«Μπλόκο» του Συμβουλίου της Επικρατείας στην ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ.
Σύμφωνα με την Ολομέλεια, μια τέτοια κίνηση αντίκειται στο Σύνταγμα, με το σκεπτικό ότι «κατ’ ουσίαν μετατροπή της δημόσιας επιχειρήσεως σε ιδιωτική, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και δη υψηλής ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία».
Σύμφωνα με την Ολομέλεια, μια τέτοια κίνηση αντίκειται στο Σύνταγμα, με το σκεπτικό ότι «κατ’ ουσίαν μετατροπή της δημόσιας επιχειρήσεως σε ιδιωτική, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και δη υψηλής ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία».
Η συγκεκριμένη απόφαση, μάλιστα, θεωρείται ότι βάζει στοπ και στην ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ, παρά το γεγονός ότι απορρίφθηκαν για τυπικούς λόγους οι αιτήσεις των εργαζομένων.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ με την απόφασή της ακύρωσε την απόφαση της διυπουργικής επιτροπής αναδιαρθρώσεων και αποκρατικοποιήσεων κατά το σκέλος εκείνο που μεταβιβάζεται από το ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ το 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ.
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, η μετατροπή της ΕΥΔΑΠ σε ιδιωτική επιχείρηση είναι αντίθετη στα άρθρα 5 και 21 του Συντάγματος, που επιβάλλουν τη μέριμνα του κράτους για την υγεία των πολιτών, αλλά και κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην προστασία της υγείας.
Ειδικότερα, αναφέρεται στη δικαστική απόφαση ότι «η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας».
Αυτό, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «ισχύει και προκειμένου περί των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, τις οποίες δύναται να παρέχει μια δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί υπό νομικό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ως Ανώνυμη Εταιρεία».
Όμως, ο χαρακτήρας της δημόσιας επιχειρήσεως «αναιρείται στην περίπτωση της αποξενώσεως του Ελληνικού Δημοσίου από τον έλεγχο της Α.Ε. διά του μετοχικού κεφαλαίου, ήτοι της αποξενώσεώς του από εκείνο το ποσοστό των μετοχών που εξασφαλίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι «οι υπηρεσίες της ΕΥΔΑΠ παρέχονται μονοπωλιακώς σε μεγάλο πληθυσμό διαβιούντα υπό δυσμενείς οικιστικές συνθήκες στον περιορισμένο χώρο της Αττικής, από δίκτυα που είναι μοναδικά στην περιοχή και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας» και συνεχίζουν:
«Συνίστανται, δε, οι υπηρεσίες αυτές στην ύδρευση και αποχέτευση που είναι αναγκαίες για την υγιεινή διαβίωση και ιδίως στην παροχή του πόσιμου ύδατος, φυσικού αγαθού απαραίτητου για την επιβίωση που καθίσταται σπανιότερο συν τω χρόνω».
Αβεβαιότητα -αναφέρεται στη δικαστική απόφαση- «ως προς τη συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας με αυτόν τον βαθμό αναγκαιότητας δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 του Συντάγματος», ειδικότερα μάλιστα μετά το από 6.4.2001 ψήφισμα της Ζ΄ αναθεωρητικής Βουλής, και «κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας, καθώς και στο άρθρο 21 παράγραφος 3 που ορίζει ότι το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών».
Η Ολομέλεια του ΣτΕ με την απόφασή της ακύρωσε την απόφαση της διυπουργικής επιτροπής αναδιαρθρώσεων και αποκρατικοποιήσεων κατά το σκέλος εκείνο που μεταβιβάζεται από το ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ το 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ.
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, η μετατροπή της ΕΥΔΑΠ σε ιδιωτική επιχείρηση είναι αντίθετη στα άρθρα 5 και 21 του Συντάγματος, που επιβάλλουν τη μέριμνα του κράτους για την υγεία των πολιτών, αλλά και κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην προστασία της υγείας.
Ειδικότερα, αναφέρεται στη δικαστική απόφαση ότι «η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας».
Αυτό, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «ισχύει και προκειμένου περί των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, τις οποίες δύναται να παρέχει μια δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί υπό νομικό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ως Ανώνυμη Εταιρεία».
Όμως, ο χαρακτήρας της δημόσιας επιχειρήσεως «αναιρείται στην περίπτωση της αποξενώσεως του Ελληνικού Δημοσίου από τον έλεγχο της Α.Ε. διά του μετοχικού κεφαλαίου, ήτοι της αποξενώσεώς του από εκείνο το ποσοστό των μετοχών που εξασφαλίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι «οι υπηρεσίες της ΕΥΔΑΠ παρέχονται μονοπωλιακώς σε μεγάλο πληθυσμό διαβιούντα υπό δυσμενείς οικιστικές συνθήκες στον περιορισμένο χώρο της Αττικής, από δίκτυα που είναι μοναδικά στην περιοχή και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας» και συνεχίζουν:
«Συνίστανται, δε, οι υπηρεσίες αυτές στην ύδρευση και αποχέτευση που είναι αναγκαίες για την υγιεινή διαβίωση και ιδίως στην παροχή του πόσιμου ύδατος, φυσικού αγαθού απαραίτητου για την επιβίωση που καθίσταται σπανιότερο συν τω χρόνω».
Αβεβαιότητα -αναφέρεται στη δικαστική απόφαση- «ως προς τη συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας με αυτόν τον βαθμό αναγκαιότητας δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 του Συντάγματος», ειδικότερα μάλιστα μετά το από 6.4.2001 ψήφισμα της Ζ΄ αναθεωρητικής Βουλής, και «κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας, καθώς και στο άρθρο 21 παράγραφος 3 που ορίζει ότι το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών».