτέρω σύντομη καταγραφή των θέσεων των δύο αντιπάλων στρατοπέδων καταφαίνεται ότι οι αντιδρώντες στην υποχρεωτική ή προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες επικαλούνται το άρθρο 13 του Συντάγματος περί της θρησκευτικής ελευθερίας και το αντίστοιχο ατομικό δικαίωμα κάθε πολίτου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμά του, εφ’ όσον τούτο αποτελεί αυστηρώς προσωπική του υπόθεση. Και ότι μεν το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει εκτός των άλλων και τη δυνατότητα άρνησης οιουδήποτε πολίτου να καθιστά γνωστά τα θρησκευτικά του πιστεύματα είναι αυτονόητο. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού τελεί υπό ωρισμένες προϋποθέσεις, που όταν δεν συντρέχουν καθιστούν αυτήν ανενεργόν. Οι προϋποθέσεις αυτές συγκεφαλαιούνται στον δικαιολογητικό λόγο, που επιβάλλει τη δήλωση του θρησκεύματος. Εάν δηλ. πίσω από μια τέτοια αξίωση του κράτους κρύβεται η ενδιάθετη πρόθεσή του να καταδιώξει τους ετεροδόξους ή αλλοθρήσκους ή όταν τούτο καθίσταται πολύ πιθανό, ένεκα προηγηθεισών αναλόγων κρατικών ενεργειών, τότε βεβαίως θα μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει τον φόβο που διατυπώνουν οι επικαλούμενοι το συνταγματικό δικαίωμα της άρνησης αποκαλύψεως του θρησκεύματός των.

Με την ίδια λογική θα μπορούσε βέβαια κανείς να αρνηθεί την καταγραφή της εθνικότητός του στην ταυτότητα, εφ’ όσον θα υπήρχε πιθανότης διώξεώς του από ένα Στρατό Κατοχής. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και με την αναγραφή του τόπου γεννήσεως.

Στην Ελλάδα ουδέποτε το κράτος αντιμετώπισε με μισαλλοδοξία τις θρησκευτικές μειονότητες, στηριχθέν στην ταυτότητα που ανέγραφε το θρήσκευμα, αλλ’ ούτε και οι απλοί πολίτες κατέφυγαν σε μειωτικές διακρίσεις σε βάρος των συμπολιτών των που δεν πρεσβεύουν το ορθόδοξο δόγμα. Αν υπήρξαν κάποιες περιπτώσεις τέτοιων διακρίσεων, αυτές ασφαλώς οφείλοντο σε υπερβάλλοντα ζήλον ωρισμένων οργάνων της εξουσίας και όχι σε δεδομένη γραμμή του κράτους. Αλλωστε είναι γνωστόν ότι στην Ελλάδα πολλές από τις ετερόδοξες Εκκλησίες ή αλλόθρησκες πίστεις απολαμβάνουν ενίοτε κρατικές διευκολύνσεις περισσότερες εκείνων της επισήμου Ορθοδόξου Εκκλησίας και δέχονται σκανδαλώδη την υποστήριξη των κρατικών φορέων, σε σημείο μάλιστα που να έχουν καταγγελθεί ακόμη και διαβόητες και προκλητικές παρανομίες χάριν εξυπηρετήσεως των συμφερόντων των. Αλλά βέβαια είναι αστείο το να πιστεύσει κανείς ότι το ελληνικό κράτος, εάν υποτεθεί ότι θα ήθελε να λάβει εχθρική θέση εναντίον των θρησκευτικών μειονοτήτων, θα περίμενε να βλέπει το θρήσκευμα αναγραφόμενο επί των ταυτοτήτων, για να επισημαίνει τους αλλοδόξους ή αλλοπίστους. Μήπως όταν παλαιότερα το κράτος ήθελε να συλλάβει τους κομμουνιστές για να τους εξορίσει εμποδίσθηκε από τη μη αναγραφή των πολιτικών των φρονημάτων στην ταυτότητά των;

Ο κ. Αναστ. Μαρίνος, αντιπρόεδρος του Σ.τ.Ε., σε εμπεριστατωμένη μελέτη του (Το θρήσκευμα, το δελτίο ταυτότητας και η ιδιωτική ζωή, στην «Εκκλησία» 15-3-93 σ. 152 επ.) υποστηρίζει ότι όταν δεν υπάρχει φόβος διακρίσεων σε βάρος των δηλούντων το θρήσκευμά των, τότε το δικαίωμά των να αρνηθούν να το δηλώσουν «αργεί, ή μάλλον δεν έχει εφαρμογή, αφού μάλιστα σ’ ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος διώξεις για λόγους θρησκευτικούς όχι μόνο δεν γίνονται, αλλά ούτε είναι καν νοητές. Οι εποχές της Ιερής Εξέτασης και της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας ανήκουν, με εξαίρεση ορισμένα καθεστώτα που μόλις καταρρεύσανε, στο μακρινό παρελθόν, και μόνο ρίγος προκαλούν στην ανάμνησή τους και πάντως δεν μπορεί να θεωρηθεί θρησκευτική δίωξη η από τα ποινικά δικαστήρια και με συνταγματικά κατοχυρωμένες δημοκρατικές διαδικασίες τιμωρία αυτών που παραβιάζουν τους σύμφωνους με το Σύνταγμα νόμους της Πολιτείας, η οποία διαθέτει όλους τους κατά το Σύνταγμα και τις διεθνείς διακηρύξεις θεσμούς και μηχανισμούς για να πατάξει αποφασιστικά κάθε μορφή θρησκευτικής μισαλλοδοξίας» (ένθ’ ανωτ. σ. 153). Το ότι παραπονούνται οι ετερόδοξοι (κυρίως Ευαγγελικοί προτεστάντες) ή οι χιλιαστές για τις σποραδικές καταδίκες των από τα ελληνικά δικαστήρια ένεκα ασκήσεως προσηλυτισμού σε βάρος των ορθοδόξων, και διασύρουν τη χώρα διεθνώς παριστάνοντάς την ως δήθεν «παράδεισο» της μισαλλοδοξίας, δεν σημαίνει ότι και έχουν δίκαιο. Στην Ελλάδα οι ανήκοντες στις ανεγνωρισμένες θρησκευτικές μειονότητες δεν έχουν λόγους να επικαλούνται σε βάρος των διακρίσεις από μέρους του κράτους».

ΑΠΟΜΕΝΕΙ το έτερο επιχείρημα των συνταγματολόγων ότι το θρήσκευμα ανήκει στην εσώτατη και αυστηρά προσωπική και ιδιωτική περιοχή της ζωής του ανθρώπου και η πολιτεία οφείλει να την προστατεύει και να την σέβεται. Αλλά το επιχείρημα αυτό δεν νομίζω ότι ενισχύει την άποψη υπέρ της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Πρώτον μεν διότι, όταν πρόκειται για προαιρετική αναγραφή του, είναι το ίδιο το άτομο που αναδέχεται, με την ελεύθερη επιλογή του, την ευθύνη να αποκαλύψει μια λεπτομέρεια της απόρρητης προσωπικής του ζωής. Και έπειτα διότι, και όταν πρόκειται ακόμη και για υποχρεωτική αναγραφή, μπορεί κανείς να κάνει προσφυγή κατά της «διακριτικής μεταχείρισης» που έτυχε εξ αιτίας της αναγραφής του θρησκεύματός του, όχι όμως και κατά της αρχικής αιτίας του λόγου που προκάλεσε την σε βάρος του διακριτική μεταχείριση.

Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών έχει επί του θέματος αυτού την ακόλουθη άποψη: «Το εθνικό δελτίο ταυτότητας δεν έχει παρά ισχύ «αποδείξεως της ταυτότητας και της ιθαγένειας του κατόχου του» και το υπόλοιπο περιεχόμενό του, η μορφή του, η γλώσσα του, η αναγραφή ή μη άλλων στοιχείων επ’ αυτού δεν επηρεάζει την κατά το κοινοτικό δίκαιο λειτουργία του» («Το Βήμα», Ε8 σελ. 24 της 17-1-93). Και αν η αναγραφή του θρησκεύματος παρεβίαζε όντως, επί τόσα χρόνια που ισχύει, συνταγματική ή κοινοτική επιταγή, γιατί δεν επενέβη η Ε.Ε.; Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (1984) αποφαίνεται ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η αναγραφή σε δημόσια έγγραφα του θρησκεύματος (π.χ. κατά την απογραφή του πληθυσμού).

Ομως η πολιτεία, εφ’ όσον δείχνει τώρα τέτοια ευαισθησία στην προστασία του ατομικού δικαιώματος του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, οφείλει να προβληματισθεί με την ουσιαστικά ανοχύρωτη προσωπική ζωή των πολιτών της, ιδίως σήμερα με τη διάδοση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας. Παρά δε τον ηχηρό τίτλο του νεαρού νόμου «για την προστασία του πολίτη», φαίνεται ότι η εισβολή των ηλεκτρονικών μηχανών στην ιδιωτική μας ζωή είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ριζικά, ώστε να απομακρύνει οριστικά τον κίνδυνο καταχρήσεων σε βάρος του προσώπου μας. Και θα περίμενε κανείς από την κυβέρνηση, που έσπευσε να υιοθετήσει την άποψη περί της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, να εξηγήσει στον ελληνικό λαό αν προσβάλλει ή όχι τα ανθρώπινα δικαιώματα η λευκή λωρίς που θα υπάρχει στο κάτω μέρος των νέων ταυτοτήτων και θα περιλαμβάνει στοιχεία της ατομικής και προσωπικής ζωής του κατόχου, χωρίς αυτός να μπορεί να τα διαβάσει.

ΚΑΤΑ την ταπεινή μας άποψη δεν είναι ο φόβος των διώξεων ούτε η παραβίαση συνταγματικών αρχών που κινούν την εκστρατεία κατά της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Και οι μεν επιστήμονες έχουν κάθε δικαίωμα να υποστηρίζουν τις επιστημονικές των απόψεις, οποιεσδήποτε και αν είναι αυτές. Τούτο όμως δεν εμποδίζει άλλους από του να τις «χρησιμοποιούν» για την επίτευξη του δικού των στόχου. Είναι ο ίδιος στόχος που κρυβόταν και πριν από 16 χρόνια πίσω από τη λυσσώδη επίθεση που δέχθηκε τότε η Εκκλησία για την υποχρεωτική καθιέρωση του πολιτικού γάμου. Τότε ο σεβασμός προς τον πολίτη επέβαλλε την ελεύθερη επιλογή από μέρους του πολιτικού ή του θρησκευτικού γάμου. Τότε όμως επεκαλούντο άλλα, όπως λ.χ. τη ληξιαρχική διευκόλυνση του κράτους ή την ανάγκη ενιαίου συστήματος τελέσεως των γάμων κλπ.

Πίσω όμως από την όλη επιχειρηματολογία εκρύπτετο η μόλις συγκαλυπτόμενη επιδίωξη να μετατραπεί η Ελλάς σε λαϊκό ευρωπαϊκό κράτος, που δεν θα έχει θρησκεία και δεν θα αναγνωρίζει την Ορθόδοξη Εκκλησία ως επικρατούσαν. Το ίδιο σύνδρομο της μειονεξίας έναντι των ξένων. Και όλα αυτά ερήμην του ελληνικού λαού, που έδωσε ένα καλό μάθημα στους επίδοξους νεκροθάπτες των παραδόσεών του. Σήμερα από παντού καταφθάνουν μηνύματα ότι αν θέλομε να επιβιώσουμε ως έθνος οφείλουμε να ενισχύσουμε τα πνευματικά μας ερείσματα, αφού συνειδητοποιήσουμε την ιδιοπροσωπίαν μας. Και η ομολογία της πίστεώς μας είναι το κατ’ εξοχήν έρεισμά μας, το έρεισμα της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, που θέλει να αναγράφεται το θρήσκευμά του στην ταυτότητά του. Οι ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι συνέλληνες, που επικαλούνται το Σύνταγμα για να επιβάλουν στην πλειοψηφία την άποψή των, δεν θα έπρεπε να θυμηθούν ότι στα δημοκρατικά καθεστώτα ισχύει η των πλειόνων ψήφος; Οι διθύραμβοι που λέγονται στην εποχή μας και γράφονται πληθωρικά για την Ορθοδοξία θα μείνουν χωρίς αντίκρισμα, αν καταλύσουμε ακόμη μία έπαλξη, ανοίγοντες μοιραίες κερκόπορτες στο προστατευτικό τείχος των πεπρωμένων μας.