Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

ΙΜΙΑ- Ένας Ναύαρχος που έζησε τη κρίση ,αναλύει τα λάθη και τις παραλείψεις.

Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν κιόλας από τη κρίση των Ιμίων. Δεκαπέντε χρόνια στα οποία έχουμε ακούσει πολλά,έχουμε διαβάσει τα βιβλία δύο πρωταγωνιστών του χειρισμού της κρίσης –του Κ.Σημίτη και του Χ.Λυμπέρη- αλλά ελάχιστοι έχουμε πειστεί ότι γνωρίζουμε τη πλήρη και καθαρή αλήθεια. Το Onalert, αρχίζει από σήμερα τη δημοσίευση σε τέσσερις συνέχειες μιας πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσας και τεκμηριωμένης μελέτης που έκανε για την κρίση των Ιμίων, ένας –απόστρατος πλέον- αξιωματικός του ΠΝ που έφθασε πολύ ψηλά στην ιεραρχία. Ο Αντιναύαρχος ε.α Σήφης Μανουσογιαννάκης έφθασε μέχρι τη θέση του υπαρχηγού ΓΕΝ. Στη κρίση των Ιμίων ήταν Διοικητής Υποβρυχίων ,θέση ιδιαίτερα σημαντική και κρίσιμη .
Το πρώτο μέρος της μελέτης του Αντιναυάρχου ασχολείται με τη πορεία προς τη κρίση των Ιμίων. Στο κείμενό του επιχειρεί και μία πολύ ενδιαφέρουσα σύγκριση με μια άλλη κρίση, αυτή των νησιών Falklands.

Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΙΜΙΩΝ
Του ΣΗΦΗ ΜΑΝΟΥΣΟΓΙΑΝΝΑΚΗ*
Η κρίση των Ιμίων, όπως αποκαλούνται τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα του 1996, που έφεραν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις στα πρόθυρα πολέμου θα αποτελέσει για τον ιστορικό του μέλλοντος θέμα προς διερεύνηση, όταν συγκεντρωθεί το απαιτούμενο αρχειακό υλικό και οι μαρτυρίες των εμπλεκομένων, αποφορτισμένες από πολιτικές και στρατιωτικές σκοπιμότητες που βαραίνουν ακόμη στο Ελληνικό, Τουρκικό και Διεθνές πολιτικό σκηνικό.

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να συμβάλει στη διερεύνηση του θέματος από την οπτική γωνία ενός πρώην αξιωματικού του Ναυτικού που έζησε την κρίση από επιτελική θέση. Mε τις γνώσεις και την εμπειρία που αποκόμισε, καθώς και με τη βοήθεια της ισχνής ακόμη βιβλιογραφίας για το θέμα, θα διατυπώσει θέσεις και απόψεις που εκφράζουν όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και πλήθος άλλων στρατιωτικών που έζησαν αυτή την εμπειρία και αποκόμισαν «εθνική πίκρα» από το χειρισμό της. Ωστόσο η προσέγγιση στο θέμα δεν θα γίνει με κριτήρια συναισθηματικά, αλλά με ορθολογική τοποθέτηση βασισμένη στις στρατιωτικές και πολιτικές παραμέτρους που προκάλεσαν τα γεγονότα.
Ως αφετηρία στο θέμα θα θέσουμε το ερώτημα: «πότε μιλάμε για κρίση».
Μπορούμε να δεχθούμε ότι υφίσταται κρίση όταν γίνεται προσπάθεια να διαφοροποιηθούν αρχές, κανόνες και συμφωνίες που έχουν αποτυπωθεί σε συνθήκες μεταξύ των κρατών και βασίζονται στο Διεθνές Δίκαιο.
Αναφερόμενοι στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας θα διαπιστώσουμε ότι τα δύο κράτη ερμηνεύουν διαφορετικά τις συνθήκες που τα αφορούν και έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στις προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας και στους κανονισμούς του ICAO.

Οι διαφορές ανάγονται στο παρελθόν, και αρκετές φορές εξ αιτίας αυτών έχουν προκληθεί κρίσεις. Η επίλυση των διαφορών, ενώ γενικά φαίνεται να αποτελεί επιθυμία και των δύο κρατών, στην ουσία δυσχεραίνεται από ακραίες δηλώσεις των ηγεσιών τους που έχουν αναγάγει στα μάτια των λαών τους τις διαφορές /διεκδικήσεις σε ιερά και απαραβίαστα «εθνικά θέματα», τα οποία οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες τους χρησιμοποιούν για εκτόνωση προβλημάτων εσωτερικής πολιτικής.

Οι ειδικοί έχουν μελετήσει τέτοιας φύσεως θέματα, έχουν κατηγοριοποιήσει τις κρίσεις και έχουν προτείνει λύσεις για την αντιμετώπισή τους. Πρώτα απ’ όλα απαιτείται να υφίσταται ένας μηχανισμός χειρισμού κρίσεων.

Σήμερα, ως γενική αρχή ορθού χειρισμού μιας κρίσης και επίλυσης των διαφορών εμπλεκομένων κρατών, θεωρείται εκείνη που προσφεύγει στο ισχύον Διεθνές δίκαιο και στις αρχές του ΟΗΕ. Η μεταπολεμική εποχή με την απειλή των θερμοπυρηνικών όπλων και τον ολέθριο αντίκτυπό τους στην Παγκόσμια κοινότητα προσέδωσε μεγαλύτερη σημασία στον ορθό τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνεται ο χειρισμός μιας κρίσης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχούς αντιμετώπισης κρίσης είναι η περίπτωση της Κούβας το 1963. Ο χειρισμός της από τις εμπλεκόμενες υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση κατέληξε στη συμβιβαστική λύση της απόσυρσης των Σοβιετικών πυραύλων από την Κούβα και αντίστοιχα των Αμερικανικών από την Τουρκία.

Ο μηχανισμός ορθού χειρισμού κρίσεων δεν αποτελεί οπωσδήποτε συνταγή επιτυχίας ούτε βέβαια a priori ειρηνικής διευθέτησης των προβλημάτων, εν τούτοις παρέχει κατευθυντήριες αρχές που θα πρέπει να ακολουθήσει ένα κράτος ώστε να προσεγγίσει το προσδοκώμενο.
Τέτοιες αρχές χειρισμού κρίσεων είναι:
• Η διατήρηση υψηλού επιπέδου πολιτικού ελέγχου στις στρατιωτικές επιλογές
• Η ύπαρξη χρονικών παύσεων μεταξύ των στρατιωτικών ενεργειών.
• Ο συντονισμός διπλωματικών και στρατιωτικών ενεργειών
• Ο περιορισμός των στρατιωτικών κινήσεων σε εκείνες που σηματοδοτούν για τον αντίπαλο αποφασιστικότητα και είναι κατάλληλες για περιορισμένης φύσεως στόχους του χειρισμού κρίσεων.
• Η αποφυγή στρατιωτικών ενεργειών που πιθανώς να σημαίνουν προετοιμασία ευρείας επιθέσεως
• Η επιλογή πολιτικο-στρατιωτικών ενεργειών που δείχνουν διάθεση για εξεύρεση λύσης μέσω διαπραγματεύσεων και όχι λύση στρατιωτική
• Η επιλογή πολιτικο-στρατιωτικών ενεργειών που αφήνουν στον αντίπαλο δυνατότητα εξόδου από την κρίση κατά τρόπο που να ικανοποιούνται τα θεμελιώδη συμφέροντά του.
ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΙΝΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣΕΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ. ΔΗΛΑΔΗ, ΠΩΣ ΘΑ ΕΞΕΛΘΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ.
Ένα παράδειγμα χειρισμού κρίσεως με βάση τα προαναφερθέντα είναι η ανακατάληψη των νήσων FALKLANDS και S. GEORGIA από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1982 όπως περιγράφεται κατωτέρω:

ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΚΡΙΣΕΩΣ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ FALKLANDS ΚΑΙ S.GEORGIA
Στις 2 Απρ. 1982 οι ένοπλες δυνάμεις της Αργεντινής κατέλαβαν τα νησιά Falklands και την επόμενη το νησί S. Georgia. Η επίθεση της Αργεντινής έγινε παρά τις εκκλήσεις του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, του Προέδρου του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και του Προέδρου των ΗΠΑ προς την κυβέρνηση της Αργεντινής να αποφύγει την στρατιωτική δράση

Η κατάληψη των νησιών καταδικάσθηκε άμεσα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με την απόφαση 502. Η απόφαση προέβλεπε την αποχώρηση των δυνάμεων της Αργεντινής από τα νησιά και την επίλυση του προβλήματος με ειρηνικά μέσα.
Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατέστησε ευθύς εξ αρχής γνωστή τη θέση της για αποδοχή και εφαρμογή της αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας παρά το γεγονός ότι τμήμα των εδαφών του είχε καταλειφθεί με στρατιωτικές ενέργειες.

Ο χειρισμός της κρίσεως σε υψηλό επίπεδο αναλήφθηκε από μια μικρή ομάδα Υπουργών που συνεδρίαζε καθημερινά υπό την προεδρία της Πρωθυπουργού Μ. Θάτσερ.

Ο Γενικός Εισαγγελέας του κράτους παρακολουθούσε τις συσκέψεις όταν εξετάζονταν νομικά θέματα και πάντοτε στις συσκέψεις συμμετείχε ο Α/ΓΕΕΘΑ ως ο βασικότερος σύμβουλος της κυβερνήσεως επί στρατιωτικών θεμάτων.
Η ομάδα αυτή των υπουργών και ο Α/ΓΕΕΘΑ εξασφάλιζαν το συντονισμό και την εφαρμογή των διπλωματικών, οικονομικών και στρατιωτικών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου.
Σε στρατιωτικό επίπεδο δόθηκε με σαφήνεια ο στόχος των επιχειρήσεών αλλά αφέθηκε σ αυτούς η επιχειρησιακή πρακτική υλοποίησής του. Ως επικεφαλής της αεροναυτικής δύναμης των επιχειρήσεων ορίσθηκε ο Αρχηγός του Στόλου.

Αυτή η μικρή και σαφής δομή διοικήσεως εξασφάλιζε την γρήγορη αντίδραση στα γεγονότα και την κάλυψη των αναγκών της στρατιωτικής δύναμης. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι, όταν η Πρωθυπουργός Μ. Θάτσερ διερευνώντας την προσωπικότητα του Αρχηγού του Στόλου, υπέβαλε σ αυτόν το ερώτημα, αν πιστεύει στη νίκη, εκείνος απάντησε: «μπορώ να βεβαιώσω τον απόπλου της αεροναυτικής δύναμης σε τρεις μέρες.»

Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επιδίωξε παράλληλα την κατανόηση του προβλήματος της από τα κράτη -μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και τους φίλους της στην Κοινοπολιτεία. Η εξασφάλιση διεθνούς υποστήριξης είχε κριθεί ως απολύτως απαραίτητη, ως θέμα αρχής, καθώς θα καταδείκνυε στην Αργεντινή το μέγεθος της απομόνωσής της διεθνώς.

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν περιορίστηκε στις διπλωματικές κινητοποιήσεις. Με παράλληλες στρατιωτικές ενέργειες, σταδιακά εφαρμοζόμενες, ασκούσε πίεση στην Αργεντινή ώστε να την αναγκάσει να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα νησιά και καθιστούσε σαφή την πρόθεσή της να τα ανακαταλάβει με χρήση βίας

Στις 5 Απριλίου 1982 τρεις μέρες αργότερα από την κατάληψη των νήσων από την Αργεντινή απέπλευσε η αεροναυτική δύναμη του Ηνωμένου Βασιλείου για την ανακατάληψή τους.

Στις 12 Απριλίου Το Ηνωμένο Βασίλειο επέβαλε ζώνη αποκλεισμού των πλοίων της Αργεντινής 200 ναυτικά μίλια γύρω από τα νησιά FALKLANDS
Στις 23 Απριλίου προειδοποίησε ότι κάθε προσέγγιση δυνάμεων της Αργεντινής και παρεμβολή τους στην αποστολή των δυνάμεών του θα αντιμετωπιζόταν κατάλληλα.

Στις 25 Απριλίου ανακατέλαβε την νήσο S.Georgia
Στις 29 Απρ. ανακοινώθηκε ότι όλα τα πλοία της Αργεντινής που παρακολουθούσαν τις Ναυτικές δυνάμεις του Ηνωμένου Βασιλείου υπόκειντο σε επίθεση.

Στις 30 Απρ. ανακοινώθηκε ότι η ευρύτερη περιοχή των νησιών αποτελούσε απαγορευμένη ζώνη.
Την 1η Μαΐου βομβαρδίστηκε το αεροδρόμιο του Port Stanley.
Στις 7 Μαΐου προειδοποιήθηκε η Αργεντινή ότι κάθε αεροσκάφος η πλοίο της που θα βρισκόταν 12 ναυτ. μίλια έξω από τις ακτές της θα θεωρείτο εχθρικό. Η ώρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων για τα FALKLANDS είχε σημάνει.

Η σύντομη αυτή αναφορά στην κρίση των FALKLANDS καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκε και έδρασε μια ευρωπαϊκή χώρα, η οποία προς επίλυση «εθνικών θεμάτων», όπως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί το συγκεκριμένο, έδρασε ευέλικτα, δυναμικά και αποτελεσματικά Εφάρμοσε και εξάντλησε στην ουσία όλες τις δυνατότητες που της παρείχαν οι διεθνείς οργανισμοί, αποσαφηνίζοντας παράλληλα τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των πολιτικών και στρατιωτικών φορέων που κλήθηκαν να συμμετάσχουν στο χειρισμό για τη διευθέτηση της κρίσης

Oι απώλειες του Η.Βασιλείου από την επιχείρηση αυτή ήταν συνοπτικά περίπου 200 άνδρες, 5 πολεμικά πλοία, 1 μεγάλο πετρελαιοφόρο στόλου, 1 μεγάλο επιταγμένο φορτηγό πλοίο που μετέφερε ανταλλακτικά αεροπλάνων και ελικόπτερα, 10 πολεμικά αεροπλάνα και 25 ελικόπτερα διαφόρων τύπων.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά από το γεγονός τον Ιούλιο του 2007 γράφηκε στον διεθνή τύπο ότι 13 από τις 18 γεωτρήσεις που έγιναν στα νησιά FALKLANDS αποδείχτηκαν εκμεταλλεύσιμες με κοιτάσματα πετρελαίου μεγαλύτερα από αυτά της Bόρειας θάλασσας.
Θα επιχειρήσουμε μια σύγκριση της παραπάνω επιχείρησης με την ανάλογη Ελληνο-Τουρκική κρίση στα Ίμια. Τα δύο κράτη, Ελλάδα και Τουρκία, δέσμια μιας προπαγανδιστικής πολιτικής διαχείρισης των εθνικών τους θεμάτων, οδηγήθηκαν και τα δύο σε δυσχερέστατη θέση με αποτέλεσμα οι μεν Τούρκοι να προπαγανδίσουν διεθνώς την ύπαρξη γκρίζων ζωνών, οι δε Έλληνες να χρεωθούν μια εθνική ντροπή από τον κακό χειρισμό της εν λόγω κρίσης, η ακόμα χειρότερα να θέσουν υπό αμφισβήτηση τμήμα της εθνικής τους κυριαρχίας και να βλάψουν τα εθνικά τους συμφέροντα αν στο μέλλον αποδειχθεί ότι στον υποθαλάσσιο χώρο της ευρύτερης περιοχής υπάρχει εκμεταλλεύσιμος πλούτος π.χ. πετρέλαιο.
Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΑ ΙΜΙΑ
Α.1. ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Στην εφημερίδα «ΣΗΜΕΡΙΝΗ» της Κυριακής 18 Ιουνίου 2006 δίδεται συνέντευξη από τον Περικλή Νεάρχου ο οποίος υπήρξε σύμβουλος του Α.Παπανδρέου επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου είχε πληροφορίες χρόνια πριν, για σχέδια της Άγκυρας να θέσει θέμα βραχονησίδων και γκρίζων ζωνών.

Στην εν λόγω συνέντευξη ο Π. Νεάρχου επισημαίνει ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αναφερθεί, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, σε παλαιότερη συνέντευξή του στον Τύπο για την Τουρκική στρατηγική, ότι η Άγκυρα μεθόδευε νέους τρόπους για την προώθηση των παλαιών στόχων της. Είχε πει ότι μερικοί μιλούσαν στο παρασκήνιο για βραχονησίδες.

Όμως την εγκυρότερη άποψη για το θέμα αυτό διατύπωσε ο Πτέραρχος Ν.Κουρής στο βιβλίο του «ΑΙΓΑΙΟ Η ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΜΑΧΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ» όπου αναφέρει ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου με επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το καλοκαίρι του 1991 τον ενημέρωσε για τις προσπάθειες των Τούρκων να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο στο Αιγαίο.

Μεταξύ άλλων αναφέρει: «… Τέλος πρέπει να αποδοθεί μεγαλύτερη σημασία στην πρόθεση των Τούρκων να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο στο Αιγαίο, και συγκεκριμένα στις δηλώσεις του Τούρκου Αρχηγού του Ναυτικού, με τις οποίες αμφισβητείται η εθνική μας κυριαρχία πάνω σε έναν μεγάλο αριθμό βραχονησίδων στο ανατολικό Αιγαίο». Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι μετά τον τερματισμό της διεθνούς διασκέψεως για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982, το νέο Δίκαιο ετέθη σε ισχύ το 1994 και επικυρώθηκε από την Ελληνική Βουλή το 1995.

Τον Νοέμβριο του 1995 η Ελληνική Κυβέρνηση μελετούσε ένα πρόγραμμα εποικισμού μικρονησίδων στο Αιγαίο με κρατική επιδότηση. Ανακοινώθηκε ότι το πρόγραμμα αποσκοπούσε στην ανάπτυξη μιας μορφής αγροτικού τουρισμού.

Στην πραγματικότητα, βασιζόμενη στο Δίκαιο της Θαλάσσης περί υφαλοκρηπίδας και ζώνης οικονομικής εκμετάλλευσης στόχευε με τον εποικισμό στην διασφάλιση των εθνικών της συμφερόντων .
Η απαραίτητη υποδομή εποικισμού θα δημιουργείτο στις νησίδες Τοκμάκια Λέσβου, Βάτος Χίου Αντικύθηρα Κυθήρων, Γαυδοπούλα Κρήτης και Νίμος, Στρογγυλή, Φαρμακονήσι, Καλόλιμνος Δωδεκανήσου.

Ήδη, πριν ακόμη το πρόγραμμα πάρει ευρεία προβολή, 500 Έλληνες και περισσότεροι από 1200 ξένοι υπήκοοι είχαν εκδηλώσει σχετικό ενδιαφέρον. Το Νοέμβριο, ο Υπουργός Αιγαίου Α. Κοτσακάς και ο Υφυπουργός Εξωτερικών Ε. Μπεντενιώτης πραγματοποίησαν περιοδεία στο Αιγαίο επισκεπτόμενοι με ελικόπτερο διάφορα μικρονήσια προκειμένου να ελέγξουν και να εκτιμήσουν επιτόπου την κατάσταση (Σ.Βλάσσης σελ.9).

Την 1η Νοεμβρίου 1995 μέλη και φίλοι του Πολιτιστικού-Μορφωτικού Συλλόγου Αποφοίτων Σχολών Υπαξιωματικών Πολεμικού Ναυτικού επιβιβάστηκαν στο ΠΓΥ ΕΒΡΟΣ του Πολεμικού Ναυτικού δηλώνοντας:

«Θα υψώσουμε τη γαλανόλευκη στα διαμάντια των θαλασσών μας, τις ακατοίκητες βραχονησίδες, που όπως διαπιστώσαμε κατά το ταξίδι τα περισσότερα από αυτά δεν είναι και τόσο βραχονησίδες, αλλά σπάνιας ομορφιάς νησιά με χλωρίδα και πανίδα, και ακόμα θα εντοπίσουμε κατάλληλους χώρους για την κατασκευή στοιχειώδους υποδομής έτσι ώστε να γίνει δυνατή η ολιγοήμερη παραμονή επισκεπτών στις εσχατιές του ελληνικού χώρου…». Αυτά αναγράφονται στην εφημερίδα ΞΙΦΙΑΣ αρ. φύλλου 41 Οκτώβριος-Νοέμβριος 1995 την οποία εκδίδει ο Πολιτιστικός-Μορφωτικός Σύλλογος Αποφοίτων Σχολών Υπαξιωματικών Πολεμικού Ναυτικού. Υψώθηκε τότε η Ελληνική Σημαία στις βραχονησίδες Καλόλιμνος, Στρογγυλή, Φαρμακονήσι, Βάτος και Πασά. Οι ενέργειες αυτές του Συλλόγου εντάσσονταν σε συγκεκριμένο πρόγραμμα των Υπουργείων Εθνικής Αμύνης και Αιγαίου.

Τα όσα αναφέρει η προαναφερθείσα εφημερίδα επιβεβαίωσε στη «Διπλωματία (http://www.diplomatia.gr) ο τότε Υπουργός Αιγαίου Αντώνης Κοτσακάς: «Υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο για την αξιοποίηση πολλών βραχονησίδων του Αιγαίου. Βασιζόταν στη σκέψη ότι σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο σε ένα νησί αναγνωρίζεται υφαλοκρηπίδα, μόνον όταν στο έδαφος του ασκείται έστω και μικρή οικονομική δραστηριότητα. Το ζήτημα το είχαμε συζητήσει με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον και είχε εγκρίνει το σχέδιο.

Έτσι σε συνεργασία με το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και τον τότε Υπουργό Γ.Αρσένη εκπονήθηκε με όλες τις λεπτομέρειες συγκεκριμένο πρόγραμμα που προέβλεπε την μεταφορά, σε μια σειρά από βραχονησίδες, ορισμένων υλικών που να καθιστούν εφικτή τη διαβίωση ακόμα και υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες, όπως δοχεία με καύσιμα θέρμανσης και εφόδια, κάποιες στοιχειώδεις εγκαταστάσεις στέγασης, καλύβες και άλλα. Σκοπός μας ήταν κυρίως να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον οικολογικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων όπως η Greenpeace και άλλες, ώστε τα νησιά να ζωντανέψουν κάπως….

Στον κατάλογο των νησιών περιλαμβανόταν τα Αντικύθηρα και η Γαυδοπούλα και όχι μόνο βραχονησίδες του Ανατολικού Αιγαίου. Το Υπουργείο Αμύνης είχε διαθέσει τα απαραίτητα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού προσωπικό και υλικά για την υλοποίηση του προγράμματος».

Το ΓΕΕΘΑ δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτήν τη δραστηριότητα. Τέτοιες πολιτικές πρωτοβουλίες σε περιοχές κακής γειτονίας και διεκδικήσεων από την άλλη πλευρά ενέχουν πάντοτε την πιθανότητα κρίσεως, στο χειρισμό της οποίας εμπλέκονται εκ των πραγμάτων οι Ένοπλες Δυνάμεις Συνεπώς απαιτείται τουλάχιστον η ενημέρωση τους για τέτοιες πολιτικές προθέσεις. Από την άλλη πλευρά, οι Τουρκικές εφημερίδες είχαν αναγγείλει ότι σε αντίδραση προς τα έργα υποδομής των Ελλήνων, το Τουρκικό Ναυτικό ετοιμαζόταν να «χαρτογραφήσει πλήρως» τις βραχονησίδες που βρίσκονται κοντά στις ακτές της Τουρκίας, στο Αιγαίο (Κούρκουλας σελ.30).

Το θέμα των κυριαρχικών βλέψεων της Τουρκίας σε νησίδες και βραχονησίδες της περιοχής της Δωδεκανήσου φαίνεται ότι ήταν παλιά ιστορία για την Τουρκία.

Στο τουρκικό περιοδικό «Ένας Στρατιωτικός – Ένας Διπλωμάτης» εκδόσεως 2001 καταγράφεται διάλογος μεταξύ του πρώην Αρχηγού του Τουρκικού Ναυτικού Ναυάρχου Γ. Ερκαγιά και του πρέσβη Τ. Μαιτόκ. Από την συζήτησή τους προκύπτει ότι το θέμα των νησιών υπό Τουρκική διεκδίκηση είχε ξεκινήσει τουλάχιστον από το 1992 όταν ο Ναύαρχος Γ. Ερκαγιά ήταν Αρχηγός του Στόλου. Τότε είχε γίνει μια έρευνα από τον Διευθυντή της Τουρκικής Ωκεανογραφικής Υπηρεσίας Πλοίαρχο Yuce. Οι έρευνες ήταν γνωστές στο Τουρκικό ΥΠΕΞ, Τ/ΓΕΕΘΑ, στην Ωκεανογραφική Υπηρεσία και στη Διεύθυνση του Τουρκικού Εθνικού Κτηματολογίου.

Αργότερα ο Ναύαρχος Γ. Ερκαγιά, ως Αρχηγός του Τουρκικού Ναυτικού ανέθεσε σ’ έναν Αξιωματικό απόφοιτο της Τουρκικής Στρατιωτικής Ακαδημίας έρευνα με το ίδιο αντικείμενο και η νομική ισχύς της μελέτης έγινε αποδεκτή από τις Τουρκικές Αρχές. Έτσι στην κρίση των Ιμίων η περιοχή στην οποία αναφερόταν αυτή η θεωρία τοποθετήθηκε σ’ ένα χάρτη και επεξηγήθηκε στα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στην Κυβέρνηση.

Στο χάρτη φαινόταν πως το 1946 ο Πρωθυπουργός Σαράτσογλου είχε σημειώσει τα νησιά που δίνονταν στην Ελλάδα με την ανάλογη συνθήκη και θεωρούσε ότι τα υπόλοιπα παρέμεναν στην Τουρκία. Ο Πρόεδρος Ι. Ινονού αναφέρεται ότι είχε συστήσει στον Σαράτσογλου να έρθει σε συνεννόηση με το Τ/ΓΕΕΘΑ .

Ο Τούρκος Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγός Φ.Τσακμάκ είχε εναντιωθεί στη θέση αυτή λέγοντας ότι αυτά τα νησιά θα φέρουν μια μέρα τις χώρες αντιμέτωπες. Ο Πρωθυπουργός Σαράτσογλου έφερε τότε το θέμα στο Υπουργικό Συμβούλιο και δήλωσε ότι θα το έλυνε με τη βοήθεια του Ναυτικού. Ετοιμάσθηκαν πινακίδες στις οποίες γραφόταν «Εδώ είναι Τουρκικά νησιά» και τοποθετήθηκαν στα διεκδικούμενα.

Λίγες μέρες αργότερα ο Ιταλός Ακόλουθος της Πρεσβείας στην Άγκυρα είχε επισκεφθεί το ΓΕΕΘΑ και είχε τονίσει πως η πράξη αυτή αποτελούσε πρόκληση στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ιταλίας και ότι η Κυβέρνησή του είχε ενοχληθεί.

Ο Τούρκος Α/ΓΕΕΘΑ επέρριψε την ευθύνη για το θέμα στον Πρωθυπουργό και όταν συζητήθηκε ότι το νησί που προκάλεσε το πρόβλημα ήταν η Κάλυμνος, δηλώθηκε σαφώς από την Τουρκική πλευρά, ότι αυτό ήταν Ιταλικό. Έτσι πάρθηκαν οι πινακίδες και από την Κάλυμνο και από τα νησιά που βρίσκονται απέναντι από το Μποντρούμ. Ανάμεσα σ αυτά ήταν το Γαιδουρονήσι και το Φαρμακονήσι. Κλείνοντας τη συζήτηση ο Ναύαρχος Ερκαγιά ανέφερε ότι στην κρίση των Ιμίων έδειξαν μεγάλη σοβαρότητα και αποφάσισαν να μην παραιτηθούν από την προστασία των εδαφών τους έστω και με πιθανότητα πολέμου.

Στις 26 Δεκεμβρίου 1995 το Τουρκικό M/S FIGEN AGAT προσάραξε στις βραχονησίδες Ίμια. Η άρνηση του καπετάνιου του πλοίου να δεχθεί τις υπηρεσίες των Ελληνικών ρυμουλκών που πρότεινε το Λιμεναρχείο Καλύμνου και ο ισχυρισμός του ότι το ναυάγιο έγινε σε Τουρκικό νησί ανάγκασε το Ελληνικό Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας να γνωστοποιήσει το θέμα στο Υπουργείο των Εξωτερικών.

Την επομένη, Τετάρτη 27 Δεκ. διαβιβάσθηκε τηλεφωνικά από το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών προς την Ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα η εξής δήλωση: «ας το ρυμουλκήσει όποιος θέλει να το ρυμουλκήσει, αλλά πρέπει να ξανασυζητήσουμε το θέμα».

Αυτή η στάση υπαγορευόταν από τον Τουρκικό ισχυρισμό ότι τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ αυτής και της Ελλάδας δεν είχαν ποτέ προσδιοριστεί. Έτσι εξ αφορμής της αποκολλήσεως του FIGEN AKAT ήρθε στην επιφάνεια το θέμα της Τουρκικής εδαφικής διεκδίκησης των βραχονησίδων στα Ίμια.

Την Πέμπτη 28 Δεκ μετά από σειρά τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών και της Ελληνικής Πρεσβείας στην Άγκυρα, Ελληνικό ρυμουλκό ιδιοκτησίας της εταιρείας Μάτσας που ναυλώθηκε από την τουρκική εταιρεία «Διάσωση Omus» αποκόλλησε το πλοίο και το οδήγησε στο Τουρκικό λιμάνι του Κιουλούκ στην απέναντι ακτή.

Την επομένη, Παρασκευή 29 Δεκ. το Τουρκικό ΥΠΕΞ έστειλε στην Ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα ρηματική διακοίνωση που ανέγραφε: «οι νησίδες Ίμια αποτελούν εσωτερικό τμήμα της Τουρκικής επικράτειας, διοικητικά υπάγονται στην επαρχία Μούγλας και ανήκουν στην Νομαρχία Αλικαρνασσού (Μποντρούμ), γεωγραφικά ανήκουν στο χωριό Καράκαγια είναι δε εγγεγραμμένες στο κτηματολόγιο της Νομαρχίας Μούγλας.»

Την 9η Ιανουαρίου 1996 επιδόθηκε η Ελληνική απάντηση στην Τουρκική ρηματική διακοίνωση με την οποία απορριπτόταν ο Τουρκικός ισχυρισμός περί κυριαρχίας στα Ίμια.

Στις 16 Ιαν. Το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε από το ΓΕΕΘΑ να λάβει μέτρα αυξημένης επαγρύπνησης στην ευρύτερη περιοχή των βραχονησίδων για κάθε ενδεχόμενο.
Στις 18 Ιαν. το ΓΕΕΘΑ έδωσε με τη σειρά του εντολή στο ΓΕΝ για αυξημένη επαγρύπνηση, ενώ ενημέρωσε τα δυο άλλα επιτελεία και το Υπουργείο Εξωτερικών για τα μέτρα που είχαν ληφθεί.

Το Σάββατο 20 Ιαν. Το «Εμπιστευτικό Γράμμα» ένα φιλοκυβερνητικό ενημερωτικό δελτίο που κυκλοφορούσε μόνο σε συνδρομητές και εκδιδόταν στην Αθήνα αποκάλυψε την ανταλλαγή των ρηματικών διακοινώσεων με αφορμή το ναυάγιο στα Ίμια και σχολίαζε ότι η Τουρκία για πρώτη φορά έθετε θέμα εδαφικών διεκδικήσεων. Η διαρροή της πληροφορίας συνέβη μία ημέρα μετά την επιλογή του Κ.Σημίτη ως Πρωθυπουργού από την Κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ.

Στις 23 Ιαν. ανακοινώθηκε ότι έγινε σύσκεψη στο γραφείο του Πρωθυπουργού με συμμετοχή των Υπουργών Εξωτερικών και Δημόσιας Τάξης και εξετάσθηκε «σοβαρό εθνικό θέμα».

Στις 24 Ιαν. ο ΑΝΤΕΝΝΑ πρόβαλε ως πρώτο θέμα την αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε σε διπλωματικό επίπεδο γύρω από το θέμα της προσάραξης του M/S FIGEN AGAT στα Ίμια.

Την επομένη, 25 Ιαν. τέσσερις κάτοικοι της Καλύμνου με επικεφαλής το Δήμαρχο και τηλεοπτικό συνεργείο πήγαν στην ανατολική νησίδα Ίμια και τοποθέτησαν σε ένα πρόχειρο ιστό την Ελληνική σημαία. Ειπώθηκε χωρίς να δοθεί συνέχεια στο θέμα ότι πίσω από αυτή την ενέργεια βρισκόταν ο ΥΕΘΑ Γ.Αρσένης.
Ο Έλληνας ΥΠΕΞ επιβεβαίωσε σε συνέντευξη του την ανταλλαγή των ρηματικών διακοινώσεων και δήλωσε ότι ήταν η πρώτη φορά που προβλήθηκαν από Τουρκικής πλευράς εδαφικές διεκδικήσεις.

Το Σάββατο 27 Ιαν. ελικόπτερο με Τούρκους δημοσιογράφους από τη Σμύρνη προσγειώθηκε στην Ανατ. Ίμια, απέσυραν την Ελληνική σημαία και τοποθέτησαν την Τουρκική. Το περιστατικό προβλήθηκε από την Τουρκική τηλεόραση.

Στις 05/02/2004 δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Χίου «ΑΛΗΘΕΙΑ» συνέντευξη του Τούρκου δημοσιογράφου που είχε στήσει την Τουρκική Σημαία στην βραχονησίδα Τζεζούρ Οσέρτ. Στη συνέντευξη αυτή αποκαλύπτει στον Έλληνα συνάδελφό του Σ.Μπαλάσκα ότι η Τουρκική Σημαία είχε παραδοθεί στα γραφεία της εφημερίδας του στη Σμύρνη από άτομο του οποίου την ταυτότητα αποκάλυψε στον Έλληνα δημοσιογράφο «off the record» με τη δέσμευση όμως να μην το δημοσιεύσει.

Στην ίδια συνέντευξη αναφέρει επίσης ότι κανένας δεν τους είχε πει ότι στη βραχονησίδα ήταν τοποθετημένη Ελληνική σημαία και να την αφαιρέσουν. Εκείνο που τους είχαν πει από την εφημερίδα ήταν να φωτογραφηθούν με την Τουρκική σημαία στο νησί. Αξίζει στο σημείο αυτό να καταγραφεί μια ακόμη μαρτυρία του ιδίου Τούρκου δημοσιογράφου στην ίδια συνέντευξη «Πήγα στο νησί ξανά όταν τέλειωσαν όλα. Βρήκα κάλυκες από σφαίρες, τα δύο κοντάρια. Ήμουνα ο πρώτος που πήγε στο νησί και ήθελα να είμαι και ο τελευταίος…..».

*Αντιναύαρχος ε.α.
ΠΗΓΗ