Εις το μέσον του έαρος εκοιμήθη ο μάρτυς του Χριστού και της ελληνικής πατρίδος Αθανάσιος Διάκος. Εις το μέσον της αναστάσιμης χαράς, την επομένη της εορτής του Αγίου Γεωργίου, του τροπαιοφόρου, επέλεξε τον ηρωικό θάνατο από την ατίμωση και την άρνηση του Χριστού και της πατρίδος ο νεομάρτυς Αθανάσιος Διάκος. Σκέφτομαι πόσο θυμόμαστε πια οι επιλήσμονες, άθλιοι και μοιραίοι και μικροί Έλληνες της φθοράς και της αδιαφορίας, αλλά και του χλευασμού και της άρνησης, τον ηρωισμό και τη θυσία. Πόσο σεβόμαστε πλέον το ήθος και τη μεγαλοσύνη των ολίγων εκείνων, που επέλεξαν να αναμετρηθούν με την οθωμανική παντοδυναμία, επιλέγοντας την οδό του θανάτου, προσδοκώντας την ελευθερία της πατρίδος. Την κοινή, ιστορική, Ανάσταση.
Θα ήθελα, σήμερα, να προσεγγίσω την ποιητική πρόσληψη του γεγονότος του θανάτου του Αθανασίου Διάκου. Πρώτα τη μοναδική εκείνη του Δημοτικού Τραγουδιού κι έπειτα του ποιητή του έθνους, του δημοτικότροπου Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που επέμενε σε έναν εθνικό ποιητικό λόγο, έναν λόγο αγάπης και τιμής προς την Ελληνική Επανάσταση.
Στέκομαι, έτσι, σ’ εκείνο το μοναδικό «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω» ως απάντηση στον Ομέρ Βρυώνη ή το άλλο το «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει / τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γη χορτάρι» Ή, κατά μία άλλη παραλλαγή: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει / τώρα το Μάη, την άνοιξη, π’ ανοίγουν τα λουλούδια».
Αντιγράφω, έτσι, πρώτα, από το δημοτικό ποίημα «Ο θάνατος του Αθανασίου Διάκου»:
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης;
Ουδ’, ο Καλύβας έρχεται, ουδ’ ο Λεβεντογιάννης
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τα’ αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή ν’ εσήκωνε, τον πρώτο του φωνάζει:
- Το στράτευμά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια
δωσ’ τους μπαρούτι περισσή και βόλια με τις φούχτες
γλήγορα και να πιάσωμε κάτω στην Αλαμάνα
όπου ταμπούρια δυνατά έχει και μετερίζια.
Επήραν, τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά ντουφέκια
Στην Αλαμάναν έφτασαν κι έπιασαν τα ταμπούρια.
- Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε
ανδρεία ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε.
Εκείνοι εφοβήθηκαν και σκόρπισαν στους λόγγους.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες»[…]
Τα άλλα θα ακολουθήσουν, η σύλληψη και η πορεία προς το μαρτύριο:
«Χίλιοι τον πήραν από μπρος και δυο χιλίδες πίσω.
Κι Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τα’ αποκρίθηκε και με θυμό του λέει:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας μουρτάτες να χαθείτε
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω».
Κατ’ ανάλογο τρόπο ο Βαλαωρίτης θα περιγράψει στο επικό εκείνο ποίημά του, το «Αθανάσιος Διάκος», την προσευχή του Αθανασίου Διάκου. Παραμονή της θυσίας του. Ένα ποιητικό κείμενο, άγνωστο εν πολλοίς, κι όμως μνημειώδες και εκπληκτικό:
«Κ’ ύστερα πέφτει κατά γης, γονατιστός στην πέτρα:
Αδέλφια, παλληκάρια μου! Ελάτε ολόγυρά μου,
και γονατίσετε μ’ εμέ. Ο κόσμος στη χαρά του
είν’ ανθοστόλιστη εκκλησιά, κι εδώ μας παραστέκει
εκείνος που την έκτισε για να τον προσκυνούμε».
Ήτανε νύκτα. Τα βουνά, οι λαγκαδιαίς, τα δέντρα,
οι βρύσαις, τ’ αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ’ αγέρι,
στέκουν βουβά, ν’ ακούσουνε τη προσευχή του Διάκου.
Και η ποιητική έξοδος της προσευχής, εξίσου συγκλονιστική:
«Ευλόγησέ τηνε τη γη, όπου θα μ’ αγκαλιάση
και στοίχειωσε κάθε κλωνί από τα χώματά μου…
Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Για ν’ ακουστή στη Δύση
Πως δεν απονεκρώθηκε και πως θ’ ανθοβολήση
Τώρα με τα Μαγιάπριλα η δουλωμένη χώρα
ευλογημένη ώρα».
Έτσι, λοιπόν, εις το μέσον του έαρος ανθοβολεί «η δουλωμένη χώρα», καθώς εις τον αιώνα, όλοι εμείς οι περιλειπόμενοι, οι διωκόμενοι και κατατρεγμένοι Έλληνες, αναπνέουμε τη χαρά της Αναστάσεως του Κυρίου μας. Αυτήν την αναστάσιμη ανθοφορία μάς παραδίδει η θυσία του ήρωος Αθανασίου Διάκου.
* Μέλος της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, τέως Διευθυντής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.