η Ελλάδα θα πρέπει άμεσα να ιεραρχήσει τις επιδιώξεις της στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και να θέσει προτεραιότητες.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αναδεικνύονται και πάλι σε ζήτημα προτεραιότητας όχι μόνο λόγω της άμεσης (Κυπριακό) ή/και έμμεσης (ελληνοαλβανικές σχέσεις) επιρροής τους επί των άλλων δύο ανοικτών μετώπων αλλά κυρίως λόγω της άκρως προβληματικής εξωτερικής συμπεριφοράς της Τουρκίας.
Δυστυχώς από την απόπειρα του πραξικοπήματος και μέχρι σήμερα η γειτονική Τουρκία επιμένει σε μια συνεχώς ενισχυόμενη «πορεία προς τα πίσω», με κλιμάκωση των διώξεων όλων των μη αρεστών στο καθεστώς Ερντογάν, υπονόμευση και αποδυνάμωση των κρατικών θεσμών, υψηλά επίπεδα πόλωσης και προσωπολατρία του απόλυτου κυρίαρχου που προοιωνίζονται την αδυναμία συναίνεσης και περαιτέρω αποσταθεροποίηση.
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο το γεγονός ότι -υπαγορευόμενη από τις εσωτερικές προτεραιότητες του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν- η εξωτερική συμπεριφορά της Τουρκίας θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από επιθετικότητα, τυχοδιωκτισμό και μυωπικές πολιτικές βελτιστοποίησης βραχυπρόθεσμων κερδών, αλλά ότι αυτή μπορεί να βρει «ευήκοα ώτα» τόσο σε ευρωπαϊκό έδαφος όσο και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού από τη νέα αμερικανική διοίκηση. Και τούτο διότι θα αναπτύσσεται μέσα σε ένα ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο όπου (ειδικά μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ) οι δυνάμεις του λαϊκισμού και του τυχοδιωκτισμού ενισχύονται και ο ρόλος των διεθνών θεσμών και της πολυμερούς διευθέτησης των προβλημάτων αποδυναμώνεται. Και όλα αυτά ενώ το σοβαρότερο θεσμικό αντίβαρο που συνιστούσε η ευρωπαϊκή ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας πλέον δεν υφίσταται.
Για το άμεσο μέλλον, όπου το ενδεχόμενο δραματικών εξελίξεων στο εσωτερικό της Τουρκίας (είτε βιαίως ως εσωτερική σύγκρουση ή εμφύλια διαμάχη είτε ως συνέπεια της προϊούσας οικονομικής κρίσης) δεν μπορεί να αποκλειστεί, η Τουρκία θα συνεχίσει να είναι διεκδικητική και απρόβλεπτη.
Η επιλογή σκληρής και σε υψηλούς τόνους πολιτικής εκφοβισμού και «εξαναγκαστικής διπλωματίας» από τον Ερντογάν (όπως οι αναφορές στην αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης) συνδέεται κυρίως με τα μέτωπα πρώτης προτεραιότητας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής (Συρία, Κουρδικό), στα οποία δεν περιλαμβάνεται η Ελλάδα, και αποσκοπεί στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Τουρκίας σε αυτά τα μέτωπα.
Ετσι αν και η εξαγωγή της εσωτερικής κρίσης που βιώνει η Τουρκία στο μέτωπο του Αιγαίου δεν θεωρείται πιθανή, η περισσότερο συμφέρουσα για την Ελλάδα επιλογή είναι να συνεχίσει να παραμένει διακριτικά «εκτός του ραντάρ» ενός ασταθούς, απρόβλεπτου, διεκδικητικού και κυρίως αναξιόπιστου γείτονα.
*Kαθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Πηγή: mignatiou.com
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αναδεικνύονται και πάλι σε ζήτημα προτεραιότητας όχι μόνο λόγω της άμεσης (Κυπριακό) ή/και έμμεσης (ελληνοαλβανικές σχέσεις) επιρροής τους επί των άλλων δύο ανοικτών μετώπων αλλά κυρίως λόγω της άκρως προβληματικής εξωτερικής συμπεριφοράς της Τουρκίας.
Δυστυχώς από την απόπειρα του πραξικοπήματος και μέχρι σήμερα η γειτονική Τουρκία επιμένει σε μια συνεχώς ενισχυόμενη «πορεία προς τα πίσω», με κλιμάκωση των διώξεων όλων των μη αρεστών στο καθεστώς Ερντογάν, υπονόμευση και αποδυνάμωση των κρατικών θεσμών, υψηλά επίπεδα πόλωσης και προσωπολατρία του απόλυτου κυρίαρχου που προοιωνίζονται την αδυναμία συναίνεσης και περαιτέρω αποσταθεροποίηση.
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο το γεγονός ότι -υπαγορευόμενη από τις εσωτερικές προτεραιότητες του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν- η εξωτερική συμπεριφορά της Τουρκίας θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από επιθετικότητα, τυχοδιωκτισμό και μυωπικές πολιτικές βελτιστοποίησης βραχυπρόθεσμων κερδών, αλλά ότι αυτή μπορεί να βρει «ευήκοα ώτα» τόσο σε ευρωπαϊκό έδαφος όσο και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού από τη νέα αμερικανική διοίκηση. Και τούτο διότι θα αναπτύσσεται μέσα σε ένα ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο όπου (ειδικά μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ) οι δυνάμεις του λαϊκισμού και του τυχοδιωκτισμού ενισχύονται και ο ρόλος των διεθνών θεσμών και της πολυμερούς διευθέτησης των προβλημάτων αποδυναμώνεται. Και όλα αυτά ενώ το σοβαρότερο θεσμικό αντίβαρο που συνιστούσε η ευρωπαϊκή ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας πλέον δεν υφίσταται.
Για το άμεσο μέλλον, όπου το ενδεχόμενο δραματικών εξελίξεων στο εσωτερικό της Τουρκίας (είτε βιαίως ως εσωτερική σύγκρουση ή εμφύλια διαμάχη είτε ως συνέπεια της προϊούσας οικονομικής κρίσης) δεν μπορεί να αποκλειστεί, η Τουρκία θα συνεχίσει να είναι διεκδικητική και απρόβλεπτη.
Η επιλογή σκληρής και σε υψηλούς τόνους πολιτικής εκφοβισμού και «εξαναγκαστικής διπλωματίας» από τον Ερντογάν (όπως οι αναφορές στην αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης) συνδέεται κυρίως με τα μέτωπα πρώτης προτεραιότητας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής (Συρία, Κουρδικό), στα οποία δεν περιλαμβάνεται η Ελλάδα, και αποσκοπεί στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Τουρκίας σε αυτά τα μέτωπα.
Ετσι αν και η εξαγωγή της εσωτερικής κρίσης που βιώνει η Τουρκία στο μέτωπο του Αιγαίου δεν θεωρείται πιθανή, η περισσότερο συμφέρουσα για την Ελλάδα επιλογή είναι να συνεχίσει να παραμένει διακριτικά «εκτός του ραντάρ» ενός ασταθούς, απρόβλεπτου, διεκδικητικού και κυρίως αναξιόπιστου γείτονα.
*Kαθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Πηγή: mignatiou.com