Την άνοιξη του 480 π.Χ.
ο περσικός στρατός, από όλα τα μέρη της τεράστιας Περσικής αυτοκρατορίας συγκεντρώνεται στην Άβυδο, κοντά στον Ελλήσποντο, με σκοπό να επιχειρήσει την δεύτερη επίθεση εναντίον της Ελλάδος.
Τα επιγράμματα
Οι προετοιμασίες της εκστρατείας αυτής, ξεκίνησαν από τον Δαρείο, και συνεχίστηκαν μετά τον θάνατό του το 486 π.Χ., από τον γιο του Ξέρξη, διάδοχο του στον θρόνο της περσικής αυτοκρατορίας. Οι προετοιμασίες αυτές, εκτός από την συγκέντρωση χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων, περιελάμβαναν και παράλληλες διπλωματικές αλλά και κατασκοπευτικές κινήσεις, με απώτερο σκοπό την διάσπαση των Ελληνικών πόλεων, και την αποφυγή δημιουργίας ενός Ελληνικού συνασπισμού, ο οποίος θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα στην επέλαση των περσικών δυνάμεων
Κύρια πηγή για τους Ελληνοπερσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Ελληνοπερσικών πολέμων , οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ. Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»
Αν και ο Θουκυδίδης είχε αρχικά αμφισβητήσει την ακρίβεια του Ηροδότου , αργότερα δήλωσε ότι το έργο του «πατέρα της ιστορίας» δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διορθώσεις, καθώς χαρακτηριζόταν από ικανοποιητικό βαθμό ακρίβειας. Γι' αυτό, ο Θουκυδίδης αποφάσισε εντέλει να ξεκινήσει την ιστορία του από το σημείο που είχε ο Ηρόδοτος τη δική του αφήγηση (στην πολιορκία της Σηστού). Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές θα μπορούσαν να είναι . Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.
Ο χώρος διεξαγωγής της μάχης σήμερα
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΗΡΟΔΟΤΟ
Ηροδότου Ιστορία, Βιβλίο Ζ – Πολύμνια
Τα γεγονότα πριν από τη μάχη
201. Αυτή, λοιπόν, ήταν η θέση του Ξέρξη και του στρατού του στην Τραχινία της Μηλίδας, ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα στενά που είναι γνωστά στους ντόπιους ως Πύλες, αυτά που οι υπόλοιποι Έλληνες ονομάζουν Θερμοπύλες. Εκεί βρίσκονταν τα δύο αντίπαλα στρατεύματα, από τα οποία το ένα είχε τον έλεγχο όλης της περιοχής βόρεια από την Τραχίνα και το άλλο όλων των εκτάσεων προς το νότο.
Οι θερμές πηγές στις Πύλες –Θερμοπύλες.
202. Η ελληνική δύναμη που περίμενε την άφιξη του Ξέρξη απαρτιζόταν από τα εξής τμήματα: τριακόσιους πεζούς με βαρύ οπλισμό από τη Σπάρτη, πεντακόσιους από την Τεγέα κι άλλους τόσους από τη Μαντίνεια, εκατόν είκοσι από τον Ορχομενό της Αρκαδίας και χίλιους από την υπόλοιπη Αρκαδία· από την Κόρινθο υπήρχαν τετρακόσιοι άνδρες, από τον Φλειούντα άλλοι διακόσιοι και από τις Μυκήνες οδόντα. Εκτός απ’ αυτά τα στρατεύματα από την Πελοπόννησο, υπήρχαν ακόμα τμήματα από τη Βοιωτία, με επτακόσιους άνδρες από τις Θεσπιές κι άλλους τετρακόσιους από τη Θήβα.
203. Οι Οπούντιοι Λοκροί και Οι Φωκείς υπάκουσαν επίσης στο πολεμικό κάλεσμα· οι πρώτοι έστειλαν όλους τους μάχιμους άνδρες που είχαν και οι τελευταίοι χίλιους. Οι Έλληνες είχαν πείσει τις δυο αυτές πόλεις να συμμετάσχουν στην επιχείρηση στέλνοντας μήνυμα ότι αυτοί ήταν απλώς η εμπροσθοφυλακή κι ότι το κύριο σώμα του συμμαχικού στρατού αναμενόταν από μέρα σε μέρα. Η θάλασσα, από την άλλη μεριά, φυλασσόταν καλά από τον στόλο των Αθηναίων, των Αιγινητών και άλλων ναυτικών δυνάμεων. Έτσι, δεν υπήρχε λόγος να φοβούνται, γιατί δεν ήταν θεός αυτός που απειλούσε την Ελλάδα αλλά θνητός και δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει άνθρωπος που να έχει γεννηθεί απαλλαγμένος από την πιθανότητα να αντιμετωπίσει κακοτυχίες στη ζωή του· και μάλιστα, όσο σπουδαιότερος ο άνδρας, τόσο μεγαλύτερη η κακοτυχία. Ο τωρινός εχθρός τους δεν αποτελούσε εξαίρεση· ήταν κι αυτός θνητός και, αργά ή γρήγορα, οι προσδοκίες του θα διαψεύδονταν. Η έκκληση έφερε αποτέλεσμα και Οπούντιοι Λοκροί και οι Φωκείς έστειλαν τα στρατεύματά τους στην Τραχίνα.
204. Τα τμήματα των διάφορων «ελληνικών εθνών» διοικούνταν το καθένα από δικούς του αξιωματικούς, αλλά γενικός διοικητής του στρατού ήταν ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας που απέλαυε και του θαυμασμού όλων. [.204. τούτοισι ἦσαν μέν νυν καὶ ἄλλοι στρατηγοὶ κατὰ πόλιας ἑκάστων, ὁ δὲ θωμαζόμενος μάλιστα καὶ παντὸς τοῦ στρατεύματος ἡγεόμενος Λακεδαιμόνιος ἦν Λεωνίδης ..]
205. Οι τριακόσιοι άνδρες που οδήγησε στις Θερμοπύλες διαλέχτηκαν από τον ίδιο κι είχαν όλοι γιους. Πήρε επίσης μαζί του τους Θηβαίους που ανέφερα, κάτω από τις διαταγές του Λεοντιάδη, γιου του Ευρύμαχου. Ο λόγος που αποφάσισε να πάρει στρατό από τη Θήβα και μόνο απ αυτήν, ήταν ότι οι Θηβαίοι είχαν δημιουργήσει υποψίες για φιλικά αισθήματα προς την Περσία· έτσι, τους κάλεσε να πάνε στις Θερμοπύλες για να δει αν θα ανταποκρίνονταν ή θα αρνούνταν ανοιχτά να γίνουν μέλη της συμμαχίας. Εκείνοι έστειλαν πράγματι στρατό, αλλά δεν έπαψαν να τρέφουν κρυφή συμπάθεια για τον εχθρό.
205. Οι τριακόσιοι άνδρες που οδήγησε στις Θερμοπύλες διαλέχτηκαν από τον ίδιο κι είχαν όλοι γιους. Πήρε επίσης μαζί του τους Θηβαίους που ανέφερα, κάτω από τις διαταγές του Λεοντιάδη, γιου του Ευρύμαχου. Ο λόγος που αποφάσισε να πάρει στρατό από τη Θήβα και μόνο απ αυτήν, ήταν ότι οι Θηβαίοι είχαν δημιουργήσει υποψίες για φιλικά αισθήματα προς την Περσία· έτσι, τους κάλεσε να πάνε στις Θερμοπύλες για να δει αν θα ανταποκρίνονταν ή θα αρνούνταν ανοιχτά να γίνουν μέλη της συμμαχίας. Εκείνοι έστειλαν πράγματι στρατό, αλλά δεν έπαψαν να τρέφουν κρυφή συμπάθεια για τον εχθρό.
206. Ο Λεωνίδας κι οι τριακόσιοι άνδρες του ξεκίνησαν από τη Σπάρτη πριν το κύριο σώμα του στρατού, για να ενθαρρύνουν με την εμφάνισή τους τους άλλους συμμάχους να πολεμήσουν και να τους εμποδίσουν να αυτομολήσουν στον εχθρό, πράγμα που ήταν ικανοί να κάνουν, αν έβλεπαν ότι οι Σπαρτιάτες δίσταζαν· είχαν σκοπό, όταν θα τελείωναν τα Κάρνεια (αυτή η γιορτή εμπόδιζε τους Σπαρτιάτες να πάνε στο πεδίο της μάχης), να αφήσουν μια φρουρά ασφαλείας στην πόλη και να ξεκινήσουν με όλο το διαθέσιμο στρατό τους. Τα άλλα συμμαχικά κράτη αποφάσισαν να ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο, αφού την ίδια ακριβώς εποχή έτυχε να γίνονται οι Ολυμπιακοί αγώνες. Κανείς τους δεν περίμενε ότι η μάχη των Θερμοπυλών θα κρινόταν τόσο γρήγορα. Κι αυτός ήταν ο λόγος που έστειλαν μόνο μια εμπροσθοφυλακή.
207. Έτσι είχαν σκεφτεί να πράξουν. Ο Περσικός στρατός είχε πλησιάσει τώρα στο πέρασμα κι οι Έλληνες, αμφιβάλλοντας ξαφνικά για το αν είχαν τη δύναμη αντισταθούν, έκαναν συμβούλιο για να συζητήσουν την προοπτική υποχώρησης. Οι Πελοποννήσιοι υποστήριξαν την άποψη ότι ο στρατός έπρεπε να αποσυρθεί στην Πελοπόννησο και να οργανώσει την αντίστασή του στον Ισθμό. Όταν όμως οι Φωκείς και οι Λοκροί εξέφρασαν την αγανάκτησή τους γι’ αυτή την αλλαγή του σχεδίου, ο Λεωνίδας πήρε το μέρος τους κι είπε ότι θα έμεναν εκεί όπου βρίσκονταν, στέλνοντας έκκληση για βοήθεια σε όλα τα συμμαχικά κράτη, αφού ο αριθμός τους ήταν πολύ μικρός για να αποκρούσει τον Περσικό στρατό.
208. Όσο γινόταν αυτό το συμβούλιο, ο Ξέρξης έστειλε έναν ιππέα να υπολογίσει τη δύναμη του Ελληνικού στρατού και να παρατηρήσει τι έκαναν οι άνδρες. Προτού ακόμα φύγει από τη Θεσσαλία, είχε μάθει ότι είχε συγκεντρωθεί εκεί ένα μικρό σώμα στρατού, οδηγημένο από τους Λακεδαιμονίους με αρχηγό τον Λεωνίδα, απόγονο του Ηρακλή. Ο Πέρσης ιππέας πλησίασε το στρατόπεδο κι έκανε μια προσεκτική επιθεώρηση σε ό,τι μπορούσε να δει —που δεν ήταν, φυσικά, όλος ο στρατός, αφού οι άνδρες στη μέσα πλευρά του τείχους, που το φρουρούσαν μετά την ανοικοδόμηση του, δεν φαίνονταν από κείνο το σημείο. Αυτός, πάντως, περιεργάστηκε αυτούς που είχαν καταλύσει έξω από το τείχος. Εκείνη τη στιγμή, έτυχε να βρίσκονται εκεί οι Σπαρτιάτες και μερικοί απ’ αυτούς γυμνάζονταν, ενώ άλλοι χτένιζαν τα μαλλιά τους Ο Πέρσης κατάσκοπος τους κοίταζε κατάπληκτος· παρ’ όλα αυτά, τους μέτρησε, παρατήρησε ό,τι άλλο έπρεπε να ξέρει και γύρισε με ηρεμία στο στρατόπεδό του. Κανείς δεν έκανε καμία προσπάθεια να τον πιάσει ούτε του έδωσαν καμία σημασία. Εκεί, είπε στον Ξέρξη ό,τι είχε δει.
Ο Δημάρατος
209. Όταν ο Ξέρξης άκουσε αυτά, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ότι δηλαδή οι Σπαρτιάτες προετοιμάζονταν να σκοτωθούν και να σκοτώσουν όσους μπορούσαν· αυτό του φαινόταν γελοίο. Έτσι, κάλεσε τον Δημάρατο, γιο του Αρίστωνα, που τον ακολουθούσε στην εκστρατεία, και του επανέλαβε την αναφορά του κατάσκοπου, με την ελπίδα ότι θα ανακάλυπτε τι σήμαινε η συμπεριφορά αυτή των Σπαρτιατών. Ο Δημάρατος απάντησε: «Κάποτε άλλοτε, όταν ξεκινούσαμε αυτή την εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα, σου είχα μιλήσει γι’ αυτούς τους άνδρες. Σου είπα τότε πώς προέβλεπα ότι θα κατέληγε αυτή η επιχείρηση κι εσύ με περιγέλασες. Δεν πασχίζω για τίποτα, βασιλιά, περισσότερο από το να σου αποκαλύψω την αλήθεια· γι’ αυτό, άκουσέ με και τώρα. Αυτοί οι άνδρες βρίσκονται εδώ για να υπερασπιστούν το πέρασμα κι ετοιμάζονται για τη μάχη. Είναι συνήθεια των Σπαρτιατών να περιποιούνται σχολαστικά τα μαλλιά τους, όταν πρόκειται να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους. Σε διαβεβαιώνω, όμως, ότι αν νικήσεις αυτούς τους άνδρες και τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες που βρίσκονται ακόμα στην πατρίδα τους, δεν υπάρχει άλλο έθνος στον κόσμο που θα τολμούσε να σου αντισταθεί ή να κάνει την παραμικρή κίνηση εναντίον σου. Βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το καλύτερο βασίλειο της Ελλάδας, αυτό που έχει τους γενναιότερους άνδρες». Ο Ξέρξης, ανίκανος να πιστέψει τα λόγια του Δημάρατου, αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό να αντισταθεί ένας τόσο μικρός στρατός στη δική του δύναμη. Τότε του είπε: «Βασιλιά, θεώρησέ με ψεύτη, αν δεν γίνει αυτό που προέβλεψα».
ΜΝΗΜΕΙΟ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΛΕΩΝΙΔΑ ΣΤΙΣ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
Οι δύο πρώτες μέρες της μάχης
210. Παρ’ όλα αυτά, ο Ξέρξης και πάλι δεν πείστηκε. Περίμενε, μάλιστα, τέσσερις μέρες, σίγουρος ότι οι Έλληνες θα το έβαζαν στα πόδια· την πέμπτη, όταν αυτοί δεν είχαν κάνει ακόμα καμία κίνηση να αποχωρήσουν και η παρατεινόμενη παρουσία τους του φαινόταν καθαρή αναίδεια και παράτολμη τρέλα, κυριεύτηκε από οργή κι έστειλε τους Μήδους και τους Κισσίους με διαταγή να τους συλλάβουν ζωντανούς και να τους οδηγήσουν μπροστά του. Οι Μήδοι υπάκουσαν και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκαν πολλοί· τους αντικαθιστούσαν όμως διαρκώς άλλοι και, παρά τις φοβερές απώλειες, αρνούνταν να παραδεχτούν την ήττα τους. Αυτό απέδειξε σε όλους και, κυρίως, στον ίδιο τον βασιλιά, ότι μπορεί να είχε πολλούς άνδρες στον στρατό του αλλά διέθετε ελάχιστους πολεμιστές. Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα.
211. Οι Μήδοι, μετά την πανωλεθρία που υπέστησαν, υποχώρησαν και τη θέση τους κατέλαβε ο Υδάρνης με τους επιλεγμένους Πέρσες στρατιώτες, που ο βασιλιάς αποκαλούσε Αθάνατους, που εξαπέλυσαν επίθεση απόλυτα σίγουροι ότι θα έδιναν σ’ αυτή την ιστορία ένα γρήγορο κι εύκολο τέλος. Όμως, όταν άρχισε η σύγκρουση, δεν είχαν καλύτερη τύχη από τους Μήδους· όλα ήταν ακριβώς όπως και πριν, αφού η μάχη γινόταν σε περιορισμένο χώρο κι οι Πέρσες πολεμούσαν με πιο κοντά δόρατα από τους Έλληνες και δεν είχαν το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής τους. Από την πλευρά των Σπαρτιατών, ήταν μια αξιομνημόνευτη μάχη· είχαν καταλάβει ότι πολεμούσαν ενάντια σε έναν άπειρο εχθρό κι ένα από τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν να κάνουν όλοι μαζί μεταβολή και να προσποιούνται ότι υποχωρούσαν έντρομοι, όποτε οι εχθροί τους καταδίωκαν με ποδοβολητό και ιαχές. Αυτοί, όμως, τη στιγμή που τους προλάβαιναν οι Πέρσες, γύριζαν και τους αντιμετώπιζαν, προκαλώντας τους τεράστιες απώλειες στη νέα μάχη που ξεσπούσε. Φυσικά, είχαν κι αυτοί απώλειες αλλά όχι πολλές. Οι Πέρσες βλέποντας ότι οι επιθέσεις τους για την κατάληψη του περάσματος, είτε κατά τμήματα είτε με όποιον άλλο τρόπο μπορούσαν να σκεφτούν, ήταν μάταιες, σταμάτησαν τις εχθροπραξίες κι υποχώρησαν.
212. Ο Ξέρξης παρακολουθούσε τη μάχη από εκεί που καθόταν. Λέγεται, μάλιστα, ότι στη διάρκεια των επιθέσεων, πετάχτηκε τρεις φορές όρθιος από φόβο για την τύχη του στρατού του. Την επόμενη μέρα, η μάχη άρχισε ξανά αλλά χωρίς μεγαλύτερη επιτυχία για τους Πέρσες, που επανέλαβαν τις εχθροπραξίες με την ελπίδα ότι οι Έλληνες, που ήταν τόσο λίγοι, θα είχαν αρκετούς τραυματίες για να μην μπορούν πλέον να προβάλλουν αντίσταση. Μα οι Έλληνες ήταν ανυποχώρητοι· τα στρατεύματά τους χωρίστηκαν σε τμήματα κατά «ελληνικά έθνη», τα οποία έμπαιναν με τη σειρά στην πρώτη γραμμή, εκτός από τους Φωκείς, που είχαν επιφορτιστεί με τη φύλαξη του ορεινού μονοπατιού. Έτσι, όταν οι Πέρσες ανακάλυψαν ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει από την προηγούμενη μέρα, υποχώρησαν γι’ άλλη μια φορά.[ οἱ δὲ Ἕλληνες κατὰ τάξις τε καὶ κατὰ ἔθνεα κεκοσμημένοι ἦσαν, καὶ ἐν μέρεϊ ἕκαστοι ἐμάχοντο, πλὴν Φωκέων· οὗτοι δὲ ἐς τὸ ὄρος ἐτάχθησαν φυλάξοντες τὴν ἀτραπόν. ὡς δὲ οὐδὲν εὕρισκον ἀλλοιότερον οἱ Πέρσαι ἢ τῇ προτεραίῃ ἐνώρων, ἀπήλαυνον.]
Η προδοσία του Εφιάλτη
213. Ο Ξέρξης δεν είχε ιδέα πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ένας άνδρας από τη Μηλίδα, ο Εφιάλτης, γιος του Ευρύδημου, ελπίζοντας μια γενναιόδωρη ανταμοιβή, ήρθε να πει στον βασιλιά τα σχετικά με το μονοπάτι που οδηγούσε πάνω από τα βουνά στις Θερμοπύλες, προκαλώντας έτσι τον όλεθρο των Ελλήνων που κρατούσαν το πέρασμα. Αργότερα ο Εφιάλτης, από φόβο για τους Σπαρτιάτες, απέδρασε στη Θεσσαλία και στο διάστημα της απουσίας του, ορίστηκε αμοιβή για το κεφάλι του από τους Πυλαγόρες τους Αμφικτύονες που ήταν συγκεντρωμένοι στην Πυλαία. Λίγο καιρό αργότερα, επέστρεψε στην Αντίκυρα, όπου φονεύτηκε από τον Αθηνάδη τον Τραχίνιο. Αυτός δεν τον σκότωσε για την προδοσία του αλλά για έναν άλλο λόγο, που θα εξηγήσω πιο κάτω. Οι Σπαρτιάτες, πάντως, τον αντάμειψαν ανάλογα. Έτσι πέθανε αργότερα ο Εφιάλτης.
214. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ήταν ο Ονήτης, γιος του Φαναγόρα από την Κάρυστο κι ο Κορυδαλλός από την Αντίκυρα αυτοί που αποκάλυψαν στους Πέρσες το ορεινό μονοπάτι. Αυτό, πάντως, δεν είναι διόλου πειστικό, αφενός γιατί οι Αμφικτύονες, ασφαλώς μετά από επισταμένες έρευνες, όρισαν αμοιβή όχι για τον φόνο των δυο αυτών αλλά του Εφιάλτη του Τραχίνιου και δεύτερον, γιατί ήταν αναμφίβολα η κατηγορία της προδοσίας αυτή που ώθησε τον Εφιάλτη να το σκάσει. Σίγουρα ο Ονήτης, μολονότι δεν ήταν από τη Μηλίδα, θα μπορούσε να ξέρει το μονοπάτι, αν είχε μείνει καιρό στην περιοχή. Όμως, ήταν ο Εφιάλτης και κανείς άλλος αυτός που έδειξε το δρόμο στους Πέρσες· αυτόν θεωρώ ένοχο.
215. Ο Ξέρξης ενθουσιάστηκε με την αποκάλυψη του Εφιάλτη. Ανέθεσε αμέσως την αποστολή στον Υδάρνη με τα στρατεύματα που αυτός διοικούσε. Αυτοί έφυγαν λίγο πριν την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια. Το μονοπάτι αυτό ανακαλύφθηκε από τους ντόπιους Μηλιείς· αργότερα το χρησιμοποίησαν για να βοηθήσουν τους Θεσσαλούς, περνώντας τους από κει στη Φωκίδα, την εποχή που ο λαός της είχε χτίσει το τείχος στο πέρασμα για προστασία. Από τόσα παλιά, λοιπόν, ήταν γνωστή στους Μηλιείς η προδοτική χρησιμότητά του.
216. Το μονοπάτι αυτό είναι ως εξής· αρχίζει στον Ασωπό, το ποτάμι που διασχίζει το στενό φαράγγι, και προχωρώντας κατά μήκος της κορυφής του βουνού —το οποίο, όπως και το ίδιο το μονοπάτι, λέγεται Ανόπαια— καταλήγει στην Αλπηνό, την πρώτη πόλη της Λοκρίδας που συναντά κανείς ερχόμενος από τη Μηλίδα, κοντά στον βράχο, που είναι γνωστός ως Μελάμπυγας, και την κατοικία των Κερκώπων. Εκεί ακριβώς είναι και το στενότερο σημείο του περάσματος.
217. Αυτό, λοιπόν, ήταν το ορεινό μονοπάτι που ακολούθησαν οι Πέρσες, αφού διέσχισαν τον Ασωπό. Βάδιζαν όλη τη νύχτα, με τα βουνά των Οιταίων στο δεξί τους χέρι αυτά της Τραχίνας στο αριστερό. Νωρίς τα ξημερώματα βρίσκονταν στην κορυφή της ράχης, κοντά στο σημείο που, όπως ανέφερα και πριν, οι Φωκείς φρουρούσαν το μονοπάτι με χίλιους άνδρες. Οι Φωκείς είχαν προσφερθεί εθελοντικά στον Λεωνίδα ν’ αναλάβουν αυτή τη θέση, ενώ το κάτω πέρασμα φυλασσόταν απ’ αυτούς που ανέφερα ήδη.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΦΙΑΛΤΗ
Ξέρξης δέ, ἐπεὶ ἤρεσε τὰ ὑπέσχετο ὁ Ἐπιάλτης κατεργάσασθαι, αὐτίκα περιχαρὴς γενόμενος ἔπεμπε Ὑδάρνεα καὶ τῶν ἐστρατήγεε Ὑδάρνης· ὁρμέατο δὲ περὶ λύχνων ἁφὰς ἐκ τοῦ στρατοπέδου. τὴν δὲ ἀτραπὸν ταύτην ἐξεῦρον μὲν οἱ ἐπιχώριοι Μηλιέες, ἐξευρόντες δὲ Θεσσαλοῖσι κατηγήσαντο ἐπὶ Φωκέας, τότε ὅτε οἱ Φωκέες φράξαντες τείχεϊ τὴν ἐσβολὴν ἦσαν ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου· ἔκ τε τόσου δὴ κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν χρηστὴ Μηλιεῦσι.
216 ἔχει δὲ ὧδε ἡ ἀτραπὸς αὕτη· ἄρχεται μὲν ἀπὸ τοῦ Ἀσωποῦ ποταμοῦ τοῦ διὰ τῆς διασφάγος ῥέοντος, οὔνομα δὲ τῷ ὄρεϊ τούτῳ καὶ τῇ ἀτραπῷ τὠυτὸ κεῖται, Ἀνόπαια· τείνει δὲ ἡ Ἀνόπαια αὕτη κατὰ ῥάχιν τοῦ ὄρεος, λήγει δὲ κατά τε Ἀλπηνὸν πόλιν, πρώτην ἐοῦσαν τῶν Λοκρίδων πρὸς τῶν Μηλιέων, καὶ κατὰ Μελαμπύγου τε καλεόμενον λίθον καὶ κατὰ Κερκώπων ἕδρας, τῇ καὶ τὸ στεινότατον ἐστί.
217 κατὰ ταύτην δὴ τὴν ἀτραπὸν καὶ οὕτω ἔχουσαν οἱ Πέρσαι, τὸν Ἀσωπὸν διαβάντες, ἐπορεύοντο πᾶσαν τὴν νύκτα, ἐν δεξιῇ μὲν ἔχοντες ὄρεα τὰ Οἰταίων, ἐν ἀριστερῇ δὲ τὰ Τρηχινίων. ἠώς τε δὴ διέφαινε καὶ οἳ ἐγένοντο ἐπ᾽ ἀκρωτηρίῳ τοῦ ὄρεος. (2) κατὰ δὲ τοῦτο τοῦ ὄρεος ἐφύλασσον, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, Φωκέων χίλιοι ὁπλῖται, ῥυόμενοί τε τὴν σφετέρην χώρην καὶ φρουρέοντες τὴν ἀτραπόν. ἡ μὲν γὰρ κάτω ἐσβολὴ ἐφυλάσσετο ὑπὸ τῶν εἴρηται· τὴν δὲ διὰ τοῦ ὄρεος ἀτραπὸν ἐθελονταὶ Φωκέες ὑποδεξάμενοι Λεωνίδῃ ἐφύλασσον.
218. Η ανάβαση των Περσών έγινε με τον εξής τρόπο· καλύπτονταν από τα δάση από βελανιδιές που πνίγουν όλα αυτά τα βουνά και μόνο όταν έφτασαν αρκετά ψηλά αντιλήφθηκαν οι Φωκείς την παρουσία τους, αφού δεν φυσούσε καθόλου και ακούγονταν τα βήματα των στρατιωτών και τριξίματα των ξερών φύλλων. Οι Φωκείς πετάχτηκαν όρθιοι κι άρπαξαν τα όπλα τους τη στιγμή που έφτασε ο εχθρός. Οι Πέρσες ξαφνιάστηκαν όταν αντίκρισαν στρατιώτες να ετοιμάζονται να υπερασπιστούν το πέρασμα· ενώ δεν περίμεναν καμιά αντίσταση, ο δρόμος τους ήταν κλειστός από οπλισμένους άνδρες. Ο Υδάρνης ρώτησε τον Εφιάλτη ποιοι ήταν, γιατί ανησυχούσε μήπως ήταν Σπαρτιάτες· όταν, όμως, έμαθε την εθνικότητά τους, ετοιμάστηκε να τους επιτεθεί. Τα Περσικά βέλη έπεφταν πυκνά και οι Φωκείς, νομίζοντας ότι αυτοί ήταν ο στόχος της επίθεσης, βιάστηκαν να υποχωρήσουν στο ψηλότερο σημείο του βουνού, όπου ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν το θάνατο. Οι Πέρσες, όμως, πάντα μαζί με τον Εφιάλτη, δεν ασχολήθηκαν άλλο μαζί τους, αλλά πήραν το κατηφορικό μονοπάτι με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα.
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΜΕΛΑΜΠΥΓΑ
219. Οι Έλληνες στις Θερμοπύλες είχαν την πρώτη προειδοποίηση για τον όλεθρο που θα ερχόταν με τη γη από τον μάντη Μεγιστία, που διάβασε την καταδίκη τους στα ζώα που θυσίασαν· ακόμα, λιποτάκτες που είχαν έρθει τη νύχτα από το εχθρικό στρατόπεδο, ανέφεραν σχέδιο των Περσών για πλευρική επίθεση και, τέλος, την ώρα που ξημέρωνε, οι σκοποί κατέβηκαν τρέχοντας από τα βουνά. Στο πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε αμέσως, οι απόψεις διχάστηκαν, αφού άλλοι υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να εγκαταλείψουν τη θέση τους κι άλλοι το αντίθετο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο στρατός διαιρέθηκε· μερικοί σκορπίστηκαν και πολλά τμήματα έφυγαν για τις πόλεις τους, ενώ άλλοι ετοιμάζονταν να σταθούν στο πλευρό του Λεωνίδα.
220. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Λεωνίδας τους έδιωξε, για να τους σώσει τη ζωή, αλλά το θεώρησε ανάρμοστο για τους Σπαρτιάτες που είχε κάτω από τις διαταγές του να εγκαταλείψουν το σημείο που είχαν αναλάβει να υπερασπιστούν. Προσωπικά, τείνω να πιστέψω ότι τους έδιωξε, όταν κατάλαβε ότι δεν είχαν το θάρρος να πολεμήσουν και δεν ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν· ταυτόχρονα, το αίσθημα τιμής του απαγόρευε να φύγει. Πράγματι, μένοντας στη θέση του, δόξασε το όνομά του και η Σπάρτη, δεν έχασε την ευημερία της, όπως θα συνέβαινε στην αντίθετη περίπτωση. Γιατί στο ξεκίνημα αυτού του πολέμου, οι Σπαρτιάτες είχαν πάρει χρησμό από τους Δελφούς που έλεγε ότι ή θα χανόταν η πόλη τους από έναν ξένο ή θα σκοτωνόταν ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς. Η προφητεία ήταν σε εξάμετρο στίχο κι έλεγε τα εξής:
ὑμῖν δ᾽, ὦ Σπάρτης οἰκήτορες εὐρυχόροιο, ἢ μέγα ἄστυ ἐρικυδὲς ὑπ᾽ ἀνδράσι Περσεΐδῃσι πέρθεται, ἢ τὸ μὲν οὐχί, ἀφ᾽ Ἡρακλέους δὲ γενέθλης πενθήσει βασιλῆ φθίμενον Λακεδαίμονος οὖρος. οὐ γὰρ τὸν ταύρων σχήσει μένος οὐδὲ λεόντων ἀντιβίην· Ζηνὸς γὰρ ἔχει μένος· οὐδέ ἑ φημί σχήσεσθαι, πρὶν τῶνδ᾽ ἕτερον διὰ πάντα δάσηται.
Ακούστε τη μοίρα σας, κάτοικοι της πλατιάς έκτασης της Σπάρτης,
είτε η ένδοξη, τιμημένη πόλη σας θα λεηλατηθεί από τους γιους του Περσέα
ή, αν δεν γίνει αυτό, ολόκληρη η γη του Λακεδαίμονα
θα θρηνήσει το θάνατο ενός βασιλιά του οίκου του Ηρακλή.
Η δύναμη των λιονταριών ή των ταύρων δε θα τον συγκρατήσει,
αν έρθει εναντίον του, γιατί έχει τη δύναμη του Δία.
Και λέγω ότι δε θα σταματήσει, ώσπου να καταστρέψει το ένα απ’ τα δυο.
Πιστεύω ότι αυτός ο χρησμός, σε συνδυασμό, φυσικά, με την επιθυμία του να προσφέρει στη Σπάρτη ένα θησαυρό δόξας που δε θα μοιραζόταν με καμιά άλλη πόλη, ώθησε τον Λεωνίδα να διώξει τα υπόλοιπα στρατεύματα· δεν πιστεύω ότι λιποτάκτησαν ή ότι έφυγαν χωρίς διαταγές, επειδή διαφωνούσαν.
221. Επιπλέον, η άποψή μου ενισχύεται και από την περίπτωση του μάντη Μεγιστία, που ήταν μαζί με τον Ελληνικό στρατό — άνδρας από την Ακαρνανία, που λέγεται ότι ανήκε στην οικογένεια του Μελάμποδα — ο οποίος πρόβλεψε την επερχόμενη καταστροφή, αφού επιθεώρησε τα ζώα που είχαν θυσιαστεί. Ο Λεωνίδας τον διέταξε να φύγει από τις Θερμοπύλες, για να μην αναγκαστεί να μοιραστεί την τύχη του στρατού. Εκείνος, ωστόσο, αρνήθηκε κι έδιωξε μόνο το μοναχογιό του, που υπηρετούσε στις συμμαχικές δυνάμεις.
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΜΑΧΗΣ. ΓΗΛΟΦΟΣ ΚΟΛΩΝΟΥ
Η τρίτη μέρα της μάχης
222. Έτσι, με διαταγές του Λεωνίδα, τα συμμαχικά στρατεύματα εγκατέλειψαν τη θέση τους κι έφυγαν όλοι, εκτός από τους Θεσπιείς και τους Θηβαίους, που έμειναν πίσω με τους Σπαρτιάτες. Οι Θηβαίοι κρατήθηκαν από τον Λεωνίδα ως όμηροι, οπωσδήποτε ενάντια στη θέλησή τους· οι Θεσπιείς όμως αρνήθηκαν να υπακούσουν τη διαταγή και να εγκαταλείψουν τον Λεωνίδα και τους άνδρες του· έμειναν και πέθαναν μαζί τους. Ήταν κάτω από τις διαταγές του Δημόφιλου, γιου του Διαδρόμου.
223. Το πρωί ο Ξέρξης έκανε μια σπονδή στον ανατέλλοντα ήλιο και περίμενε μέχρι την ώρα που συνήθως γεμίζει η αγορά, προτού αρχίσει την προέλασή του. Ακολουθούσε απλώς τις οδηγίες του Εφιάλτη, αφού η κάθοδος από την κορυφή είναι πολύ πιο σύντομη και ευθεία από τη μακριά και γεμάτη στροφές άνοδο. Όταν ο περσικός στρατός άρχισε την επίθεση, οι Έλληνες κάτω από τις διαταγές του Λεωνίδα, ξέροντας ότι βάδιζαν σε σίγουρο θάνατο, βγήκαν στο πλατύτερο σημείο του περάσματος, πολύ πιο μπροστά από κει που πολεμούσαν νωρίτερα· πράγματι, στις μάχες των προηγούμενων ημερών υπερασπίζονταν το τείχος κι έκαναν ξαφνικές εξόδους στα στενότερα σημεία του περάσματος. Τώρα, πάντως, εγκατέλειψαν αυτή την τακτική. Πολλοί Πέρσες σκοτώθηκαν εκεί· πίσω τους, οι διοικητές του σώματος χτυπούσαν χωρίς διάκριση τα μαστίγιά τους, σπρώχνοντας τους άνδρες μπροστά. Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν κι ακόμα περισσότεροι ποδοπατήθηκαν ζωντανοί από τους δικούς τους. Κανείς δεν έδινε σημασία στους νεκρούς. Οι Έλληνες, που ήξεραν ότι ο εχθρός ερχόταν από το ορεινό μονοπάτι, άρα δεν είχαν ελπίδα σωτηρίας, επιστράτευσαν όλο τους το θάρρος και πολέμησαν με μανία και απόγνωση.
224. Στο μεταξύ, τα δόρατά τους είχαν σπάσει και σκότωναν τους Πέρσες με τα ξίφη τους. Στη διάρκεια αυτής της μάχης έπεσε ο Λεωνίδας, πολεμώντας ηρωικά, και μαζί του πολλοί διακεκριμένοι Σπαρτιάτες· έμαθα τα ονόματά τους, ονόματα ανδρών που αξίζουν πραγματικά να μείνουν αλησμόνητοι· για την ακρίβεια, έχω τα ονόματα και των τριακοσίων. Ανάμεσα στους Πέρσες νεκρούς υπήρχαν επίσης πολλοί σπουδαίοι άνδρες ανάμεσά τους ήταν και ο Αβροκόμης και ο Υπεράνθης, γιοι του Δαρείου από την κόρη του Αρτάνη τη Φραταγούνη. Ο Αρτάνης, γιος του Υστάσπη κι εγγονός του Αρσάμη, ήταν αδελφός του Δαρείου· μια και η Φραταγούνη ήταν το μόνο παιδί του, δίνοντάς τη στον Δαρείο ήταν σαν να του δίνει ολόκληρη την περιουσία του.
ΕΡΕΙΠΙΑ ΑΠΟ ΤΕΙΧΙΣΜΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΓΗΛΟΦΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
225. Έτσι, τα δύο αδέλφια του Ξέρξη έπεσαν εκεί πολεμώντας. Ακολούθησε άγρια μάχη πάνω από το πτώμα του Λεωνίδα· οι Έλληνες απώθησαν τέσσερις φορές τον εχθρό και, τελικά, το έσωσαν χάρη στην ανδρεία τους. Έτσι συνέχισαν να αγωνίζονται, ώσπου ο στρατός που είχε ακολουθήσει τον Εφιάλτη έφτασε στο πεδίο της μάχης· όταν οι Έλληνες τους είδαν, άλλαξαν πάλι τακτική. Επέστρεψαν στο στενότερο σημείο του περάσματος, πίσω από το τείχος και παρατάχτηκαν σ ένα ενιαίο σώμα — όλοι εκτός από τους Θηβαίους — στο λόφο που υπάρχει στην είσοδο του περάσματος, εκεί όπου σήμερα στέκεται το πέτρινο λιοντάρι στη μνήμη του Λεωνίδα και εκεί αντιστάθηκαν μέχρι τον τελευταίο, με τα ξίφη τους όσοι τύχαινε να τα έχουν ακόμη και με τα χέρια και τα δόντια τους όσοι δεν είχαν ξίφη, ώσπου οι Πέρσες, προχωρώντας από μπροστά αφού σώριασαν το οχύρωμα σε ερείπια και κλείνοντάς τους από πίσω, με κυκλωτική κίνηση τους κατέκλυσαν τελικά χτυπώντας τους.
226. Απ’ όλους τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς που πολέμησαν τόσο ηρωικά το πιο εκπληκτικό δείγμα θάρρους δόθηκε από τον Σπαρτιάτη Διηνέκη. Λέγεται ότι πριν από τη μάχη ένας ντόπιος από την Τραχίνα του είπε πως, όταν οι Πέρσες ρίχνουν βέλη, είναι τόσο πολλά ώστε κρύβουν τον ήλιο. Ο Διηνέκης τότε εντελώς ατάραχος μπροστά στο μέγεθος του περσικού στρατού, είπε ότι ήταν ευχάριστη η είδηση που τους έφερνε ο ξένος από την Τραχίνα, γιατί αν οι Πέρσες έκρυβαν τον ήλιο, θα πολεμούσαν με σκιά. Λέγεται ότι διατύπωσε κι άλλες παρόμοιες φράσεις, χάρη στις οποίες θα μείνει αλησμόνητος.
227. Μετά τον Διηνέκη, τη μεγαλύτερη διάκριση κέρδισαν δύο Σπαρτιάτες αδελφοί, ο Αλφεός κι ο Μάρωνας, γιοι του Ορσιφάντη. Από τους Θεσπιείς, αυτός που κατέκτησε τη μεγαλύτερη δόξα ήταν κάποιος Διθύραμβος, γιος του Αρματίδη.
Η αναθηματική στήλη στον χώρο της μάχης του γήλοφου Κολωνού
Τα επιγράμματα
7,228] θαφθεῖσι δέ σφι αὐτοῦ ταύτῃ τῇ περ ἔπεσον, καὶ τοῖσι πρότερον τελευτήσασι ἢ ὑπὸ Λεωνίδεω ἀποπεμφθέντας οἴχεσθαι, ἐπιγέγραπται γράμματα λέγοντα τάδε.
μυριάσιν ποτὲ τῇδε τριηκοσίαις ἐμάχοντο ἐκ Πελοποννάσου χιλιάδες τέτορες. (2)
ταῦτα μὲν δὴ τοῖσι πᾶσι ἐπιγέγραπται, τοῖσι δὲ Σπαρτιήτῃσι ἰδίῃ.
ὦ ξεῖν᾽, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. (3)
Λακεδαιμονίοισι μὲν δὴ τοῦτο, τῷ δὲ μάντι τόδε.
μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία, ὅν ποτε Μῆδοι Σπερχειὸν ποταμὸν κτεῖναν ἀμειψάμενοι, μάντιος, ὃς τότε κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδώς οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνα προλιπεῖν. (4)
ἐπιγράμμασι μέν νυν καὶ στήλῃσι, ἔξω ἢ τὸ τοῦ μάντιος ἐπίγραμμα, Ἀμφικτύονες εἰσὶ σφέας οἱ ἐπικοσμήσαντες· τὸ δὲ τοῦ μάντιος Μεγιστίεω Σιμωνίδης ὁ Λεωπρέπεος ἐστὶ κατὰ ξεινίην ὁ ἐπιγράψας.
228. Οι νεκροί τάφηκαν εκεί όπου έπεσαν και, μαζί τους, όσοι είχαν σκοτωθεί προτού διατάξει ο Λεωνίδας τα υπόλοιπα στρατεύματα να φύγουν από το πέρασμα. Πάνω στον τάφο τους υπάρχει μια επιγραφή που τιμάει ολόκληρη τη δύναμη:
Τέσσερις χιλιάδες άνδρες από τη γη του Πέλοπα
αντιμετώπισαν κάποτε εδώ τρία εκατομμύρια εχθρούς.
Αυτό το επίγραμμα ήταν για όλους. Οι Σπαρτιάτες έχουν μια ειδική επιτάφια επιγραφή, που λέει:
Ξένε, πήγαινε πες στους Σπαρτιάτες ότι εδώ
είμαστε θαμμένοι υπακούοντας στους νόμους τους.
Για τον μάντη Μεγιστία υπάρχει η ακόλουθη επιγραφή:
Εδώ είναι θαμμένος ο ένδοξος Μεγιστίας, που, όταν οι Μήδοι
πέρασαν τον ποταμό Σπερχειό, τον σκότωσαν.
Ένας μάντης, που, αν και γνώριζε πως ο θάνατος ερχόταν,
δε θέλησε να εγκαταλείψει το βασιλιά της Σπάρτης.
Οι κολόνες με τις επιτάφιες επιγραφές στήθηκαν προς τιμή των νεκρών από τους Αμφικτύονες, ενώ το επίγραμμα για το μάντη Μεγιστία ήταν έργο του Σιμωνίδη, γιου του Λεωπρέπη, που το έγραψε για να τιμήσει το φίλο του.
Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική και αναφέρεται στην εκστρατεία του Ξέρξη. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Εφόρος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, που βρίσκεται στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηρόδοτο.
ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΩΝ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΣΤΙΣ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΕΩΝΙΔΑ Κοντά στο πεδίο της μάχης όπου βρίσκεται το μνημείο του Λεωνίδα, κάτω απ' το οποίο φαίνεται η φράση «Μολών λαβέ». Αριστερά του μνημείου υπάρχει ένα μαρμάρινο άγαλμα που αναπαριστά τον Ευρώτα ποταμό, ενώ το μαρμάρινο άγαλμα που βρίσκεται στα δεξιά αναπαριστά την οροσειρά του Ταΰγετου.
Τα γεγονότα σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη
Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Ενδεκάτη
Προετοιμασίες των Περσών
[11. 1] [...] Όταν άρχοντας της Αθήνας ήταν ο Καλλιάδης, οι Ρωμαίοι κατέστησαν υπάτους τον Σπόριο Κάσσιο και τον Πρόκλο Ουεργίνιο Τρίκοστο, ενώ οι Ηλείοι τελούσαν την εβδομηκοστή πέμπτη Ολυμπιάδα, κατά την οποία ο Συρακόσιος Αστύλος νίκησε στον αγώνα δρόμου ενός σταδίου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο βασιλιάς Ξέρξης εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας για την παρακάτω αιτία. Ο Μαρδόνιος ο Πέρσης ήταν εξάδελφος του Ξέρξη και συγγενής του εξ αγχιστείας, και θαυμαζόταν εξαιρετικά από τους Πέρσες για τη σύνεση και την ανδρεία του. Αυτός ο άντρας, όντας περήφανος και με υψηλό φρόνημα αλλά και βρισκόμενος στην ακμή της ηλικίας του, επιθυμούσε να γίνει αρχηγός μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων, γι’ αυτό έπεισε τον Ξέρξη να υποδουλώσει του Έλληνες που ήταν πάντα εχθροί με τους Πέρσες. Ο Ξέρξης, πεισμένος από αυτόν και θέλοντας να διώξει όλους τους Έλληνες από την πατρίδα του, έστειλε πρέσβεις και συνήψε συμφωνία μαζί τους, έτσι ώστε ο ίδιος να εκστρατεύσει εναντίον των Ελλήνων που κατοικούσαν στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα οι Καρχηδόνιοι να συγκεντρώσουν μεγάλες δυνάμεις και να υποτάξουν τους Έλληνες που κατοικούσαν στην περιοχή της Σικελίας και στην Ιταλία. Σύμφωνα λοιπόν με τις συνθήκες που συνήψαν, οι Καρχηδόνιοι, αφού μάζεψαν μεγάλη ποσότητα χρημάτων, συγκέντρωσαν μισθοφόρους τόσο από την Ιταλία όσο και από τη Λυγιστική καθώς επίσης και από τη Γαλατία και την Ιβηρία, και, επιπλέον, στρατολόγησαν δυνάμεις πολιτών από όλη τη Λιβύη και την Καρχηδόνα. Τελικά, αφού ασχολήθηκαν επί τρία χρόνια με τις προετοιμασίες, συγκέντρωσαν περισσότερους από τριακόσιες χιλιάδες πεζούς και διακόσια πλοία.
[11,2] Ο Ξέρξης αμιλλώμενος τους Καρχηδονίους στο ζήλο, τους ξεπέρασε σε όλες τις προετοιμασίες στο βαθμό που υπερείχε των Καρχηδονίων σε πλήθος εθνών υπό τις διαταγές του. Άρχισε να ναυπηγεί πλοία σε όλη την παραθαλάσσια περιοχή που βρισκόταν υπό την εξουσία του, στη Φοινίκη και στην Αίγυπτο, αλλά και στην Κιλικία, την Παμφυλία, και την Πισιδική, καθώς επίσης στη Λυκία, την Καρία, τη Μυσία, την Τρωάδα και στις πόλεις που βρίσκονταν στον Ελλήσποντο, στη Βιθυνία και στον Πόντο. Σε διάστημα προετοιμασίας τριών ετών, όπως και οι Καρχηδόνιοι, κατασκεύασε περισσότερα από χίλια διακόσια πολεμικά πλοία. Τον βοήθησε και ο πατέρας του ο Δαρείος που, πριν τον θάνατό του, είχε εξοπλίσει μεγάλες δυνάμεις. Γιατί κι εκείνος, ηττημένος από τους Αθηναίους στο Μαραθώνα, με αρχηγό του στρατού του το Δάτη, εξακολουθούσε να είναι οργισμένος με τους νικητές Αθηναίους. Ο Δαρείος όμως, ενώ ήταν ήδη έτοιμος να διαβεί εναντίον των Ελλήνων, εμποδίστηκε να το κάνει γιατί πέθανε, οπότε ο Ξέρξης, τόσο λόγω της απαίτησης του πατέρα του όσο και από τη συμβουλή του Μαρδόνιου, αποφάσισε να πολεμήσει τους Έλληνες.
Αναχώρηση των Περσών
Όταν λοιπόν όλα είχαν ετοιμαστεί για την εκστρατεία του, ο Ξέρξης παρήγγειλε στους ναυάρχους να συγκεντρώσουν τα πλοία στην Κύμη και στη Φώκαια, ενώ ο ίδιος, αφού συγκέντρωσε τις δυνάμεις του πεζικού και του ιππικού από όλες τις σατραπείες, ξεκίνησε από τα Σούσα. Μόλις έφτασε στις Σάρδεις, έστειλε κήρυκες στην Ελλάδα προστάζοντάς τους να πάνε σε όλες τις πόλεις και να ζητήσουν από τους Έλληνες «γη και ύδωρ» Έπειτα, διαίρεσε τη στρατιά του κι έστειλε ικανό αριθμό αντρών να γεφυρώσουν τον Ελλήσποντο και να σκάψουν μια διώρυγα στον Άθω κατά μήκος του αυχένα της Χερρονήσου, κάνοντας έτσι όχι μόνο τη διάβαση ασφαλή και σύντομη για τις δυνάμεις του αλλά και ελπίζοντας να τρομοκρατήσει τους Έλληνες προκαταβολικά με το μέγεθος των έργων. Αυτοί λοιπόν που στάλθηκαν για την κατασκευή των έργων τα ολοκλήρωναν με ταχύτητα λόγω των πολλών χεριών των εργαζομένων. Οι Έλληνες, μαθαίνοντας το μέγεθος της δύναμης των Περσών, έστειλαν στη Θεσσαλία δέκα χιλιάδες οπλίτες για να καταλάβουν τα περάσματα γύρω από τα Τέμπη. Επικεφαλής των Λακεδαιμονίων ήταν ο Ευαίνετος και ο Αθηναίος ο Θεμιστοκλής. Αυτοί, αφού έστειλαν πρεσβευτές στις πόλεις, ζητούσαν να τους στείλουν στρατιώτες για να φυλάξουν από κοινού τα περάσματα, διότι ήθελαν να κάνουν όλες τις ελληνικές πόλεις να συμμετάσχουν στην εμπροσθοφυλακή και να κάνουν κοινή υπόθεση τον πόλεμο με τους Πέρσες. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Θεσσαλούς και τους λοιπούς Έλληνες που κατοικούσαν κοντά στα περάσματα είχαν δώσει «γη και ύδωρ» στους αγγελιαφόρους που είχαν φτάσει από τον Ξέρξη, οι δύο στρατηγοί, απελπίστηκαν σχετικά με τη φύλαξη των Τεμπών και ξαναγύρισαν στα μέρη τους.
[ ... ] Όταν ο Ξέρξης έμαθε ότι ο Ελλήσποντος είχε γεφυρωθεί και η διώρυγα στον Άθω είχε σκαφτεί, κίνησε από τις Σάρδεις με πορεία προς τον Ελλήσποντο. Φτάνοντας στην Άβυδο, πέρασε το στρατό του μέσα από τη Θράκη αλλά και από τους Έλληνες που συνόρευαν με αυτούς. Μόλις έφτασε στον ονομαζόμενο Δορίσκο, κάλεσε εκεί το ναυτικό έτσι ώστε να έχει και τις δύο δυνάμεις [ναυτικές και χερσαίες] συγκεντρωμένες σε έναν τόπο. Εκεί, έκανε και την επιθεώρηση ολόκληρης της στρατιάς. Ο αριθμός της δύναμης του πεζικού ξεπερνούσε τις οκτακόσιες χιλιάδες άντρες, ενώ το σύνολο των πολεμικών πλοίων ξεπερνούσε τα χίλια διακόσια, από τα οποία τα τριακόσια είκοσι ήταν ελληνικά· τα πληρώματα παρείχαν οι Έλληνες ενώ τα σκάφη τα είχε χορηγήσει ο βασιλιάς. Όλα τα υπόλοιπα λογαριάζονταν ως βαρβαρικά [ ... ἐνταῦθα μετεπέμψατο τὸ ναυτικόν, ὥστε ἀμφοτέρας τὰς δυνάμεις εἰς ἕνα τόπον ἀθροισθῆναι. ἐποιήσατο δὲ καὶ τὸν ἐξετασμὸν τῆς στρατιᾶς ἁπάσης· ἠριθμήθησαν δὲ τῆς πεζῆς δυνάμεως μυριάδες πλείους τῶν ὀγδοήκοντα, νῆες δὲ αἱ σύμπασαι μακραὶ πλείους τῶν χιλίων καὶ διακοσίων, καὶ τούτων Ἑλληνίδες τριακόσιαι καὶ εἴκοσι, τὰ μὲν πληρώματα τῶν ἀνδρῶν παρεχομένων τῶν Ἑλλήνων, τὰ δὲ σκάφη τοῦ βασιλέως χορηγοῦντος· αἱ δὲ λοιπαὶ πᾶσαι βαρβαρικαὶ κατηριθμοῦντο· ]
Οι πρώτες αντιδράσεις των Ελλήνων
[11,4] Όταν αναγγέλθηκε στους συνέδρους των Ελλήνων ότι οι δυνάμεις των Περσών βρίσκονταν κοντά, θεώρησαν καλό να αποστείλουν γρήγορα τη ναυτική δύναμη στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας, θεωρώντας τον τόπο κατάλληλο για την αντιμετώπιση των εχθρών, και ικανό αριθμό οπλιτών στις Θερμοπύλες για να καταλάβουν εκ των προτέρων τα περάσματα στα στενά και να εμποδίσουν τους βαρβάρους να προχωρήσουν εναντίον της Ελλάδας, διότι προσπάθειά τους ήταν να περιλάβουν όσους είχαν επιλέξει την πλευρά των Ελλήνων και να κάνουν ό,τι ήταν δυνατόν για να διαφυλάξουν τους συμμάχους. Αρχηγός ολόκληρου του στόλου ήταν ο Ευρυβιάδης ο Λακεδαιμόνιος, ενώ εκείνων που εστάλησαν στις Θερμοπύλες ο Λεωνίδας ο βασιλιάς των Σπαρτιατών, άντρας που εκτιμούσε τα μέγιστα την ανδρεία και τη στρατηγική ικανότητα. Όταν ανέλαβε την εξουσία, έδωσε εντολή να τον ακολουθήσουν μόνο χίλιοι στην εκστρατεία. Όταν οι έφοροι του είπαν ότι οδηγούσε πάρα πολύ λίγους εναντίον μεγάλης δύναμης και τον πρόσταξαν να πάρει περισσότερους, τους είπε ανεπίσημα ότι για να εμποδίσουν τους βαρβάρους να περάσουν από τα περάσματα ήταν λίγοι, αλλά για την πράξη προς την οποία πορεύονταν ήταν ήδη πολλοί. Καθώς η απάντηση που δόθηκε ήταν αινιγματική και ασαφής, τον ξαναρώτησαν αν θεωρούσε πως τους οδηγούσε προς κάποια ευτελή πράξη. Εκείνος αποκρίθηκε ότι, στα λόγια, τους οδηγούσε να φυλάξουν τα περάσματα, αλλά, στην πράξη, για να πεθάνουν για την κοινή ελευθερία· έτσι, αν πήγαιναν οι χίλιοι, η Σπάρτη θα γινόταν πιο επιφανής όταν θα πέθαιναν, αλλά αν οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευαν πανδημεί, η Λακεδαίμονα θα χανόταν παντελώς, γιατί κανείς απ’ αυτούς δε θα τολμούσε να τραπεί σε φυγή, ώστε να σωθεί. Υπήρχαν λοιπόν χίλιοι Λακεδαιμόνιοι και μαζί με αυτούς τριακόσιοι Σπαρτιάτες, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες που στάλθηκαν μαζί τους στις Θερμοπύλες ήταν τρεις χιλιάδες. Ο Λεωνίδας λοιπόν μαζί με τέσσερις χιλιάδες άντρες βάδιζε προς τις Θερμοπύλες, ενώ οι Λοκροί που κατοικούσαν κοντά στα περάσματα είχαν δώσει γη και ύδωρ στους Πέρσες και είχαν υποσχεθεί ότι θα καταλάμβαναν εκ των προτέρων τα περάσματα. Μόλις έμαθαν ότι ο Λεωνίδας έφτανε στις Θερμοπύλες, μετάνιωσαν και πήγαν με την πλευρά των Ελλήνων. Πήγαν λοιπόν στις Θερμοπύλες χίλιοι Λοκροί, άλλοι τόσοι Μηλιείς και περίπου χίλιοι Φωκείς, καθώς και περίπου τετρακόσιοι Θηβαίοι από την άλλη παράταξη, γιατί οι κάτοικοι των Θηβών είχαν διχαστεί ως προς τη συμμαχία με τους Πέρσες. Οι Έλληνες λοιπόν που είχαν συνταχθεί με τον Λεωνίδα, όντας τόσοι σε αριθμό, κάθονταν στις Θερμοπύλες περιμένοντας την άφιξη των Περσών.
Ο Ξέρξης, μετά την επιθεώρηση των δυνάμεων, προχώρησε με όλο του το στράτευμα, ενώ όλος ο στόλος έπλεε παράλληλα με την πορεία του πεζικού μέχρι την πόλη Άκανθο. Από εκεί τα πλοία πέρασαν, μέσα από το μέρος όπου είχε ανοιχτεί η διώρυγα, στην άλλη θάλασσα γρήγορα και με ασφάλεια. Όταν όμως ο Ξέρξης έφτασε στον Μαλιακό κόλπο, πληροφορήθηκε ότι οι αντίπαλοι είχαν προκαταλάβει τα περάσματα. Γι’ αυτό, αφού συγκέντρωσε πάλι εκεί το σύνολο της δύναμής του, κάλεσε τους συμμάχους του από την Ευρώπη, που ήταν κάτι λιγότερο από διακόσιες χιλιάδες άντρες. Έτσι λοιπόν, είχε συνολικά όχι λιγότερους από ένα εκατομμύριο στρατιώτες, χώρια τη ναυτική δύναμη. Το πλήθος των ανδρών που βρίσκονταν στα πολεμικά πλοία και που μετέφεραν τις προμήθειες και τον υπόλοιπο εξοπλισμό δεν ήταν μικρότερο από αυτό που προαναφέραμε, ώστε δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σε ό,τι λέγεται για το πλήθος που είχε συγκεντρώσει ο Ξέρξης, γιατί λένε πως τα ποτάμια που είχαν πάντα νερό στέρεψαν εξαιτίας του ατελείωτου πλήθους, ενώ τα πελάγη καλύφθηκαν ολότελα από τα πανιά των πλοίων. Οι μεγαλύτερες λοιπόν δυνάμεις των οποίων η περιγραφή έχει παραδοθεί στην ιστορική μνήμη είναι αυτές που συνόδευαν τον Ξέρξη.
Λόγχες και αιχμές από βέλη ευρήματα από τις Θερμοπύλες.
Οι Πέρσες στις Θερμοπύλες
Αφού οι Πέρσες στρατοπέδευσαν κοντά στο Σπερχειό ποταμό, ο Ξέρξης έστειλε αγγελιαφόρους στις Θερμοπύλες για να ανακαλύψουν, μεταξύ άλλων, τι σκόπευαν να κάνουν οι Έλληνες σχετικά με τον πόλεμο μαζί του. Πρόσταξε επίσης τους αγγελιοφόρους να τους παραγγείλουν ότι ο βασιλιάς Ξέρξης προστάζει να αφήσουν όλοι τα όπλα τους, να επιστρέψουν χωρίς κανένα κίνδυνο στις πατρίδες τους και να συμμαχήσουν με τους Πέρσες· όταν θα τα έκαναν αυτά, τους υποσχέθηκε ότι θα έδινε στους Έλληνες μεγαλύτερη και καλύτερη χώρα από αυτή που κατείχαν τώρα. Ο Λεωνίδας, αφού άκουσε τους αγγελιαφόρους, αποκρίθηκε ότι, ακόμα κι αν συμμαχούσαν με το βασιλιά, θα του ήταν πιο χρήσιμοι με τα όπλα τους, αλλά και αν αναγκάζονταν να πολεμήσουν εναντίον του, θα αγωνίζονταν με αυτά με μεγαλύτερη γενναιότητα υπέρ της ελευθερίας· όσο για τη χώρα που υποσχόταν να τους δώσει, αποκρίθηκε πως είναι πατρογονική συνήθεια στους Έλληνες να μην αποκτούν γη με τη δειλία αλλά με την ανδρεία.
Ο Δημάρατος
[11,6] Ο βασιλιάς, όταν έμαθε από τους αγγελιαφόρους την απάντηση των Ελλήνων, κάλεσε τον Σπαρτιάτη Δημάρατο, που είχε εξοριστεί από την πατρίδα του και είχε καταφύγει σ’ αυτόν, και, περιγελώντας τις απαντήσεις, ρώτησε το Λάκωνα: «Θα το βάλουν στα πόδια οι Έλληνες γρηγορότερα από τα άλογά μου ή θα τολμήσουν να αντιπαραταχθούν σε τόσο μεγάλες δυνάμεις;» Λένε πως ο Δημάρατος είπε: «Ούτε εσύ ο ίδιος αγνοείς την ανδρεία των Ελλήνων, γιατί τους βαρβάρους που εξεγείρονται τους πολεμάς με ελληνικές δυνάμεις. Μη φαντάζεσαι λοιπόν ότι εκείνους που μάχονται καλύτερα από τους Πέρσες για να διατηρήσουν τη δική σου εξουσία, για τη δική τους ελευθερία θα διακινδυνεύσουν τη ζωή τους λιγότερο ενάντια στους Πέρσες. Ο Ξέρξης όμως τον περιγέλασε και τον πρόσταξε να ακολουθήσει για να δει τους Λακεδαιμονίους να τρέπονται σε φυγή. Πήρε λοιπόν το στρατό του και βάδισε εναντίον των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, τοποθετώντας τους Μήδους μπροστά από όλα τα έθνη· επιλέγοντάς τους είτε λόγω της ανδρείας του ή επειδή ήθελε να τους εξολοθρεύσει. Διότι οι Μήδοι εξακολουθούσαν να έχουν υψηλό φρόνημα, μια που η ηγεμονία των προγόνων τους δεν είχε πολύ καιρό που είχε καταβληθεί. Συνέβη μάλιστα να είναι στους Μήδους αδελφοί και γιοι εκείνων που είχαν πεθάνει στον Μαραθώνα ... πιστεύοντας ότι θα επιζητούσαν με όλη τους την καρδιά να πάρουν εκδίκηση από τους Έλληνες. Οι Μήδοι λοιπόν, αφού συντάχθηκαν για μάχη με τούτο τον τρόπο, επιτέθηκαν στους υπερασπιστές των Θερμοπυλών, ο Λεωνίδας όμως, καλά προετοιμασμένος, συγκέντρωσε τους Έλληνες στο πιο στενό σημείο του περάσματος.
Η πρώτη ημέρα της μάχης
7. Η μάχη που ακολούθησε ήταν πεισματική, και, επειδή οι βάρβαροι είχαν θεατή της ανδρείας τους το βασιλιά, ενώ οι Έλληνες, από την πλευρά τους, είχαν στο νου τους την ελευθερία και παρακινούνταν στον αγώνα από το Λεωνίδα, το τολμηρό εγχείρημα κατέληξε να είναι εκπληκτικό. Διότι, επειδή η μάχη δινόταν εκ του συστάδην και τα χτυπήματα δίνονταν σώμα με σώμα και επίσης οι γραμμές των αντιπάλων ήταν πολύ πυκνές, η μάχη επί πολύ χρόνο ήταν ισόρροπη. Καθώς οι Έλληνες υπερείχαν σε ανδρεία και σε μέγεθος ασπίδων, οι Μήδοι άρχισαν να ενδίδουν, γιατί πολλοί από αυτούς έπεσαν και ουκ ολίγοι γέμισαν τραύματα. Τους Μήδους διαδέχτηκαν στη μάχη οι Κίσσιοι και οι Σάκες, που είχαν επιλεγεί για την ανδρεία τους και είχαν τοποθετηθεί ακριβώς μετά από τους Μήδους. Όπως συγκρούστηκαν, φρέσκοι αυτοί με ήδη καταπονημένους, για λίγη ώρα άντεξαν τη μάχη, αλλά καθώς σκοτώνονταν και πιέζονταν ισχυρά από τους άντρες του Λεωνίδα, υποχώρησαν. Γιατί οι βάρβαροι, χρησιμοποιώντας μικρές στρογγυλές και ελαφριές ασπίδες, πλεονεκτούσαν όταν πολεμούσαν σε ευρύχωρο τόπο γιατί είχαν την ευκινησία, αλλά σε στενά μέρη δεν μπορούσαν να τραυματίσουν εύκολα τους αντιπάλους, που είχαν πυκνή διάταξη και ήταν ολόκληροι καλυμμένοι από μεγάλες ασπίδες, και οι ίδιοι, μειονεκτώντας λόγω της ελαφρότητας των όπλων που τους προστάτευαν, δέχονταν απανωτά τραύματα. Τέλος, ο Ξέρξης, βλέποντας όλο τον τόπο στα περάσματα στρωμένο με νεκρούς και τους βαρβάρους να μην αντέχουν στην ανδρεία των Ελλήνων, έστειλε μπροστά τους επίλεκτους Πέρσες που ονομάζονταν αθάνατοι κα θεωρούνταν οι πρώτοι σε ανδραγαθήματα από τους συμπολεμιστές τους. Όταν όμως τράπηκαν και αυτοί σε φυγή, αφού αντιστάθηκαν για σύντομο χρονικό διάστημα, τότε, καθώς έπεφτε η νύχτα, έθεσαν τέρμα στις εχθροπραξίες, έχοντας από τους βαρβάρους σκοτωθεί πολλοί ενώ από τους Έλληνες είχαν πέσει μόνο λίγοι.
Η δεύτερη ημέρα της μάχης
[11,8] Την επομένη, ο Ξέρξης, τώρα που η μάχη είχε τελειώσει αντίθετα από τις προσδοκίες του, διάλεξε από όλα τα έθνη τους άντρες οι οποίοι θεωρούνταν ότι υπερείχαν σε ανδρεία και τόλμη και μετά από πολλές παρακλήσεις τους ανήγγειλε προκαταβολικά ότι αν μεν κατάφερναν να παραβιάσουν την είσοδο θα τους έδινε αξιόλογα δώρα, αλλά αν τρέπονταν σε φυγή η ποινή θα ήταν ο θάνατος. Ετούτοι όρμησαν στους Έλληνες σε πολύ πυκνή διάταξη και με μεγάλη βιαιότητα, αλλά τότε οι άντρες του Λεωνίδα πύκνωσαν κι αυτοί τις γραμμές τους και κάνοντας την παράταξή τους σαν τοίχος αγωνίζονταν μανιασμένα. Ο ζήλος τους έφτασε σε τέτοιο βαθμό ώστε οι γραμμές που συνηθίζεται να μετέχουν εκ περιτροπής στη μάχη δεν υποχωρούσαν, αλλά υπομένοντας αδιαλείπτως τα δεινά σκότωναν πολλούς από τους επίλεκτους βαρβάρους. Πολεμώντας όλη την ημέρα, αμιλλόταν ο ένας τον άλλο· οι μεγαλύτεροι σε ηλικία παραβάλλονταν με την ακμή των νέων, ενώ οι νεότεροι συναγωνίζονταν την εμπειρία και τη δόξα των μεγαλυτέρων. Όταν τελικά τράπηκαν σε φυγή και οι επίλεκτοι, οι βάρβαροι που ήταν παραταγμένοι πίσω από αυτούς, πύκνωσαν πάλι τις γραμμές τους και δεν άφηναν τους επίλεκτους να τραπούν σε φυγή, κι έτσι αναγκάζονταν να στραφούν πάλι κατά μπρος και να πολεμήσουν.
Ο Εφιάλτης
Κι ενώ ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και πίστευε πως κανένας δε θα τολμούσε πια να μπει στη μάχη, πήγε σ’ αυτόν κάποιος ντόπιος Τραχίνιος, που γνώριζε καλά την ορεινή περιοχή. Αυτός, αφού παρουσιάστηκε στον Ξέρξη, του υποσχέθηκε να οδηγήσει τους Πέρσες μέσα από κάποιο στενό και απόκρημνο μονοπάτι, έτσι ώστε εκείνοι που θα πήγαιναν μαζί του θα βρίσκονταν πίσω από τους άντρες του Λεωνίδα, οι οποίοι θα βρίσκονταν έτσι περικυκλωμένοι και θα ήταν εύκολο να σκοτωθούν. Ο βασιλιάς καταχάρηκε και, αφού τίμησε με δώρα τον Τραχίνιο, έστειλε μαζί του τη νύχτα είκοσι χιλιάδες στρατιώτες. Κάποιος όμως από τους Πέρσες ονόματι Τυρραστιάδας, που καταγόταν από την Κύμη, έντιμος άνθρωπος και καλού χαρακτήρα, δραπέτευσε από το στρατόπεδο των Περσών τη νύχτα και πήγε στους άντρες του Λεωνίδα φανερώνοντάς τους τα σχετικά με τον Τραχίνιο που αγνοούσαν.
[11,9] Μαθαίνοντάς τα οι Έλληνες συνεδρίασαν μέσα στη μέση της νύχτας και συσκέπτονταν σχετικά τους επικείμενους κινδύνους. Μερικοί λοιπόν είπαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν αμέσως τα περάσματα και να αναζητήσουν ασφάλεια κοντά στους συμμάχους, γιατί ήταν αδύνατο να σωθούν όσοι θα έμεναν. Ο Λεωνίδας όμως, ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων, φιλοδοξώντας να περιβάλει τόσο τον εαυτό του όσο και τους Σπαρτιάτες με μεγάλη δόξα, πρόσταξε όλους τους άλλους Έλληνες να φύγουν και να σωθούν, έτσι ώστε στις άλλες μάχες να πολεμήσουν μαζί με τους Έλληνες, οι ίδιοι όμως οι Λακεδαιμόνιοι, είπε, έπρεπε να μείνουν και να μην εγκαταλείψουν τη φύλαξη των περασμάτων, διότι εκείνοι που ηγούνται της Ελλάδας οφείλουν να πεθαίνουν πρόθυμα αγωνιζόμενοι για τα πρωτεία. Αμέσως λοιπόν όλοι οι άλλοι έφυγαν, ενώ ο Λεωνίδας μαζί με τους συμπολίτες του εκτέλεσε ηρωικές και εκπληκτικές πράξεις. Μολονότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν λίγοι, γιατί είχε κρατήσει μόνο τους Θεσπιείς και συνολικά δεν είχε περισσότερους από πεντακόσιους άντρες, ήταν έτοιμος να υποδεχτεί το θάνατο για χάρη της Ελλάδας. Μετά από αυτά, οι Πέρσες που συνόδευαν τον Τραχίνιοι, αφού έκαναν το γύρο της δύσβατης περιοχής, βρέθηκαν ξαφνικά πίσω από τους άντρες του Λεωνίδα, και οι Έλληνες, έχοντας παραιτηθεί από κάθε ελπίδα σωτηρίας και επιλέγοντας την καλή φήμη, ζητούσαν με μια φωνή από τον αρχηγό τους να τους οδηγήσει εναντίον των εχθρών, πριν μάθουν οι Πέρσες ότι οι δικοί τους είχαν κάνει τον κύκλο. Ο Λεωνίδας, αποδεχόμενος την ετοιμότητα των στρατιωτών του, τους παρήγγειλε να ετοιμάσουν γρήγορα το πρωινό τους, αφού το δείπνο τους θα το έπαιρναν στον Άδη. Όσο για τον ίδιο, έφαγε επίσης, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε δώσει, πιστεύοντας πως έτσι θα μπορούσε να διατηρήσει τις δυνάμεις του για πολύ χρόνο και να έχει αντοχή στους κινδύνους της μάχης. Μόλις ανέλαβαν μετά από λίγο τις δυνάμεις τους και ήταν όλοι έτοιμοι, ο Λεωνίδας πρόσταξε τους στρατιώτες να επιτεθούν στο στρατόπεδο των αντιπάλων, να σκοτώσουν όσους συναντήσουν και να ορμήσουν στην ίδια τη σκηνή του βασιλιά.
Η τρίτη ημέρα της μάχης
[11,10] Εκείνοι λοιπόν, σύμφωνα με τις εντολές του, έπεσαν, ενώ ήταν ακόμη νύχτα, σαν ένα σώμα στο στρατόπεδο των Περσών, με τον Λεωνίδα επικεφαλής να τους οδηγεί. Οι βάρβαροι, τόσο λόγω του αναπάντεχου της επίθεσης όσο και από άγνοια, έβγαιναν από τις σκηνές όλοι μαζί τρέχοντας άτακτα μέσα σε μεγάλη ταραχή, και νομίζοντας ότι οι στρατιώτες που είχαν φύγει με τον Τραχίνιο είχαν χαθεί και ότι είχε έρθει καταπάνω τους όλη η δύναμη των Ελλήνων, κατατρόμαξαν. Γι’ αυτό και σκοτώθηκαν πολλοί από τους άντρες του Λεωνίδα, αλλά ακόμη περισσότεροι χάθηκαν από τους ίδιους τους συντρόφους τους που, μέσα στην άγνοιά τους, τους περνούσαν για εχθρούς. Γιατί, από τη μια, η νύχτα στερούσε την αληθινή επίγνωση των πραγμάτων και, από την άλλη, η ταραχή που είχε απλωθεί σε όλο το στρατόπεδο ήταν λογικό να δημιουργεί μεγάλο μακελειό, αφού αλληλοσκοτώνονταν, καθώς οι περιστάσεις δεν επέτρεπαν λεπτομερή εξέταση, επειδή δεν υπήρχαν εντολές από κάποιον αρχηγό ούτε κάποιο σύνθημα για να το ζητήσουν ούτε, γενικά, κάποια λογική στην όλη κατάσταση. Αν λοιπόν ο βασιλιάς είχε μείνει στη βασιλική σκηνή, εύκολα θα είχε σκοτωθεί κι αυτός από τους Έλληνες και όλος ο πόλεμος θα είχε φτάσει σε γρήγορο τέλος. Όπως όμως είχε το πράγμα, ο Ξέρξης είχε πεταχτεί έξω στην αναταραχή, και οι Έλληνες, ορμώντας μέσα στη σκηνή, σκότωσαν σχεδόν όλους όσους βρήκαν μέσα. Όσο ήταν ακόμα νύχτα, περιπλανιόνταν μέσα σε όλο το στρατόπεδο αναζητώντας, όπως ήταν λογικό, τον Ξέρξη. Όταν όμως ξημέρωσε και φανερώθηκε η όλη κατάσταση, οι Πέρσες, βλέποντας πως οι Έλληνες ήταν λίγοι, τους αψήφησαν. Δεν συγκρούστηκαν βέβαια μαζί τους πρόσωπο με πρόσωπο, φοβούμενοι την ανδρεία τους, αλλά τους κύκλωσαν από τα πλάγια και από πίσω και, ρίχνοντας τους από παντού βέλη και ακόντια, τους σκότωσαν όλους. Έτσι λοιπόν τελείωσαν τη ζωή τους οι άντρες που φύλαγαν τα περάσματα στις Θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα.
Έπαινος - Επιγράμματα
[11,11] Ποιος δε θα θαύμαζε τις αρετές αυτών των αντρών; Των αντρών αυτών που, ομόψυχα, δεν εγκατέλειψαν τη θέση που τους είχε ορίσει η Ελλάδα, αλλά πρόσφεραν πρόθυμα τη δική τους ζωή για την κοινή σωτηρία των Ελλήνων και προτίμησαν να πεθάνουν τιμημένα παρά να ζήσουν ατιμασμένα. Αλλά ούτε τον τρόμο των Περσών θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει ότι υπήρξε. Γιατί ποιος από τους βαρβάρους μπορούσε να συλλάβει αυτό που έγινε; Ποιος μπορούσε να περιμένει ότι πεντακόσιοι μόλις άνθρωποι θα τολμούσαν να επιτεθούν σε ένα εκατομμύριο άντρες; Γι' αυτό, ποιος από τους μεταγενέστερους δε θα ζήλευε την αρετή εκείνων των ανδρών που, νικημένοι από το μέγεθος της περίστασης, υποτάχτηκαν μεν σωματικά αλλά οι ψυχές τους δεν ηττήθηκαν; Κατά συνέπεια, μόνο αυτοί από όσους μνημονεύονται έχουν γίνει, ενώ ηττήθηκαν, ενδοξότεροι από άλλους που κέρδισαν τις ωραιότερες νίκες. Γιατί τους γενναίους άντρες δεν πρέπει να τους κρίνουμε από το αποτέλεσμα αλλά από την πρόθεση, εφόσον στη μια περίπτωση κυριαρχεί η τύχη, ενώ στην άλλη εκείνο που δοκιμάζεται είναι η πρόθεση. Γιατί ποιος θα έκρινε καλύτερους άλλους άνδρες από εκείνους που, αν και δεν ήταν ίσοι ούτε με το ένα χιλιοστό μέρος των αντιπάλων, τόλμησαν να παρατάξουν τη δική τους ανδρεία ενάντια σε απίστευτα πλήθη; Δεν ήλπιζαν να επικρατήσουν τόσων πολλών μυριάδων, αλλά θεώρησαν ότι έπρεπε να ξεπεράσουν σε ανδραγαθία όλους τους προγενέστερους αυτών, και έκριναν ότι η μάχη που είχαν να δώσουν ήταν προς τους βαρβάρους, αλλά ο αγώνας και το βραβείο της γενναιότητας ήταν προς όλους όσους θα θαυμάζονταν για την ανδρεία τους. Γιατί μόνο αυτοί από όλους όσους μνημονεύονται από την αυγή του χρόνου, επέλεξαν να διαφυλάξουν τους νόμους της χώρας του μάλλον παρά τις ίδιες τους τις ζωές, χωρίς να δυσφορούν για το γεγονός ότι απειλούνταν από τους μέγιστους των κινδύνων, αλλά κρίνοντας ότι το πιο επιθυμητό για εκείνους που ασκούν την αρετή είναι να δίνουν τέτοιους αγώνες. Δίκαια θα θεωρούσε κανείς ότι τούτοι ήταν περισσότερο υπεύθυνοι για την κοινή ελευθερία των Ελλήνων, απ' ότι εκείνοι που νίκησαν αργότερα στις μάχες εναντίον του Ξέρξη, γιατί ενθυμούμενοι τούτες τις πράξεις οι βάρβαροι κατατρόμαζαν, ενώ οι Έλληνες παρακινούνταν προς όμοια ανδραγαθία. Γενικά, μόνο αυτοί οι άντρες, από όσους υπήρξαν πριν από αυτούς, πέρασαν στην αθανασία λόγω της εξαιρετικής τους ανδρείας. Γι' αυτό, όχι μόνο οι ιστορικοί συγγραφείς αλλά και πολλοί από τους ποιητές ύμνησαν τις ανδραγαθίες τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Σιμωνίδης, ο λυρικός ποιητής, που συνέθεσε ένα εγκώμιο, αντάξιο της αρετής τους, στο οποίο λέει:
τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων
εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ´ ὁ πότμος,
βωμὸς δ´ ὁ τάφος, πρὸ γόων δὲ μνᾶστις,
ὁ δ´ οἶτος ἔπαινος.
ἐντάφιον δὲ τοιοῦτον οὔτ´ εὐρὼς
οὔθ´ ὁ πανδαμάτωρ ἀμαυρώσει χρόνος
ἀνδρῶν ἀγαθῶν.
ὁ δὲ σηκὸς οἰκέταν εὐδοξίαν Ἑλλάδος εἵλετο.
μαρτυρεῖ δὲ Λεωνίδας ὁ Σπάρτας βασιλεύς,
ἀρετᾶς μέγαν λελοιπὼς κόσμον ἀέναόν τε κλέος.
Για κείνους που πέθαναν στις Θερμοπύλες,
ένδοξη η τύχη, ωραίος ο θάνατος,
βωμός ο τάφος, μνήμη παντοτινή αντί για θρήνος,
κι η μοίρα τους αντικείμενο εγκωμίων.
Σάβανο σαν κι αυτό μήτε η σαπίλα
μήτε ο χρόνος ο πανδαμάτορας θα αμαυρώσει
των γενναίων ανδρών.
Και το μνήμα την καλή φήμη της Ελλάδας διάλεξε για ένοικό του.
Μάρτυρας είναι ο Λεωνίδας, ο βασιλιάς της Σπάρτης,
που μέγα στολίδι άφησε πίσω του την αρετή και δόξα αιώνια.
Η μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.χ
|
Την άνοιξη του 480 π.Χ. ο περσικός στρατός, από όλα τα μέρη της τεράστιας Περσικής αυτοκρατορίας συγκεντρώνεται στην Άβυδο, κοντά στον Ελλήσποντο, με σκοπό να επιχειρήσει την δεύτερη επίθεση εναντίον της Ελλάδος. Οι προετοιμασίες της εκστρατείας αυτής, ξεκίνησαν από τον Δαρείο, και συνεχίστηκαν μετά τον θάνατό του το 486 π.Χ., από τον γιο του Ξέρξη, διάδοχο του στον θρόνο της περσικής αυτοκρατορίας. Οι προετοιμασίες αυτές, εκτός από την συγκέντρωση χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων, περιελάμβαναν και παράλληλες διπλωματικές αλλά και κατασκοπευτικές κινήσεις, με απώτερο σκοπό την διάσπαση των Ελληνικών πόλεων, και την αποφυγή δημιουργίας ενός Ελληνικού συνασπισμού, ο οποίος θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα στην επέλαση των περσικών δυνάμεων.
Η κατάσταση στην Ελλάδα πριν από την δεύτερη εκστρατεία των Περσών, παρουσιάζεται αρκετά συγκεχυμένη. Η Πελοποννησιακή συμμαχία είναι ουσιαστικά η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη σε χερσαίες δυνάμεις, με αιχμή του δόρατος της, τον Σπαρτιατικό στρατό, ο οποίος εκείνη την εποχή βρίσκεται στο απόγειο της στρατιωτικής του ωριμότητας. Στις ναυτικές δυνάμεις τώρα, οι Αθηναίοι παρουσιάζουν έναν ικανό και αξιόμαχο στόλο με καινούργια πλοία, και με άρτια πολεμική κατάρτιση των πληρωμάτων που τα απαρτίζουν. Αν θελήσουμε να κάνουμε μια γεωγραφική κατανομή των ελληνικών δυνάμεων, θα διαπιστώσουμε ότι η αντίσταση στην βόρεια αλλά και κεντρική Ελλάδα ενάντια στην περσική εισβολή, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, δεδομένου ότι πόλεις τις Μακεδονίας (της οποίας μεγάλο μέρος ήταν υποταγμένο από την πρώτη εκστρατεία των Περσών), της Θεσσαλίας, και της Βοιωτίας, δεν διέθεταν την κατάλληλη δυναμική για ένα τέτοιο εγχείρημα. Παράλληλα η καλοσχεδιασμένη προπαγάνδα του Ξέρξη, είχε καταφέρει να επηρεάσει αρνητικά την ψυχολογία όλων των Ελληνικών πόλεων, δημιουργώντας αισθήματα ανασφάλειας και φόβου σε όλους τους Έλληνες.
Ένας σημαντικός σύμμαχος στην περσική προπαγάνδα, μπορεί να χαρακτηριστεί (;) επίσης και το μαντείο των Δελφών, του οποίου το ιερατείο διέβλεπε μια καθαρή περσική νίκη, μετά την οποία, όσοι είχαν βοηθήσει τον Μεγάλο Βασιλιά, θα απολάμβαναν και τα ανάλογα προνόμια. Έτσι στους χρησμούς που δίνονταν στις διάφορες ελληνικές πόλεις, οι οποίες έτρεχαν απεγνωσμένα να ζητήσουν την γνώμη των θεών, το ιερατείο έδινε χρησμούς οι οποίοι προέβλεπαν μεγάλα δεινά, καταρρακώνοντας έτσι τις τελευταίες ελπίδες σωτηρίας, και συνθλίβοντας ψυχολογικά την μια μετά την άλλη όλες τις εστίες αντίστασης, που μπορούσαν να αντιπαρατεθούν στον περσικό επεκτατισμό.
Ο Ηρόδοτος υπολογίζει τις περσικές δυνάμεις στο {1.700.000 ; } άνδρες, όμως νεότεροι υπολογισμοί διαφόρων ιστορικών, δεν συμφωνούν με αυτό το πραγματικά μεγάλο αριθμό, θεωρώντας το περισσότερο, δημιούργημα της περσικής προπαγάνδας, παρά την πραγματικότητα. Πιο μετριοπαθείς υπολογισμοί ανεβάζουν την περσική στρατιά, σε περίπου 400.000 μαχίμους άνδρες, και 800 πολεμικά πλοία, χωρίς βέβαια να υπολογιστεί και ο αριθμός των πλοιαρίων συνοδείας, καθώς και το έμψυχο υλικό υποστήριξης που χρειαζόταν για την μετακίνηση μιας τέτοιας τεράστιας πολεμικής δύναμης.
Ο Περσικός στρατός
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Πέρσες είχαν στη διάθεση τους ακόμα και 2,6 εκατομμύρια στρατιώτες, καθώς και βοηθητικά σώματα. . Ο ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος, ο οποίος έζησε την περίοδο της μάχης, γράφει ότι οι Πέρσες είχαν στη διάθεση τους 4 εκατομμύρια άνδρες. Απ' την άλλη, ο Κτησίας κάνει λόγο για 800.000 στρατιώτες..Αυτοί οι αριθμοί έχουν απορριφθεί από τους σύγχρονους ιστορικούς, οι οποίοι θεωρούν ότι οι Πέρσες είχαν 70 με 300 χιλιάδες άνδρες.
Ο Ελληνικός στρατός
Έχοντας αρίθμηση απ' τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο Σικελιώτη παρατίθεται ο πίνακας:
Στρατιώτες
|
Αριθμοί Ηροδότου
|
Αριθμοί Διόδωρου
|
Σπαρτιάτες
|
300
|
300
|
Λακεδαιμόνιοι/
Περίοικοι |
900
|
1.000
(συμπεριλαμβανομένων των Σπαρτιατών?) |
Είλωτες
|
900?[61]
|
–
|
Μαντινέοι
|
500
|
3.000
(οι άλλοι Πελοποννήσιοι στάλθηκαν με τον Λεωνίδα) |
Τεγεάτες
|
500
| |
Αρκάδες (από Ορχομενό)
|
120
| |
Άλλοι Αρκάδες
|
1.000
| |
Κορίνθιοι
|
400
| |
Φλειοί
|
200
| |
Μυκηναίοι
|
80
| |
Σύνολο των Πελοποννήσιων
|
4.000 ή 4.300
| |
Θεσπιείς
|
700
|
–
|
Μαλιείς
|
–
|
1.000
|
Θηβαίοι
|
400
|
400
|
Φωκείς
|
1.000
|
1.000
|
Οπούντιοι Λοκροί
|
«Όλους όσους είχαν» (πανστρατιῇ)
|
1.000
|
Σύνολο (όλοι)
|
5.200 (ή 6.100) συν οι Οπούντιοι Λοκροί
|
7.400 (ή 7.700)
|
Ο αριθμός των Πελοποννήσιων
Ο Διόδωρος γράφει ότι χίλιοι Λακεδαιμόνιοι και 3 χιλιάδες Πελοποννήσιοι (4.000 άνδρες) πολέμησαν στις Θερμοπύλες - ο Ηρόδοτος, ο οποίος παραπέμπει στον Σιμωνίδη, αναφέρει τον ίδιο αριθμό..Παρ' ολ' αυτά, ο Ηρόδοτος νωρίτερα είχε αναφερθεί στην παρουσία τριών χιλιάδων εκατό Πελοποννήσιων- αργότερα αναφέρεται και στους είλωτες, και ο Ρέτζιναλντ Γουόλτερ Μάκαν γράφει ότι «στις Θερμοπύλες βρίσκονταν και 900 είλωτες, 3 για κάθε Σπαρτιάτη».[61] Οι είλωτες μπορεί να συμμετείχαν στη μάχη ως θωρακισμένοι υπηρέτες των Σπαρτιατών ή αλλιώς αυτοί οι 900 άνδρες να ήταν οι περίοικοι, για τους οποίους κάνει λόγο ο Διόδωρος.
Ο αριθμός των Λακεδαιμονίων
Υπάρχει σύγχυση ως προς τον αριθμό των Λακεδαιμονίων. Στο 11ο βιβλίο του έργου Βιλιοθήκη Ιστορική (στο σημ. 4), ο Διόδωρος αναφέρει ότι ο Λεωνίδας ανακοίνωσε ότι θα πάρει μαζί του μονάχα χίλιους άνδρες (τῶν δὲ εἰς Θερμοπύλας ἐκπεμφθέντων Λεωνίδης ὁ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλεύς, μέγα φρονῶν ἐπ´ ἀνδρείᾳ καὶ στρατηγίᾳ. οὗτος δὲ λαβὼν τὴν ἐξουσίαν ἐπήγγειλε χιλίοις μόνον ἐπὶ τὴν στρατείαν ἀκολουθεῖν αὐτῷ), αλλά στο ίδιο σημείο γράφει ότι μαζί με τους χίλιους Λακεδαιμόνιους ήταν και 300 Σπαρτιάτες (τῶν μὲν οὖν Λακεδαιμονίων ἦσαν χίλιοι, καὶ σὺν αὐτοῖς Σπαρτιᾶται τριακόσιοι) Ο Παυσανίας γενικά συμφωνεί με τον Ηρόδοτο, αλλά διαφωνεί στον αριθμό που δίνει ο τελευταίος για τους Λοκρούς - κατά τον Παυσανία, οι Λοκροί παρέταξαν 6 χιλιάδες άνδρες (αν προστεθούν με τους 5.200 που δίνει ο Ηρόδοτος, οι Λοκροί παρέταξαν 11.200 άνδρες). Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί, οι οποίοι συχνά θεωρούν πιο αξιόπιστο τον Ηρόδοτο,[ προσθέτουν τους χίλιους Λακεδαιμόνιους και τους 900 είλωτες στους 5.200 του Ηροδότου, αν και αγνοούν τους Λοκρούς του Παυσανία και τους Μαλιείς του Διόδωρου.
Το περσικό σχέδιο προέβλεπε ότι μετά την συγκέντρωση όλων των περσικών δυνάμεων στην Άβυδο, η μετάβαση προς το Ελληνικό έδαφος θα γινόταν διαμέσου του Ελλήσποντου, πάνω από δυο πλωτές γέφυρες, οι οποίες κατασκευάστηκαν αποκλειστικά γι’ αυτό τον σκοπό, χρησιμοποιώντας πολεμικά πλοία, τα οποία οι Πέρσες έδεσαν μεταξύ τους με σχοινιά. Η πρώτη απόπειρα κατασκευής γεφυρών έγινε χρησιμοποιώντας λινάρι και πάπυρο, όμως μια μεγάλη τρικυμιά που ξέσπασε στην περιοχή, κατέστρεψε και τις δύο γέφυρες πριν αυτές προλάβουν να χρησιμοποιηθούν. Έτσι θεωρήθηκε ως μοναδική λύση η χρήση πολεμικών πλοίων για την υλοποίηση των δυο γεφυρών, που θα μπορούσαν να αντέξουν ακόμα και σε ενδεχομένως αντίξοες καιρικές συνθήκες. Προβλεπόταν επίσης η παράλληλη δράση χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων, καθ’ όλη την διάρκεια της εισβολής και προέλασης του περσικού στρατού στον Ελληνικό χώρο. Αυτό οδήγησε τον Ξέρξη στην διάνοιξη διώρυγας στο στενότερο σημείο της χερσονήσου του Άθω, ώστε να διέλθουν από αυτή οι περσικές ναυτικές δυνάμεις, πετυχαίνοντας έτσι την παράλληλη πορεία στρατού και στόλου, και αποφεύγοντας πιθανές αντίξοες καιρικές συνθήκες, όμοιες με αυτές που είχαν καταστρέψει τον περσικό στόλο στο ίδιο σημείο, κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Μαρδονίου εναντίον της Ελλάδας το 492 π.Χ.
Οι εργασίες κατασκευής της γέφυρας κράτησαν τρία χρόνια, και κατά πολλούς ήταν περισσότερο έργο της αλαζονείας του Ξέρξη, ο οποίος είχε την βεβαιότητα ότι θα επιτύχει τελικά την υποδούλωση των Ελληνικών εδαφών, και η διώρυγα θα έμενε εκεί ώστε να εξυπηρετεί και στο μέλλον αυτό το τμήμα του περσικού κράτους, παρά έργο αναγκαίο για την διέλευση του περσικού στόλου με μεγαλύτερη ασφάλεια.
Έτσι η τεράστια περσική στρατιά, περνώντας αρχικά τον Ελλήσποντο, και συνεχίζοντας την πορεία της κατά μήκος της Θράκης με παράλληλη πορεία στρατού και στόλου, αναγκάζεται να χωριστεί προσωρινά λίγο πριν την διώρυγα του Άθω, για να συναντηθεί λίγο αργότερα στην Θέρμη της Μακεδονίας.
Στο ελληνικό στρατόπεδο τώρα, οι μόνες ουσιαστικά μεγάλες εστίες αντίστασης, η Αθήνα και η Σπάρτη, αποφασίζουν να συγκαλέσουν το 481 π.Χ. Πανελλήνιο συνέδριο στον Ισθμό, μέσα σε ένα κλίμα φόβου, ανασφάλειας, αλλά και ιδιοτέλειας πάρα πολλών πόλεων, οι οποίες προσέβλεπαν σε μελλοντική αύξηση της δύναμης και επιρροής τους, αμέσως μετά την περσική κυριαρχία επί ελληνικού εδάφους. Ήδη το μεγαλύτερο μέρος των Θεσσαλικών και Βοιωτικών πόλεων είτε είχε μηδίσει είτε είχε πέσει στα χέρια των Περσών, χωρίς την προβολή οποιασδήποτε σοβαρής αντίστασης στον κατακτητή. Τραγική είναι και η στάση του Άργους, το οποίο κατάφερε να διατηρήσει ουδέτερη στάση προβάλλοντας παράλογες απαιτήσεις στο συνέδριο του Ισθμού, αλλά και της Κρήτης, της Κέρκυρας, και των ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας, οι οποίες κυρίως από προσωπικά συμφέροντα παρέμειναν εκτός του Ελληνικού συνασπισμού.
Το πανελλήνιο συνέδριο του Ισθμού, μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, αποφασίζει με σύμφωνη γνώμη όλων των ελληνικών πόλεων που μετέχουν στον συνασπισμό, αντίσταση μέχρις εσχάτων με τις δυνάμεις που διαθέτει. Ήταν ο μεγαλύτερος συνασπισμός ελληνικών πόλεων μετά τον Τρωικό πόλεμο, ενάντια σε έναν κοινό εχθρό, και έμελε αυτός ο συνασπισμός να γράψει τις ηρωικότερες σελίδες δόξας, στην μακραίωνη Ελληνική ιστορία.
Επίσης με την σύμφωνή γνώμη όλων των ελληνικών πόλεων, η αρχιστρατηγία των στρατιωτικών δυνάμεων του συνασπισμού, ανατίθεται στους Σπαρτιάτες. Αναγνωρίζεται έτσι ακόμα και από τους ίδιους τους Αθηναίους η υπεροχή της Πελοποννησιακής συμμαχίας σε χερσαίες δυνάμεις, αλλά και το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και στρατηγικής του Σπαρτιατικού στρατού, ο οποίος δίκαια εκείνη την εποχή θεωρείται ο καλύτερος στρατιωτικός μηχανισμός στον Ελληνικό χώρο. Αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού ορίζεται ο Βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας ενώ την ηγεσία του στόλου αναλαμβάνει ο Ευρυβιάδης.
Οι Έλληνες βλέποντας τις περσικές ορδές να κατευθύνονται ταχύτατα προς τον νότο, αρχικά προσπάθησαν να προβάλουν την πρώτη ουσιαστική αντίσταση απέναντι στον εχθρό, στην περιοχή των Τεμπών, δίνοντας με αυτό τον τρόπο και ένα μήνυμα αντίστασης προς τις πόλεις της Βορείου Ελλάδας, στέλνοντας εκεί 10.000 άνδρες.
Το σχέδιο όμως γρήγορα εγκαταλείπεται, δεδομένου ότι η μορφολογία του εδάφους, σε συνδυασμό με την αριθμητική υπεροχή των περσικών δυνάμεων, θα είχαν καταστροφικές συνέπειες για τις ελληνικές δυνάμεις, σε μια μεταξύ τους σύγκρουση.
Έτσι ο Ελληνικός συνασπισμός αποφασίζει να αμυνθεί στην περιοχή των στενών των Θερμοπυλών, το μοναδικό δηλαδή πέρασμα που συνέδεε την νότια με την κεντρική Ελλάδα. Ήταν φυσικά προφανές ότι ο Ξέρξης κατά την κάθοδό του προς τον νότο, θα περνούσε αναγκαστικά από τα στενά των Θερμοπυλών, δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλο πέρασμα, που να εξυπηρετεί ένα τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων.
Από την άλλη, τα στενά των Θερμοπυλών ήταν η καλύτερη επιλογή αντίστασης για έναν μικρό αριθμητικά στρατό όπως ο Ελληνικός, ο οποίος αν είχε την δυνατότητα να εκμεταλλευτεί σωστά την μορφολογία του εδάφους, μπορούσε να προβάλει ουσιώδη αντίσταση χωρίς μεγάλες απώλειες. Εξάλλου η ύπαρξη μιας υπολογίσιμης δύναμης από 280 πλοία του ελληνικού στόλου, τα οποία ήταν παραταγμένα στο ακρωτήριο του Αρτεμισίου, μπορούσε να εξασφαλίσει ότι οι περσικές δυνάμεις δεν θα είχαν την δυνατότητα αποβατικών επιχειρήσεων κοντά στα στενά των Θερμοπυλών, ώστε να υπάρξει κυκλωτική κίνηση σε βάρος των ελληνικών δυνάμεων. Ο ελληνικός στρατός που συγκεντρώθηκε το 480 π.Χ. στα στενά των Θερμοπυλών υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη Βασιλιά Λεωνίδα, δεν αριθμούσε πάνω από 7.000 οπλίτες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Από αυτούς η επίλεκτη δύναμη των Τριακοσίων, της Βασιλικής φρουράς δηλαδή που είχε στην διάθεσή του ο Λεωνίδας, ήταν η αιχμή του δόρατος των ελληνικών δυνάμεων, και οι καλύτεροι πολεμιστές του Σπαρτιατικού στρατού.
Ο ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΣΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΟΙ «300»
Μόνο όταν ο περσικός στρατός στρατοπέδευσε μπροστά από τις Θερμοπύλες, οι ελληνικές δυνάμεις μπόρεσαν να δουν από κοντά την τεράστια αριθμητική του υπεροχή, γεγονός που δεν τους άφηνε πολλά περιθώρια για μια νικηφόρα έκβαση της μάχης. Η εγκατάλειψη όμως των στενών, σήμαινε και την εγκατάλειψη ολόκληρης της κεντρικής και νότιας Ελλάδας στο έλεος των βαρβάρων κατακτητών.
Ο Ξέρξης δεν επιτέθηκε αμέσως εναντίον των ελληνικών δυνάμεων, αλλά άφησε να περάσουν τέσσερις μέρες, ελπίζοντας ότι οι Έλληνες μπροστά στην θέα του υπεράριθμου στρατού του, θα οπισθοχωρούσαν αφήνοντας ελεύθερα τα στενά. Στο διάστημα αυτό παρατηρούσε τις κινήσεις των Ελλήνων, και ειδικότερα των Λακεδαιμονίων που βρίσκονταν παραταγμένοι ακριβώς μπροστά από την είσοδο των στενών, και του προξενούσαν απορία οι παράξενες συνήθειές τους, καθώς έβλεπε άνδρες να χτενίζονται και να γυμνάζονται, ακολουθώντας κανονικά το καθημερινό τους πρόγραμμα, χωρίς καθόλου να λογαριάζουν το γεγονός ότι βρίσκονταν σε μια πολεμική επιχείρηση. Απευθύνθηκε λοιπόν στον Δημάρατο για να του εξηγήσει τις παράξενες αυτές συνήθειες των Σπαρτιατών. Ο Δημάρατος, που ήταν εξόριστος βασιλιάς της Σπάρτης, και είχε καταφύγει στην Περσική αυλή, του εξήγησε ότι οι Σπαρτιάτες βρίσκονταν εκεί για να πολεμήσουν και αν χρειαστεί να πεθάνουν, αρκεί να εμποδίσουν τους Πέρσες να περάσουν από τα στενά. Του είπε ακόμα ότι περιποιούνται την κόμη τους όταν νιώθουν ότι κινδυνεύει η ζωή τους, και του εξήγησε ότι μπροστά του δεν έχει κάποιους απλούς οπλίτες, αλλά τους καλύτερους των Ελλήνων και τους πιο γενναίους.
Στα αυτιά του Ξέρξη όμως αυτά ακούγονταν πολύ παράξενα και πρωτόγνωρα, αφού δεν μπορούσε να καταλάβει πως μια τόσο μικρή δύναμη θα αποφάσιζε τελικά να αναμετρηθεί με την πολυάριθμη πολεμική του μηχανή. Τα λόγια του Δημάρατου όμως άρχισαν να τον προβληματίζουν μετά την πάροδο και της τέταρτης μέρας, και ενώ καμιά κίνηση για συνθηκολόγηση η υποχώρηση δεν φαινόταν από την Ελληνική πλευρά. Ο Ξέρξης τότε αποφάσισε να στείλει στον Λεωνίδα απεσταλμένους, με τους οποίους του ζητούσε την προσχώρηση του στο περσικό στρατόπεδο, παίρνοντας σαν αντάλλαγμα την ηγεμονία μιας χώρας μεγαλύτερης από την τότε Ελλάδα, ενός μεγάλου δηλαδή κομματιού της Περσικής αυτοκρατορίας.
Η απάντηση του Λεωνίδα σύμφωνα με τον Πλούταρχο ήταν: «Αν μπορούσες να καταλάβεις το τι είναι καλό στην ζωή, δεν θα επιθυμούσες ξένα πράγματα. Για μένα είναι καλύτερο να πεθάνω για την Ελλάδα, παρά να είμαι μονάρχης στους ομοφύλους μου. Όσο για την χώρα που υπόσχεσαι να μας δώσεις, και θα είναι μεγαλύτερη από την σημερινή Ελλάδα, πρέπει να ξέρεις ότι οι Έλληνες έμαθαν από τους πατέρες τους, να αποκτούν εδάφη με την ανδρεία, και όχι με την δειλία».
Ανάλογη ήταν και η δεύτερη απάντηση του Λεωνίδα πριν από την μεγάλη επίθεση όταν ο Ξέρξης του ζήτησε να παραδώσει τα όπλα. Το ιστορικό «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» (Έλα να τα πάρεις), του βασιλιά Λεωνίδα προς τον αλαζόνα Πέρση βασιλιά, έμεινε στην ιστορία παραδειγματίζοντας και εμψυχώνοντας δεκάδες γενιές Ελλήνων. Η μεγάλη αλαζονεία όμως αλλά και η εμπιστοσύνη του Πέρση βασιλιά στις στρατιωτικές του δυνάμεις, η οποία βασιζόταν περισσότερο στην αριθμητική υπεροχή τους σε σχέση με τις Ελληνικές, δεν επέτρεψαν στον Ξέρξη ούτε στιγμή να σκεφτεί το μεγαλείο των απαντήσεων του Λεωνίδα, απέναντι στις αξιώσεις του.
Η πρώτη επίθεση των Περσικών δυνάμεων εξαπολύεται την πέμπτη μέρα από την άφιξη τους στην Τραχίνα. Ένα πολυάριθμο πλήθος από Μήδους εξορμά εναντίον των Ελληνικών θέσεων. Είναι οι Μήδοι αυτοί που επέλεξε πρώτους ο Ξέρξης να επιτεθούν, προτιμώντας τους για την γενναιότητά τους, ανάμεσα σε όλες τις άλλες φυλές που τον ακολουθούσαν υποχρεωτικά με στρατιωτικά τμήματα, σε αυτή την εκστρατεία.
Η επίθεση των Μήδων είναι καταιγιστική, και η γενναιότητα τους στην μάχη αξιοθαύμαστη. Όμως η στρατιωτική υπεροχή των Ελλήνων δεν άργησε να φανεί, όταν οι ορδές των Μήδων άρχισαν να κατασφάζονται περικυκλωμένες μέσα στα στενά.
Τις μεγαλύτερες απώλειες οι Μήδοι τις έχουν από τους Σπαρτιάτες οι οποίοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αμύνης, και των οποίων η γενναιότητα δικαιολογεί απόλυτα τον τίτλο του πιο άριστα εκπαιδευμένου στρατού της εποχής.
Οι ελληνικές δυνάμεις σχηματίζουν ένα αδιαπέραστο τείχος χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους για κάλυψη, όπως περιγράφει ο Διόδωρος, πράγμα που τους επιτρέπει να καταφέρνουν καταστροφικά χτυπήματα στον εχθρό, με μηδαμινές απώλειες. Μετά από αρκετές ώρες μάχης μέσα στα στενά οι Μήδοι αναγκάζονται να υποχωρήσουν με βαρύτατες απώλειες. Ο Ξέρξης παρακολουθώντας έκπληκτος την έκβαση της μάχης διατάζει το επίλεκτο σώμα των Αθανάτων, την αιχμή του δόρατος δηλαδή του Περσικού στρατού, να επιτεθούν εναντίον των Ελληνικών δυνάμεων. Η επίθεση των 10.000 Αθανάτων με αρχηγό τον Υρδάνη, είναι σφοδρή. Παρόλο όμως το υψηλό φρόνημα και την γενναιότητά τους δεν καταφέρνουν τίποτα περισσότερο από τους Μήδους. Ο κατώτερος πολεμικός τους εξοπλισμός που αποτελείται από κοντύτερα δόρατα σε σχέση με τα Ελληνικά, η εκπαίδευσή τους στην μάχη σε ανοικτό χώρο, αλλά και η υπεροχή των Ελληνικών δυνάμεων και ιδιαίτερα των Σπαρτιατών είναι οι κυριότεροι παράγοντες που οδηγούν και αυτό το τμήμα του Περσικού στρατού στην σφαγή. Λόγω της μεγαλύτερης υπεροχής των Αθανάτων μάλιστα σε σχέση με τους Μήδους, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποιούν την προχωρημένη στρατηγική τους ώστε να παρασύρουν όλο και περισσότερους Πέρσες μέσα στα στενά, και στην συνέχεια να τους αφανίσουν. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούν την λεγόμενη αμυντικο – επιθετική τακτική, της οποίας το αποτέλεσμα εξαρτάται αποκλειστικά από την σωστή συνοχή της οπλιτικής φάλαγγας. Έτσι οι Σπαρτιάτες υπό τις διαταγές του Λεωνίδα επιτίθενται αρχικά στους Πέρσες ως την είσοδο των στενών. Στην συνέχεια υποχωρούν με τάξη, και χωρίς να χάσουν την πυκνή συνοχή της φάλαγγας, προς το εσωτερικό των στενών δίνοντας την εντύπωση στους Πέρσες ότι δεν αντέχουν την πίεση των αντιπάλων. Οι Πέρσες τότε ορμούν εναντίον τους για να τους καταδιώξουν προς το εσωτερικό των στενών, φωνάζοντας και χάνοντας ουσιαστικά την συνοχή τους. Οι στιγμές είναι κρίσιμες γιατί η διάσπαση της Σπαρτιατικής φάλαγγας κατά την διάρκεια της τακτικής υποχώρησης θα σήμαινε καταστροφή. Η άριστη όμως εκπαίδευση των Σπαρτιατών δεν επιτρέπει και δεν δικαιολογεί τέτοιου είδους λάθη. Η οπλιτική Σπαρτιατική φάλαγγα τακτικά υποχωρούμενη, αφού συμπαρασύρει στο εσωτερικό των στενών μεγάλο αριθμό Αθανάτων οι οποίοι τρέχουν αλαλάζοντας να την καταδιώξουν, με διαταγή του Λεωνίδα και κάνοντας μια ξαφνική κίνηση προς τα εμπρός, βρίσκεται ξαφνικά στην επίθεση. Η διατήρηση της συνοχής της μαζί με την άριστη εκπαίδευση των Σπαρτιατών, μετατρέπει ξαφνικά την φάλαγγα σε ένα αδιαπέραστο θανατηφόρο τείχος, το οποίο αρχίζει να κατασφάζει το άτακτο πλήθος των Αθανάτων οι οποίοι βρίσκονται ξαφνικά από επιτιθέμενοι, αμυνόμενοι. Οι απώλειες των Περσών είναι βαρύτατες.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΟΙ «300»
Η μάχη όμως κρατά μέχρι το βράδυ λόγω του μεγάλου πλήθους των Περσικών δυνάμεων που συνεχώς επιτίθενται εναντίον των Ελλήνων. Έτσι τις βραδινές ώρες οι Αθάνατοι έχοντας βαρύτατες απώλειες στο πεδίο της μάχης αποσύρουν τις δυνάμεις τους, υπό το μένος του Πέρση βασιλιά ο οποίος παρακολουθώντας την μάχη, αναπήδησε τρεις φορές από τον θρόνο του.
Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας οι Πέρσες εξαπολύουν νέα και πιο σφοδρή επίθεση εναντίον των Ελληνικών δυνάμεων, με νέα πιο ξεκούραστα τμήματα, με την ελπίδα ότι η προηγούμενη μέρα είχε κουράσει τους Έλληνες μαχητές, και δεν θα ήταν πια δυνατόν να αντιτάξουν παρόμοιου είδους άμυνα. Από την άλλη πλευρά οι Ελληνικές δυνάμεις παρατάσσονται σε γραμμές και κατά πόλεις, έτσι ώστε να είναι δυνατή η εναλλαγή των μαχόμενων δυνάμεων, και κατά περιόδους να μπορούν να ξεκουράζονται. Η επίθεση όμως των Περσών είναι τόσο σφοδρή, και ο αριθμός τους τόσο μεγάλος, που οι Έλληνες δεν έχουν την δυνατότητα να ξεκουραστούν ούτε λεπτό, και μαχόμενοι ηρωικά καταφέρνουν και πάλι να προξενήσουν τεράστιες απώλειες στους Βαρβάρους. Πολλοί Πέρσες βλέποντας την ορμητικότητα και την γενναιότητα των Ελλήνων προσπαθούν να οπισθοχωρήσουν, όμως οι διαταγές του Ξέρξη είναι σαφής: Τα νέα τμήματα που αναπληρώνουν αυτά που ήδη μάχονται, όταν παρατηρήσουν κινήσεις οπισθοχώρησης, από κάποιους οπλίτες, έχουν διαταγή να τους κατασφάζουν, έτσι ώστε να μην υπάρχει καμία δυνατότητα υποχώρησης από το πεδίο της μάχης χωρίς διαταγή του Ξέρξη. Έτσι η μάχη κρατούσε μέχρι αργά το απόγευμα με τον Ξέρξη να αρνείται να διατάξει υποχώρηση παρά τις μεγάλες απώλειες του Περσικού στρατού. Η άρνηση του Ξέρξη βέβαια να διατάξει υποχώρηση είχε να κάνει με το γεγονός ότι ένα τέτοιο συμβάν θα δήλωνε αδυναμία του Πέρση βασιλιά, όχι μόνο στους αντιπάλους του Έλληνες, οι οποίοι βρίσκονταν μέσα στα στενά, αλλά και στους πολλούς και διαφορετικούς λαούς που τον ακολουθούσαν με την βία σε αυτή την εκστρατεία, και από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν κατακτημένοι. Ο μεγάλος βασιλιάς βρισκόταν σε έντονο προβληματισμό, αφού έβλεπε ότι ακόμα και οι πιο επίλεκτες από τις δυνάμεις του, δεν μπορούσαν να φέρουν ένα νικηφόρο αποτέλεσμα.
βασιλεὺς μὲν δὴ Ξέρξης ἐστρατοπεδεύετο τῆς Μηλίδος ἐν τῇ Τρηχινίῃ, οἱ δὲ δὴ Ἕλληνες ἐν τῇ διόδῳ. καλέεται δὲ ὁ χῶρος οὗτος ὑπὸ μὲν τῶν πλεόνων Ἑλλήνων Θερμοπύλαι, ὑπὸ δὲ τῶν ἐπιχωρίων καὶ περιοίκων Πύλαι. ἐστρατοπεδεύοντο μέν νυν ἑκάτεροι ἐν τούτοισι τοῖσι χωρίοισι, ἐπεκράτεε δὲ ὃ μὲν τῶν πρὸς βορέην ἄνεμον ἐχόντων πάντων μέχρι Τρηχῖνος, οἳ δὲ τῶν πρὸς νότον καὶ μεσαμβρίην φερόντων τὸ ἐπὶ ταύτης τῆς ἠπείρου.ἦσαν δὲ οἵδε Ἑλλήνων οἱ ὑπομένοντες τὸν Πέρσην ἐν τούτῳ τῷ χώρῳ, Σπαρτιητέων τε τριηκόσιοι ὁπλῖται καὶ Τεγεητέων καὶ Μαντινέων χίλιοι, ἡμίσεες ἑκατέρων, ἐξ Ὀρχομενοῦ τε τῆς Ἀρκαδίης εἴκοσι καὶ ἑκατόν, καὶ ἐκ τῆς λοιπῆς Ἀρκαδίης χίλιοι· τοσοῦτοι μὲν Ἀρκάδων, ἀπὸ δὲ Κορίνθου τετρακόσιοι καὶ ἀπὸ Φλειοῦντος διηκόσιοι καὶ Μυκηναίων ὀγδώκοντα. οὗτοι μὲν ἀπὸ Πελοποννήσου παρῆσαν, ἀπὸ δὲ Βοιωτῶν Θεσπιέων τε ἑπτακόσιοι καὶ Θηβαίων τετρακόσιοιπρὸς τούτοισι ἐπίκλητοι ἐγένοντο Λοκροί τε οἱ Ὀπούντιοι πανστρατιῇ καὶ Φωκέων χίλιοι. αὐτοὶ γὰρ σφέας οἱ Ἕλληνες ἐπεκαλέσαντο, λέγοντες δι᾽ ἀγγέλων ὡς αὐτοὶ μὲν ἥκοιεν πρόδρομοι τῶν ἄλλων, οἱ δὲ λοιποὶ τῶν συμμάχων προσδόκιμοι πᾶσαν εἶεν ἡμέρην,ἡ θάλασσά τέ σφι εἴη ἐν φυλακῇ ὑπ᾽ Ἀθηναίων τε φρουρεομένη καὶ Αἰγινητέων καὶ τῶν ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντων, καί σφι εἴη δεινὸν οὐδέν οὐ γὰρ θεὸν εἶναι τὸν ἐπιόντα ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἀλλ᾽ ἄνθρωπον, εἶναι δὲ θνητὸν οὐδένα οὐδὲ ἔσεσθαι τῷ κακὸν ἐξ ἀρχῆς γινομένῳ οὐ συνεμίχθη, τοῖσι δὲ μεγίστοισι αὐτῶν μέγιστα. ὀφείλειν ὦν καὶ τὸν ἐπελαύνοντα, ὡς ἐόντα θνητόν, ἀπὸ τῆς δόξης πεσεῖν ἄν. οἳ δὲ ταῦτα πυνθανόμενοι ἐβοήθεον ἐς τὴν Τρηχῖνα. τούτοισι ἦσαν μέν νυν καὶ ἄλλοι στρατηγοὶ κατὰ πόλιας ἑκάστων, ὁ δὲ θωμαζόμενος μάλιστα καὶ παντὸς τοῦ στρατεύματος ἡγεόμενος Λακεδαιμόνιος ἦν Λεωνίδης [...]205. ὃς τότε ἤιε ἐς Θερμοπύλας ἐπιλεξάμενος ἄνδρας τε τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους καὶ τοῖσι ἐτύγχανον παῖδες ἐόντες· παραλαβὼν δὲ ἀπίκετο καὶ Θηβαίων τοὺς ἐς τὸν ἀριθμὸν λογισάμενος εἶπον, τῶν ἐστρατήγεε Λεοντιάδης ὁ Εὐρυμάχου. (3) τοῦδε δὲ εἵνεκα τούτους σπουδὴν ἐποιήσατο Λεωνίδης μούνους Ἑλλήνωι παραλαβεῖν, ὅτι σφέων μεγάλως κατηγόρητο μηδίζειν· παρεκάλεε ὦν ἐς τὸν πόλεμον, θέλων εἰδέναι εἴτε συμπέμψουσι εἴτε καὶ ἀπερέουσι ἐκ τοῦ ἐμφανέος τὴν Ἑλλήνων συμμαχίην. οἳ δὲ ἀλλοφρονέοντες ἔπεμπον.
Την αμηχανία και τον προβληματισμούς του Ξέρξη όμως, ήρθε να καθησυχάσει ένας απρόσμενος επισκέπτης. Ήταν ένας κάτοικος της περιοχής, ο Εφιάλτης από την Αντίκυρα της Μαλίδας, ο οποίος αφού του εξήγησε ότι γνώριζε πολύ καλά εκείνη την περιοχή, του είπε πως υπάρχει μια στενή και δύσβατη διάβαση, η Ανοπαία ατραπός η οποία ξεκινάει από τον Ασωπό ποταμό και καταλήγει σε πολύ μικρή απόσταση από το τρίτο στενό των Θερμοπυλών, δηλαδή στα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων. Την επίβλεψη αυτής της μυστικής διάβασης είχαν αναλάβει για όσο θα διαρκούσε η μάχη, περίπου 1.000 Φωκείς τους οποίους είχε στείλει εκεί ο Λεωνίδας. Ο Ξέρξης ενθουσιασμένος από τα λόγια του Εφιάλτη, διατάζει αμέσως μια ισχυρή περσική δύναμη 20.000 ανδρών υπό τον αρχηγό των Αθανάτων Υρδάνη, να διασχίσει με την βοήθεια του Εφιάλτη αυτό το μονοπάτι και να βρεθεί στα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων. Οι Πέρσες ξεκινούν μόλις πέφτει το σκοτάδι και διασχίζοντας την Ανοπαία ατραπό φτάνουν περίπου το ξημέρωμα μπροστά στις δυνάμεις των Φωκεών. Παρόλο ότι οι Περσικές δυνάμεις βάδιζαν με προσοχή χωρίς να κάνουν θόρυβο, η περιοχή ήταν γεμάτη με ξερά κλαδιά με αποτέλεσμα οι σκοποί των Φωκεών να αντιληφθούν τις κινήσεις των Περσών. Οι Φωκείς όμως οι οποίοι δεν ανέμεναν επίθεση των Περσών μέσω της Ανοπαίας ατραπού, δεν ήταν σε απόλυτη ετοιμότητα. Παρόλα αυτά όμως μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατάφεραν να παρατάξουν τις δυνάμεις τους σε θέση άμυνας και ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν, αρκεί να εμποδίσουν τις Περσικές δυνάμεις να περάσουν από την διάβαση. Ο Υρδάνης ο οποίος περίμενε ότι το μονοπάτι θα φυλασσόταν φοβήθηκε μήπως εκεί βρίσκονται δυνάμεις των Λακεδαιμονίων, και αντιταχτούν με την ίδια γενναιότητα όπως και αυτή που επέδειξαν οι Σπαρτιάτες τις προηγούμενες μέρες στα στενά. Όμως ο Εφιάλτης του είπε ότι πρόκειται για δυνάμεις των Φωκεών και έτσι ο Υρδάνης αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει κατευθείαν. Έτσι με ένα σύννεφο από βέλη, οι Πέρσες αναγκάζουν τους Φωκείς να υποχωρήσουν προς ένα ψηλότερο σημείο του όρους, αφήνοντας ουσιαστικά αφύλακτή την Ανοπαία ατραπό, η οποία αμέσως καταλαμβάνεται από τους Πέρσες, που αρχίζουν να πλησιάζουν ανενόχλητοι προς τα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων.
ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΤΡΑΧΙΝΑΣ
Στο ελληνικό στρατόπεδο τώρα, ο μάντης Μεγιστίας – σύμφωνα με τους ιστορικούς – είναι ο πρώτος που αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης, αφού, εξετάζοντας τα σπλάχνα των θυσιασμένων ζώων ανακοινώνει δυσοίωνες προβλέψεις για τους ηρωικούς υπερασπιστές των στενών. Αμέσως μετά η είδηση της κατάληψης της Ανοπαίας ατραπού από τους Πέρσες επιβεβαιώνεται και από τους ημεροσκόπους. Η είδηση αυτή προκάλεσε μεγάλη σύγχυση στο Ελληνικό στρατόπεδο, αφού όλοι πλέον καταλάβαιναν την κρισιμότητα της κατάστασης. Ο Λεωνίδας συγκαλεί τότε πολεμικό συμβούλιο στο οποίο λαμβάνουν μέρος οι αρχηγοί των δυνάμεων από όλες τις ελληνικές πόλεις που λαμβάνουν μέρος στην υπεράσπιση των στενών. Στο συμβούλιο διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις, ωστόσο δυο ήταν οι επικρατέστερες. Η μια ήταν η άποψη του Λεωνίδα για αντίσταση μέχρις εσχάτων στα στενά, δεδομένου ότι η εγκατάλειψή τους θα άφηνε στο έλεος του εχθρού όλη την περιοχή μέχρι τον Ισθμό, και η άλλη ήταν η άποψη των περισσότερων άλλων ελληνικών πόλεων, που θεωρούσαν ότι η παραμονή στα στενά θα ήταν άσκοπη, αφού η έκβαση της μάχης ουσιαστικά είχε κριθεί μετά την κυκλωτική κίνηση των Περσικών δυνάμεων. Εξάλλου δυνάμεις από μερικές ελληνικές πόλεις είχαν αρχίσει ήδη να αποχωρούν από τα στενά πριν την λήξη του πολεμικού συμβουλίου. Ο Λεωνίδας, αν και αρχηγός του Ελληνικού αμυντικού συνασπισμού, δεν μπορούσε να επιβάλει την άποψή του σε όλες τις Ελληνικές πόλεις, και με δεδομένο το γεγονός ότι το ηθικό τους ήταν ήδη καταρρακωμένο, τους επέτρεψε να φύγουν. Έτσι στα στενά των Θερμοπυλών παρέμεινε η βασιλική σπαρτιατική φρουρά των Τριακοσίων, για τους οποίους βέβαια δεν τίθετο θέμα αποχώρησης από την μάχη, αφού τα Σπαρτιατικά ιδεώδη, η αγάπη προς την πατρίδα, αλλά και η γενναιότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τον θάνατο, δεν επέτρεπαν τέτοιου είδους σκέψεις. Μαζί τους έμειναν να πολεμήσουν και οι Θεσπιείς με δύναμη 700 ανδρών με αρχηγό τον Δημόφιλο του Διαδρόμου καθώς και οι Θηβαίοι, για τους οποίους ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Λεωνίδας τους κράτησε παρά την θέλησή τους, αντιμετωπίζοντας τους ως ομήρους (Ηροδότου Ιστορία, Βιβλίο Ζ, 222). Για το γεγονός βέβαια της παραμονής με την βία των Θηβαίων στο πεδίο της μάχης, ο Πλούταρχος έχει διαφορετική άποψη, μιας και θεωρούσε αυτή την κίνηση αρκετά παρακινδυνευμένη από την πλευρά του Λεωνίδα, αφού αν τους κρατούσε με την βία ουσιαστικά θα επέτρεπε την παρουσία μιας «φιλοεχθρικής» δύναμης στα σπλάχνα του ελληνικού στρατοπέδου, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει το μέρος των Περσών κατά την διάρκεια της μάχης, χτυπώντας από έσω τις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις. Σύμφωνα πάντα με τον Ηρόδοτο, οι δυνάμεις των Ελληνικών πόλεων δεν έφυγαν αυτοβούλως αλλά κατόπιν διαταγής του Λεωνίδα, και έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης ως λιποτάκτες. Ο ίδιος ιστορικός αναφέρει επίσης ότι η παραμονή του Λεωνίδα στο πεδίο της μάχης, βασιζόταν περισσότερο στην αγάπη του προς την Πατρίδα του, για την οποία οι χρησμοί είχαν προβλέψει ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης, ή απώλεια του Βασιλιά της από το γένος του Ηρακλή.
Ειδικότερα ο χρησμός του μαντείου των Δελφών όπως τον παραθέτει ο Ηρόδοτος έχει ως εξής:
«Ακούστε τη μοίρα σας, κάτοικοι της πλατιάς έκτασης της Σπάρτης,
είτε η ένδοξη, τιμημένη πόλη σας θα λεηλατηθεί από τους γιους του Περσέα η, αν δεν γίνει αυτό,
ολόκληρη η γη του Λακεδαίμονα θα θρηνήσει
το θάνατο ενός βασιλιά του οίκου του Ηρακλή.
Η δύναμη των λιονταριών η των ταύρων δεν θα τον συγκρατήσει, αν έρθει εναντίον του,
γιατί έχει τη δύναμη του Δια.
Και λέγω ότι δεν θα σταματήσει,
ώσπου να καταστρέψει το ένα απ’ τα δυο.»
(Ηροδότου Ιστορία, Βιβλίο Ζ, 220)
Το ξημέρωμα λοιπόν της τρίτης μέρας, ο Ξέρξης αφού πρόσφερε θυσίες στους Θεούς ετοιμάστηκε για την καθοριστική μάχη που θα έκρινε και την τύχη των στενών. Η επίθεση άρχισε περίπου στις 10 το πρωί όπως υπολογίζεται από τους ιστορικούς, έτσι ώστε ταυτόχρονα με την έναρξή της, να έχει προλάβει η δύναμη του Υρδάνη να φτάσει στα στενά μέσω της Ανοπαίας ατραπού, και να περικυκλώσει τους ηρωικούς υπερασπιστές τους. Οι Ελληνικές δυνάμεις δεν παραμένουν στα στενότερα σημεία των στενών, αλλά επιλέγουν να αναμετρηθούν με τους Βαρβάρους σε σημείο πιο ανοικτό, και σε διάταξη συμπαγούς φάλαγγας, και όχι σε διαδοχικούς σχηματισμούς όπως τις προηγούμενες ημέρες. Η επιλογή του ανοικτού αυτού σημείου, στο οποίο ποτέ πριν οι Ελληνικές δυνάμεις δεν είχαν αναμετρηθεί, αλλά και η διάταξή τους σε συμπαγή οπλιτική φάλαγγα, δείχνει καθαρά ότι ξέροντας με σιγουριά την έκβαση της μάχης, ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν ηρωικά περνώντας όμως μαζί τους όσους περισσότερους βαρβάρους μπορούσαν.
Η επίθεση των Περσών ήταν σφοδρή. Ένα πολυάριθμο κύμα βαρβάρων ξεχύνεται μέσα στα στενά και ορμά εναντίον των ηρωικών υπερασπιστών τους. Πίσω από τον ανθρώπινο βαρβαρικό όχλο κατά διαταγή του Ξέρξη, οι επικεφαλείς των τμημάτων ακολουθούν κρατώντας μεγάλα μαστίγια, χτυπώντας με μανία τους οπλίτες, ωθώντας τους έτσι προς το εσωτερικό των στενών. Από την άλλη πλευρά οι Έλληνες δεν αρκούνται μόνο στην απόκρουση των επιθέσεων αλλά επιτίθενται και αυτοί με ορμή διατηρώντας την συνοχή της οπλιτικής φάλαγγας. Οι ορδές όμως των Περσών είναι αμέτρητες, και κάθε βάρβαρος που σκοτώνεται αναπληρώνεται αμέσως. Οι απώλειες για τους βαρβάρους είναι πολύ βαριές, όμως ο Ξέρξης δεν νοιάζεται και πολύ για την απώλεια τόσων πολλών ανθρώπινων ζωών προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του. Οι Έλληνες μαχητές πολεμούν με απαράμηλο θάρρος και γενναιότητα πέφτοντας ηρωικά ο ένας μετά τον άλλο, χωρίς όμως να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους. Τα δόρατα των περισσότερων έχουν σπάσει και αναγκάζονται να πολεμούν τους βαρβάρους με τα ξίφη τους. Κάποια στιγμή πάνω στην σφοδρή μάχη πέφτει ηρωικά ο Λεωνίδας από αλλεπάλληλα εχθρικά χτυπήματα. Τότε μια άγρια και φονική μάχη ξεσπάει γύρω από το άψυχο σώμα του, καθώς οι Πέρσες προσπαθώντας να το αποσπάσουν αντιμετωπίζουν την πεισματώδη αντίσταση των Λακεδαιμονίων που βλέπουν τον Βασιλιά τους να κείτεται νεκρός στο πεδίο της μάχης. Τέσσερις φορές οι Λακεδαιμόνιοι καταφέρνουν να τρέψουν σε φυγή τους βαρβάρους πολεμώντας με απίστευτη γενναιότητα, και καταφέρνουν να σύρουν τελικά το άψυχο σώμα του Λεωνίδα προς το μέρος τους.
Την ίδια στιγμή όμως οι δυνάμεις του Υρδάνη πλησιάζουν προς το πεδίο της μάχης και έτσι όσοι ηρωικοί υπερασπιστές έχουν μείνει (εκτός από τους Θηβαίους) αναγκάζονται να υποχωρήσουν προς το στενότερο μέρος της διάβασης πάνω σε ένα μικρό λοφίσκο. Σε αυτό το σημείο οι Περσικές δυνάμεις τους περικυκλώνουν πλέον από όλα τα σημεία, αλλά ακόμα και τότε, βλέποντας τους ολιγάριθμους, πληγωμένους, και χωρίς τον πλήρη οπλισμό τους, δεν τολμούν να πλησιάσουν τους καλύτερους των Ελλήνων πολεμιστών. Ακόμα και οι επίλεκτες δυνάμεις των Αθανάτων του Υρδάνη, που μόλις έχουν μπει στο πεδίο της μάχης τρέμουν στην ιδέα της αναμέτρησης με τους ηρωικούς Σπαρτιάτες. Έτσι οι περσικές δυνάμεις έχοντας πλέον περικυκλώσει τους ηρωικούς υπερασπιστές των στενών από παντού, εξαπολύουν εναντίον τους μια βροχή από βέλη και ακόντια αποδεκατίζοντας τους χωρίς τον κίνδυνο απωλειών από μέρους τους. Οι Σπαρτιάτες πολεμιστές πέφτουν ηρωικά μέχρι ενός, «πεθαίνουν παραμένοντας αθάνατοι, αφού η αρετή δοξάζοντάς τους, θα τους ανεβάζει πάνω από του Άδη τα παλάτια» όπως τα λόγια του ποιητή Σιμωνίδη δοξάζουν την θυσία τους.
Μετά το πέρας της μάχης, οι Θηβαίοι παραδόθηκαν στον Ξέρξη δηλώνοντάς του ότι είχαν ακολουθήσει τους υπόλοιπους με την βία και χωρίς την θέληση τους. Ο Μεγάλος Βασιλιάς όμως επιφυλάσσει γι’ αυτούς την μοίρα που έχουν όλοι οι προδότες, και διατάζει να τους αφήσουν ελεύθερους, στιγματίζοντάς τους όμως με τα βασιλικά περσικά εμβλήματα, γεγονός που αποτελούσε μεγάλη ντροπή στον τότε Ελληνικό κόσμο. Στην συνέχεια ο Μεγάλος Βασιλιάς αναζήτησε στο πεδίο της μάχης το άψυχο σώμα του Λεωνίδα, και όταν το βρήκε, διέταξε να του κόψουν το κεφάλι και να το καρφώσουν σε έναν πάσσαλο, δείχνοντας έτσι τον θυμό του και το μίσος του, για τους ανθρώπους που είχαν αμφισβητήσει όσο κανένας άλλος την δύναμή του. - κάτι ασυνήθιστο για τους Πέρσες, που συνήθιζαν να τιμούν τους γενναίους αντιπάλους τους (όπως τον Πυθέα, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε στη Σκιάθο πριν τη ναυμαχία του Αρτεμισίου). Μετά από σαράντα χρόνια, τα λείψανα του Λεωνίδα μεταφέρθηκαν στη Σπάρτη και διοργανώθηκαν ετήσιοι αγώνες προς τιμή του.
Μαζί με τη μάχη είχε λήξει και η ναυμαχία του Αρτεμισίου. Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα. Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό Ο Θεμιστοκλής, όμως, έπεισε τους Έλληνες να μείνουν στη Σαλαμίνα, όπου πέτυχαν αποφασιστική νίκη.
Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες μετά τη νίκη τους στη Σαλαμίνα θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε . Πέρασε τον χειμώνα στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους. Το επόμενο έτος, ο Μαρδόνιος ανακατέλαβε την Αθήνα. Αλλά, οι Έλληνες, υπό την ηγεσία των Σπαρτιατών, αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν, για αυτό βάδισαν για την Αττική . Ο Μαρδόνιος υποχώρησε στη Βοιωτία, για να εξαναγκάσει τους Έλληνες να πολεμήσουν στις Πλαταιές. Στη μάχη των Πλαταιών, το ελληνικό πεζικό συνέτριψε τους Πέρσες, ενώ στη μάχη της Μυκάλης, ο ελληνικός στόλος πέτυχε σοβαρή νίκη επί του περσικού στόλου. Από την αρχή της μάχης των Θερμοπυλών οι νεκροί θάβονταν στο σημείο που έπεσαν. Έτσι στα στενά μετά το πέρας της μάχης χαράχτηκαν τρία επιγράμματα:
Προς τιμήν των ανδρών που έπεσαν από όλες τις ελληνικές πόλεις χαράχτηκε το επίγραμμα:
«ΜΥΡΙΑΣΙΝ ΠΟΤΕ ΤΗΔΕ ΤΡΙΗΚΟΣΙΑΙΣ ΕΜΑΧΟΝΤΟ ΕΚ ΠΕΛΟΠΟΝΝΑΣΟΥ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΤΕΤΤΟΡΕΣ»
(Εδώ κάποτε πολεμούσαν με τριάντα μυριάδες, τέσσερις χιλιάδες Πελοποννήσιοι)
Προς τιμήν των Τριακοσίων Σπαρτιατών και του Βασιλιά Λεωνίδα που έπεσαν ηρωικά στο πεδίο της μάχης, ο επιγραμματοποιός Σιμωνίδης έγραψε:
«Ω ΞΕΙΝ, ΑΓΓΕΛΕΙΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙΣ ΟΤΙ ΤΗΔΕ ΚΕΙΜΕΘΑ ΤΟΙΣ ΚΕΙΝΩΝ ΡΗΜΑΣΙ ΠΕΙΘΟΜΕΝΟΙ»
(Ξένε, να πεις στους Λακεδαιμόνιους ότι είμαστε εδώ θαμμένοι υπακούοντας στους νόμους τους)
Προς τιμήν του μάντη Μεγιστία που αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον Βασιλιά της Σπάρτης και να φύγει όπως αυτός του είχε επιτρέψει, γράφτηκε το εξής επίγραμμα:
«ΜΝΗΜΑ ΤΟΔΕ ΚΛΕΙΝΟΙΟ ΜΕΓΙΣΤΙΑ, ΟΝ ΠΟΤΕ ΜΗΔΟΙ ΣΠΕΡΧΕΙΟΝ ΠΟΤΑΜΟΝ ΚΤΕΙΝΑΝ ΑΜΕΙΨΑΜΕΝΟΙ, ΜΑΝΤΙΟΣ, ΟΣ ΤΟΤΕ ΚΗΡΑΣ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΑΣ ΣΑΦΑ ΕΙΔΩΣ ΟΥΚ ΕΤΛΗ ΣΠΑΡΤΗΣ ΗΓΕΜΟΝΑΣ ΠΡΟΛΙΠΕΙΝ»
(Τούτο το μνημείο είναι του ξακουστού Μεγιστία που κάποτε οι Μήδοι, όταν πέρασαν τον Σπερχειό ποταμό, τον σκότωσαν, τον μάντη, που μ’ όλο που ήξερε καλά τον θάνατο που τον περίμενε, όμως δεν καταδέχτηκε να αφήσει τον Βασιλιά της Σπάρτης»
Επίγραμμα για τους 700 Θεσπιείς: "Άνδρες τοι ποτ' έναιον υπό κροτάφοις Ελικώνος,
λήματα των αυχεί Θεσπιάς ευρύχορος.
λήματα των αυχεί Θεσπιάς ευρύχορος.
Κοντά στο πεδίο της μάχης βρίσκεται το μνημείο του Λεωνίδα, κάτω απ' το οποίο φαίνεται η φράση «Μολών λαβέ». Αριστερά του μνημείου υπάρχει ένα μαρμάρινο άγαλμα που αναπαριστά τον Ευρώτα ποταμό, ενώ το μαρμαρινό άγαλμα που βρίσκεται στα δεξιά αναπαριστά την οροσειρά του Ταΰγετου. Ο Βασιλεύς της Σπάρτης Λεωνίδας, 300 συμπολίτες του και 700 Θεσπιείς, πίπτουν ηρωικώς μέχρις ενός, υπερασπιζόμενοι το στενό των Θερμοπυλών κατά των ασυγκρίτως υπέρτερων αριθμητικώς δυνάμεων των Περσών και υπεραμυνόμενοι των ιερών και οσίων του Έθνους μας. Ο Διηνέκης, ο Αλφαίος, ο Μάρων και ο Διθύραμβος διακρίνονται ιδιαιτέρως στην μάχη. Η θυσία αυτή αποτελεί έκτοτε παράδειγμα προς μίμησιν για τις μεταγενέστερες γενεές. Οι ηρωικοί υπερασπιστές των Θερμοπυλών με την θυσία τους μπορεί να μην απέτρεψαν τελικά τις Περσικές ορδές να περάσουν από τις Θερμοπύλες, συνέβαλαν όμως αποφασιστικά στην τελική νίκη της Ελλάδας απέναντι στον Ασιατικό επεκτατισμό, και παραμένουν από τότε σύμβολο γενναιότητας, φιλοπατρίας και απαράμηλου ηρωισμού τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ξένους μελετητές
ΠΗΓΕΣ