Οι Τούρκοι την έχουν ονομάσει "ημέρα της νίκης". Στην πραγματικότητα ήταν ημέρα σφαγής. Και δεν κράτησε 24 ώρες.Οι περιγραφές του Γάλλου δημοσιογράφου Rene Puaux από τη Σμύρνη.
για τους εκτοπισμούς και τις πορείες θανάτου των Ελλήνων είναι ανατριχιαστικές.
"Όταν οι Τούρκοι έφθασαν στη Σμύρνη, καθιέρωσαν αυστηρό έλεγχο για τους Έλληνες και τους Αρμένιους που ήθελαν να φύγουν από την πόλη. Τίποτα πιο φυσικό και λογικό. Μεταξύ αυτών των πολιτών μπορεί να κρύβονταν στρατιώτες του ελληνικού στρατού, που είχαν πετάξει βιαστικά τις στολές τους. Ήταν νόμιμα αιχμάλωτοι των νικητών. Αυτή, εξάλλου, την εξήγηση έδωσαν οι Τούρκοι, όταν επικρίθηκε η μαζική εκτόπιση του ανδρικού πληθυσμού της Σμύρνης προς την ενδοχώρα. Στην παρατήρηση πως ήταν ελάχιστα αληθοφανές το γεγονός ότι αυτές οι δεκάδες χιλιάδες αν θρώπων ήταν όλοι στρατιώτες μεταμφιεσμένοι, οι Τούρκοι πρόβαλαν το επιχείρημα ότι, αν αυτοί οι άνδρες δεν ήταν στρατιώτες, θα μπορούσαν όμως να γίνουν, και ότι έπρεπε να προφυλαχθούν από μια ενδεχόμενη επιστράτευση των προσφύγων, την οποία θα επιχειρούσε ίσως η Ελληνική κυβέρνηση.
Την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου κυκλοφόρησε η διαταγή του στρατηγού Νουρεντίν να συλλάβουν όλο τον ανδρικό πληθυσμό από δεκαοκτώ μέχρι σαράντα πέντε ετών. Αντίθετα με την εξήγηση που έδωσαν εκ των υστέρων οι Τούρκοι, δεν επρόκειτο παρά για άνδρες που υπετίθετο ότι είχαν αγωνιστεί στο πλευρό του ελληνικού στρατού. Στην πράξη συνέλαβαν όλους τους άνδρες με ρωμαλέο παρουσιαστικό από δεκαπέντε μέχρι πενήντα πέντε ετών. Γι' αυτές τις συλλήψεις ένας μάρτυρας αφηγείται τα ακόλουθα:
«Δεν μπορούσε να υπάρξει πιο σπαρακτικό θέαμα- οι γυναίκες είχαν χωριστεί από τους άνδρες τους, οι μανάδες από τους γιους τους, οι αδελφές από τους αδελφούς τους. Όλοι όσοι είχαν συλληφθεί με τον τρόπο αυτό, είχαν σταλεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ad hoc και, όταν συγκεντρώθηκαν όλοι εκεί, έπεσαν θύματα ληστείας των Τούρκων στρατιωτών. Δεν τους έκλεψαν μόνο τα χρήματα που είχαν, αλλά και τα ρούχα και τα παπούτσια τους. Για να γλιτώσουν την τέλεια απογύμνωση, πολλοί απ' αυτούς έσκιζαν οι ίδιοι τα ρούχα τους, γιατί οι Τούρκοι βλέποντας κουρέλια και μόνο, δεν τους τα έβγαζαν καθόλου».
Από αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι Τούρκοι έστελναν καθημερινά προς την ενδοχώρα περίπου χίλιους Χριστιανούς, κατά φάλαγγες, αποσπώντας τους από τον αριθμό εκείνων που είχαν συλληφθεί με αυτό τον τρόπο.
Σύμφωνα με αφηγήσεις όσων κατάφεραν να διαφύγουν κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών αυτών των εκτοπίσεων προς την ενδοχώρα, τρεις χιλιάδες περίπου από τους αιχμαλώτους φονεύθη καν έξω από το χωριό Μπουνάρμπασι, σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από τη Σμύρνη. Οι τελευταίες φάλαγγες οδηγήθηκαν στην ενδοχώρα χωρίς ρούχα και παπούτσια, γιατί τους είχαν κλέ ψει τα πάντα. Πολλοί από αυτούς έπεσαν καθοδόν και επειδή ήταν αδύνατο να υπακούσουν στις διαταγές των Τούρκων ιππέων και να προχωρήσουν, φονεύθηκαν επί τόπου. Ο αριθμός αυτών των κατοίκων της Σμύρνης και της ενδοχώρας (ηλικίας από δεκαοχτώ μέχρι σαράντα πέντε ετών), που συνελήφθησαν έτσι και οδηγήθη καν από τους Τούρκους προς την ενδοχώρα, θα πρέπει να υπολογι στεί στις 150.000.
Οι Χριστιανοί που προορίζονταν για εκτόπιση, συγκεντρώνονταν στο Διοικητήριο. Όταν συγκεντρωνόταν ένας ικανοποιητικός αριθμός, άρχιζε η μετακίνηση τους. Μεταξύ αυτών υπήρχε και ένα σημαντικό ποσοστό ιερέων. Τους οδηγούσαν Τούρκοι στρατιώτες, πολλοί των οποίων ήταν εφοδιασμένοι με ρόπαλα. Κατά την πορεία ο όχλος τους λιθοβολούσε, πετώντας τους μαζί με τις | πέτρες και ακαθαρσίες.
Τους ανάγκαζαν να φωνάζουν Yiaschahin Moustafa Kemal pacha.
Για την τύχη των αιχμαλώτων που οδηγήθηκαν προς την ενδοχώρα, έχουμε τρομακτικές μαρτυρίες.
Ο Νικόλαος Χατζόπουλος του 32ου Συντάγματος Πεζικού, από τη Νάξο, που κατόρθωσε να δραπετεύσει, καταθέτει:
«Αιχμαλωτιστήκαμε στις 9 Σεπτεμβρίου στην Πούντα (βόρεια συνοικία της Σμύρνης) και την ίδια μέρα μας έκλεισαν στις αποθήκες του λιμανιού, μας έκλεψαν ό, τι είχαμε στην κατοχή μας, και στη συνέχεια, την επομένη, μας οδήγησαν στο Νύμφαιον . Το τουρκικό πλήθος που είχε μαζευτεί κατά μήκος του δρόμου, μας χτυπούσε και μας πετούσε πέτρες αναγκάζοντας μας να φωνάζουμε: ζήτω ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς. Εκείνοι που αρνούνταν, δέχονταν μαχαιριές.
Καθώς αφήναμε τη Σμύρνη, συναντήσαμε πέντε δίτροχα καροτσάκια, γεμάτα με πτώματα Ελλήνων πολιτών, που τα πήγαιναν να τα πετάξουν σε μια χαράδρα.
Μετά από δύο ώρες πεζοπορίας από τη Σμύρνη, η φάλαγγα μας σταμάτησε.
Εκεί οι Τούρκοι διέταξαν τους Έλληνες στρατιώτες που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία να αποχωριστούν από τους Έλληνες οι οποίοι ήταν από την Παλαιά Ελλάδα. Τους ανακοίνωσαν την πρόθεση τους να απολύσουν τους πρώτους και να τους δώσουν την άδεια να επιστρέψουν στα σπίτια τους. 800 περίπου άνδρες βγήκαν από τις σειρές τους συμπεριλαμβανομένων και αξιωματικών της χωροφυλακής. Τους συγκέντρωσαν σ' ένα μόνο τάγμα, τους οδήγησαν στην ξερή κοίτη ενός γειτονικού χειμάρρου και τους σκότωσαν όλους με ριπές οπλοπολυβόλων».
Η σφαγή αυτή επιβεβαιώθηκε από το δεκανέα Αντώνη Βιτζηλαίο του 26ου Συντάγματος Πεζικού, από τους στρατιώτες Νικόλαο Κορρέ του 25ου Συντάγματος Πεζικού, Νικηφόρο Βιτζηλαίο του 44ου Συντάγματος Πεζικού και από τον Κωνσταντίνο Χωριανόπουλο του 32ου Συντάγματος
Πεζικού, οι οποίοι ήταν παρόντες.Η σφαγή πρέπει να έγινε λίγο ανατολικότερα του Μπουρνόβα.
Οι πέντε καταθέσεις συμφωνούν επακριβώς. Η φάλαγγα που είχε δύναμη περίπου 5.000 ανδρών και μειώθηκε έτσι σε λίγο περισσό τερους από 4.000, ξανάρχισε τότε την πορεία της προς το Νύμφαιο. Σ' αυτή τη μικρή πόλη των 3.000 ψυχών το τουρκικό πλήθος χτύπησε τους αιχμαλώτους. Το ίδιο συνέβη στη Μαγνησία όπου έμειναν πέντε μέρες κλεισμένοι σ' έναν περίβολο. Εκεί οι Τούρκοι προσκάλεσαν το πλήθος να υποδείξει εκείνους από τους Έλληνες στρατιώτες που μπορούσε να αναγνωρίσει ως ενόχους για κάποια αδικήματα τον καιρό της Κατοχής. Χίλιοι από αυτούς «αναγνωρίστηκαν» με -τον τρόπο αυτό και τουφεκίστηκαν πάραυτα.
Οι επιζήσαντες χωρίστηκαν σε τρία «τάγματα εργασίας», που κατανεμήθηκαν ανάμεσα στη Μαγνησία, τον Κασαμπά και τη Φιλαδέλφεια.
Ένας από τους δραπέτες του τάγματος της Φιλαδέλφειας μας πληροφορεί ότι στις 26 Οκτωβρίου από τους χίλιους άνδρες δεν απέμειναν παρά 480. Οι υπόλοιποι υπέκυψαν από τη σκληρή δουλειά, την πείνα και το κρύο.
Τα ίδια γεγονότα επιβεβαιώνονται από τρεις Ιταλούς και έναν Γάλλο προστατευόμενο, οι οποίοι, αφού οδηγήθηκαν με τη βία μαζί με τους άλλους εκτοπισθέντες, κατάφεραν κατά την πορεία να γνωστοποιήσουν την ταυτότητα τους και να αφεθούν ελεύθεροι.
Σύμφωνα με διάφορες πληροφορίες από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, μπορούμε να ελπίζουμε πως θα δούμε με την ανταλλαγή των αιχμαλώτων την επανεμφάνιση, μόλις και μετά βίας, των μισών από τους 150.000 άνδρες που οι Τούρκοι έσυραν αιχμά λωτους, και ένας Θεός ξέρει σε τι κατάσταση.
Ένας άλλος αιχμάλωτος που διέφυγε από τη Σμύρνη, ο Δημήτριος Δήμας από τις Κουκουβάουνες της Αττικής, στρατιώτης στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού, που δούλευε μαζί με άλλους πενήντα στο καθάρισμα των ερειπίων από την πυρκαγιά, φέρει στο σώμα του σημάδια από σοβαρά εγκαύματα εξαιτίας ενός διαβρωτικού υγρού που έρριξαν στους συντρόφους του και στον ίδιο στο στενό περίβολο όπου ήταν κλεισμένοι. Οι άλλοι υπέκυψαν με αφόρητους πόνους. Εγκαταλελειμμένος για να πεθάνει, κατάφερε μέσα στο σκοτάδι να ξεφύγει. Δηλώνει πως ο υποσιτισμός, η κακομεταχείριση και η εξουθένωση από τη σκληρή δουλειά έκαναν τους αιχμα λώτους να μοιάζουν με φαντάσματα".
"Όταν οι Τούρκοι έφθασαν στη Σμύρνη, καθιέρωσαν αυστηρό έλεγχο για τους Έλληνες και τους Αρμένιους που ήθελαν να φύγουν από την πόλη. Τίποτα πιο φυσικό και λογικό. Μεταξύ αυτών των πολιτών μπορεί να κρύβονταν στρατιώτες του ελληνικού στρατού, που είχαν πετάξει βιαστικά τις στολές τους. Ήταν νόμιμα αιχμάλωτοι των νικητών. Αυτή, εξάλλου, την εξήγηση έδωσαν οι Τούρκοι, όταν επικρίθηκε η μαζική εκτόπιση του ανδρικού πληθυσμού της Σμύρνης προς την ενδοχώρα. Στην παρατήρηση πως ήταν ελάχιστα αληθοφανές το γεγονός ότι αυτές οι δεκάδες χιλιάδες αν θρώπων ήταν όλοι στρατιώτες μεταμφιεσμένοι, οι Τούρκοι πρόβαλαν το επιχείρημα ότι, αν αυτοί οι άνδρες δεν ήταν στρατιώτες, θα μπορούσαν όμως να γίνουν, και ότι έπρεπε να προφυλαχθούν από μια ενδεχόμενη επιστράτευση των προσφύγων, την οποία θα επιχειρούσε ίσως η Ελληνική κυβέρνηση.
Την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου κυκλοφόρησε η διαταγή του στρατηγού Νουρεντίν να συλλάβουν όλο τον ανδρικό πληθυσμό από δεκαοκτώ μέχρι σαράντα πέντε ετών. Αντίθετα με την εξήγηση που έδωσαν εκ των υστέρων οι Τούρκοι, δεν επρόκειτο παρά για άνδρες που υπετίθετο ότι είχαν αγωνιστεί στο πλευρό του ελληνικού στρατού. Στην πράξη συνέλαβαν όλους τους άνδρες με ρωμαλέο παρουσιαστικό από δεκαπέντε μέχρι πενήντα πέντε ετών. Γι' αυτές τις συλλήψεις ένας μάρτυρας αφηγείται τα ακόλουθα:
«Δεν μπορούσε να υπάρξει πιο σπαρακτικό θέαμα- οι γυναίκες είχαν χωριστεί από τους άνδρες τους, οι μανάδες από τους γιους τους, οι αδελφές από τους αδελφούς τους. Όλοι όσοι είχαν συλληφθεί με τον τρόπο αυτό, είχαν σταλεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ad hoc και, όταν συγκεντρώθηκαν όλοι εκεί, έπεσαν θύματα ληστείας των Τούρκων στρατιωτών. Δεν τους έκλεψαν μόνο τα χρήματα που είχαν, αλλά και τα ρούχα και τα παπούτσια τους. Για να γλιτώσουν την τέλεια απογύμνωση, πολλοί απ' αυτούς έσκιζαν οι ίδιοι τα ρούχα τους, γιατί οι Τούρκοι βλέποντας κουρέλια και μόνο, δεν τους τα έβγαζαν καθόλου».
Από αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι Τούρκοι έστελναν καθημερινά προς την ενδοχώρα περίπου χίλιους Χριστιανούς, κατά φάλαγγες, αποσπώντας τους από τον αριθμό εκείνων που είχαν συλληφθεί με αυτό τον τρόπο.
Σύμφωνα με αφηγήσεις όσων κατάφεραν να διαφύγουν κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών αυτών των εκτοπίσεων προς την ενδοχώρα, τρεις χιλιάδες περίπου από τους αιχμαλώτους φονεύθη καν έξω από το χωριό Μπουνάρμπασι, σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από τη Σμύρνη. Οι τελευταίες φάλαγγες οδηγήθηκαν στην ενδοχώρα χωρίς ρούχα και παπούτσια, γιατί τους είχαν κλέ ψει τα πάντα. Πολλοί από αυτούς έπεσαν καθοδόν και επειδή ήταν αδύνατο να υπακούσουν στις διαταγές των Τούρκων ιππέων και να προχωρήσουν, φονεύθηκαν επί τόπου. Ο αριθμός αυτών των κατοίκων της Σμύρνης και της ενδοχώρας (ηλικίας από δεκαοχτώ μέχρι σαράντα πέντε ετών), που συνελήφθησαν έτσι και οδηγήθη καν από τους Τούρκους προς την ενδοχώρα, θα πρέπει να υπολογι στεί στις 150.000.
Οι Χριστιανοί που προορίζονταν για εκτόπιση, συγκεντρώνονταν στο Διοικητήριο. Όταν συγκεντρωνόταν ένας ικανοποιητικός αριθμός, άρχιζε η μετακίνηση τους. Μεταξύ αυτών υπήρχε και ένα σημαντικό ποσοστό ιερέων. Τους οδηγούσαν Τούρκοι στρατιώτες, πολλοί των οποίων ήταν εφοδιασμένοι με ρόπαλα. Κατά την πορεία ο όχλος τους λιθοβολούσε, πετώντας τους μαζί με τις | πέτρες και ακαθαρσίες.
Τους ανάγκαζαν να φωνάζουν Yiaschahin Moustafa Kemal pacha.
Για την τύχη των αιχμαλώτων που οδηγήθηκαν προς την ενδοχώρα, έχουμε τρομακτικές μαρτυρίες.
Ο Νικόλαος Χατζόπουλος του 32ου Συντάγματος Πεζικού, από τη Νάξο, που κατόρθωσε να δραπετεύσει, καταθέτει:
«Αιχμαλωτιστήκαμε στις 9 Σεπτεμβρίου στην Πούντα (βόρεια συνοικία της Σμύρνης) και την ίδια μέρα μας έκλεισαν στις αποθήκες του λιμανιού, μας έκλεψαν ό, τι είχαμε στην κατοχή μας, και στη συνέχεια, την επομένη, μας οδήγησαν στο Νύμφαιον . Το τουρκικό πλήθος που είχε μαζευτεί κατά μήκος του δρόμου, μας χτυπούσε και μας πετούσε πέτρες αναγκάζοντας μας να φωνάζουμε: ζήτω ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς. Εκείνοι που αρνούνταν, δέχονταν μαχαιριές.
Καθώς αφήναμε τη Σμύρνη, συναντήσαμε πέντε δίτροχα καροτσάκια, γεμάτα με πτώματα Ελλήνων πολιτών, που τα πήγαιναν να τα πετάξουν σε μια χαράδρα.
Μετά από δύο ώρες πεζοπορίας από τη Σμύρνη, η φάλαγγα μας σταμάτησε.
Εκεί οι Τούρκοι διέταξαν τους Έλληνες στρατιώτες που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία να αποχωριστούν από τους Έλληνες οι οποίοι ήταν από την Παλαιά Ελλάδα. Τους ανακοίνωσαν την πρόθεση τους να απολύσουν τους πρώτους και να τους δώσουν την άδεια να επιστρέψουν στα σπίτια τους. 800 περίπου άνδρες βγήκαν από τις σειρές τους συμπεριλαμβανομένων και αξιωματικών της χωροφυλακής. Τους συγκέντρωσαν σ' ένα μόνο τάγμα, τους οδήγησαν στην ξερή κοίτη ενός γειτονικού χειμάρρου και τους σκότωσαν όλους με ριπές οπλοπολυβόλων».
Η σφαγή αυτή επιβεβαιώθηκε από το δεκανέα Αντώνη Βιτζηλαίο του 26ου Συντάγματος Πεζικού, από τους στρατιώτες Νικόλαο Κορρέ του 25ου Συντάγματος Πεζικού, Νικηφόρο Βιτζηλαίο του 44ου Συντάγματος Πεζικού και από τον Κωνσταντίνο Χωριανόπουλο του 32ου Συντάγματος
Πεζικού, οι οποίοι ήταν παρόντες.Η σφαγή πρέπει να έγινε λίγο ανατολικότερα του Μπουρνόβα.
Οι πέντε καταθέσεις συμφωνούν επακριβώς. Η φάλαγγα που είχε δύναμη περίπου 5.000 ανδρών και μειώθηκε έτσι σε λίγο περισσό τερους από 4.000, ξανάρχισε τότε την πορεία της προς το Νύμφαιο. Σ' αυτή τη μικρή πόλη των 3.000 ψυχών το τουρκικό πλήθος χτύπησε τους αιχμαλώτους. Το ίδιο συνέβη στη Μαγνησία όπου έμειναν πέντε μέρες κλεισμένοι σ' έναν περίβολο. Εκεί οι Τούρκοι προσκάλεσαν το πλήθος να υποδείξει εκείνους από τους Έλληνες στρατιώτες που μπορούσε να αναγνωρίσει ως ενόχους για κάποια αδικήματα τον καιρό της Κατοχής. Χίλιοι από αυτούς «αναγνωρίστηκαν» με -τον τρόπο αυτό και τουφεκίστηκαν πάραυτα.
Οι επιζήσαντες χωρίστηκαν σε τρία «τάγματα εργασίας», που κατανεμήθηκαν ανάμεσα στη Μαγνησία, τον Κασαμπά και τη Φιλαδέλφεια.
Ένας από τους δραπέτες του τάγματος της Φιλαδέλφειας μας πληροφορεί ότι στις 26 Οκτωβρίου από τους χίλιους άνδρες δεν απέμειναν παρά 480. Οι υπόλοιποι υπέκυψαν από τη σκληρή δουλειά, την πείνα και το κρύο.
Τα ίδια γεγονότα επιβεβαιώνονται από τρεις Ιταλούς και έναν Γάλλο προστατευόμενο, οι οποίοι, αφού οδηγήθηκαν με τη βία μαζί με τους άλλους εκτοπισθέντες, κατάφεραν κατά την πορεία να γνωστοποιήσουν την ταυτότητα τους και να αφεθούν ελεύθεροι.
Σύμφωνα με διάφορες πληροφορίες από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, μπορούμε να ελπίζουμε πως θα δούμε με την ανταλλαγή των αιχμαλώτων την επανεμφάνιση, μόλις και μετά βίας, των μισών από τους 150.000 άνδρες που οι Τούρκοι έσυραν αιχμά λωτους, και ένας Θεός ξέρει σε τι κατάσταση.
Ένας άλλος αιχμάλωτος που διέφυγε από τη Σμύρνη, ο Δημήτριος Δήμας από τις Κουκουβάουνες της Αττικής, στρατιώτης στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού, που δούλευε μαζί με άλλους πενήντα στο καθάρισμα των ερειπίων από την πυρκαγιά, φέρει στο σώμα του σημάδια από σοβαρά εγκαύματα εξαιτίας ενός διαβρωτικού υγρού που έρριξαν στους συντρόφους του και στον ίδιο στο στενό περίβολο όπου ήταν κλεισμένοι. Οι άλλοι υπέκυψαν με αφόρητους πόνους. Εγκαταλελειμμένος για να πεθάνει, κατάφερε μέσα στο σκοτάδι να ξεφύγει. Δηλώνει πως ο υποσιτισμός, η κακομεταχείριση και η εξουθένωση από τη σκληρή δουλειά έκαναν τους αιχμα λώτους να μοιάζουν με φαντάσματα".