Του
Άριστου Αριστοτέλους
Το αδυσώπητο ερώτημα της ιεράρχησης και κατανομής περιορισμένων εθνικών πόρων σε απεριόριστες χρήσεις και απαιτήσεις, που αντιμετωπίζουν οι χώρες της ΕΕ, καθίσταται ακόμη πιο επώδυνο σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Στην Κύπρο - όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ - η τραγική κατάσταση της οικονομίας και η ανάγκη περισυλλογής πιέζουν αφόρητα τις αμυντικές δαπάνες οι οποίες, πάρα τις αντιλήψεις της κυβέρνησης περί απειλής, προβλέπεται να μειωθούν (σε πραγματικούς όρους) στα επίπεδα του 1988. Αναπόφευκτα θέματα αμυντικής πολιτικής, περιλαμβανομένης και της μείωσης της θητείας, αλλάζουν προτεραιότητα.
Το αδυσώπητο ερώτημα της ιεράρχησης και κατανομής περιορισμένων εθνικών πόρων σε απεριόριστες χρήσεις και απαιτήσεις, που αντιμετωπίζουν οι χώρες της ΕΕ, καθίσταται ακόμη πιο επώδυνο σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Στην Κύπρο - όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ - η τραγική κατάσταση της οικονομίας και η ανάγκη περισυλλογής πιέζουν αφόρητα τις αμυντικές δαπάνες οι οποίες, πάρα τις αντιλήψεις της κυβέρνησης περί απειλής, προβλέπεται να μειωθούν (σε πραγματικούς όρους) στα επίπεδα του 1988. Αναπόφευκτα θέματα αμυντικής πολιτικής, περιλαμβανομένης και της μείωσης της θητείας, αλλάζουν προτεραιότητα.
Υπό
το βάρος της οικονομικών περιορισμών και της ανάγκης διαφύλαξης ή και περαιτέρω
ενίσχυσης του κράτους πρόνοιας ( παιδείας, υγείας, συντάξεων, κοινωνικών παροχών
κ.λπ) ο τομέας της άμυνας στις ευρωπαϊκές χώρες
- ιδίως μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου και την εξάλειψη της «σοβιετικής
απειλής» - βρισκόταν
συνήθως στο στόχαστρο περικοπών για να μην στερηθούν των πόρων αυτών άλλοι
τομείς. Σήμερα με τις φιλελεύθερες αντιλήψεις για
περιορισμό ή και τερματισμό του κράτους πρόνοιας, και
υπό το φως της κρίσης που διέρχεται η Ευρώπη, οι περικοπές ναι
μεν μπορεί να
εκτείνονται και
στους πιο πάνω τομείς αλλά η άμυνα συνεχίζει να θεωρείται, για
το κοινό των ευρωπαϊκών χωρών, προτιμότερος
τομέας για περικοπές παρά οι συντάξεις και τα άλλα δημόσια αγαθά.
Ευρώπη,
Τουρκία, Ελλάδα
Κατά
την περίοδο 2009 – 2012 οι αμυντικές δαπάνες μεταξύ των χωρών μελών του ΝΑΤΟ στο
σύνολό τους μειώθηκαν κατά $ 56 δις. Ακόμη ανάμεσα στο σύνολο των χωρών της
Ευρώπης οι αμυντικές δαπάνες μειώθηκαν από $303,1 δ., που ήταν το 2011 σε $280,1
δ. το 2012 (IISS). Αξιοσημείωτες είναι
οι μειώσεις μεγάλων χωρών όπως της Γερμανίας, από $48,1 δ. σε $40,3 δ. και της
Γαλλίας από $53,4 δ. σε $ 48,1 δ. και βέβαια εκείνες των προβληματικών
οικονομιών του Νότου όπως της Ιταλίας, από $30,2 δ. σε $23,6 δ., της Ισπανίας
από $13,9 σε $11,7 δ και της Πορτογαλίας από $3,6 δ σε $2,5 δ.
Η διαπίστωση αυτή και η παρατεινόμενη κρίσιμη
οικονομική κατάσταση , υποδηλοί ότι
θα συνεχίσει να είναι εξαιρετικά αδύνατο για τους Ευρωπαίους συμμάχους
στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, να εκπληρώσουν συλλογικούς στόχους αμυντικής
πολιτικής, που μεταξύ άλλων προϋποθέτουν εξασφάλιση συστημάτων συλλογής
πληροφοριών, επιτήρησης και
αναγνώρισης, κατευθυνόμενων βλημάτων
ακριβείας, βαρέων
μεταγωγικών και
αεροσκαφών ανεφοδιασμού
στον αέρα.
Εξαίρεση
αποτελούν η
Βρετανία, όπου οι αμυντικές δαπάνες μεταξύ
2011 και 2012 αυξήθηκαν από $63.5 δ. σε $64 δ., καθώς και η Τουρκία όπου από $14,4
ανήλθαν στα $16,9
δ., προσβλέποντας στη
διατήρηση και ενίσχυση
της αξιοπιστίας των Ενόπλων Δυνάμεων τους. Πιο
αξιόλογο είναι το γεγονός ότι
στην Ελλάδα, παρά
το τεράστιο οικονομικό πρόβλημα και τις αιματηρές περικοπές του
δημοσίου, οι
αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν
από $6,5 δ. σε $7,6 δ., μεταφέροντας
προφανώς μήνυμα
ότι η κρίση δεν κάμπτει την αποφασιστικότητα της να υπερασπίσει απειλούμενα
εθνικά της συμφέροντα. Οι χώρες αυτές
έχουν και το υψηλότερο ποσοστό αμυντικών δαπανών επί του
ΑΕΠ (Ελλάδα ,2.9%, Η.Β.
2.6% και Τουρκία 2,1%) σε σύγκριση το μέσο όρο του 1.5% των ευρωπαϊκών
χωρών
Κύπρος
Όσον αφορά την Κύπρο, οι εξαιρετικά αρνητικοί
ρυθμοί ανάπτυξης και οι απαιτούμενες περικοπές στις κρατικές δαπάνες,
αναπόφευκτα ασκούν ασφυκτικές πιέσεις στα κονδύλια για την άμυνα, πράγμα
ιδιαίτερα δύσκολο όταν τα τουρκικά στρατεύματα στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού
παρουσιάζονται ενισχυμένα (Ετήσια
Έκθεση ΚΥΚΕΣΜΕ, 2013). Το 2013 οι προϋπολογισθείσες δαπάνες για
την άμυνα
ανέρχονταν συνολικά στα €342.5 εκ. ($466.5 εκ.), εκ
των οποίων τα €95 εκ. ( $129.4εκ,)αφορούσαν εξοπλισμούς, όμως το
ποσοστό υλοποίησης τους αναμένεται να είναι
χαμηλότερο.
Τα αποτελέσματα της οικονομικής περισυλλογής
αντανακλώνται επίσης στις προβλεπόμενες αμυντικές δαπάνες των επόμενων τριών
χρόνων, που μειώνονται στα €319 εκ το 2014, στα €310.3 εκ. το 2015 και στα
€294.2 το
2016, και που σε πραγματικούς όρους (υπολογιζόμενες σε δολάρια ΗΠΑ) είναι
χαμηλότερες εκείνων
του 1987 – 1988.Τα διλλήματα είναι μεγάλα, γιατί πέραν των διοικητικών και άλλων
λειτουργικών εξόδων και του μισθολογίου των στελεχών, που έχει ήδη αποψιλωθεί,
οι περικοπές
αυτές θα επηρεάσουν αρνητικά τα εξοπλιστικά προγράμματα της Εθνικής Φρουράς. Ήδη
για φέτος το σχετικό κονδύλι προβλέπεται να
μειωθεί κατά
25.4%, το 2015 κατά 13,5% και το 2016 κατά
27.4%.
Η κατάργηση θέσεων και η μη αντικατάσταση Ακολούθων
Άμυνας, η τροποποίηση
ασκήσεων για να γίνεται εξοικονόμηση από τη σίτιση εφέδρων και άλλα συναφή
μέτρα, προστιθέμενα στις γενικότερες
περικοπές στον
αμυντικό τομέα, δεν
δημιουργούν το
αναγκαίο κλίμα για ανάπτυξη των Ενόπλων Δυνάμεων της Δημοκρατίας που είναι
κύριος στόχος αμυντικής πολιτικής . Δεν συμβάλουν στην άσκηση αποτελεσματικής
αμυντικής διπλωματίας και συμμετοχής σε διεθνείς συναντήσεις και αποστολές. Ούτε
και αφήνουν περιθώρια
προσδοκίας για μείωση της στρατιωτικής θητείας. Εκτός
αν οι αρμόδιες αρχές ιεραρχήσουν διαφορετικά
τις οικονομικές και πολιτικές τους
προτεραιότητες και διαθέσουν περισσότερους από τους ήδη περιορισμένους πόρους
στην άμυνα αντί σε άλλες κοινωφελείς υπηρεσίες του δημόσιου τομέα.
Αυτα είναι αδυσώπητα
ερωτήματα που καλούνται να απαντήσουν όσοι λαμβάνουν αποφάσεις σε τέτοια
ζητήματα εθνικής στρατηγικής.