Φθάνοντας γι΄ άλλη μια φορά στην Ίμβρο, ένα χρόνο μετά το ιστορικό άνοιγμα των σχολείων έπειτα από μισό αιώνα, στο πολύπαθο νησί, η αίσθηση ότι κάτι έχει αλλάξει σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια είναι διάχυτη.
«Πήρε ανάσα» το νησί με την ελληνική εκπαίδευση θα πουν μερικοί ενώ άλλοι θα ψελλίσουν ότι οι Ίμβριοι μπορούν να ζήσουν χωρίς ψωμί αλλά όχι χωρίς γράμματα.
Αποστολή Ίμβρος: Μαρία Γιαχνάκη
Οι φωνές των παιδιών αντικατέστησαν την άλλοτε νεκρική σιγή στα σοκάκια των χωριών. Τα ερειπωμένα κτήρια των παλιών σχολείων είναι πια κτήρια γεμάτα ζωή, όπου μέσα διδάσκονται οι αυριανοί πολίτες και οι γέροντες που ως και πριν ένα χρόνο περίπου καθόταν στα πεζούλια με σκυφτά τα κεφάλια, σήμερα υψώνουν το ανάστημα, παρακολουθώντας τα παιδιά που τρέχουν στο σχολείο ή κυνηγούν την μπάλα στην πλατεία.
Μπορεί να πει κανείς ότι δίνεται μια καθημερινή μάχη των κατοίκων, με την ιστορία που γράφτηκε με μελανά χρώματα, μόνο και μόνο για να κρατηθούν οι παραδόσεις, να επιστρέψουν οι καλές μνήμες και για να ξανάρθουν στο νησί Ίμβριοι από τα πέρατα του κόσμου. Έδωσαν το ερέθισμα άλλωστε όσοι προσπάθησαν για το άνοιγμα αυτών των σχολείων, όσοι κοπίασαν για να φέρουν νέο αίμα στο νησί ώστε να ζωντανέψει ότι είχε καταχωνιαστεί κάτω από τις βαριές πέτρες των χαλασμάτων, μετά την εγκληματική παρέμβαση και τιμωρία της Τουρκίας στην ζωή των Ελλήνων της Ίμβρου.
Δεν ήταν μικρό πράγμα το πρόγραμμα εριτμέ σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να καταστραφεί οτιδήποτε ελληνικό. Ούτε ήταν μικρό πράγμα οι απαλλοτριώσεις γης και οι αφίξεις εποίκων στο νησί και βέβαια δεν ήταν μικρό πράγμα εγκατάσταση ανοικτών φυλακών με βαρυποινίτες να ζουν ανάμεσα στους Ιμβρίους.
Η Ίμβρος που μαζί με την Τένεδο δόθηκε στην Τουρκία από τη συνθήκη της Λωζάννης, προσπαθεί να στηριχτεί στα πόδια της, από τότε και ας έγινε τουρκικό απόκτημα, όλα αυτά τα χρόνια. Οι Έλληνες που έζησαν εκεί και που ζουν ακόμη και σήμερα, νιώθουν πάντα πιο Έλληνες από οποιονδήποτε άλλον ενώ με βαθιά επίγνωση της ιστορίας προσπαθούν να ανοικοδομήσουν το μέλλον, στηριζόμενοι στις βασικές τροφές της ανάπτυξης που είναι τα γράμματα και ο πολιτισμός τους.
Τετρακόσιοι Έλληνες ζουν σήμερα στην Ίμβρο με δυσκολίες, ανασφάλειες αλλά με θέληση και οράματα να διατηρήσουν την ελληνική κουλτούρα.
«Αυτή τη στιγμή ζούμε στην Ίμβρο 400 Έλληνες το χειμώνα και μας φαίνεται σαν όνειρο αυτό που ζούμε», λέει o Ιωακείμ Καμπουρόπουλος διευθυντής του Γυμνασίου - Λυκείου του νησιού. «Είμαστε 6 καθηγητές, αποσπασμένοι από την Ελλάδα, 1 ομογενής και 4 Τούρκοι δάσκαλοι. Το σχολείο έδωσε μεγάλη ανάσα στο νησί αφού μαζί με τα παιδιά ήρθαν εννοείται και οι οικογένειές τους. Γίνονται δειλά δειλά βήματα να έρθουν και άλλοι. Το νησί πήρε άλλη μορφή. Αυτή τη στιγμή έχουμε 22 παιδιά στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, 8 παιδιά στο δημοτικό σύνολο 30 μαθητές και περιμένουμε και άλλα. Είναι αλήθεια ότι είμαστε περήφανοι για το άνοιγμα αυτών των σχολείων».
«Τα προβλήματα είναι πολλά δε μπορούμε να πούμε ότι είναι μικρά αλλά έχουμε ελπίδα και τα ξεπερνάμε» λέει ο καθηγητής του Λυκείου, κ. Μάρκος Μαρκετάκης. «Εκτός από τους μισθούς των καθηγητών όλοι οι άλλοι μισθοί και πληρωμές, θέρμανση, καθαριότητα, συσσίτια, αναλώσιμα καλύπτονται από χορηγίες.»
«Περάσαμε δύσκολα χρόνια στο νησί και οι σημερινές δυσκολίες δεν μας πτοούν», λέει ο Ντίνος Ζούνης, συνταξιούχος δάσκαλος που κι εκείνου η ζωή απόκτησε ενδιαφέρον στην άλλοτε σιωπηλή Ίμβρο. «Ξέρετε τι χρόνια περάσαμε, όταν μετά την παράβαση της συνθήκης της Λωζάνης ανακαλέστηκαν όλα τα δικαιώματα των μειονοτήτων και μαζί και τα δικά μας; Μας απαγόρευσαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία μας, μας φέρανε έποικους από την Τουρκία για να αλλοιώσουν το ελληνικό στοιχείο. Μας απαλλοτρίωσαν τις ιδιοκτησίες μας σε εξευτελιστικές τιμές. Τα παιδιά γυρνούσαν από τα σχολεία στα σπίτια τους και μιλούσαν τουρκικά, οι γονείς τα έχασαν. Πολλοί, για να τα σώσουν από αυτόν τον εκτουρκισμό τα έστειλαν στην Πόλη, μόνα τους σε ελληνικά σχολεία.»
«Η εγκατάσταση μιας "ανοικτής φυλακής" (δίπλα στο χωριό Σχοινούδι) για βαρυποινίτες από το εσωτερικό της χώρας αύξησε τον τρόμο του ελληνικού πληθυσμού και άρχισε η μετανάστευση», μας λέει και ο ιδρυτής του πρώτου ελληνικού Γυμνασίου Ισαάκ Αναστασιάδης, που με την Βούλα Μπερμπέρη, την ελληνίδα διευθύντρια του Δημοτικού και την Τουρκάλα υποδιευθύντρια Ιρέν Τσιλέρ, συχνά πυκνά σχεδιάζουν το μέλλον του τόπου μέσω της εκπαίδευσης.
Η Βούλα Μπερμπέρη μάλιστα, που κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να δημιουργηθεί καλό υλικό μαθητικού δυναμικού, αναρωτιέται πολλές φορές πως μπορεί να έγιναν όλα αυτά σε ένα νησί σαν την Ίμβρο: «Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν αυτή η ιστορία υπήρξε, αν τα γεγονότα αυτά έγιναν και μετά νιώθω περήφανη που όλοι εμείς εδώ προσπαθούμε και φυλάσσουμε Θερμοπύλες.»
«Δε μπορούσε κανείς να κυκλοφορήσει, έγιναν βιασμοί, τρομοκρατούσαν κόσμο, οι βαρυποινίτες κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας και απαριθμούσαν πόσους είχαν σκοτώσει. Τότε έφυγαν πολλοί Ίμβριοι από το νησί», λέει ο Κώστας Γραφιαδέλης, ένας από τους κατοίκους που άφησε τη ζωή του στην Ελλάδα και ήρθε να μείνει στην Ίμβρο μαζί με την σύζυγό του Χρυσούλα, δημιουργώντας μια μικρή επιχείρηση για να πάρει κι εκείνος μέρος στην αναγέννηση της γενέτειράς του.
«Μέχρι σήμερα, οι Έλληνες στην Ίμβρο ήταν στην πλειοψηφία τους γέροντες ενώ μετά το άνοιγμα των σχολείων γίνονται σημαντικά βήματα για να έρθουν στο νησί περισσότεροι νέοι», εξηγεί ο Γιώργος Ζαρμπουζάνης οινοποιός, ο οποίος μαζί με άλλους κατοίκους κοπιάζουν να δημιουργήσουν επιχειρήσεις και προϋποθέσεις ώστε να φέρουν κι άλλο κόσμο στο νησί.
«Το νησί μας έχει δυνατότητες κτηνοτροφικής ανάπτυξης, γεωργικής ανάπτυξης, καλλιέργειας αμπελώνων, ελαιών. Θέλουμε να ξαναστήσουμε την οικονομία στο νησί να μπορέσουμε να κρατήσουμε και να φυλάξουμε τη γη των προγόνων μας η οποία βάφτηκε με το αίμα τους», συμπληρώνει.
Ο παπά Θανάσης από το χωριό Σχοινούδι της Ίμβρου, κρατά ουσιαστικά και διατηρεί την επαφή των κατοίκων με την εκκλησία. «Η εκκλησία ήταν αυτή που κράτησε ως τώρα την ελπίδα μέσα μας. Ναι ζούμε υπό τουρκικό καθεστώς, γίναμε νησί της Τουρκίας μετά την Συνθήκη της Λωζάννης αυτό όμως δεν μας ξερίζωσε τον πόθο μας, την αγάπη μας για την Ελλάδα, για την γλώσσα μας και για την θρησκεία μας. Δεν εγκαταλείπουμε, παρά τα προβλήματα. Οι ανήμποροι γέροι στα χωριά χρειάζονται ένα συνεργείο βοηθείας στο σπίτι που να περιλαμβάνει τουλάχιστον νοσοκόμα. Υπάρχει τώρα μια νοσοκόμα εδώ που θέλει να μείνει αλλά δεν έχει βρεθεί τρόπος απόσπασής της από το νοσοκομείο των Αθηνών που έχει οργανική θέση. Προσπαθούμε για τα μικρά και για τα μεγάλα», εξηγεί.
Η Χρυσούλα Αγραφιώτου εργάζεται κι εκείνη στην Ίμβρο, αφήνοντας την ζωή της στην Ελλάδα. Διατηρεί καφενείο στη γενέτειρα του οικουμενικού Πατριάρχη, το οποίο ήταν το παλιό κουρείο του πατέρα του: «Ο Παναγιώτατος όταν έρχεται στο νησί γίνεται άλλος άνθρωπος. Νιώθει σαν παιδί, ηρεμεί, νοσταλγεί και σχεδιάζει συνεχώς για τον τόπο. Περπατάει στα δρομάκια, αγναντεύει την θάλασσα, συζητάει με τους κατοίκους, συμβουλεύει σαν πατέρας. Εξαιτίας του έγιναν πολλά βήματα για την Ίμβρο.»
Στα σοκάκια των χωριών της Ίμβρου, στα ερειπωμένα σπίτια ακόμη και σε αυτά που ξανάνοιξαν τα παραθυρόφυλλά τους, η ιστορία φωνάζει, φωνάζει από παντού. Οι μνήμες δεν σβήστηκαν ποτέ ούτε από τους παλιούς, ούτε από τους νεότερους. Μπορεί οι περισσότεροι να μην θέλουν να θυμούνται τις μαύρες εποχές που ξαφνικά η γλώσσα στα σχολεία έγινε από ελληνική τουρκική, μπορεί να μιλούν για την εποχή των ανοικτών φυλακών και την βίαιη μετανάστευση με απέχθεια αλλά τίποτα δεν κατάφερε να τους αποκόψει τον ομφάλιο λώρο, που τους συνδέει με το νησί τους, την Ίμβρο.
Κανείς δεν αρνείται την καλή συνεργασία με τις τουρκικές αρχές για την λειτουργία των σχολειών τους, ούτε την συνεργασία με τις τουρκικές υπηρεσίες για την καθημερινότητά τους, όμως κανείς τους δεν είναι αναπαυμένος για το αύριο από την στιγμή που όταν η Τουρκία θελήσει να ξανακλείσει τα σχολεία και να τους κάνει και πάλι τη ζωή μαρτύριο, μπορεί να το κάνει.
Πάνω από τα κεφάλια τους, τα παιδιά στα σχολεία έχουν την φωτογραφία του Κεμάλ Ατατούρκ, έξω από τα σχολεία τους και στις πλατείες τους κυματίζει πάντα η τουρκική σημαία.
Μέσα στην καθημερινότητά τους ζουν με Τούρκους επιθεωρητές στα σχολεία τους, Τούρκους έπαρχους στην περιοχή τους αλλά μέσα τους ξέρουν καλά ότι το ελληνικό στοιχείο ζεματάει τις καρδιές τους, το νου τους και τις ελπίδες τους.