Κατ’ επανάληψη έχω αναφέρει πως ο καλύτερος τρόπος για να μελετήσει ο ερευνητής την ιδιοσυγκρασία ενός λαού και να προβλέψει τα μελλούμενα ενός έθνους, είναι η μελέτη της ιστορίας του.
Δυστυχώς στην Ελλάδα πάσχουμε από περίσσευμα αμάθειας και σοβαρό έλλειμμα παιδείας,
που έγινε περισσότερο εμφανές κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Το τραγικό αυτό έλλειμμα παιδείας διακατέχει τόσο τεράστια τμήματα του ελληνικού πληθυσμού, όσο (δυστυχώς) και μεγάλη μερίδα πολιτικών.
Του Παύλου Κιλίντζη
Ο Ιωάννης Μεταξάς, όντας ο πολιτικός ηγέτης που όρθωσε το ανάστημά του στους φασίστες κατακτητές και διαχειρίστηκε το έπος της Ελλάδας κατά τον Β’ ΠΠ, υπήρξε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα πολιτικά. Έχοντας ο ίδιος φασιστικές καταβολές, υπήρξε ο υπαίτιος του πραξικοπήματος του Αυγούστου του 1936, όπου εγκαθίδρυσε την μεταξική δικτατορία μέχρι τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1941.
Ο Μεταξάς είναι ιστορικό γεγονός ότι ιδεολογικά υπήρξε «προσκείμενος» στον φασιστικό χώρο. Ωστόσο, είναι υποχρεωτικό ο ιστορικός ερευνητής να ερμηνεύει τα γεγονότα, βάσει των συνθηκών εκείνης της εποχής που διαδραματίζονται. Και όχι της σημερινής.
Ο φασισμός ως πολιτικό κίνημα, υπήρξε το πλέον αναδυόμενο για την Ευρώπη του μεσοπολέμου. Σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, υπήρξαν φασιστικά κινήματα που εξέφραζαν την δυναμικά αναδυόμενη φασιστική ιδεολογία.
Ο Μουσολίνι στην Ιταλία, ο Χίτλερ στη Γερμανία, αλλά και άλλες μικρότερες ή λιγότερο ακραίες κινήσεις αναπτύσσονται παντού. Όπως για παράδειγμα η ρουμανική λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ένα αντισημιτικό φασιστικό βίαιο κόμμα του Κορνήλιου Κοντρεάνου, ή το κίνημα του Ρεξισμού στο Βέλγιο καθώς και το ναζιστικό αυστριακό κόμμα.
Σε αυτό το κλίμα της εποχής λοιπόν, (και) ο Μεταξάς εξέφραζε την φασιστική ιδεολογία. Ωστόσο ουδέποτε αυτό τον εμπόδισε να πράξει το καθήκον του για την πατρίδα και να εφαρμόσει πολιτικές συμμαχίες που ήταν πλήρως αντίθετες με το προσωπικό του ιδεολόγημα.
Ο Μεταξάς από την αρχή έκανε συνειδητή πολιτική επιλογή να σταθεί στο πλευρό των συμμάχων, και των Άγγλων ειδικότερα. Όντας ορθολογιστής και προσβλέποντας στο καλό της πατρίδας, προώθησε ενεργά της είσοδο της Ελλάδας στο αγγλικό μπλοκ. Όντας πολιτικός με μεγάλη διορατικότητα, πίστευε από την αρχή πως οι σύμμαχοι θα είναι νικητές του Β’ ΠΠ. Ακόμα και όταν αυτό δεν το πίστευαν, παρά ελάχιστοι στην Ευρώπη.
Η Ελλάδα είχε κάθε συμφέρον να έχει καλές σχέσεις με την πανίσχυρη βρετανική ναυτική δύναμη εξάλλου. Η Αγγλία είχε τη δύναμη να πειθαναγκάσει την Ελλάδα αν χρειαζόταν κάτι τέτοιο. Επιπλέον οι οικονομικοί δεσμοί της Ελλάδας ήταν πολύ πιο ισχυροί με την Αγγλία παρά με τη Γερμανία. Το αγγλικό κεφάλαιο είχε την πρώτη θέση των ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα με 53% ενώ το γερμανικό μόλις το 5%. Ο Μεταξάς έτεινε χείρα φιλίας προς την Αγγλία και μάλιστα ικανοποίησε τους Βρετανούς ομολογιούχους που ήταν ανικανοποίητοι από το 1931.
Εκτός από τις προσωπικές του συμμαχίες, ο Μεταξάς από την πρώτη μέρα εργάστηκε πυρετωδώς για την επαναδημιουργία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, που μέχρι εκείνη την εποχή ήταν πρακτικά ανύπαρκτες. Αυτή κυρίως η πολιτική, οδήγησε στο έπος του Β’ ΠΠ και στο «ελληνικό θαύμα» της μάχης της Ελλάδας κατά των δυνάμεων του Άξονα. Και όταν αναφέρω «θαύμα», το εννοώ ορθολογικά περιγράφοντας τα γεγονότα. Και ας μην αρέσει αυτό σε ανιστόρητους «αριστερίζοντες».
Η Μάχη της Ελλάδας 1940-41, για την απόκρουση των Ιταλικών αρχικά επιθέσεων, αργότερα δε και των Γερμανικών, διήρκεσε συνολικά 216 ημέρες, ήτοι 7 μήνες, μέχρι να επιτευχθεί η ολοκλήρωση της καταλήψεως της πατρίδας. Αυτό το γεγονός προκάλεσε παγκόσμια κατάπληξη και αιτία πολλαπλού γενικευμένου θαυμασμού και εγκωμίων. Ήταν κάτι το μεγαλειώδες, το οποίο δικαίως θεωρήθηκε ως «ελληνικό θαύμα».
Κατ’ αντιδιαστολή, για την κατάληψη της Γαλλίας ο Άξονας χρειάστηκε 45 ημέρες, παρά τη στρατιωτική βοήθεια που της εδόθη με την εκεί παρουσία ισχυρών Αγγλικών δυνάμεων, του Βελγίου 18 ημέρες, της Ολλανδίας 5 ημέρες, ενώ η Δανία υπέκυψε σε 12 ώρες και οι Αυστρία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ρουμανία και Αλβανία προσχώρησαν ή παραδόθηκαν αμαχητί.
Εκτός του αποτελέσματος, η πολεμική προπαρασκευή του ελληνικού κράτους από το 1936 και έπειτα, υπήρξε επίσης θαυμαστή. Οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας μεταξύ 1923-36 ανήλθαν σε 3 δισ. δρχ., ενώ κατά το διάστημα 1936-40 ήταν περίπου πενταπλάσιες, ήτοι 15,7 δισ. δρχ.
Για λόγους οικονομίας χώρου, περιορίζομαι να αναφέρω κολοσσιαίες παραγγελίες εξοπλισμών για τα δεδομένα του ελληνικού κράτους, όπως η αγορά 12 νέων αντιτορπιλικών και 2 υποβρυχίων σε μόλις 3 χρόνια, και αγορά περίπου 200 νέων αεροσκαφών στο διάστημα 1936-1939. Πρακτικά η Ελλάδα από το 1936 έως το 1940, ξανάφτιαξε από την αρχή τόσο το Ναυτικό της, όσο και την Αεροπορία της.
Τέλος, αναφέρω το πραγματικό θαύμα της κατασκευής των λεγόμενων οχυρών της «Γραμμής Μεταξά», τα οποία συγκλόνισαν με το μέγεθος και την πολυπλοκότητα κατασκευής, ακόμα και τους Γερμανούς κατακτητές. Πρόκειται για 21 μεγάλα οχυρά στην Ελληνο-Βουλγαρική μεθόριο, μήκους 500 περίπου χιλιομέτρων, με συνολικό μήκος υπογείων στοών και υπογείων καταφυγίων 37 χιλιομέτρων, διανοιγμένων μέσα στα βουνά, χωρίς βεβαίως τα σημερινά μέσα.
Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, ο Γερμανός υποστράτηγος Schneider (επικεφαλής Γερμανικής Επιτροπής μελέτης της οχύρωσης) θα περπατήσει επί έναν μήνα τη Γραμμή, θα γράψει ότι τα οχυρά αυτά είχαν επιτύχει το βέλτιστο σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη ανάλογη οχυρωματική Γραμμή σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το θαύμα της Ελλάδας κατά τον Β’ ΠΠ λοιπόν, δεν επιτεύχθηκε εξαιτίας συγκυριακών συνθηκών. Και ήταν πραγματικό «θαύμα», όσο και αν (δυστυχώς) γίνεται προσπάθεια να υποτιμηθεί από (ανιστόρητους) «αριστερίζοντες» συγχρόνους κύκλους στην Ελλάδα.
Εξαιτίας κυρίως του φασιστικού υποβάθρου του Μεταξά, προσπαθούν να υποτιμήσουν και να παραποιήσουν την προσπάθεια ενός κράτους και ενός ολόκληρου λαού. Ο Μεταξάς τουλάχιστον έκανε αυτό που οφείλει να κάνει κάθε σύγχρονος πολιτικός που αγαπάει την πατρίδα του. Έβαλε την προσωπική πολιτική του ιδεοληψία, κάτω από το εθνικό συμφέρον και την ασφάλεια του λαού του. Μακάρι να δρούσαν με τον ίδιο τρόπο και πολλοί σύγχρονοι πολιτικοί (ιδίως των ημερών μας…).