Η όλη συζήτηση για το θέμα αυτό αρχικά ξεκίνησε από την σαφή προϋπόθεση να μην υπάρχει στην ονομασία του νέου κράτους ο όρος Μακεδονία, γιατί όπως υποστηρίχθηκε η Μακεδονία είναι μία και ελληνική.
Στην συνέχεια κατέληξε στο να δοθεί σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις («Βόρεια Μακεδονία») και να γίνει αλλαγή του Συντάγματος, ώστε να αποφευχθούν αλυτρωτικές βλέψεις.
Τα δύο ογκώδη συλλαλητήρια, στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, υποστήριξαν την μη χρησιμοποίηση της λέξεως Μακεδονία για το Κράτος των Σκοπίων, με οποιανδήποτε σύνθετη ονομασία, γιατί η Μακεδονία είναι μία και ελληνική.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος πάνω στο θέμα αυτό έλαβε συγκεκριμένη απόφαση: «Η Εκκλησία έχει μαρτυρήσει με το λόγο και το αίμα κλήρου και λαού την ελληνικότητα της Μακεδονίας από αρχαιοτάτων χρόνων, γι’ αυτό και δεν μπορεί να αποδεχθεί την απονομή του όρου “ Μακεδονία” ή παραγώγου του ως συστατικού ονόματος άλλου Κράτους, το οποίο θα έχει επιπτώσεις και στην ονομασία της σχισματικής αυτοαποκαλούμενης εκκλησίας της “Μακεδονίας”».
Και αυτή υποστηρίχθηκε κατά το συλλαλητήριο στην Αθήνα. Επίσης, πολλοί Ιεράρχες που ποιμαίνουν σε περιοχές της Μακεδονίας υποστήριξαν ότι δεν θα αποδεχθούν την λέξη Μακεδονία για το Κράτος των Σκοπίων, έστω και ως σύνθετη ονομασία, με το σκεπτικό ότι δεν μπορεί να δοθεί σε άλλο Κράτος το όνομα αυτό, και το κυριότερο ότι δεν μπορούν να αποδεχθούν εθνότητα και γλώσσα Μακεδονική.
Μέχρι εδώ τα πράγματα από πλευράς Εκκλησίας είναι ξεκάθαρα. Όμως, αρχίζουν να εμπλέκονται όταν μελετήσουμε το θέμα της Εκκλησίας με το ίδιο σκεπτικό. Τι ακριβώς εννοώ.
Στη Συνεδρία της Ιεραρχίας του Νοεμβρίου 2016 υποστήριξα ότι «δεν υπάρχει ονομασία χωρίς ύπαρξη, γιατί διαφορετικά εκφράζεται ένας εκκλησιολογικός νομιναλισμός.
Τότε, ας δεχθούμε και την ονομασία Μακεδονία στο Κράτος των Σκοπίων, επειδή επικράτησε πολλά χρόνια… Αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό ακόμη και σε εθνικά θέματα, γι’ αυτό η Ελλάδα αρνείται να αναγνωρίσει το όνομα «Μακεδονία» στα Σκόπια, αν και χρησιμοποιείται αυτό το όνομα από το Κράτος των Σκοπίων πολλά χρόνια, και η Κύπρος αρνείται να αναγνωρίσει την «Τουρκική Δημοκρατία στην Βόρεια Κύπρο», καίτοι παρήλθε ένα χρονικό διάστημα που την κατέλαβε».
Στη Συνεδρία της Ιεραρχίας της 27ης Ιουνίου 2017 ομίλησα για το μάθημα των Θρησκευτικών και υποστήριξα τα ακόλουθα: «Αυτή η αποδόμηση δεν γίνεται μόνον στα θρησκευτικά, αλλά και στην ιστορία. Διότι και για το μάθημα της ιστορίας εισάγεται η θεματική μέθοδος Σπουδών. Έχουν δημοσιευθεί στον Τύπο απόψεις των υπευθύνων για την αναμόρφωση του μαθήματος της ιστορίας, όπου υποστηρίζονται … τα Σκόπια να μετονομασθούν σε Μακεδονία…».
Επίσης, στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της 24-25 Μαΐου 2016 υποστήριξα ότι δεν μπορούμε ως Ιεράρχες να δίνουμε το όνομα-όρο Εκκλησία σε άλλες ετερόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες, αφού μάλιστα ομολογούμε κατά την χειροτονία μας σε Επίσκοπο, και κατά την θεία Λειτουργία, ότι η Εκκλησία είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική.
Οπότε τίθεται σοβαρό ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν οι ίδιοι άνθρωποι να αγωνίζονται και να ομολογούν ότι μία είναι η Μακεδονία και αυτή είναι ελληνική, και διακηρύσσουν ότι δεν θα δεχθούν το όνομα Μακεδονία να το «κλέψουν» άλλοι λαοί, ενώ ταυτοχρόνως όχι μόνον δεν κάνουν το ίδιο για την Εκκλησία, αλλά ευχαρίστως δέχονται να ονομάζονται Εκκλησίες και όσες έπαυσαν να είναι ορθόδοξες, αφού δεν ακολουθούν τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων;
Επίσης, τα ερωτήματα επεκτείνονται.
Είναι λιγότερης σημασίας και σπουδαιότητας τα θεολογικά και εκκλησιολογικά θέματα από τα πατριωτικά και εθνικά;
Μπορούμε να σιωπούμε για σοβαρά θεολογικά θέματα, και μάλιστα όταν υποστηρίζεται ότι και οι άλλες Ομολογίες που καταδικάστηκαν από τις Οικουμενικές και «Καθολικές» Συνόδους είναι Εκκλησίες, ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσουμε διαπρυσίως ότι δεν θα δεχθούμε προδοσία σε θέματα εθνικά; Ποια προδοσία είναι μεγαλύτερη και ποια έχει αιώνιες συνέπειες, η προδοσία στα εθνικά ζητήματα ή η προδοσία στην αμώμητη και άσπιλη αιωνία καλλονή, που είναι η Εκκλησία;
Ερωτώ και απορώ.