Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Θέλουν νά πάψουν οἱ πολίτες νά εἶναι θρησκεύοντα μέλη τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

Επιστολή Μητροπολίτη Πειραιώς στον Πρωθυπουργό
Ἀκολουθεῖ ἡ ἐπιστολή τήν ὁποίαν ἀπέστειλε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ στόν Πρωθυπουργό κ. Ἀλέξιο Τσίπρα μέ θέμα τήν ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.
Ἐπιστολές μέ ἴδιο περιεχόμενο ἐστάλησαν στούς Ἀρχηγούς τῶν Κομμάτων τοῦ Κοινοβουλίου.
Ἐξοχώτατε Κύριε Πρωθυπουργέ,
Τίθεται συνεχῶς στό δημόσιο λόγο τό θέμα τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος μέ εἰσαγωγή «προσωπικοϊδεολογικῶν» διατάξεων, μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἡ ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας πού ἀδοκίμως καί ἀντιεπιστημονικῶς χαρακτηρίζεται ὡς «διαχωρισμός».
Στίς προτάσεις Σας περί Συνταγματικῆς ἀναθεωρήσεως ἀναφερθήκατε στήν ἐπαναπλαισίωση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας τήν ὁποία ἄμοιροι νομικῆς ἐπιστήμης καί ἀπό τόν πολιτικό καί δημοσιογραφικό χῶρο χαρακτηρίζουν ὡς «διαχωρισμό Κράτους-Ἐκκλησίας» καί μάλιστα ὁ Ἐξοχώτατος κ. Νικ. Φίλης ἀνέφερε ὅτι τό 70% τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ ἐπιθυμεῖ τόν «διαχωρισμό» τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος.
Πρέπει νά γίνει σαφές ὅτι οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας ἀφοροῦν σέ ἤδη διακριτούς ρόλους ὅπως ὁ νῦν Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας στό βιβλίο του «Ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος / Ὑπό τό πρίσμα τῆς κοινοβουλευτικῆς ἐμπειρίας», ἐκδ. Α.Α. Λιβάνη, Ἀθήνα 2010, σελ. 65 ἑπ. ἔχει ὑποστηρίξει.
«Οι διακριτοί ρόλοι προκύπτουν από την συγκρότηση του περιγράμματος του κράτους δικαίου δηλ. από την συνταγματική και έννομη τάξη και ευρίσκονται στα όρια εκκοσμικεύσεως των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας υφισταμένου του πολυθρύλητου διαχωρισμού» (Π. Μηλιαράκη-Συνταγματολόγου, ΕΠΙΚΑΙΡΑ 24-6-2016).
Καί ναί μέν στό πλαίσιο τῶν ρυθμιστικῶν κανόνων πού ἰσχύουν διατηροῦνται οἱ «εἰδικές σχέσεις» Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως τό ἑορτολόγιο καί οἱ ἐπίσημες τελετές, συναρτῶνται μέ τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις αὐτές οἱ «εἰδικές σχέσεις» δέν ἀναιροῦν τήν διάκρισι μεταξύ Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Πολιτεία νομοθετεῖ ἐρήμην ἤ καί ἐναντίον τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τά ψηφισθέντα νομοθετικά πλαίσια γιά τόν πολιτικό γάμο, τήν καύση τῶν νεκρῶν, τό αὐτόματο διαζύγιο, τήν ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, τή νομιμοποίηση τῶν ἐκτρώσεων, τό σύμφωνο συμβίωσης ἑτεροφύλων καί ὁμοφυλοφίλων κλπ. Συνεπῶς ἀπό τό γεγονός αὐτό ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι ἀπολύτως διακριτοί καί βρίσκονται στά ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης. Ἑπομένως ἡ ἰδεοληψία περί δῆθεν θεοκρατίας πηγάζει μόνο ἀπό σκοτεινή ἐμπάθεια καί νομική ἄγνοια ἤ μίσθαρνη στράτευση.
Συνεπῶς δέν ὑφίσταται νομική δυνατότης «διαχωρισμοῦ» Ἐκκλησίας καί Πολιτείας διότι δέν ὑφίσταται «ἕνωσι» Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἄλλως ὡς προαναφέραμε τό Κράτος δέν θά ἐπετρέπετο νά προβῆ σέ ὡρισμένη ἐνέργεια ἄνευ τῆς συμφώνου γνώμης τῆς Ἐκκλησίας.
Σχετική διάταξι στήν Ἑλληνική Νομοθεσία δέν ὑφίσταται, οὔτε ὑπῆρξε περίπτωσι πού τό Κράτος νά ἠθέλησε νά προβῆ σέ ὡρισμένη ἐνέργεια καί τελικῶς νά μή προέβη, διότι ἡ Ἐκκλησία δέν συνήνεσε.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος στό ἔργο του «Ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος», Ἀθήνα 2010 σελ. 65 ἑπ. παραθέτει σχετικό ἀπόσπασμα σέ ἐπίρρωσι τῶν ἀνωτέρω: «Μπορεί να μου πει κανείς μέσα σε αυτή την αίθουσα σε ποία περίπτωση από τη Μεταπολίτευση και μετά, θέλησε μία κυβέρνηση να νομοθετήσει προς μια κατεύθυνση και την εμπόδισε η οποιαδήποτε ρύθμιση υπάρχει στο Σύνταγμα ως προς τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας; Θελήσαμε ποτέ, να αφαιρέσουμε κάτι από τη νομοθεσία μας είτε να προσθέσουμε κάτι, το οποίο οι διατάξεις που αφορούν την Εκκλησία και την Πολιτεία μας εμπόδισαν; Κάθε άλλο. Άρα, λοιπόν, συνταγματικό εμπόδιο και στην πιό «προοδευτική» κυβέρνηση για τα θέματα που αφορούν τις σχέσεις πολιτείας και Εκκλησίας δεν υπήρξε ποτέ».
Μέ τό ἄρθρο 9 τοῦ νόμου 4303/2014 προβλέπεται διαδικασία χορηγήσεως ἀδείας Ναοῦ ἤ Εὐκτηρίου Οἴκου ἄνευ συμπράξεως τῆς «οἰκείας ἀναγνωρισμένης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς» γεγονός πού διευκρινίζει καί ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 69230/Α3/6.5.2014 Ἐγκύκλιος τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καί Θρησκευμάτων κοινοποιουμένη σέ ὅλα τά συναρμόδια Ὑπουργεῖα, πού οὐσιαστικῶς καταργεῖ τόν Νόμο 1363/1938.
Ἐπιπροσθέτως τό ἄρθρο 110 τοῦ Συντάγματος ἐπιτρέπει, εἰσάγον «Ἐξαιρετικό Δίκαιο», τήν ἀναθεώρηση ἀλλά ὄχι καί τήν κατάργηση ὡρισμένων διατάξεων τοῦ Συντάγματος καί ἑπομένως τό νά ἐπιδιώκεται ἡ κατάργηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, πού ἀνήκει στίς δυνάμενες νά ἀναθεωρηθοῦν διατάξεις, ἀποτελεῖ παραβίαση τῶν Ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος καί βέβαια δέν σημαίνει κάποιου εἴδους «διαχωρισμό» Κράτους καί Ἐκκλησίας διότι ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική Ἐκκλησία θά ἐξακολουθῆ νά εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία τῆς Χώρας, ἐπειδή ἡ διατάξι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος ἀπεικονίζει μία σταθερή πραγματικότητα τήν ὁποία καί ἀναγνωρίζει.
Ἡ πρόταση τοῦ λεγομένου «διαχωρισμοῦ», περνᾶ καί ἀπό τήν θύρα τῆς εἰδικῆς ἐπιστήμης τῆς κοινωνιολογίας.
Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς «ἡ θρησκεία εἶναι μία ἰδιωτική ὑπόθεση» κατέληξε πάντοτε στήν καταδίωξη καί καταπίεση τῆς θρησκευτικῆς πίστεως.
Ἄμεσες συνέπειες τῆς τακτικῆς αὐτῆς εἶναι ὁ προοδευτικός ἐκφυλισμός τῆς προσωπικῆς καί κοινωνικῆς ἠθικῆς, ἡ σχετικοποίηση τῆς ἐθνικῆς παραδόσεως καί ἡ εἰσβολή ξένων ἰδεολογιῶν μέ ἐπικίνδυνο γιά τήν ἐθνική ἐπιβίωση περιεχόμενο.
Ἡ συλλειτουργία τῶν θεσμῶν τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορική πορεία μας, ἔχει ὡς συνέπεια νά εἶναι ἀδύνατον νά αὐτονομηθοῦν οἱ θεσμοί αὐτοί καί νά παύσουν νά συλλειτουργοῦν χωρίς τό ἄμεσο ἐνδεχόμενο ἀρνητικῶν συνεπειῶν στήν ἐθνική πορεία καί ἐπιβίωση.
Ὁ ὁμ. Καθηγητής τοῦ Α.Π.Θ. κ. Β. Γιούλτσης παρουσίασε ἐναργέστατα τήν θεωρία τοῦ φονξιοναλισμοῦ (fonctionnalisme) δηλ. τῆς συλλειτουργίας τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν.
Ὅταν στήν «ἀθεϊστική» Γαλλία συνομολογήθηκαν «κονκορδάτα» ἀμοιβαιοτήτων πού ὁδήγησαν προοδευτικά στά διατάγματα 91/1955, 654/1968 καί 1024/1983 μέ τά ὁποῖα οὐσιαστικά ἡ ἐθνική Ρωμαιοκαθολική «Ἐκκλησία» τῆς Γαλλίας ἐπέστρεψε στά ἐπίπεδα συλλειτουργίας μέ τούς πολιτικούς θεσμούς καί ὅταν ἐπίσης στήν ἄλλοτε κραταιά Σοβιετική Ἕνωση τό διάταγμα τῆς 5/2/1918 μέ τό ὁποῖο ἐπεβλήθη ὁ «διαχωρισμός» Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀντικατεστάθη μέ μιά σειρά διαταγμάτων ὅπως 1102/1972, 69/1973, 85/1973 καί μέ τήν γνωστή ἡμισυνταγματική ἀναθεώρηση τοῦ 1972 μέ τά ὁποῖα ἀναγνωρίστηκε ὡς «ἀνεπίσημη θρησκευτική ἐπισημότητα» ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀποτελεῖ ἤ ὄχι ἀνεπίτρεπτη συνθηματολογία ὁ ἐπιδιωκόμενος «διαχωρισμός» στήν Ἑλλάδα, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν ψυχή τοῦ Ἔθνους;
Ὅσοι ὁμιλοῦν γιά «διαχωρισμό» στήν οὐσία στοχεύουν στόν θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τῶν Ἑλλήνων, θέλουν νά πάψουν οἱ πολίτες νά εἶναι θρησκεύοντα μέλη τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι εἶναι ἀντίθετοι πρός τήν χριστιανική πίστη.
Τήν ἀπουσία ὅμως τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου ἀπό τόν πολίτη θά τήν ὑποκαταστήσει ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τό ὁποῖο ἔχει καί αὐτό θρησκευτικό χαρακτῆρα, γιατί δέν μπορεῖ νά γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο κατά τόν θεωρητικό τῶν Σοβιέτ Λουνατσάρσκι «τρία πράγματα δέν μπορεῖς νά ἀφαιρέσης τήν ἐλευθερία, τήν ἰδιοκτησία καί τήν μεταφυσική ἀγωνία» καί αὐτό τό στοιχεῖο ὀνομάζεται ἀντιχριστιανός ἤ ἀντιθρησκευτικός πολίτης ἤ ἄθεος πού στρατεύτεται στήν «θρησκεία» τῆς ἀθεΐας. Αὐτό εἶναι τό πρότυπο τοῦ πολίτου αὐτῶν πού θέλουν τόν λεγόμενο «διαχωρισμό».
Τόν ἀποκαλοῦν μέ πολλά ὀνόματα, φιλικό ἤ ἔντιμο «διαχωρισμό» ἤ βελούδινο διαζύγιο ἤ ἀναθεώρηση σχέσεων, δέν ἔχει σημασία. Μέ αὐτόν τόν τρόπο λένε ὅτι τό κράτος θά εἶναι οὐδέτερο πρός τήν θρησκεία καί αὐτό θά εἶναι δῆθεν καλύτερο γιά τήν κοινωνία.
Τεχνητός ὅμως «διαχωρισμός» τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας στήν κοινωνική της διάσταση καί λειτουργία μπορεῖ νά εἶναι ἀπό νομοθετικῆς πλευρᾶς δυνατός, θά ἀποτελεῖ ὅμως κατ’ οὐσίαν κατασκευή ἑνός «ἀνθρωπίνου τέρατος», ἑνός «κοινωνικοῦ θηρίου».
Ἡ Ἑλληνική κοινωνία εἶναι ὀργανωμένη μέ κανόνες, πού εἶναι οἱ χριστιανικοί κανόνες καί ἑπομένως εἶναι τραγικό λαθος ἡ πολιτική βούληση πού θέλει νά ὁδηγήσει σέ θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τήν ἑλληνική κοινωνία στό ὄνομα τῆς δῆθεν προόδου, γιατί στήν ἑλληνική κοινωνία οἱ θεσμοί συλλειτουργοῦν ἐπειδή συλλειτουργοῦν οἱ ἀνθρώπινες προσωπικότητες.
Βέβαια στίς κοινωνίες ὑπάρχουν πολίτες μέ θρησκευτική συνείδηση καί πολίτες χωρίς αὐτήν ἀλλά αὐτό ἀποτελεῖ ἐπιλογή καί ἀνάγεται σέ ἀτομικό δικαίωμα προστατευόμενο συνταγματικά. Ἡ καθιέρωση ὅμως πολιτειακά τοῦ «διαχωρισμοῦ» τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν εἶναι τραγικά ἀγεφύρωτη ἔκπτωση.
Ὁ «διαχωρισμός» χωρίς νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ἡ συλλειτουργία τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν, ἡ ἰδιομορφία τοῦ πολιτιστικοῦ καί Ἐθνικοῦ παρελθόντος, οἱ ἀντιλήψεις καί ἡ ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι μία ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψη.
Τό σύστημα τῆς συναλληλίας πού ἰσχύει σήμερα μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 καί τόν Καταστατικό Χάρτη εἶναι καθεστώς διακριτῶν ρόλων ἀφοῦ Ἐκκλησία καί Πολιτεία εἶναι κοινωνίες διάφορες, συναφεῖς ὅμως καί συνεχόμενες μέ συνεργασία κοινωνικά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη.
Ἡ ἱστορική ἐμπειρία ἐφαρμογῆς τοῦ συστήματος τόσο στήν χιλιόχρονη βυζαντική περίοδο καί τήν ὀθωμανική κατοχή, ὅσον καί στήν περίοδο τοῦ νεωτέρου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ νομική αὐτή κατάσταση δέν ἔβλαψε οὔτε τήν Ἑλληνική κοινωνία, οὔτε τά δικαιώματα τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν Κοινοτήτων καί ἐπί τέλους θέτει τό ἐρώτημα πού δέν συνδέεται ἄμεσα μέ τήν συνταγματική ἀναθεώρησι, ἡ μετατροπή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν ὁποία πολυειδῶς ὀφείλει τό Ἔθνος ἀπό εἰδικό Ν.Π.Δ.Δ. σέ ἁπλό Σωματεῖο ἤ Ἕνωση προσώπων θά συμπαρασύρει καί τό ὑφιστάμενο νομικό καθεστώς τῶν Μουφτειῶν τῆς Μουσουλμανικῆς θρησκευτικῆς παραδοχῆς πού προβλέπεται ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάνης καί τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου καί τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων; Γιατί κάτι τέτοιο δέν προαναγγέλεται.
Συνεπῶς ἀντιλαμβάνεται κανείς εὐχερῶς ὅτι μέ τήν πρότασή αὐτή κηρύσσεται οὐσίᾳ διωγμός κατά τῆς Μάννας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μόνον. 
Ἡ Ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὑπερτέρα τῆς Ἀρχῆς τῆς ἀνεξιθρησκείας πού διέπει τόν θεμελιώδη Νόμο τοῦ Κράτους, τό Σύνταγμά μας (ἀρ. 13) πηγάζει ὄχι μόνο ἀπό τήν ἰδιοπροσωπεία μας ἀλλά κυρίως ἀπό τήν θρησκευτική μας πίστη καί τίς Εὐαγγελικές Ἀρχές τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἀσφαλῶς ἀπό τήν αἰώνια διακήρυξη τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Μαρκ. 8, 34).
Ἡ εὐλογημένη χώρα μας εἶναι μία χώρα στήν ὁποία οἱ πάντες ἀπολαμβάνουν τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος οὐδέν πλεονέκτημα ἔχει πέραν τῆς διά τούς γνωστούς ἱστορικούς λόγους ἀναγνωρίσεως ὅτι τά Νομικά Αὐτῆς Πρόσωπα κατά τάς νομικάς των σχέσεις εἶναι εἰδικά Ν.Π.Δ.Δ. (ἄρθρ. 1 Ν. 590/1977 ΦΕΚ τ. Α 146) πού συνεπιφέρει ὅμως καί τήν ἐποπτεία καί τόν δημοσιονομικό ἔλεγχο ὑπό τῶν ἐλεγκτικῶν ὀργάνων τοῦ Κράτους!
Ὅπως εὐστόχως ἀναφέρει ἡ αἰτιολογική ἔκθεση ὑπό τό ἄρθρ. 68 παρ. 1 παρ. 3 τοῦ Ν. 435/2014 : «Τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει ἀποσαφηνίσει καί σέ Ἑλληνική ὑπόθεση (ΕΔΔΑ Holy Monasteries c Greece) καί σέ ὑποθέσεις μεταξύ ἄλλων εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν καί Ἐκκλησιῶν μέ νομική μορφή Ν.Π.Δ.Δ., ὅτι, παρότι στά κράτη αὐτά οἱ Ἐκκλησίες εἶναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εἶναι «μή κυβερνητικοί ὀργανισμοί» καί ἔχουν πλήρως δικαίωμα αὐτοδιοίκησης τῶν ὑποθέσεων τους ἔναντι τοῦ Κράτους μέ ἀποφάσεις τῶν διοικητικῶν ὀργάνων τους (ΕΔΔΑ Holy Synod of the Bulgarian Orthodox Church c. Bulgaria, ΕΔΔΑ Siebenhaar c. Allemagne, ΕΔΔΑ Reuter c. Allemagne, ΕΔΔΑ Muller c. Allemagne, ΕΔΔΑ Fernandez Martinez v. Spain, ΕΔΔΑ Schuth c. Allemagne, ΕΔΔΑ Obst c. Allemagne).
Ἔτσι, εἰσάγεται μία γενική ρύθμιση γιά αὐτά τά εἰδικά νομικά πρόσωπα, ἤτοι τά νομικά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Δωδεκανήσου καί Ἐξαρχίας Πάτμου, τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων, τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου, τοῦ Ὀργανισμοῦ Περιθάλψεως καί Ἀποκαταστάσεως Ἰσραηλιτῶν Ἑλλάδος, προκειμένου νά διευκρινιστεῖ ότι αυτά δεν ταυτίζονται με τα κρατικά ν.π.δ.δ. και δεν ὑπάγονται στίς διατάξεις δημοσίου δικαίου, που ἀφοροῦν τή Γενική Κυβέρνηση καί τό δημόσιο τομέα -στενό ἤ εὐρύτερο- ἐκτός ἐάν τό ὁρίζει ρητά κάποια συγκεκριμένη διάταξη.
Ὡστόσο, συνεχίζουν νά ἰσχύουν οἱ τυχόν μέχρι σήμερα ἐφαρμοζόμενες σ' αὐτά διατάξεις, ποῦ ἀφοροῦν στήν ἐποπτεία τους καί τόν δημοσιονομικό ἔλεγχό τους καθώς καί τήν πρόσληψη καί τήν κατάσταση τοῦ προσωπικοῦ τους (π.χ. τό ἄρθρο 45 παρ. 4 τοῦ ν. 590/1977 γιά τόν διαχειριστικό ἔλεγχο τοῦ κράτους στίς ἐκκλησιαστικές διαχειρίσεις ἤ τό ἄρθρο 1 τοῦ ν. 3812/2009 γιά τήν πρόσληψη ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων μέσω Α.Σ.Ε.Π.).
Διευκρινίζεται ἐπίσης ὅτι σέ ὅσες περιπτώσεις τά παραπάνω θρησκευτικά νομικά πρόσωπα λαμβάνουν ἐπιχορηγήσεις καί κάθε εἴδους χρηματοδοτήσεις ἀπό τό Κράτος ἤ εὐρωπαϊκούς πόρους ὑποχρεοῦνται νά ἀκολουθοῦν τήν κείμενη νομοθεσία δημοσίου δικαίου κατά τήν διαχείριση αὐτῶν τῶν χρηματικῶν ποσῶν (π.χ, ἀνάθεση συμβάσεων ἔργων) καί ὅτι ὑπάγονται στόν ἴδιο δημοσιονομικό ἔλεγχο, ποῦ ὑπάγονται καί τά ἐπιχορηγούμενα κρατικά Ν.Π.Δ.Δ..».
Τήν αὐτή ὅμως νομική προσωπικότητα μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, δι’ ἱστορικούς λόγους ἔχουν καί τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο τῆς Ἑλλάδος καί οἱ Ἰσραηλιτικές κοινότητες Ν. 2456/1920 (ΦΕΚ Α΄ 173) ΑΝ2544/1940 (ΦΕΚ Α΄287), ΑΝ 846/1946 (ΦΕΚ Α΄144), ΝΔ 301/1869 (ΦΕΚ 195), ΠΔ 182/1978 (ΦΕΚ Α΄40).
Ὁ Ἀρχιραβῖνος διορίζεται καί ἀπολύεται διά Προεδρικοῦ Διατάγματος, τοῦ ἀναγνωρίζεται δικαίωμα ἐπιβολῆς φόρων κλπ, ἐνῶ οἱ τρεῖς Μουσουλμανικές Μουφτεῖες Ξάνθης, Κομοτηνῆς καί Διδυμοτείχου εἶναι «δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους» μέ πλήρη δικαιοδοτική ἁρμοδιότητα ἀσκουμένη κατά τίς ἐπιταγές τοῦ Μουσουλμανικοῦ δικαίου (Σαρία) (Νόμοι 1920/1991, 2345/1920, 3000/1924, 6344/1934, 372/1936).
Ὁ Μουφτῆς «ἀσκεῖ δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ἑλλήνων πολιτῶν τῆς περιφερείας του ἐπί γάμων, διαζυγίων, διατροφῶν, ἐπιτροπειῶν, κηδεμονιῶν, χειραφεσίας ἀνηλίκων, ἰσλαμικῶν διαθηκῶν καί τῆς ἐξ ἀδιαθέτου διαδοχῆς ἐφ’ὅσον οἱ σχέσεις ταῦται διέπονται ἀπό τόν Μουσουλμανικό Νόμο» (ἄρθρο 5 Νόμου 1920/1991 (ΦΕΚ 182 Α΄ 24.12.1990) ὅπως προβλέπει ἡ διεθνής Συνθήκη τῆς Λωζάνης τοῦ 1923 (ἄρθρα 14 καί 37-44).
Κατά ταῦτα μέ ποῖο νόμιμο τρόπο θά ὑποβιβασθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σέ Νομικό Πρόσωπο ἰδιωτικοῦ δικαίου ἤ ἰδίου δικαίου (Θρησκευτικό Πρόσωπο) τοῦ Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/17.1.2014) τήν στιγμή πού θά παραμείνουν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο τῆς Ἑλλάδος καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες καί δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες;
Καί μέ ποῖο νομικό τρόπο κατ’ ἐπιταγή τῆς ἀρχῆς τῆς ἰσότητος τοῦ Συντάγματος θά ὑποβιβασθοῦν οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες σέ Ν.Π.Ι.Δ. γιά νά παρακολουθήσουν τήν ὑποβάθμιση τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅπως πρότεινε καί ὁ Ἐλλογ.
Πρόεδρος τῆς Ἕνωσης γιά τά Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου Καθηγητής κ. Κώστας Τσιτσελίκης (Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν 3/10/2015) καί τήν ἴδια στιγμή θά διατηρήσουν τή δικαιοδοσία ὡς ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους ἀπονομῆς δικαίου σέ Ἕλληνες Μουσουλμάνους πολίτες;
Κι ἀκόμη ὑφίσταται σήμερα νομική δυνατότης τροποποιήσεως τῆς Διεθνοῦς Συνθήκης τῆς Λωζάνης καί ὑποβαθμίσεως τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῆς Μουσουλμανικῆς μειονότητος τῆς Ἑλλάδος πού δικαίως θά διεκδικήση πλέον τήν ἐκλογή ἀντί τοῦ διορισμοῦ ἀπό τό κράτος τῶν Μουφτήδων ὅταν μάλιστα προκλητικά θέτει τό θέμα τῆς τροποποιήσεως ὁ Πρόεδρος τῆς γείτονος;
Σήμερα τό Ἑλληνικό Δημόσιο ἀντιμετωπίζει διεθνῶς τό πολύ εὐαίσθητο νομικό θέμα τοῦ διορισμοῦ ἀντί τῆς ἐκλογῆς ἀπό τήν Μουσουλμανική μειονότητα, στηριζόμενο στό γεγονός ὅτι οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες εἶναι δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους καί ἔχει τό Δημόσιο τήν ἁρμοδιότητα τοῦ διορισμοῦ τῶν ἀσκούντων τήν σχετική δικαιοδοσία.
Ἐάν ἡ Κυβέρνηση δέν ἔχει πρόβλημα μέ τήν «ἐκλογή» τῶν Μουφτήδων ἀπό τό Τουρκικό Προξενεῖο τῆς Κομοτηνῆς ἡ «Κοσοβοποίηση» τῆς Θράκης θά εἶναι θέμα ὀλίγων μηνῶν. 
Αὐτοί πού ἐπιδιώκουν τόν λεγόμενο «διαχωρισμό» ἐπιζητοῦν:
Α. Ἡ Ἐκκλησία νά πάψη νά εἶναι ἡ ἐπικρατούσα θρησκεία τῶν Ἑλλήνων
Β. Οἱ Κληρικοί καί οἱ ἐργαζόμενοι σέ Αὐτήν νά μήν ἔχουν κοινωνικά δικαιώματα,
Γ. Ἡ Ἐκκλησία νά μεταβληθῆ σέ ἕνα κοινό Σωματεῖο ἰδιωτικοῦ δικαίου,
Δ. Νά καταργηθοῦν οἱ Θεολογικές Σχολές στά Πανεπιστήμια καί ἡ Ἐκκλησιαστική Ἐκπαίδευση.
Ε. Νά καταργηθῆ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα, -ἤδη ὁ ἐπί τῆς Παιδείας Ὑπουργός ἀπεφάσισε καί δημοσίευσε στό ΦΕΚ τήν μετατροπή του σέ Θρησκειολογία ἐνῶ στή Χώρα μας εἶναι πολυομολογιακό μάθημα (Ν. 4386/11.5.2016)-, ἡ προσευχή καί ὁ Ἐκκλησιασμός.
Μέ ἕνα λόγο ἐπιδιώκεται ἡ περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία γιά τούς ἐπιθυμοῦντας τόν λεγόμενο «διαχωρισμό» εἶναι ἄχρηστη μέσα στήν κοινωνία καί συνεπῶς ἕνας «διαχωρισμός» θά ὑποκρύπτει «κρυφό διωγμό» καί θά συνδράμει μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά ὁδηγηθῆ κατά τή γνώμη τους σέ μαρασμό.
Οἱ «καλοί» ὅμως αὐτοί «πόθοι» στεροῦνται σοβαρότητος γιατί ἀγνοοῦν τό πασίδηλο γεγονός ὅτι οἱ πολίτες εἶναι συγχρόνως καί θρησκευτικές προσωπικότητες καί δέν μποροῦν νά χωρισθοῦν στά δύο ὥστε τό Κράτος νά πάρει τόν «πολίτη» καί ἡ θρησκεία τόν «θρησκευτικό πολίτη».
Τό αἴτημα τοῦ «διαχωρισμοῦ» χωρίς νά λαμβάνεται ἐπιπροσθέτως ὑπ’ ὄψι ἡ ὀργάνωση τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας, τά μεγάλα γεωστρατηγικά καί γεωπολιτικά προβλήματα τῆς περιοχῆς μας, ὁ τρομακτικός φονταμενταλισμός τοῦ Ἰσλάμ, εἶναι τελικά μιά ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψι.
Τό μεγάλο ἐκσυγχρονιστικό καί μεταρρυθμιστικό θέμα τῆς Πολιτείας δέν εἶναι ὁ «διαχωρισμός» τοῦ Ἔθνους ἀπό τήν Ἐκκλησία γιατί ὅπως προαναφέραμε μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 ἔχουν καθορισθῆ οἱ διακριτοί ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στά ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἀλλά ἡ ἀντιμετώπισις τοῦ τέρατος τῆς Γραφειοκρατίας, τῆς ἀσυνέχειας τοῦ Κράτους, τῆς εὐνοιοκρατίας καί κομματοκρατίας καί τῆς σοβούσης ἠθικῆς σήψεως καί διαφθορᾶς.
Ἀδαῶς φερόμενοι οἱ ἐπιζητοῦντες τόν «διαχωρισμό» ἰσχυρίζονται ὅτι θά ἀπαλλαγῆ δι’ αὐτοῦ ἡ Πολιτεία καί ἀπό τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί θά ἰδιοποιηθῆ τήν Ἐκκλησιαστική λεγόμενη περιουσία, λησμονοῦν ὅμως ἀπαράδεκτα ὅτι ἀκόμη ἡ Ἑλλάδα ἀποτελεῖ Κράτος Δικαίου καί ὅτι τήν ἀπάντησι στούς «εὐσεβεῖς πόθους» τους ἔδωσε τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ) πού ὑποχρέωσε τήν Ἑλληνική Πολιτεία νά ἄρει τίς συνέπειες τῶν Νόμων 1700/1987 καί 1811/1988.
Μέ τήν ἀπόφασι 10/1993/305/483-484/9.12.1994 τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἐπιλύεται ὁριστικά ἡ νομική θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέσα στήν Ἑλληνική Πολιτεία καί ἀναγνωρίζεται ἡ δικαιϊκή ἀρχή τοὺ ἄρθρου 51 τοῦ εἰσαγωγικοῦ νόμου τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος «Ἡ ἀπόκτηση κυριότητας ἤ ἄλλου ἐμπράγματου δικαιώματος πρίν ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα κρίνεται κατά τό δίκαιο πού ἴσχυε ὅταν ἔγιναν τά πραγματικά περιστατικά γιά τήν ἀπόκτησή τους» καί δι’ αὐτῶν οὐσίᾳ ἡ Σύμβασις τοῦ ἔτους 1952 μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.
Ἑπομένως μέ τόν τυχόν «διαχωρισμό» Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐφ’ ὅσον ἡ χώρα ἐπιθυμεῖ νά βρίσκεται ἐντός τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καί νά εἶναι ὑποκείμενο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ νομικοῦ πολιτισμοῦ καί Δικαίου θά πρέπει νά συνεχισθῆ ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου κατά τίς συμβατικές ὑποχρεώσεις τῆς Χώρας ὡς ἀντίδοσι γιά τό 96% τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού κατά καιρούς ἀπό τοῦ ἔτους 1833 μέ διαφόρους τρόπους διήρπασε, ἤ νά διακοπῆ ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί νά ἐπιστραφῆ τό σύνολο τῆς περιουσίαςἀπό τοῦ ἔτους 1833, διά τήν νομικήν καί ἱστορικήν κατοχύρωσιν τῆς ὁποίας ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ.κ. Ἱερώνυμος μέ τό περισπούδαστο Ἱστορικό πόνημά του «Ἡ ἀπάντησι τῆς Ἐκκλησίας στά μυθεύματα τοῦ Ἀντικληρικαλιστικοῦ Λαϊκισμοῦ» (Ἀθήνα 2016) ἀπέδειξε τήν ἀλήθεια, ἤ νά ἀποζημιωθῆ δι’ αὐτήν ἡ Ἐκκλησία.
Συνεπῶς ὁμιλοῦμε γιά τρισεκατομμύρια Εὐρώ πού καθιστᾶ τό γεγονός τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου ἐν συνδυασμῷ πρός τήν οἰκονομική πραγματικότητα, πλήρως ἀνεδαφικό.
Θά πρέπει νά ἐπαναληφθῆ ὅτι τό Ἑλληνικό Κράτος ἄρχισε νά ἀπαλλοτριώνη αὐθαιρέτως δηλαδή χωρίς ἀποζημίωση καί ἀντίδοση, τήν ἀκίνητη περιουσία τῆς Ἐκκλησίας ἀρχικῶς διά τῶν ἐπεχόντων ἰσχύν Νόμου Βασιλικῶν Διαταγμάτων τῆς 18/1/1833, τῆς 20/5/1836, τῆς 1/6/1836, τῆς 13/10/1834, τῆς 13/1/1838, τῆς 29/4/1833 κ.ἄ. καί μεταγενεστέρως μέ ἄλλες πράξεις του ὡς οἱ Νόμοι 1072/1917, 2050/1920 καί τελικῶς διά τῆς ἀνωτέρω ἀπό 18/9/1952 συμβάσεως μεταξύ Κράτους καί Ἐκκλησίας ἀπαλλοτριώθηκε τό 92,5% καί ἄνω τῆς ὅλης Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ὁπότε διά τοῦ Νόμου 536/1945 τό Κράτος ἀνέλαβε τήν μισθοδοσία τοῦ Κλήρου σέ ἀντάλλαγμα τῶν ὅσων ἀκινήτων ἀπαλλοτρίωσε.
Παρεμπιπτόντως ἡ συγκεκριμένη ἀπόφασι τοῦ Ε.Δ.Α.Δ. ἀποτελεῖ νομολογία καί πρόκριμα γιά ὁμοειδεῖς ὑποθέσεις στό μέλλον, διότι τό Ε.Δ.Α.Δ. εἶναι τό μόνο ἁρμόδιο νά κρίνη γιά τήν παραβίαση τῆς συμβάσεως τῆς Ρώμης καί ὑπερτερεῖ τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί τοῦ Ἀρείου Πάγου, τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων τῆς ἐγχωρίου ἐννόμου τάξεως. Μέ τήν ἀπόφασι αὐτή ἐκρίθη ὁριστικά καί ἀμετάκλητα τό κεφάλαιο τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπό συστάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἕως σήμερα.
Μετά τά ἀνωτέρῳ καί ἡ δῆθεν νομιμοποίησις τοῦ «διαχωρισμοῦ» μέσῳ δημοψηφίσματος θά πρέπει νά ἐξηγήσῃ τί ἀκριβῶς νομικά ὑποδηλώνει ὁ πολλά (!!) ψευδοϋποσχόμενος αὐτός ὅρος, ὅτι δηλαδή «διαχωρισμός» σημαίνει τήν μετατροπή οὐσίᾳ τοῦ νομικοῦ χαρακτῆρος τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν
Προσώπων ἀπό εἰδικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σέ Ἰδιωτικοῦ Δικαίου τήν ἴδια στιγμή πού οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες εἶναι Δημόσιες Ὑπηρεσίες καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες Ν.Π.Δ.Δ.
Τό θέλει λοιπόν αὐτό ὁ Ἑλληνικός Λαός; Νά ὑποβαθμισθῇ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί νά παραμείνουν οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες καί οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες σάν δημόσιες νομικές ὀντότητες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους;
Ἐπιτρέψατέ μου νά ἀμφιβάλλω, γιατί δέν ἀγωνίσθηκαν γι’ αὐτό διαχρονικά οἱ Ἕλληνες.
Ἐν κατακλείδι παραθέτω ἐπί λέξει ἀπόσπασμα ἀπό δημοσίευμα τοῦ καταξιωμένου ἀρθρογράφου κ. Μανώλη Κοττάκη στήν Ἐφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ φ. 15/6/2016 σελ. 7 ὑπό τόν τίτλο «Ἠλίθιος πειρασμός» χωρίς νά ἐνστερνίζομαι τούς σχετικούς χαρακτηρισμούς: «... Η κυβέρνηση πρέπει να πάρει, νομίζω, το μάθημά της από την όλη εξέλιξη. Ειδικά τώρα που έχει τον ασύγγνωστης ... πειρασμό να ανοίξει ζήτημα αναθεώρησης του άρθρου 3 του Συντάγματος, το οποίο προσδιορίζει τις σχέσεις κράτους - Εκκλησίας. Και τούτο γιατί η αναθεώρηση του άρθρου 3 συνδέεται ευθέως με τον μύχιο πόθο του Πατριαρχείου να αποκτήσει ποίμνιο στη βόρειο Ελλάδα, στις λεγόμενες Νέες Χώρες. Με όλη την αγάπη που έχουμε οι Ελληνες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (ταυτισμένο ιστορικά με μεγάλες στιγμές του Ελληνισμού), από πού και έως πού νομικό πρόσωπο που έχει έδρα ξένη επικράτεια, πόσο μάλλον την Τουρκία, μπορεί να αποκτήσει δικαιοδοσία σε νομικά πρόσωπα που εδρεύουν σε άλλη εδαφική επικράτεια; ... Το ζήτημα όμως -... - είναι να καταλάβει και η πολιτική ηγεσία μας το εθνικό λάθος που πάει να γίνει με την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος. Τυχόν κατάργησή του θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για χάραξη νέων εκκλησιαστικών συνόρων μεταξύ Ελλαδικής Εκκλησίας - Οικουμενικού Πατριαρχείου και Αγίου Ορους. Να το καταλάβει πρώτος ο πρωθυπουργός που περιστοιχίζεται από άσχετους στην πλειονότητά τους με το θέμα υπουργούς (πλην Γιάννη Αμανατίδη). Να το καταλάβει και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης...».

Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος κατοχυρώνει καί προστατεύει τά Καταστατικά κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόν Τόμο τῆς Αὐτοκεφαλίας τοῦ 1850 καί τήν Πράξι τοῦ 1928 καί ἀπό αὐτό ἀπορρέει ὁ ἐκτελεστικός Νόμος 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». Ἀντιλαμβάνεσθε ἀσφαλῶς ὡς ἰδιαιτέρως εὐφυής, τόν κίνδυνο ἀποσταθεροποιήσεως πού ἐνέχει μία ἄκριτος μεταχείρισι τῶν Καταστατικῶν αὐτῶν κειμένων.
Ἑπομένως οἱ προτάσεις περί ἀναθεωρήσεως πού ἀφοροῦν στό συγκεκριμένο θέμα εἶναι ἰδεολογικές καί ἐκτός συνταγματικῆς πραγματικότητος καί δέν εἰσφέρουν τίποτε στό Συνταγματικό βίο τῆς Χώρας.
Τό Ἑλληνικό Κράτος εἶναι κοσμικό Κράτος καί ἀσφαλῶς μέ τήν διάταξι τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος προστατεύει τήν θρησκευτική ἐλευθερία κάθε γνωστῆς θρησκείας στή χώρα, πού δέν ἔχει κρύφια δόγματα καί ἡ λατρεία της δέν ἀντίκειται στά χρηστά ἤθη καί τήν δημόσια τάξι καί ἀποτελεῖ ἐξωπραγματική καί παραπλανητική καί στερουμένη σοβαρότητος ὑπόθεσι τό νά παρουσιασθῆ ἡ χώρα ὡς χώρα ἄθεη.
Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ ἀπάλειψη στήν προμετωπίδα τοῦ Συντάγματος μνείας τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, τό μόνο πού θά ἐπετύγχανε θά ἦτο νά διαγραφῆ ἀπό τήν Ἱστορία τοῦ Ἔθνους τό Βυζάντιο καί ἡ Ἑλληνική Ἐπανάστασι καί οἱ ἀγῶνες διατηρήσεως τῆς ἐθνικῆς ἰδιοπροσωπείας καί ἡ διαχρονική συνέχεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καί θά διασάλπιζε παγκοσμίως ὅτι ἡ Ἑλλάς εἶναι χώρα ἄθεη, γεγονός ἐξωπραγματικό, παραπλανητικό καί στερούμενο πάσης σοβαρότητος.
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Εὐελπιστῶ ὅτι οἱ ταπεινές μου αὐτές θέσεις θά συμβάλουν στήν διασάφηση αὐτοῦ τοῦ πολύ σημαντικοῦ θέματος καί στήν ἀπεμπλοκή του ἀπό ἰδεολογικές καί ἐκτός συνταγματικῆς πραγματικότητος τοποθετήσεις.
Μετ’ εὐχῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ