Ο ΧΩΡΟΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
Η ευρύτερη περιοχή, όπου έλαβαν χώρα οι Επιχειρήσεις του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου, ορίζεται από τη γραμμή Αυλώνας - Πόγραδετς προς τα βορειοδυτικά και την Ελληνο-αλβανική μεθόριο προς τα νοτιοανατολικά. Η περιοχή αυτή αποτελείται από πολλές παράλληλες οροσειρές που ακολουθούν τη γενική κατεύθυνση από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Οι περισσότερες απ' αυτές είναι δύσβατες και ακάλυπτες, ενώ μερικές κορυφές τους υπερβαίνουν τα 2.000 μέτρα. Μεταξύ αυτών των οροσειρών σχηματίζονται οι στενές κοιλάδες των ποταμών Αώου, Σαρανταπόρου, Καλαμά, Δρίνου και Δεβόλη
Read more: http://www.egolpion.com/1940-oreinos.el.aspx#ixzz3F7Mdh58u
ΚΕΙΜΕΝΟ: Αγγελική Δήμα - Δημητρίου, Ιστοριογράφος της ΔΙΣ/ΓΕΣ
Το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της περιοχής αυτής το 1940 ήταν φτωχό και επιπλέον μεταξύ της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου δεν υπήρχε οδική αρτηρία, γιατί παρεμβάλλεται ο ορεινός όγκος της Πίνδου. Έτσι, το όλο Θέατρο Επιχειρήσεων δημιουργούσε δυσκολίες όχι μόνο στη- στρατηγική συγκέντρωση του Στρατού, αλλά και στον ανεφοδιασμό και τις διακομιδές.
Το γεγονός αυτό επέβαλλε το διαχωρισμό του Θεάτρου Επιχειρήσεων και από τους δύο αντιπάλους σε δύο τμήματα, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με τον ορεινό τομέα της Πίνδου.
Το ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε την ταχεία κατάληψη της Ηπείρου μέχρι την Πρέβεζα και τα νησιά του Ιονίου Πελάγους, με ταυτόχρονη ενέργεια από τα βορειοδυτικά, δια μέσου του ορεινού όγκου της Πίνδου. Στη συνέχεια, την ταχεία προέλαση δύο ισχυρών φαλάγγων προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη για την κατάληψη ολόκληρης της χώρας.
Για το σκοπό αυτό οι Ιταλοί διέθεταν:
* Το XXV Σώμα Στρατού (42.000 άνδρες) με δύο μεραρχίες Πεζικού («Φερράρα» και «Σιένα»), μία τεθωρακισμένη («Κενταύρων») και μία Ιππικού προσανατολισμένες προς την Ήπειρο.
* Το XXVI Σώμα Στρατού (44.000 άνδρες) με τρεις μεραρχίες Πεζικού («Πάρμα», «Πιεμόντε», «Βενέτσια»), προσανατολισμένες προς τη Δυτική Μακεδονία και την 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» (10.800 άνδρες) που βρισκόταν μεταξύ των δύο παραπάνω Σωμάτων Στρατού, απέναντι στον τομέα της Πίνδου, ανάμεσα στις οροσειρές Σμόλικα και Γράμμου.
Το ελληνικό σχέδιο επιχειρήσεων, που καταρτίστηκε μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς και ίσχυε στις 28 Οκτωβρίου 1940, ήταν βασικά αμυντικό και αντιμετώπιζε κατά περίπτωση, είτε ταυτόχρονη βουλγαρική και ιταλική επίθεση η μόνο ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας. Επιθετική ενέργεια θα αναλαμβανόταν σε δεύτερο στάδιο και εφόσον θα είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις για το σκοπό αυτό.
Ειδικότερα προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα είχαν διατεθεί:
Στην Ήπειρο η VIII Μεραρχία Πεζικού (15 τάγματα Πεζικού).
Στη Δυτική Μακεδονία το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας με την ΙΧ Μεραρχία και την IV Ταξιαρχία Πεζικού σε πρώτο κλιμάκιο και την Ι Μεραρχία και την V Ταξιαρχία Πεζικού σε δεύτερο κλιμάκιο.
Στον Τομέα της Πίνδου το Απόσπασμα Πίνδου δυνάμεως περίπου ενός συντάγματος Πεζικού (51ο Σύνταγμα Πεζικού και 11/2 ορεινή πυροβολαρχία).
Συνολικά οι ελληνικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 35.000 άνδρες.
Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΕΩΣ 28 ΟΚΤ-13 ΝΟΕ 1940
Η αιφνιδιαστική εισβολή των ιταλικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος άρχισε από τις 0530 της 28ης Οκτωβρίου 1940, με κύρια προσπάθεια στην Ήπειρο και στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, από το Ιόνιο μέχρι το όρος Γράμμος.
Στο μέτωπο της Ηπείρου η VIII Μεραρχία πέτυχε να αναχαιτίσει τον αντίπαλο στην προωθημένη αμυντική τοποθεσία Ελαίας (Καλπάκι) - Καλαμά. Η μόνη επιτυχία των Ιταλών ήταν να διεισδύσουν σχετικά βαθιά στον παραλιακό τομέα χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, ένεκα της απειλής αποκοπής τους σε περίπτωση συνεχίσεως της προελάσεως.
Στον τομέα της Πίνδου επίσης, οι ελληνικές δυνάμεις, εξαιτίας της συντριπτικής υπεροχής των Ιταλών, εξαναγκάστηκαν να συμπτυχθούν σε σχετικά μεγάλο βάθος. Με την εσπευσμένη όμως συγκέντρωση των διαθέσιμων δυνάμεων και την αυθόρμητη συμπαράσταση και βοήθεια των κατοίκων της Πίνδου, οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να περισφίξουν και να εξαλείψουν στη συνέχεια τον ιταλικό θύλακα.
Παράλληλα στη Βορειοδυτική Μακεδονία οι ελληνικές δυνάμεις, από τις πρώτες ημέρες της ιταλικής επιθέσεως, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και πέτυχαν να καταλάβουν σημαντικά εδαφικά σημεία πέρα από τα σύνορα.
Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ 14 ΝΟΕ 1940 - 6 ΙΑΝ 1941
Κατά τη δεύτερη περίοδο του Πολέμου, από τις 14 Νοεμβρίου 1940 μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 1941, ο Ελληνικός Στρατός ανέλαβε γενική αντεπίθεση για την πλήρη αποκατάσταση και σε βάθος εξασφάλιση της ακεραιότητας του εθνικού εδάφους με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Έτσι, στο Νότιο τομέα, οι ελληνικές δυνάμεις δημιούργησαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την πλήρη διάνοιξη της κοιλάδας του Σιούσιτσα ποταμού και τη συνέχιση της προελάσεως προς τον Αυλώνα που ήταν και το μεγαλύτερο λιμάνι ανεφοδιασμού των ιταλικών δυνάμεων.
Στον Κεντρικό τομέα, παρά την ισχυρή αντίσταση των Ιταλών, πέτυχαν να φτάσουν μέχρι τέλος Δεκεμβρίου στην Κλεισούρα και να έχουν ετοιμότητα να καταλάβουν τον ομώνυμο οδικό κόμβο.
Στο Βόρειο τομέα, κατέλαβαν το ζωτικό κόμβο της Κορυτσάς, τον οποίο εξασφάλισαν, μετά από σκληρό αγώνα από τα δυτικά και βορειοδυτικά.
Κατά την περίοδο αυτή η Ελληνική Διοίκηση ενέπλεξε επτά νέες μεραρχίες Πεζικού (ΙΙ, ΙΙΙ, IV, X, XIII και XVII), ενώ οι Ιταλοί ενισχύθηκαν με οκτώ μεραρχίες Πεζικού (2η - Αλπινιστών «Τριντεντίνα», 4η - Αλπινιστών «Κουνεένσε», 11η - «Μπρένερο», 33η - «Ακουι», 37η - «Μοντένα», 48η - «Τάρο», 50η - Αλπινιστών «Πουστερία», 53η - «Αρέτζο» καθώς και μεγάλο αριθμό διαφόρων άλλων μονάδων δυνάμεως συντάγματος ή τάγματος.
ΟΙ ΧΕΙΜΕΡΙΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΑΡΙΝΗ ΕΠΙθΕΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ 7 ΙΑΝ - 26 ΜΑΡ 1941
Στο χρονικό διάστημα από 7 Ιανουαρίου -26 Μαρτίου 1941 έγιναν στον Κεντρικό τομέα του μετώπου οι σκληρότεροι και πιο αιματηροί αγώνες μεταξύ των αντίπαλων δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια του πολέμου (βλέπε Σχεδιάγραμμα 4).
Οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν, ύστερα από σκληρές μάχες, το σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο της Κλεισούρας, τον οποίο και εξασφάλισαν με αγώνες που συνεχίστηκαν παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, τις δυσχέρειες ανεφοδιασμού των μονάδων και τα κρούσματα παγοπληξίας που υπερέβαιναν τις απώλειες μάχης.
Οι Ιταλοί, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στο ζωτικό αυτό χώρο, επιχείρησαν να ανακαταλάβουν την Κλεισούρα χωρίς όμως επιτυχία.
Το σημαντικότερο γεγονός στην Τρίτη αυτή περίοδο του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου υπήρξε η μεγάλη «Εαρινή» επίθεση του Ιταλικού Στρατού. Η ιταλική επίθεση άρχισε το πρωί της 9ης Μαρτίου και συνεχίστηκε με αμείωτη σφοδρότητα μέχρι τις 14 Μαρτίου χωρίς όμως να σημειώσει καμιά επιτυχία, χάρη στο ακατάβλητο θάρρος και την αυτοθυσία των Ελλήνων μαχητών, οι οποίοι δεν παραχώρησαν ούτε σπιθαμή ελληνικού εδάφους στους επιτιθέμενους Ιταλούς.
Πριν αναχωρήσει ο Μουσολίνι από τα Τίρανα για τη Ρώμη, είπε στο Στρατηγό Πρίκολο: «Σας εκάλεσα διότι απεφάσισα να επιστρέψω εντός της αύριον εις την Ρώμην. Αηδίασα απ' αυτό το περιβάλλον. Δεν επροχωρήσαμεν ούτε- βήμα. Μέχρι τούδε με έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα όλους αυτούς τους ανθρώπους (Σ.Σ. εννοεί τους στρατιωτικούς αρχηγούς του). Απόψε υπέβαλα λεπτομερή έκθεσιν επί της καταστάσεως, εις τον Βασιλέα».
Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας στις 6 Απριλίου 1941 λύτρωσε τελικά τις ιταλικές δυνάμεις από την ήττα που υπέστησαν στα ηπειρωτικά βουνά, σ' ένα τραχύ εδαφοκλιματολογικό περιβάλλον.
Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ο Ελληνο-ιταλικός Πόλεμος ήταν κατ' εξοχήν πόλεμος ορεινού αγώνα. Ο Ελληνικός Στρατός αντιμετώπισε με περιορισμένα μέσα άμυνας σε ορεινό και δύσβατο έδαφος Στρατό μεγάλης ευρωπαϊκής δυνάμεως, εφοδιασμένο με σύγχρονα μέσα και ιδιαίτερα με άρματα μάχης και ισχυρή αεροπορία.
Παρ' όλα αυτά οι επιθετικές επιχειρήσεις που ανέλαβαν οι ελληνικές δυνάμεις από τις 14 Νοεμβρίου 1940 στέφθηκαν με επιτυχία. Δεν έγινε όμως δυνατή η πραγματοποίηση ευρείας εκμεταλλεύσεως των επιτυχιών αυτών, αν και παρουσιάστηκαν ευκαιρίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικά αποτελέσματα, γιατί ο Ελληνικός Στρατός στερούνταν τεθωρακισμένων και ταχυκίνητων μέσων ενώ η Ιταλική Αεροπορία σχεδόν κυριαρχούσε στον αέρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατάληψη της Κορυτσάς, όπως αναφέρεται στην Έκθεση Πεπραγμένων του Διοικητή του Γ Σώματος Στρατού:
«Η Κορυτσά κατελήφθη στις 1800 της 22ης Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή (ένατη ημέρα της επιθέσεως).
Αναμφισβήτητα η Κορυτσά ήταν δυνατό να καταληφθεί από τις 19 Νοεμβρίου οποιαδήποτε ημέρα μέχρι τις 22 Νοεμβρίου.
Κατελήφθη όμως το βράδυ της 22ης Νοεμβρίου για να μην είναι αμφίβολη η διατήρηση της. Διατρέχουμε, εξαιτίας της ελλείψεως αντιαρματικών μέσων, τον κίνδυνο να υποστούμε επιθετική επιστροφή του εχθρού με αρματικά μέσα και να εγκαταλείψουμε προς στιγμήν την πόλη, οπότε η απήχηση θα ήταν χείριστη για την ψυχοσύνθεση του Έλληνα μαχητή. Εξαιτίας αυτού καταλαμβάναμε τα σημεία που θα μπορούσαμε να κρατήσουμε ασφαλώς και τα οποία μας παρείχαν βάσεις για την παραπέρα προχώρηση μας».
Η αδυναμία αυτή ανάγκαζε τις ελληνικές δυνάμεις να αποφεύγουν τις πεδινές ζώνες και να κινούνται ελισσόμενες κυρίως δια μέσου ορεινών διαβάσεων, όπως κατά τις επιχειρήσεις για την κατάληψη των ορεινών όγκων Μοράβα - Ιβάν, όπου η κύρια προσπάθεια του Γ Σώματος Στρατού εκδηλώθηκε σε έδαφος πολύ δύσβατο και ορεινό. Έτσι, οι ελληνικές δυνάμεις απέφευγαν την επέκταση της επιθέσεως κατά μήκος του πεδινού διαδρόμου της άνω κοιλάδας του Δεβόλη ποταμού επειδή, λόγω της παντελούς έλλειψης τεθωρακισμένων μέσων και της ανεπάρκειας αντιαρματικών, υπήρχε άμεσος κίνδυνος πλευροκόπησης των ελληνικών δυνάμεων στον πεδινό διάδρομο από τα εχθρικά άρματα μάχης. Επιπλέον, ο Δεβόλης ποταμός που περιβάλλει το όρος Μοράβα, παρουσίαζε σοβαρό εμπόδιο στην κίνηση των στρατευμάτων γιατί οι απότομες όχθες και το βάθος του τον καθιστούσαν βατό σε ελάχιστα σημεία, τα οποία μάλιστα ήταν ισχυρά προστατευμένα.
Αποτέλεσμα της κίνησης μέσω ορεινών διαβάσεων ήταν η επιμήκυνση των φαλάγγων, η επαύξηση της κόπωσης των ανδρών και των κτηνών και η δημιουργία δυσχερειών στους ανεφοδιασμούς και τις διακομιδές.
Για την αντιμετώπιση των πράγματι βασανιστικών αυτών προβλημάτων των μαχόμενων τμημάτων χρειάστηκε πολλές φορές να χρησιμοποιηθούν και ομάδες από χωρικούς, γυναίκες και παιδιά ακόμη της Πίνδου, της Ηπείρου και οι Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου που προσέρχονταν αυθόρμητα και μετέφεραν στους ώμους τους τα φορτία, κινούμενοι σε δύσβατα εδάφη κάτω από πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στην Έκθεση του ΙΙΙ Γραφείου του Επιτελείου του Β' Σώματος Στρατού σημειώνεται:
«Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς γυναίκες, μικρά παιδιά, γέροντες και γριές να μεταφέρουν, πορευόμενοι όλη την ημέρα, πάνω σε μικρά υποζύγια, όνους και ημίονους και στους ώμους τους τρόφιμα για τον μαχόμενο Στρατό με πρόσωπα χαρωπά και με φανατικό ενθουσιασμό».
Έτσι, οι κάτοικοι των περιοχών αυτών παρουσίαζαν στους Έλληνες στρατιώτες που ήδη μάχονταν με σθένος και απαράμιλλο ψυχικό μεγαλείο ένα λαμπρό παράδειγμα πατριωτισμού, αυτοθυσίας και μαχητικότητας.
Αντίθετα, στις πεδινές ζώνες ο αντίπαλος, χάρη στα μηχανοκίνητα μέσα που διέθετε, κατόρθωνε να αποσύρεται γρήγορα και να εγκαθίσταται οπουδήποτε αλλού με σχετική άνεση, ενώ στις ορεινές περιοχές επιβράδυνε την ελληνική προώθηση με λίγες σχετικά δυνάμεις. Επιπλέον, οι νεοεμπλεκόμενες στον αγώνα ιταλικές μονάδες, μεταφέρονταν γρήγορα στο μέτωπο με αυτοκίνητα, ενώ οι αντίστοιχες ελληνικές, στερούμενες τέτοιων μεταφορικών μέσων, έφταναν στο μέτωπο ύστερα από μακρινές νυχτερινές πορείες (250-400 χιλιόμετρα), με αποτέλεσμα να μην μπορούν να λάβουν αμέσως μέρος στον αγώνα.
Στο ημερολόγιο Επιχειρήσεων της ΙΙ Μεραρχίας από 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι 22 Ιανουαρίου 1941 διαβάζουμε:
«Τόσο οι άνδρες, όσο και τα κτήνη που έφτασαν οδικώς από την περιοχή της Καλαμπάκας και του Βόλου, συνεχώς πορευόμενοι, είχαν υπέρμετρα καταπονηθεί. Τέτοια ήταν μάλιστα η καταπόνηση των κτηνών, ώστε τα περισσότερα από αυτά ήταν ανίκανα να βαστάζουν τους φόρτους τους, επειδή είχαν υποστεί τη δυσμενή επίδραση των καιρικών συνθηκών, της κακής διατροφής και της άθλιας καταστάσεως του οδικού δικτύου. Οι άνδρες όμως, παρά τις συνεχείς βροχές και την εν γένει κακοκαιρία, διατηρούν αμείωτο το ηθικό τους και καταβάλλουν υπέρμετρες προσπάθειες, για να φέρουν σε αίσιο πέρας τον αγώνα που έχει αναληφθεί».
Στον τομέα της Υγειονομικής Υπηρεσίας, εξαιτίας του αγώνα σε ιδιαίτερα ορεινό έδαφος, αρχικά παρουσιάστηκαν πολλές δυσχέρειες και προβλήματα. Από την Έκθεση του Διευθυντή της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ), από τις 18 Δεκεμβρίου 1940 μέχρι τη διάλυσή του, διαβάζουμε:
«... Η φύσις του εδάφους και η τακτική του πολέμου ιδίως με τας αεροπορικός επιδρομάς, ως και αι εκτάσεις των τομέων εκάστης μεραρχίας εκώλυον την ταχείαν και έγκαιρον ιατρικήν περίθαλψιν των τραυματιών και ασθενών ...». Στη συνέχεια όμως, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Στρατού ενισχύθηκαν τα στρατιωτικά νοσοκομεία, δημιουργήθηκαν νέα, αναπτύχθηκαν νοσηλευτικοί σχηματισμοί εκστρατείας, ορεινά χειρουργεία, μετακινήθηκαν ανεφοδιαστικά όργανα και συστάθηκαν ειδικά σώματα διακομιδής. Οι διακομιδές πραγματοποιούνταν κατ' ανάγκη τη νύχτα για την αποφυγή των αεροπορικών επιδρομών, με αποτέλεσμα τις γνωστές δυσμενείς επιπτώσεις για τους διακομιζόμενους και το προσωπικό.
Τέλος, η υγειονομική υποστήριξη των μαχομένων υπήρξε αρκετά ικανοποιητική και με τη βοήθεια του Υπουργείου Εθνικής Πρόνοιας, την εθελοντική προσφορά υπηρεσιών των Αδελφών Νοσοκόμων, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, διαφόρων οργανώσεων και συλλόγων και τέλος πολλών επώνυμων και ανώνυμων Ελληνίδων.
Ένα άλλο σοβαρότατο πρόβλημα που δημιουργήθηκε και στους δύο αντιμαχόμενους εξαιτίας του ορεινού εδάφους, του ύψους του χιονιού και του πολικού ψύχους που επικρατούσε, ήταν τα κρυοπαγήματα που τις περισσότερες φορές προκαλούσαν μεγαλύτερες απώλειες απ' αυτές των σκληρών μαχών (25.000 Έλληνες - 22.000 Ιταλοί παγόπληκτοι). Στην Έκθεση της Διευθύνσεως Υγειονομικής Υπηρεσίας του Γενικού Στρατηγείου αναφέρεται συγκεκριμένα:
«... Καθ' όλον το εξάμηνον διάστημα διεκομίσθησαν εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) σχεδόν τραυματίαι, παγόπληκτοι και ασθενείς ήτοι αναλυτικώς τριάκοντα χιλιάδες (30.000) περίπου τραυματιαι, είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) παγόπληκτοι και είκοσι χιλιάδες (20.000) ασθενείς...». Εξάλλου στην Έκθεση Πολεμικών Πεπραγμένων της XVII Μεραρχίας Πεζικού (28 Οκτ - 28 Δεκ 1940), που δρούσε στο όρος Κάμια αναφέρεται: «8 Δεκεμβρίου Ο καιρός εξακολουθεί ψυχρός με-χιόνια και ομίχλη. Οι αξιωματικοί και οι οπλίτες υποφέρουν με καρτερικότητα άξιοι ιδιαίτερου θαυμασμού το δριμύ αυτό ψύχος, του οποίου συνέπεια είναι ο πολλαπλασιασμός των κρυοπαγημάτων αξιωματικών και οπλιτών και οι συνεχείς απώλειες των κτηνών, ειδών οπλισμού και παντοειδούς υλικού».
Από ελληνικής πλευράς, παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό, το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με επιτυχία με τη χρήση λιπαντικών ουσιών και ειδικών μάλλινων επιδέσμων και καλτσών, που κατά χιλιάδες οι Ελληνίδες κάθε ηλικίας έπλεκαν και έστελναν στο μέτωπο.
Οι επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού κατά τον Ελληνοιταλικό Πόλεμο δεν ήταν τυχαίες. Ήταν αποτέλεσμα της άρτιας προπαρασκευής και του υψηλού ηθικού μαχητών και λαού. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελλείψεις που παρουσιάστηκαν αρχικά σε όλμους, αντιαεροπορικό και κυρίως αντιαρματικό πυροβολικό οφείλονταν ιδίως στην αδυναμία εξεύρεσης πηγών προμήθειας από το εξωτερικό, εξαιτίας της εμπλοκής των προμηθευτριών χωρών στον Πόλεμο. Άρματα είχαν παραγγελθεί συνολικά δεκατέσσερα, 6-7 τόνων, τα οποία όμως δεν είχαν παραληφθεί μέχρι την κήρυξη του πολέμου. Το μεγάλο πρόβλημα των πυρομαχικών αντιμετωπίστηκε ικανοποιητικά, χωρίς να δημιουργηθούν δυσεπίλυτα προβλήματα μέχρι το τέλος του πολέμου.
Χάρη στα έγκαιρα μέτρα που εφαρμόστηκαν για την αύξηση της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής στη δυνατή έκταση, στην επιβολή περιορισμών, στην κατανάλωση και κυρίως στην αξιοποίηση παλιών αποθεμάτων πυρομαχικών και λαφύρων, όπως για παράδειγμα, από το 1939 μελετήθηκε και τελικά επιτεύχθηκε η ανασκευή εκρηκτικών οβίδων εσωτερικού πυροσωλήνα για τη χρησιμοποίησή τους στα ορειβατικά πυροβόλα 75/19 χιλιοστών και τα πεδινά 75 χιλιοστών, καμιά σοβαρή έλλειψη δεν παρατηρήθηκε κατά τον εξάμηνο αγώνα.
Παράλληλα, οι Έλληνες μαχητές που σε ποσοστό 60% περίπου κατάγονταν από ορεινές περιοχές, ήταν σκληραγωγημένοι, λιτοδίαιτοι και εξοικειωμένοι πλήρως με τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης σε ορεινό έδαφος. Εκπαιδευμένοι άρτια από στρατιωτική άποψη, υπερίσχυσαν των Ιταλών αντιπάλων τους, επειδή αγωνίζονταν, υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους, σε οικείο ελληνικό έδαφος, έχοντας τη συμπαράσταση ολόκληρου του Έθνους. Ιδιαίτερα όμως η επικράτηση τους οφειλόταν στο απόθεμα ηθικών δυνάμεων, στοιχείο που αποτελεί σημαντικό παράγοντα μαχητικής ισχύος, το οποίο οδήγησε στην εύκολη προσαρμογή και την υψηλή απόδοση σε ορεινό εδαφοκλιματολογικό περιβάλλον.
Στην Έκθεση Πολεμικών Πεπραγμένων της XVII Μεραρχίας Πεζικού διαβάζουμε:
«Το βράδυ της 22ης Νοεμβρίου αναγγέλθηκε η κατάληψη της Κορυτσάς από τα Ελληνικά Στρατεύματα. Το γεγονός αυτό κοινοποιήθηκε στις μονάδες της Μεραρχίας και προκάλεσε εξαιρετικό ενθουσιασμό στους αξιωματικούς και τους οπλίτες της, και κραταίωσε το άριστο ηθικό τους παρά την κόπωσή τους από τις συνεχείς νυχτερινές πορείες και τις δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες. Οι πάντες κατέχονταν από τη μανία να συμμετάσχουν το ταχύτερο στις επιχειρήσεις και να εμπλακούν με λύσσα αλλά και αποφασιστικότητα με τον εχθρό».
Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ορεινού αγώνα, τα οποία επηρέασαν τη σχεδίαση και διεξαγωγή, και από τους δύο αντιπάλους, τόσο των αμυντικών όσο και των επιθετικών επιχειρήσεων.
Ειδικότερα επισημαίνονται τα εξής: Το έντονο ορεινό έδαφος της Ηπείρου επηρέασε αρνητικά την ανάπτυξη μηχανοκίνητων μέσων, τη διοίκηση και τον έλεγχο, τις μεταφορές, τους ανεφοδιασμούς και τέλος τις διακομιδές. Στο έδαφος αυτό γενικά η άμυνα ευνοήθηκε και η διεξαγωγή της έγινε με πολλά οικονομικά μέσα, ενώ η επίθεση οπωσδήποτε δυσχεράνθηκε και δεν είχε σχεδόν ποτέ ταχεία εξέλιξη, αλλά απαιτούσε διαδοχικές προσπάθειες. Παράλληλα, τα εγχέμαχα όπλα ήταν περισσότερο αποτελεσματικά, από τα τηλέμαχα μέσα.
Η δράση της Αεροπορίας είχε περιορισμένα αποτελέσματα, ενώ η υποστήριξη μάχης βασίστηκε σχεδόν εξολοκλήρου στο ορειβατικό πυροβολικό και τους όλμους.
Ο τακτικός αιφνιδιασμός ήταν εύκολος και μπορούσε να επιτευχθεί τόσο στην επίθεση, όσο και στην άμυνα με έγκαιρες και καλά οργανωμένες αντεπιθέσεις. Τέλος, ο παράγοντας «μαχητικής ισχύος», που δέσποζε, ήταν το ηθικό, οι ψυχικές αρετές και η εκπαίδευση του μαχητή, όπου αναμφισβήτητα η υπεροχή των Ελλήνων ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη.
Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι μια πρόωρη πτώση της Ελλάδας τότε, θα ισχυροποιούσε το ιταλικό φασιστικό καθεστώς και θα το οδηγούσε προς νέες κατακτήσεις με τελικό αντικειμενικό σκοπό την απόλυτη κυριαρχία σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Η νίκη των Ελλήνων κατέρριψε το μύθο του αήττητου του Άξονα και υποχρέωσε το Χίτλερ, να επέμβει στη Βαλκανική και να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η έναρξη της επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης κατά 5-6 εβδομάδες και ο ρωσικός χειμώνας να οδηγήσει τον πόλεμο στο σοβιετικό μέτωπο σε χρονίζουσα κατάσταση.
Η πλέον σαφής δήλωση - ντοκουμέντο είναι αυτή που έκανε ο ίδιος ο Χίτλερ σε λόγο του στην Καγκελαρία την Άνοιξη του 1945: «Το πραγματικό ερώτημα δεν ήταν επομένως: Γιατί η 22 Ιουνίου 1941, αλλά μάλλον: Γιατί όχι ακόμη νωρίτερα;». «Εάν δεν μας είχαν δημιουργήσει δυσκολίες οι Ιταλοί με την ηλίθια εκστρατεία στην Ελλάδα, θα είχα επιτεθεί στην Ρωσία μερικές εβδομάδες ενωρίτερα».
Τέλος, σε μια εποχή που στην κατακτημένη από τον Άξονα Ευρώπη επικρατούσε πνεύμα ηττοπάθειας και φόβου, η ελληνική νίκη ενδυνάμωσε τη θέληση για αντίσταση όλων των Εθνών και αναμφισβήτητα συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της τελικής συμμαχικής νίκης κατά του Άξονα.
Read more: http://www.egolpion.com/1940-oreinos.el.aspx#ixzz3F7Mdh58u
ΚΕΙΜΕΝΟ: Αγγελική Δήμα - Δημητρίου, Ιστοριογράφος της ΔΙΣ/ΓΕΣ