Η
εποποιία της επιβίωσης και της απελευθέρωσης του Ελληνισμού από τη μακραίωνη σκλαβιά της Τουρκοκρατίας
είτε αγνοείται, είτε αποσιωπάται, είτε παραμορφώνεται από τη σύγχρονη υλιστική
ή/και μηδενιστική διανόηση.Γιώργου
Ν. ΠαπαθανασόπουλουΗ ιδεολογία
της είναι η αιτία που την οδηγεί να παραμορφώσει και να διαστρέψει την αλήθεια
και την διευκολύνει να απομακρυνθεί από αξίες και αρχές, που ήσαν οι
αποκλειστικοί παράγοντες στη διάσωση του Ελληνισμού.
Η
Επανάσταση του 1821 εμφανίζεται ως κάτι
το αιφνίδιο και το τυχαίο, ή/και προβάλλεται ως αποτέλεσμα του Γαλλικού
Διαφωτισμού και της δράσης μεγάλων προσωπικοτήτων, όπως οι Ρήγας Βελεστινλής και
Αδαμάντιος Κοραής.
Τυχαίο
δεν μπορεί να είναι ένα γεγονός που διαρκεί επί τετρακόσια και πλέον χρόνια.
Ούτε μπορεί να προέκυψε από τη Γαλλική Επανάσταση, που ξέσπασε το 1789,
τριακόσια σαράντα περίπου χρόνια μετά τη δεύτερη Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453. Όλα
τα χρόνια μετά την Άλωση ο Ρωμηός ζούσε με την επιθυμία της απελευθέρωσής του
και οι Κοραής και Βελεστινλής που διακατέχονταν από αυτή την επιθυμία δεν είχαν
καμία σχέση με τον Ροβεσπιέρο και τον Μαρά, όπως και η Φιλική Εταιρεία δεν είχε
καμία σχέση με τον Τεκτονισμό. Οι
Κοραής, Βελεστινλής και όλοι οι Φιλικοί και οι Αγωνιστές ήσαν πιστοί Ορθόδοξοι
Χριστιανοί και όχι άθεοι. Ονειρεύονταν όχι ένα άθεο κράτος που θα εξόντωνε τους Χριστιανούς, περνώντας τους από την
γκιλοτίνα ή φονεύοντας τους όπως στην Βανδέα, αλλά ένα κράτος στηριγμένο στην
Ορθοδοξία. Οι διαφωνίες τους με κύκλους
του Φαναρίου ήταν πάνω στην πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν έθεσαν ποτέ
ζήτημα Αυτή να μην είναι η βάση της κοινωνίας που ονειρεύονταν.
Στην πορεία του Έθνους από το 1453 έως το 1821
όλοι οι Έλληνες, χωρίς εξαίρεση, δέχονταν ότι η Ορθοδοξία αποτελούσε το
ουσιαστικό μέρος της ταυτότητάς τους. Έτσι
επέζησαν της 400ετούς τυραννίας, έτσι την αποτίναξαν και δημιούργησαν το
ελεύθερο ελληνικό κράτος. Αυτή είναι η πραγματικότητα που αγνοείται ή
διαστρέφεται από τους πολλούς του πνευματικού εποικοδομήματος της σύγχρονης
Ελλάδας, για λόγους ιδεολογικούς ή/και βιωματικούς. Η ευγνωμοσύνη προς την Εκκλησία δημιουργεί
υποχρεώσεις και αυτές δεν τις θέλουν. Νομίζουν ότι με την άρνηση της Ορθοδοξίας
γίνονται μοντέρνοι και προοδευτικοί, ενώ στην ουσία σκλαβώνονται στον ηδονισμό
και οδηγούνται στην πνευματική
αυτοκτονία τους.
Η
πρώτη μεγαλοφυής προσωπικότητα, που ανέφερε εμφαντικά το ρόλο της Ορθοδοξίας για
τη διάσωση του Ελληνισμού κατά την τουρκοκρατία είναι ο ιστοριοδίφης Σπυρίδων
Ζαμπέλιος. Αυτός τονίζει την αλήθεια, ότι ο Ελληνισμός χωρίς την Ορθοδοξία είναι
πνευματικά νεκρός και γίνεται έρμαιο των κάθε είδους ιδεολογικών και
θρησκευτικών ρευμάτων.
Παραθέτω
ένα σχετικό και χαρακτηριστικό απόσπασμα από το σπουδαίο πόνημα του Σπυρίδωνος
Ζαμπελίου «ΑΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ» ( Έκδ. ΕΡΜΗΣ, Κέρκυρα, 1852, σελ. 502-504).
Περί
του Ελληνικού Έθνους*
«
Ο Ελληνισμός εξετάσας νουνεχώς εάν ωφελιμώτερον ήτο να συγχωνευθή μετά του τότε
παπίζοντος έτι δυτικισμού, και
συγχωνευόμενος ούτω να αποβάλη την εαυτού εθνοθρησκείαν, εκθέτων εις τον αυτόν
προφανή κίνδυνον και θρήσκευμα και εθνικότητα, ή μάλλον να επιμείνη εις την
εθνοθρησκείαν του, όπως βοηθεία του θρησκεύματος ανοικοδομήση εις το εξής την
εθνικότητά του, τούτο, λέγομεν, εξετάσας ωρίμως, προετίμησε να διακινδυνεύση το
στέμμα του Κωνσταντίνου, παρά να εκθέση τα πάντα εις βέβαιον
όλεθρον.
Τότε θέλομεν δηλώσει, ότι εις την τριήμερον σφαγήν των 29, 30 και 31 Μαΐου 1453, εις το ορθόδοξον αίμα, το οποίον τότε και μετέπειτα δαψιλώς εχύθη, εσφραγίσθη δια παντός η διάλυσις του Ανατολικού Ζητήματος, διότι το Ελληνικόν έθνος αληθώς μεν υπεχώρησεν εις τον Οθωμανισμόν, αλλ’ υπεχώρησεν με την επιφύλαξιν της οικοδομηθησομένης εθνικότητός του, και κατέλιπε τον Βυζαντινόν θρόνον με την προσδοκίαν τού να αναλάβη πάλιν ποτέ αυτόν.
Τότε θέλομεν δηλώσει ότι η επί τρεις αιώνας επικρατήσασα αιχμαλωσία δεν υπήρξε και δεν δύναται κατ’ ουδένα τρόπον να θεωρηθή ως παντελής ανδραποδισμός, ως εθελοδουλεία, αλλ’ ότι αληθώς υπήρξε και ήδη είναι διηνεκής και έντονος διαμαρτύρησις΄ μετάβασις από ενός σταδίου πολιτεύσεως προς άλλο΄ φάσις και μεταμόρφωσις εθνικότητος, ετοιμασία και προπαρασκευή. Τότε, τέλος πάντων, θέλομεν δηλώσει ότι το 1821 δεν είναι αρχή, αλλά αποτέλεσμα και συνέπεια των προηγουμένων, πραγματοποίησις της προλαβούσης εν Κωνσταντινουπόλει του Ανατολικού ζητήματος διαλύσεως, καθιέρωσις οριστική των προγονικών παραδόσεων, συμπέρασμα του Επτασυνόδου Ελληνικού και Ορθοδόξου Πολιτεύματος των αιώνων, γεγονός εγκρατές ακαταλογίστου γονιμότητος. Επομένως ότι η Ελληνική εθνικότης, κατά λόγον ιστορικόν, δεν άρχεται, ως κοινώς διαθρυλλείται, ουδέ από της εν Πύλω ναυμαχίας, ουδέ από της εν Αδριανουπόλει συνθήκης, αλλ’ άρχεται εκείθεν, όπου ο Θεός εστήριξε και εθεμελίωσεν αυτήν, όθεν ουδεμία δύναμις ανθρωπίνη ισχύει να μετακινήση αυτήν΄ δηλαδή από της εγκαθιδρύσεως του Επτασυνόδου Πολιτεύματος και δια μέσου των στενών σχέσεων, τας οποίας το Πολίτευμα τούτο έχει μετά των προηγουμένων εποχών, άρχεται ακριβώς από της αρχής όθεν πηγάζει η αρχαία Ελληνική εθνικότης. .....
Τότε θέλομεν δηλώσει, ότι εις την τριήμερον σφαγήν των 29, 30 και 31 Μαΐου 1453, εις το ορθόδοξον αίμα, το οποίον τότε και μετέπειτα δαψιλώς εχύθη, εσφραγίσθη δια παντός η διάλυσις του Ανατολικού Ζητήματος, διότι το Ελληνικόν έθνος αληθώς μεν υπεχώρησεν εις τον Οθωμανισμόν, αλλ’ υπεχώρησεν με την επιφύλαξιν της οικοδομηθησομένης εθνικότητός του, και κατέλιπε τον Βυζαντινόν θρόνον με την προσδοκίαν τού να αναλάβη πάλιν ποτέ αυτόν.
Τότε θέλομεν δηλώσει ότι η επί τρεις αιώνας επικρατήσασα αιχμαλωσία δεν υπήρξε και δεν δύναται κατ’ ουδένα τρόπον να θεωρηθή ως παντελής ανδραποδισμός, ως εθελοδουλεία, αλλ’ ότι αληθώς υπήρξε και ήδη είναι διηνεκής και έντονος διαμαρτύρησις΄ μετάβασις από ενός σταδίου πολιτεύσεως προς άλλο΄ φάσις και μεταμόρφωσις εθνικότητος, ετοιμασία και προπαρασκευή. Τότε, τέλος πάντων, θέλομεν δηλώσει ότι το 1821 δεν είναι αρχή, αλλά αποτέλεσμα και συνέπεια των προηγουμένων, πραγματοποίησις της προλαβούσης εν Κωνσταντινουπόλει του Ανατολικού ζητήματος διαλύσεως, καθιέρωσις οριστική των προγονικών παραδόσεων, συμπέρασμα του Επτασυνόδου Ελληνικού και Ορθοδόξου Πολιτεύματος των αιώνων, γεγονός εγκρατές ακαταλογίστου γονιμότητος. Επομένως ότι η Ελληνική εθνικότης, κατά λόγον ιστορικόν, δεν άρχεται, ως κοινώς διαθρυλλείται, ουδέ από της εν Πύλω ναυμαχίας, ουδέ από της εν Αδριανουπόλει συνθήκης, αλλ’ άρχεται εκείθεν, όπου ο Θεός εστήριξε και εθεμελίωσεν αυτήν, όθεν ουδεμία δύναμις ανθρωπίνη ισχύει να μετακινήση αυτήν΄ δηλαδή από της εγκαθιδρύσεως του Επτασυνόδου Πολιτεύματος και δια μέσου των στενών σχέσεων, τας οποίας το Πολίτευμα τούτο έχει μετά των προηγουμένων εποχών, άρχεται ακριβώς από της αρχής όθεν πηγάζει η αρχαία Ελληνική εθνικότης. .....
Σφάλλει όστις νομίζει ότι η της ΙΔ΄
και ΙΕ΄ εκατονταετηρίδος Ελλάς αποποιείται καθόλου να συνέλθη εις την Ευρωπαϊκήν
κοινωνίαν. Η Ελλάς θέλει να συνέλθη,
αλλά πώς; Ως εθνικότης χαίρουσα πάντων των ιδιοτήτων της φύσεως της. Ούτω μόνον
και όχι άλλως. Όμως την εθνικότητα ταύτην τα δυτικά γένη δεν θέλουσι να την
ομολογήσωσι. Τούτο δε βλέπουσα η Ελλάς βυθίζει την εθνικότητά της εις την
δουλείαν εν ελπίδι και προσδοκία μέλλοντος εθνεγερτικού αγώνος. Δια τούτο το
Ενωτικόν ζήτημα συγχρονολογείται μετά του υπέρ αναγεννήσεως αγώνος, επειδή, ως
πολλάκις επαναλάβομεν, ο αγών της θρησκείας παρ’ ημίν αγών εστί πατρίδος εισέτι.
Η δε του 1821 Επανάστασις συνδέεται μετά της πρώτης και της δευτέρας αλώσεως της
Κωνσταντινουπόλεως, συνδέεται μετά της ιστορίας της ακμής και της παρακμής του
Παπισμού, συνδέεται με τον εμφανισμόν της Διαμαρτυρήσεως΄ συνδέεται με πάντα τα
προηγούμενα κύρια φαινόμενα της Ευρωπαϊκής ιστορίας, καθ’ ον τρόπον πάντα τα της
σημερινής Χριστιανωσύνης φαινόμενα συναγάγονται αυτόχρημα εις την αρχικήν εν
Κωνσταντινουπόλει του Χριστιανισμού εγκαθίδρυσιν.
Η Επανάστασις του 1821 είναι εκ των
συμβάντων του αιώνος το μάλλον συνηρτημένον μετά των προηγουμένων και των
επομένων΄ δεν ημπορεί να αποσπασθή της ιστορίας του νεωτέρου πολιτισμού, χωρίς
να αναιρεθώσιν όλα τα προηγούμενα, δεν δύναται να αποκοπή από του κλάδου, ένθα ο
Θεός έθεσεν αυτήν, χωρίς να συνταραχθή και μαρανθή, και ξηρανθή όλον το δένδρον
της καθολικής ιστορίας του μεσαιώνος. Και δια τούτο όστις ασυναρτήτως και
κεχωρισμένως πραγματεύεται αυτήν, ή εθελοτυφλώττει, ή ελεεινώς
απατάται.
Ιδού ακριβώς κατά ποίον τρόπον το
Ενωτικόν ζήτημα διεπραγματεύθη εν Ανατολή, διαρκούσης της τελευταίας ταύτης
περιόδου.
Τα εθνικά στοιχεία
συνδιεβουλεύθησαν:
« Οφείλει το γένος των Ελλήνων,
παραιτούμενον των περί ορθοδοξίας αξιώσεων του, και επί σκοπώ του να διαφυλαχθή
από τους άκρους κινδύνους, να στρέψη όμμα συνδιαλλακτικόν προς την Δύσιν, να
παραδεχθή τον Παπισμόν, να συγχωνευθή μετά των εσπερίων εθνών, να απολέση την
αρχαιόγονον φύσιν του, να εξουθενηθή εις τον ωκεανόν των δυτικών εθνικοτήτων, να
αποταχθή τη αυθεντία του παρελθόντος, να απεκδυθή της ιστορικής ηγεμονείας του,
και ταύτα πάντα χωρίς της βεβαιότητος ότι θέλει σωθή ποτέ από της ημέραν παρ’
ημέραν αναβαινούσης βαρβαρικής πλημμύρας΄ ή μάλλον, ρέπον προς τούτον τον
βάρβαρον, επειδή ταχέως ή βραδέως ο βάρβαρος μέλλει να νικήση, οφείλει προς
τούτον μεν να παραχωρήση την αυτονομίαν, τον βυζαντινόν θρόνον, την πολιτείαν,
εις εαυτό δεν να φυλάξη την κατοχήν του θρησκεύματος, ως παλλάδιον εντός του
οποίου ήθελε καταφύγει και κρυφθή ο σπόρος της πολιτικής ελευθερίας;- Εις άλλας λέξεις, τι μέλλει να δώση βοράν εις
τον της Ανάγκης αδυσώπητον δράκοντα; Την ύλην ή το πνεύμα; Να δώση το θρήσκευμα
και την εν τω θρησκεύματι περιεχομένην μέλλουσαν αναγέννησιν προς τους Δυτικούς,
ή να παραδώση το μεσαιωνικόν ατελέστατον πολίτευμα προς τους διαδόχους του
Οτμάνου;
Δεξιόθεν κρημνός΄ αριστερόθεν
τάφος.
Τα εθνικά στοιχεία ηθέλησαν να
ριφθώσιν εις τον κρημνόν κατά προτίμησιν, με την ελπίδα την προς Θεόν, και την
βοήθειαν της Ιστορίας΄ ούτω το πλοιάριον του Αμερικανού αγρίου, σπρωχνόμενον μεν
αλλά και βοηθούμενον από τα ρεύματα, ορμά δρομαίον προς τα αφρίζοντα κύματα του
ποταμού, και πριν ή διαπεράση, έγινε μίαν στιγμήν άφαντον εις τους βυθούς του
καταρράκτου.
Ουδέν άλλο καταλληλοτέρως τον νουν και
την απόφασιν ταύτην των εθνικών στοιχείων δύναται να εκφράση ως οι λόγοι του
περί τα τέλη της εποχής ακμάσαντος Μάρκου του Ευγενικού, του τρισενδόξου
προασπιστού τούτου της Ελληνικής ακεραιότητος. <Κατ’ ουδένα τρόπον>, εκραύγαζεν ο
απτόητος και αήττητος, <σαλεύεσθαι
ανεχόμεθα την ορισθείσαν παρά των Πατέρων πίστιν, ήγουν το της πίστεως σύμβολον΄
ούτε μην επιτρέπομεν εαυτούς ή ετέρους ή και λέξιν κινήσαι των εγκειμένων
εκείσε, ή μίαν γουν και μόνην παραβήναι στιγμήν΄ μεμνημένοι του λέγοντος΄ Μη
μέταιρε όρια αιώνια α έθεντο οι πατέρες σου! Ου γαρ ήσαν αυτοί οι λαλούντες,
αλλά το Πνεύμα του Θεού.>
Πλην τούτους τους ενδομύχους και
άνωθεν ορμωμένους του γένους ημών συλλογισμούς ουδείς των δυτικών μέχρι της
σήμερον εννόησεν, ή εννοήσας εξετίμησε δεόντως.
Δεν εννόησαν και δεν εξετίμησαν εισέτι οι
Ευρωπαίοι την αληθινήν φύσιν του περί Ενώσεως ζητήματος, διότι δεν εγνώρισαν
εισέτι καλώς την φύσιν και την αποστολήν της ορθοδοξίας΄ διότι δεν εννόησαν ότι
δόγμα θρησκευτικόν, οίον το Ελληνικόν, είναι όρος της του έθνους ατελευτησίας,
είναι αυτό εκείνο το έθνος.
Το γένος, λοιπόν, των Γραικών ώφειλε κατά
θείαν οικονομίαν, και κατά ιστοριονομικόν δίκαιον να υποπέση υπό την
Αιχμαλωσίαν΄ ώφειλεν εις την κολυμβήθραν της δουλείας να βαπτισθή, ίνα εξέλθη
πάντως κεκαθαρισμένον και αγνισμένον εις την ζωήν του μέλλοντος.- Αυτήν δεν την
καθαρτηρίαν κολυμβήθραν, η Ορθοδοξία την ητοίμασεν».
anavaseis.blogspot.gr