Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Η Αλβανία καζάνι που βράζει – Το καθεστώς εξαθλιώνει τον λαό και τον «ταΐζει» εθνικιστική προπαγάνδα

 
Η στοχοποίηση της γηγενούς ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Αλβανία και η υποκίνηση του ελληνοφοβικού εθνοϊσλαμισμού από το καθεστώς του Έντι Ράμα,
δεν φαίνεται ότι κατορθώνει να αποπροσανατολίσει τη συσσωρευμένη οργή μεγάλης μερίδας του αλβανικού λαού.
  
Τα Τίρανα τις προηγούμενες εβδομάδες τραντάχτηκαν από ένα δυναμικό φοιτητικό κίνημα, στο οποίο συμμετείχαν χιλιάδες θυμωμένοι νέοι, ενώ το κλίμα δυσαρέσκειας απλώθηκε και στην υπόλοιπη χώρα και σε άλλες κοινωνικές ομάδες.
Σε μια παράλληλη εξέλιξη, το καθεστώς Ράμα κινήθηκε να «απαλλοτριώσει» οικόπεδα φιλέτα Ελλήνων μειονοτικών στη Βόρεια Ήπειρο, για να τα δώσει σε «στρατηγικούς επενδυτές».

Ελληνοφοβία

Η ελληνοφοβία στην Αλβανία καλλιεργήθηκε μεθοδικά στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και ακόμα καλά κρατεί.
Οι αλβανικές κυβερνήσεις την υποδαυλίζουν όποτε επιδιώκουν να αποσπάσουν από τα πραγματικά προβλήματα την προσοχή της κοινής τους γνώμης.
Το αλβανικό «σύστημα» κλιμακώνει την ένταση από τον φόνο του Βορειοηπειρώτη Κωνσταντίνου Κατσίφα, ανήμερα 28ης Οκτωβρίου, στους Βουλιαράτες.
Αυτή η προπαγάνδα, η τόσο απλοϊκή και «παλιομοδίτικη», προκάλεσε την αντίδραση του πολιτικού αναλυτή Φατός Λουμπόνια, που με άρθρο στην εφημερίδα «Πανόραμα», άσκησε βαριά κριτική στην επικρατούσα «κουλτούρα» στην Αλβανία.
«Το περιστατικό στους Βουλιαράτες μιλά για μία από τις πιο σοβαρές πτυχές της αποτυχίας της 27χρονης μεταβατικής περιόδου προς τις ευρωπαϊκές αξίες, την οποία μπορούμε να την ονομάσουμε “λανθασμένο δρόμο”, που μας οδήγησε σε πολλές χρεοκοπίες, με πρώτη την πολιτιστική χρεοκοπία», γράφει και συνεχίζει:
«Την πολιτιστική αυτή χρεοκοπία, πιο πολύ θα την ονόμαζα παρακμή της εθνικοκομμουνιστικής κουλτούρας που χαρακτηρίζεται από την απομόνωση από άλλες κουλτούρες, από προπαγανδιστική χειραγώγηση και ψεύδη καθώς και από μια βρεφική σχιζοφρένεια, σύμφωνα με την οποία, πάντα οι κακοί είναι οι άλλοι, ενώ εμείς –πάντα οι καλοί. (…) Εγώ λέω ότι και η πράξη του Κατσίφα, και η υποστήριξη που η περίπτωσή του βρίσκει στη Μειονότητα, θα πρέπει να μας κάνει να σκεφθούμε λίγο περισσότερο, τι Αλβανία κτίσαμε εμείς για τον εαυτό μας, αλλά και για τους Μειονοτικούς οι οποίοι είναι και αυτοί Αλβανοί πολίτες.
»Εάν σκεφθούμε λίγο περισσότερο, θα θυμηθούμε ότι το 52% των Αλβανών θέλουν να φύγουν από την Αλβανία διότι η ζωή στον τόπο έχει γίνει ανυπόφορη από την κυριαρχία των εγκληματικών ομάδων που μας κυβερνούν σε συνεργασία με την πολιτική εξουσία.
»Εφόσον οι ίδιοι οι Αλβανοί μισούν και πολεμούν τους Αλβανούς, γιατί μας εκπλήσσει το γεγονός ότι υπάρχουν και Έλληνες μειονοτικοί, οι οποίοι όχι μόνο δεν μας θέλουν αλλά και ονειρεύονται το μέρος όπου ζουν να ενωθεί με την Ελλάδα;».
Τα αντανακλαστικά του αλβανικού «συστήματος» αντέδρασαν άμεσα.
Ο Ναούν Κούλε, σε άρθρο του στη φιλοκυβερνητική «ΝΤΙΤΑ» με τίτλο «Οι Πουλημένοι», έγραψε ότι «η Ελλάδα, πληρώνει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στους πουλημένους Αλβανούς, με σκοπό να εξωραΐσει την εικόνα της και να καλύψει την εθνικιστική της πολιτική και τους στόχους της αιώνιας πολιτικής της για την αφομοίωση των Αλβανών.
»Η Ελλάδα, (…) πληρώνει και για ελληνικά σχολεία και τις ελληνικές εκκλησίες στην Αλβανία, που λειτουργούν εξυπηρετώντας την αφομοιωτική της πολιτική».

Προκλήσεις

Σε αυτό το «κλίμα» ο Έντι Ράμα προχώρησε σε μια ακόμα πρόκληση.
Έφερε από την Αμερική και ενταφίασε στο κέντρο των Τιράνων τα οστά του Αλβανού εθνικιστή και συνεργάτη των ναζί, Μιντάτ Φράσερι, οποίος «διακρίθηκε» την περίοδο της κατοχής καταδιώκοντας Έλληνες.
Εξαιτίας του ίδιου κλίματος, στις αρχές Δεκεμβρίου Αλβανοί εθνικιστές προσπάθησαν να βεβηλώσουν το μνημείο του Βορειοηπειρώτη οπλαρχηγού, Θύμιου Λώλη, στο μειονοτικό χωριό Κρανιά.
Επιπλέον, αποδεικνύοντας την παντελή απουσία πολιτικού πολιτισμού, το αλβανικό ΥΠΕΞ εξέδωσε ανακοίνωση για να «συμψηφίσει» πρόσφατους φόνους Αλβανών στην Ελλάδα, ορισμένων από άλλους Αλβανούς ή σε εγκληματικές ενέργειες, με τον θάνατο του Κωνσταντίνου Κατσίφα.
«Οι γενικεύσεις που επιχειρεί το αλβανικό υπ. Εξωτερικών συνδέοντας διαφορετικές ποινικές υποθέσεις και αποδίδοντάς αυτές σε “ακήρυκτη εκστρατεία μίσους και βίας”, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και είναι απαράδεκτες», απάντησε η Αθήνα, υπενθυμίζοντας με νόημα στα Τίρανα ότι η Ελλάδα «είναι ευρωπαϊκή χώρα».

Χειμάρρα

Αυτή ακριβώς τη στιγμή αποφάσισε ο Έντι Ράμα να «βάλει χέρι» και στις ελληνικές περιουσίες στη Βόρεια Ήπειρο, σε οικόπεδα φιλέτα.
Το σχέδιο του αλβανικού καθεστώτος προβλέπει ότι εάν ένας ιδιοκτήτης της γης, που θέλουν να του αρπάξουν τη γη για να τη δώσουν σε «στρατηγικούς επενδυτές», δεν προσκομίσει στοιχεία για την ιδιοκτησία του (που να τα βρει, άλλωστε, σε ένα μετα-κομμουνιστικό κράτος), τότε απαλλοτριώνεται μέσα σε 30 ημέρες και γίνεται κρατική περιουσία.
«Είναι υφαρπαγή των περιουσιών από τους νόμιμους ιδιοκτήτες και τη δωρεά τους σε άτομα προσκείμενα του πρωθυπουργού Έντι Ράμα», έγραψαν αλβανικά Μέσα.
Οι μπουλντόζες μπήκαν και στη Χειμάρρα την περασμένη εβδομάδα, όπου κάτοικοι ήρθαν στα χέρια με τους εργάτες.
Το ελληνικό υπ. Εξωτερικών διαμαρτυρήθηκε «για την πρόσφατη απόφαση του υπουργικού συμβουλίου της Αλβανίας να παραχωρήσει αυθαιρέτως στο υπουργείο τουρισμού, προς τουριστική αξιοποίηση, τεμάχια γης που συμπεριλαμβάνουν ιδιωτικές περιουσίες Ελλήνων ομογενών», αναφέρθηκε σε «κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και ζήτησε «να αποδοθούν άμεσα τίτλοι ιδιοκτησίας σε όλους ανεξαιρέτως τους νόμιμους ιδιοκτήτες».
Το θέμα έφερε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Δημήτρης Παπαδημούλης, ο οποίος σε επείγουσα ερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατήγγειλε ότι «εκτός από θέμα κράτους δικαίου και δικαιώματος στην ιδιοκτησία, η παράνομη καταπάτηση αγγίζει ευαίσθητα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σεβασμού των μειονοτήτων».
Ερώτηση στη Φεντερίκα Μογκερίνι για το ίδιο θέμα κατέθεσε και ο ευρωβουλευτής Κώστας Χρυσόγονος.
Αλβανικό σχέδιο να «ξεριζώσουν» το ελληνικό στοιχείο από τη Βόρεια Ήπειρο κατήγγειλε ο Φρέντι Μπελέρης, αντιπρόεδρος της μειονοτικής οργάνωσης «Ομόνοια» στη Χειμάρρα.
Όπως τόνισε, «αυτό το σχέδιο που κλιμακώνεται τα τριάντα τελευταία χρόνια, αποκορυφώθηκε με την υπουργική απόφαση που απογυμνώνει τα μέλη της ελληνικής εθνικής μειονότητας από περιουσιακά στοιχεία, τους εξαναγκάζει να μην μπορούν να ζήσουν στον τόπο τους και να μεταναστεύσουν.
»Αυτό είναι σχέδιο μη διαπραγματεύσιμο για εμάς, δεν μπορούμε να γίνουμε η τελευταία γενιά Ελλήνων που έζησαν στη Χειμάρρα. Ζητάμε την κινητοποίηση του κόσμου, να είναι κοντά στους γονείς τους, να ενδιαφερθούν, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. (…) Είναι ένα σχέδιο που γράφει τον επίλογο της Χειμάρρας όπως την ξέραμε» υπογράμμισε μεταξύ άλλων.

Φοιτητές

Σε αυτή την εκρηκτική ατμόσφαιρα βγήκαν και οι φοιτητές στους δρόμους των Τιράνων. Το αλβανικό καθεστώς, όπως καταγγέλλεται, πιέζει γονείς φοιτητών που εργάζονται στο Δημόσιο ή, και άλλοι πολίτες που εργάζονται επίσης στο Δημόσιο, να μην ενωθούν και συμπαρασταθούν στο κίνημα. Τις πιέσεις ασκούν οι προϊστάμενοι.
Συμπαράσταση στους φοιτητές εξέφρασαν πολλοί επώνυμοι Αλβανοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Και σε άλλες πόλεις, όπως στη Σκόδρα, στην Καβαγια, το Ελμπασάν, το Ντεβόλ Κορυτσάς, τη Μαλακάστρα του Φίερι, σημειώθηκαν διαμαρτυρίες πολιτών κατά των τιμών των καυσίμων, του ρεύματος και των υψηλών φόρων.
Σε διαμαρτυρίες προχώρησαν και οι κάτοικοι του Περιφερειακού, οι οποίοι αντιτίθενται στην κατεδάφιση των σπιτιών τους χωρίς αποζημίωση, όπως υποστηρίζουν και απείλησαν την εταιρεία που θα εκτελέσει έργα διαπλάτυνσης του δρόμου, ότι θα χρησιμοποιήσουν φιάλες με βενζίνη σε περίπτωση που τα μηχανήματά τους πλησιάσουν τα σπίτια τους.

Θέλουν να φύγουν

Το πόσο αφόρητο και ασφυκτικό είναι το να ζει κανείς στην Αλβανία καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις.
Η αλβανική εφημερίδα «Σέκουλι» έγραψε ότι το 20% των Αλβανών νέων που αποφοιτούν από το λύκειο φεύγουν στο εξωτερικό, ενώ σύμφωνα με δημοσκόπηση της Gallup για τη σερβική εφημερίδα «Πολίτικα», το 60% των Αλβανών πολιτών θα προτιμούσε να εγκαταλείψει τη χώρα αν είχε μια τέτοια ευκαιρία, με την Αλβανία να κατατάσσεται στην 4η θέση μεταξύ των χωρών του κόσμου των οποίων οι πολίτες επιθυμούν να μεταναστεύσουν.
Το ποσοστό αυτό σημαίνει ότι από το σύνολο των 2,87 εκ. κατοίκων της Αλβανίας, 1,7 εκ. θέλουν να εγκαταλείψουν τη χώρα.