Κατοχή – προβλήματα επιβίωσης. Ο Βομβαρδισμός της 14ης Οκτωβρίου 1943. Ο λαός αντιστέκεται.
Το ΕΑΜ κύριος φορέας αντίστασης. Η περίπτωση Κουβελάκη. Μέρες οργής. Οι Γερμανοί φεύγουν.
Οι επίστρατοι της Αργολίδας κατά τον πόλεμο του 1940 στελέχωσαν κυρίως το 8ο Σύνταγμα Πεζικού Ναυπλίου, το οποίο ανήκε στην IVη Μεραρχία. Το Σύνταγμα αυτό δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή της Ηπείρου και ειδικότερα στους τομείς Αργυροκάστρου – Λιμποχόβου – Πρεμετής – Κλεισούρας και ήταν από τις ελάχιστες μονάδες, που συμπτύχθηκαν με τάξη μετά την οπισθοχώρηση και τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς. Έτσι στις 2.5.1941 έφτασε στη Ναύπακτο και στις 9/10.4.1941 διεκπεραιώθηκε στην Πελοπόννησο (Ψαθόπυργο), όπου και διαλύθηκε.
Οι Γερμανοί βέβαια έφτασαν στο ‘Αργος πολύ νωρίτερα, την ίδια ακριβώς μέρα που μπήκαν και στην Αθήνα. Ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις υποχωρούσαν προς νότο με σκοπό την εκκένωση της χώρας, οι γερμανικές δυνάμεις ανέλαβαν δυο τολμηρές επιχειρήσεις, που στέφτηκαν με επιτυχία. Με ταχεία κίνηση τμήματα της Μεραρχίας των SS – Leibstandarte “A.H.” (Σωματοφυλακή «Αδόλφος Χίτλερ») επέτυχαν τη νύχτα της 25/26.4.1941 να διεκπεραιωθούν στην Πελοπόννησο. Παράλληλα το 2° Σμήνος μάχης, ενισχυμένο από το 2° Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών, απογειώθηκε στις 25.4.1941 από τη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας για να φτάσει την ίδια μέρα στη Λάρισα. Από εκεί τις πρωινές ώρες της επόμενης ξεκίνησε για τον Ισθμό της Κορίνθου με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της γέφυρας πριν την ανατινάξει το συμμαχικό τμήμα που είχε αναλάβει τη φύλαξή της.
Μέσα σε λίγες ώρες οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν γίνει κύριοι της περιοχής. Δυο νεαροί όμως Άγγλοι αξιωματικοί πρόλαβαν να ανατινάξουν με εκπληκτικό τρόπο την υπονομευμένη γέφυρα. Το II Τάγμα του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, χρησιμοποιώντας συμμαχικά οχήματα – λάφυρα, το πρωί της 27.4. 1941 κινήθηκε προς την κατεύθυνση του Ναυπλίου καταδιώκοντας τις συμμαχικές δυνάμεις που προσπαθούσαν να επιτύχουν την αποχώρησή τους από λιμάνια της Πελοποννήσου. Ταυτόχρονα η γερμανική αεροπορία καταδιώκει ανελέητα, πολυβολώντας και βομβαρδίζοντας τις δυνάμεις που υποχωρούν.
Στις 26 και 27.4.1941 γερμανικά αεροσκάφη βομβαρδίζουν την πόλη του Άργους. Στις 27 όμως το πρωί τα γερμανικά στούκας έχουν σα στόχο τη Μονή της Κατακεκρυμμένης, όπου ο π. Νικόδημος Βρέλλος τελεί την τελευταία ελεύθερη λειτουργία. Στο αργείτικο αυτό μοναστήρι είχαν συγκεντρωθεί πολλοί ντόπιοι και κάποιοι στρατιώτες για να προστατευθούν από τους βομβαρδισμούς. Εκείνο το πρωινό στις 09.30 περίπου οι γερμανικές βόμβες θα στείλουν στο θάνατο δέκα άτομα. Ο συνολικός απολογισμός των δύο αυτών ημερών ήταν 40 Αργείτες νεκροί και 3 Άγγλοι στρατιώτες.
Στις 17.00’ της 27.4.1941, Κυριακής του Θωμά, ένα αυτοκίνητο, προφανώς κι αυτό λάφυρο, με τη σημαία του αγκυλωτού σταυρού στο ένα φτερό και λευκή στο άλλο φτάνει στην πλατεία του Αγίου Πέτρου. Ο Γερμανός υπολοχαγός ρωτά αν η πόλη θα προβάλλει αντίσταση. Ο παρευρισκόμενος ανθυπολοχαγός Μπιζάνης του απαντάει αρνητικά. Ο Γερμανός δηλώνει ότι το πρωί της επόμενης θα καταλάβει την πόλη και αναχωρεί. Όμως οι κατακτητές σε μια ώρα θα μπουν στην πόλη. Τους επείγει η καταδίωξη των Άγγλων, Αυστραλών και Νεοζηλανδών. Το Τολό, το Ναύπλιο, οι Μύλοι κι άλλες παραλίες έχουν ορισθεί σαν τόποι επιβίβασης. Στο μυχό του Αργολικού κόλπου είναι διάσπαρτα συμμαχικά στρατεύματα, στόχος των γερμανικών στούκας.
Ο Διοικητής του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος στην Ελλάδα, στρατηγός Maitland Wilson, έχει μετακινηθεί με το στρατηγείο του στους Μύλους τη νύχτα της 25/25.4.1941 και τις πρωινές ώρες της 27ης αναχωρεί με υδροπλάνο για την Κρήτη, αναθέτοντας τη διοίκηση των στρατευμάτων που παρέμεναν στην Ελλάδα στον υποστράτηγο Β. Freyberg.
Τελικά από το λιμάνι του Ναυπλίου τη νύχτα της 24/25.4. 1941 επιβιβάσθηκαν 6.685 άνδρες, ενώ την επόμενη νύχτα από το ίδιο λιμάνι και εκείνο του Τολού άλλοι 4.527. Ο απηνής γερμανικός αεροπορικός βομβαρδισμός δυσχαίρανε την επιχείρηση εκκένωσης. Στις 24.4. 1941 προσάραξε στην είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου το ατμόπλοιο Ulster Prince και η ημιβύθισή του από τα στούκας κατέστησε σχεδόν αδύνατη την προσέγγιση πλοίων στην προκυμαία της πόλης.
Εγκαταλείφθηκαν έτσι στο Ναύπλιο και το Τολό 2.200 στρατιώτες του Εκστρατευτικού σώματος. Από αυτούς 400 περίπου κινήθηκαν παρά την ακτή με φορτηγίδα, η οποία όμως βυθίστηκε λίγο μετά από τους Γερμανούς. Άλλοι με πλοιάρια και βάρκες κινήθηκαν προς τα γειτονικά νησιά και τη Μονεμβασία, άλλοι διέφυγαν στο εσωτερικό, ενώ 1.300 περίπου συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Τις πρωινές ώρες της 28.4. 1941 οι γερμανικές εμπροσθοφυλακές κινήθηκαν προς την πόλη του Ναυπλίου. Ως το μεσημέρι η παραλία της πόλης εβάλλετο. Προβλήθηκε σποραδική αντίσταση. Τα βράδυ όλα είχαν ησυχάσει. Μια ησυχία νεκρική, που θα κρατούσε τρεισήμισι περίπου χρόνια…
Κατοχή – Προβλήματα επιβίωσης
Μετά από λίγες ημέρες έφτασαν στην πόλη του Άργους και ιταλικά στρατεύματα. Στην Πελοπόννησο είχε εγκατασταθεί, με έδρα το Ξυλόκαστρο, το 8° Ιταλικό Σώμα Στρατού με δύναμη 80.000 ανδρών. Οι γερμανικές μονάδες ήσαν διασκορπισμένες κυρίως στα χωριά. Στην Πυργέλα π.χ. είχε εγκατασταθεί μικρή μονάδα πυροβολικού. Στη Δαλαμανάρα, στο εργοστάσιο τοματοπολτού «Κύκνος» άλλη γερμανική μονάδα. Οι Γερμανοί έδειξαν άμεσο ενδιαφέρον για το αεροδρόμιο Άργους, το οποίο οργάνωσαν εσπευσμένα και το εφοδίασαν με τα αναγκαία εφόδια, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν για την επιχείρηση απ’ αέρος κατάληψης της Κρήτης. Οι παλαιότεροι ενθυμούνται τις αναχωρήσεις των αεροσκαφών μετά τις 20.5. 1941 και τη θλιβερή κατάσταση εκείνων που επέστρεφαν, όσων βέβαια επέστρεφαν.
Για την άμυνα του αεροδρομίου, το οποίο απετέλεσε στόχο επανειλημμένων συμμαχικών αεροπορικών επιδρομών, εγκατέστησαν αντιαεροπορικές μονάδες στην Κατακεκρυμμένη, τον Προφήτη Ηλία και το Κάστρο, ενώ στην παρυφή του χωριού Κουτσοπόδι είχαν εγκαταστήσει άλλες δυνάμεις με δύο αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες, οι οποίες φύλαγαν απειράριθμα βαρέλια καυσίμων. Τέλος δημιούργησαν και μικρό αεροδρόμιο αριστερά του δρόμου που οδηγεί από το Κουτσοπόδι στα Φίχτια, στο οποίο στάθμευε σειρά αεροσκαφών στούκας. Η Γερμανική Διοίκηση Άργους – και φυσικά κλιμάκιο της Γκεστάπο – είχε εγκατασταθεί στο μέγαρο Κωνσταντόπουλου στο Άργος (Δαναού 27). Οι Γερμανοί είχαν επίσης εγκαταστήσει στην πόλη και άλλες Υπηρεσίες τους, όπως τη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων (αφορούσε κυρίως τα έργα του αεροδρομίου), ενώ είχαν ιδρύσει και δικό τους νοσοκομείο.
Οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν στους Στρατώνες της πόλης (εκεί υπήρχαν και αποθήκες τροφίμων), στο Σχολείο Πειρούνη και σε άλλα κτίρια. Στους Στρατώνες είχαν εγκατασταθεί και μονάδες μελανοχιτώνων. Στο σημερινό Δημαρχείο είχε εγκατασταθεί το Presidium Commando (η Ιταλική Διοίκηση), στο κτίριο Κωλέτη (Δαναού αρ. 33) η Ιταλική Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία, η γνωστή Μιλίτσια, με επικεφαλής λοχαγό, στην οδό Φείδωνος αρ. 6β η Καραμπινιερία με επικεφαλής ανθυπασπιστή, ενώ στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Φρουραρχείο με επικεφαλής πάλι λοχαγό. Οι αρχές κατοχής έδωσαν μεγάλη σημασία στη μετακίνηση του πληθυσμού. Για τη μετακίνηση χρειαζόταν άδεια από την Καραμπινιερία, η οποία θεωρείτο στο Φρουραρχείο του Σταθμού.
Σε κάθε τρένο υπήρχε επικεφαλής (Capo di treno) Ιταλός υπαξιωματικός με ανάλογη φρουρά. Οι Ιταλοί ανέλαβαν την οχύρωση των Μύλων και γενικά των παρακτίων περιοχών. Ιδιαίτερα μετά την έναρξη των διαδόσεων για συμμαχική απόβαση στον Αργολικό έλαβαν δρακόντεια μέτρα. Μάλιστα ίδρυσαν και «αντιαποβατική» μονάδα. Στους Μύλους θα κατασκευάσουν αντιαρματική τάφρο, θα βάλουν συρματοπλέγματα, θα εγκαταστήσουν αντιαεροπορική μονάδα και πυροβολεία ως το Κιβέρι. Παράλληλα εγκαταστάθηκε τηλεφωνική γραμμή Μύλων – Αεροδρομίου ‘Άργους για την έγκαιρη ενημέρωση του δευτέρου σε περίπτωση συμμαχικής επιδρομής. Η κοπή των καλωδίων αυτής της γραμμής υπήρξε η πρώτη αντιστασιακή ενέργεια στην περιοχή μας.
Σώζονται ακόμη ερειπωμένα κτίρια στο Λαγοβούνι παρά το κέντρο του Όρμου Μύλων – Κιβεριού, καθώς επίσης και η βάση επάκτιου πυροβόλου στους Μύλους παρά τον πύργο της Μπουμπουλίνας. Ο φόβος της απόβασης ήταν τόσο έντονος, ώστε έφτασαν να τοποθετήσουν ναρκοπέδια και στο βράχο του Ιτς Καλέ (ένα παρά την άνοδο και ένα στο ΝΔ άκρο). Το πρώτο επεισόδιο αμέσως μετά την είσοδο των Γερμανών στο Άργος δημιουργήθηκε, όταν οι ελληνικές αρχές προσπάθησαν να διανείμουν στους αρτοποιούς της πόλης ποσότητες αλεύρων του Εμπέδου Τάγματος, που φυλάσσονταν στις αποθήκες του Σιδηροδρομικού Σταθμού και τις οποίες οι Γερμανοί θεωρούσαν λεία πολέμου.
Οι ανάγκες του πολέμου, έλλειψη εργατικών χεριών εξ αιτίας της επιστράτευσης και η απόκρυψη δημιούργησαν επισιτιστικά προβλήματα στο Άργος, όπως και σ’ όλη την Ελλάδα. Περισσότερο επλήγησαν οι εργάτες. Τον Ιούνιο του 1941 η κατάσταση στην πόλη έγινε εκρηκτική. Κατηγορήθηκε ο Διοικητής της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής ‘Άργους Μοίραρχος ΚΑΤΗΣ Σωτήριος για απόκρυψη τροφίμων σε αποθήκη για ίδιο όφελος. Η διαμαρτυρία εξελίχθηκε σε εξέγερση. Ο Δήμαρχος της πόλης ήταν ο πρώτος αποδέκτης της λαϊκής οργής. [Δήμαρχοι Άργους κατά την κρίσιμη περίοδο διετέλεσαν οι Κωνσταντίνος Μπόμπος ως το 1941, Ευθύμιος Σμυρνιωτάκης (1941-1943 και Γεώργιος Παπαγιαννόπουλος (1943-1944)].
Τελικά οι εξεγερθέντες με την ανοχή των Ιταλών άνοιξαν την αποθήκη – αλλά και σπίτια ιδιωτών- και άρπαξαν ό,τι βρήκαν. Οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν βία για να επαναφέρουν την τάξη. Ο Μοίραρχος ΚΑΤΗΣ[Αργότερα, μετατέθηκε στην Καλαμάτα, όπου ως Ταγματάρχης ανέλαβε Διοικητής Διοίκησης Χωροφυλακής Μεσσηνίας. Στις 13 Οκτωβρίου 1943 επιστρέφοντας στην Καλαμάτα από την Μεσσήνη, στο Σταθμό Ασπροχώματος πυροβολήθηκε από άνδρες της τοπικής οργάνωσης του ΕΑΜ και εφονεύθη] προέβαλε την ολιγόωρη απουσία του από την πόλη για να δικαιολογηθεί και απέδωσε την εξέγερση σε κομμουνιστικό δάκτυλο, ενώ οι Γερμανοί υποπτεύονταν ιταλική υποκίνηση. Το επισιτιστικό πρόβλημα της πόλης συγκέντρωσε το αμέριστο ενδιαφέρον της Εκκλησίας και ειδικότερα του ιεροκήρυκα Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Δεληγιαννόπουλου.
[Ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος μόλις είχε επιστρέψει από το μέτωπο, όπου υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας. Οι πολεμικές αναμνήσεις του έχουν δημοσιευτεί, ενώ αντίγραφο του σχετικού χειρογράφου φυλάσσεται στο αρχείο του Συλλόγου Αργείων « Ο Δαναός»].
Στα πλαίσια αυτά, σε σύσκεψη με δραστήριους πολίτες της πόλης, αποφασίζεται η ίδρυση Παραρτήματος του ΕΟΧΑ (Εθνικού Οργανισμού Χριστιανικής Αλληλεγγύης) στο Άργος, η ίδρυση βρεφοκομικού σταθμού συσσιτίων και η διανομή στον πληθυσμό των αλεύρων και των φαρμάκων, που χορηγούσε ο Ερυθρός Σταυρός.
Τα τρόφιμα τα χορηγούσε ο Σουηδικός ΕΣ με υπεύθυνο για την Πελοπόννησο τον Άξελ Πέρσον, ενώ τα φάρμακα ο Ελβετικός ΕΣ με υπεύθυνη την κ. Πέρσον. Οι κάτοικοι της Πελοποννήσου θα θυμούνται πάντα με ευγνωμοσύνη το ζεύγος Πέρσον. Πρόεδρος του ΕΣ στο Άργος ήταν ο δραστήριος βιομήχανος Γεώργιος Ρασσιάς. Ιδρύθηκαν επιτροπές του ΕΟΧΑ για τις 5 ενορίες της πόλης για την υλοποίηση των ανωτέρω στόχων. Οι προσπάθειες Εκκλησίας και πολιτών στέφτηκαν από επιτυχία. Ιδιαίτερη μάλιστα επιτυχία είχε η οργάνωση και διανομή συσσιτίου στα παιδιά, στις επίτοκες και τους υπερήλικες. Στο προαύλιο του Ι. Ν. Αγίου Ιωάννου είχαν στηθεί τα συνεργεία παρασκευής συσσιτίου με δυνατότητα διανομής 2.000 μερίδων την ημέρα. Στα νήπια, τα παιδιά μέχρι 14 ετών, τις επίτοκες και τους αρρώστους χορηγείτο και γάλα.
Ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος το καλοκαίρι του 1943 αναλαμβάνει με επιτυχία την προσπάθεια για την ίδρυση Ορφανοτροφείου. Η συμπαράσταση των πολιτών του ‘Άργους υπήρξε συγκινητική. Περισσότερα από 100 ορφανά βρήκαν εκεί στοργικό καταφύγιο. Το Ορφανοτροφείο λειτούργησε ως τα 1953. Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα που απετέλεσε άγος για την πόλη του ‘Άργους ήταν η αναγκαστική προσφορά εργασίας προς τις αρχές κατοχής. Τα εργατικά χέρια απορροφούσαν κατά κύριο λόγο τα έργα του αεροδρομίου και δευτερευόντως τα οχυρωματικά έργα των Μύλων και η βελτίωση του οδικού δικτύου. Οι αρχές κατοχής έστηναν μπλόκα στην πόλη, συνελάμβαναν όποιους έβρισκαν μπροστά τους, τους επεβίβαζαν στο φορτηγό αυτοκίνητο, που οι Αργείτες το ονόμασαν προσφυέστατα «Μπόγια», και τους έστελναν όπου είχαν ανάγκη. Η επιλογή των ατόμων αδιάκριτη.
Κάποτε συνέλαβαν ένα ανάπηρο δικηγόρο, ενώ άλλη φορά θεώρησαν περισσότερο τελεσφόρο να «μπλοκάρουν» μια κηδεία. Ο Δήμος ‘Άργους προσπάθησε να απαντήσει στο πρόβλημα με τη δημιουργία μιας Επιτροπής εξεύρεσης εργατικών χεριών, για την ορθολογική κατά το δυνατό κατανομή του βάρους αυτού. Η Επιτροπή λειτούργησε. Μέλη της όμως κατηγορήθηκαν ότι εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους για την αποκόμιση ιδίου οφέλους. Άσχετα από την αλήθεια ή μη των κατηγοριών αυτών, η συγκρότηση της Επιτροπής αυτής υπήρξε αδήριτη ανάγκη, αφού κανείς πολίτης του ‘Άργους δεν μπορούσε να προγραμματίσει όχι την επαύριον αλλ’ ούτε την τρέχουσα ημέρα.
Οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους πολίτες του ‘Άργους και των χωριών με τους κατακτητές δεν ήταν πάντα εχθρικές. Ιδιαίτερα με τους Ιταλούς οι κάτοικοι της περιοχής είχαν καλύτερες σχέσεις. Εξ άλλου και η ιταλική στάση υπήρξε επιεικέστερη απέναντι στον ελληνικό πληθυσμό (π.χ. η στάση του Ιταλού Διοικητή κατά την εκτέλεση των Μαρλαγκούτσου – Βερζοβίτη – Κασιδάκη τον Αύγουστο του 1943). Ο Χριστόπουλος μας διέσωσε τις στενές σχέσεις του αυστριακής καταγωγής στρατιώτη Ούρχιλ Μπενιχάουζ, οδηγού στο αεροδρόμιο, με τους ντόπιους και συχνά γλέντια τους σε απόκεντρες ταβέρνες της πόλης, καθώς και σειρά από ροζ ιστορίες γυναικών του ‘Άργους με Ιταλούς στρατιώτες, «όχι πάντα εξ αιτίας της πείνας».
Δυστυχώς όμως υπήρξαν και στον τόπο μας άλλες, πραγματικά άνομες και ανήθικες σχέσεις με τους κατακτητές. Κανείς δεν ξεχνά τον περιβόητο συνεργάτη των Ιταλών Μποζιονέλο ή Γράτσο, συνεργάτη του στυγνού καραμπινιέρου Domilio, κάποιον «επώνυμο αριστερό» αλλά συνεργάτη της Γκεστάπο [ όνομά του περιλαμβάνεται στην δημοσιευμένη με ημερομηνία 7.7.1945 αναφορά του Ανθυπομοιράρχου ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΚΟΥ, πληροφορία που επιβεβαιώνει και ο Χριστόπουλος ] καθώς και εσμό άλλων ατόμων αμφίβολης ηθικής που στήριξαν το έργο των αρχών κατοχής. «Δεν έμεινε κίναιδος ή μοιχαλίς πού να μη προσεκολλήθη στην Ιταλογερμανική υπηρεσία» γράφει ο Ανδρέας Χριστόπουλος. Αργότερα πολλοί απ’ αυτούς, όσοι δεν «πληρώθηκαν» κατά το συνήθη τρόπο από τους Γερμανούς συνεργάτες τους, αντιμετώπισαν την αμείλικτη τιμωρία από μέρους των αντιστασιακών οργανώσεων. Όσοι διέφυγαν, δυστυχώς εξασφάλισαν αναγκαίο το «συγχωροχάρτι» κατά τον εμφύλιο σπαραγμό.
Οι Γερμανοί δεν απαιτούν καν αιτία για να εκτελέσουν οποιοδήποτε πολίτη. Οι εκτελέσεις του Μπαρμπακαρόζη, του Ηλία Καφά, του Νικόλα Ανέστη, της Χρίσταινας Λιαγκρή, του γέρο Χρήστου Κολοβού, του Γιώργη Κακάκη και τόσων άλλων δε χρειάστηκαν καμιά αιτία. Σε 40 έως 50 ανέρχονται οι νέοι που εκτελέστηκαν κοντά στη γέφυρα του Ξεριά, παρά το μύλο του Παπαμπόμπου, έξω από το Ναό του Αγίου Βασιλείου ή την Ξηρόβρυση, με την κατηγορία ότι ανήκαν στο ΕΑΜ.
Στις 17 Μαΐου 1944 οι Γερμανοί συγκέντρωσαν όλους τους άνδρες του ‘Άργους, από τα σπίτια και από τους δρόμους, στην πλατεία του Αγίου Πέτρου για τη ανακάλυψη μελών του ΕΑΜ. Την ίδια μέρα σε αντίποινα για τη δολοφονία από τους αντάρτες 4 ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας νότια και έξω από την πόλη, εκτέλεσαν 15 άτομα που βρήκαν τυχαία στο Βάλτο. Η εκτέλεση όμως που συγκίνησε την πόλη ήταν εκείνη των τριών παλικαριών Γ. Μαρλαγκούτσου, Ν. Βερζοβίτη και Δημ. Κασιδάκη.
Συνελήφθησαν αρχικά έξι νέοι με την κατηγορία της κακοποίησης Γερμανού στρατιώτη. Κινητοποιήθηκε όλη η πόλη, ενώ Επιτροπή από το Δήμαρχο Παπαγιαννόπουλο και τον Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο προσπάθησε να μεταπείσει το Γερμανό Διοικητή. Αυτός υπήρξε ανένδοτος. Ο Ιταλός Διοικητής με τη δικαιολογία του συγκυριάρχου αποσπά τους τρεις για να «τους τιμωρήσει αυτός» και σώζονται. Παρακαλεί και για τη σωτηρία των άλλων, παρακαλεί να τους αφήσουν τουλάχιστον να κοινωνήσουν. Ο Γερμανός είναι αμετάπειστος. Ο Μητροπολίτης Αργολίδας Αγαθόνικος μετά αγωνιώδη πορεία φτάνει στην Αθήνα, όπου ζητά την παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Όλα μάταια. Τους οδηγούν στο ανάχωμα της Πάνιτσας. Ο Μαρλαγκούτσος δε δέχεται να του δέσουν τα μάτια. Σε λίγο μια ομοβροντία. Μετά ησυχία θανάτου…
Ο Βομβαρδισμός της 14ης Οκτωβρίου 1943
Το αεροδρόμιο του Άργους απετέλεσε πολλές φορές στόχο των συμμαχικών αεροπλάνων, τα οποία επέδραμαν εναντίον του, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία, πάντα όμως χωρίς να αφήνουν περιθώρια στους Γερμανούς για εφησυχασμό. Η πρώτη επιδρομή που έχει καταγραφεί έγινε το Νοέμβριο του 1944. Προηγήθηκε νυχτερινή επίθεση με αρκετές γερμανικές απώλειες και το πρωί, καθώς οι Γερμανοί του αεροδρομίου και του Αγίου Νικολάου (ναού) είχαν παραταχθεί για προσκλητήριο, δύο συμμαχικά αεροσκάφη (Hurricanes) – το ένα μέσα από την Πάνιτσα και το άλλο από τη Χούνη του Κάστρου – επέπεσαν εναντίον τους προκαλώντας μεγάλες απώλειες σε άνδρες και αεροσκάφη (καταστράφηκαν 13 στούκας επί τόπου). Φήμες επέμεναν πως πιλότος του ενός αεροσκάφους ήταν ο Βαρβέρης από το Άργος. Άλλες δύο τουλάχιστον σοβαρές επιδρομές εναντίον του αεροδρομίου έγιναν τον Απρίλιο και το Σεπτέμβριο του 1943. Τέλος ο μοιραίος βομβαρδισμός της 14.10. 1943.
Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών (8.9. 1944) οι Γερμανοί ήσαν αναγκασμένοι να αναπτύξουν και άλλες, σημαντικές, δυνάμεις στην Πελοπόννησο. Στα πλαίσια αυτής της ανάπτυξης μια ισχυρή γερμανική φάλαγγα κινείτο με κατεύθυνση προς νότο και το πρωί της μοιραίας ημέρας είχε σταθμεύσει στη δενδροστοιχία (στην οδό Δαναού). Εδώ οι απόψεις διίστανται. Η φάλαγγα αυτή ήταν ο στόχος ή το αεροδρόμιο; Όπως όμως και αν είχαν τα πράγματα, όταν στις 11.ΟΟ’ το πρωί εκείνης της Πέμπτης στον ουρανό του ‘Αργους εμφανίστηκε σμήνος αμερικανικών αεροσκαφών δέχθηκε καταιγιστικά πυρά από την πόλη του ‘Αργους και ειδικά από την περιοχή της δενδροστοιχίας. Οι Αμερικανοί πιλότοι απάντησαν δυναμικά με βόμβες προσωπικού. Τα θύματα αμέτρητα. Πρώτα κτυπήθηκε ο κάμπος και τα «Ταμπάκικα»{ παρά τη συμβολή των οδών Φείδωνος και Θεάτρου}, μετά ο «Κραβασαράς»{ παρά την παλιά γειτονιά της Αρβανιτιάς;}, τα «Ρεντζέικα», ο Πρόδρομος, το κέντρο της πόλης, ο «αρχοντομαχαλάς»{ με το όνομα αυτό είναι γνωστή η γειτονιά των παρόδων της οδού Μουστακοπούλου, η οποία συγκέντρωνε εύπορες οικογένειες της πόλης. Η οδός Μουστακοπούλου αργότερα εκαλείτο περιπαιχτικά οδός « Μπέρτας» από τις μπέρτες των εύπορων κυριών}, τα «Γεφύρια», ο Σταθμός και ο Ξεριάς. Τα θύματα αμέτρητα. Περί τους 100 οι νεκροί Αργείτες, πολύ περισσότεροι οι τραυματίες. Από τους Γερμανούς υπολογίζεται πως νεκροί και τραυματίες έφτασαν τους 75.
«Φουλ τα χειρουργεία και τα ιατρεία», γράφει ο Χριστόπουλος. «Ο Δαναός επίσης και τα γερμανικά νοσοκομεία ασφυκτικά γεμάτα Γερμανούς και Έλληνες μαζί. Λες και γίναμε σύμμαχοι την ώρα του θανάτου, κι αγκαλιασμένοι εχθροί και φίλοι κάνουν ανθρωπιστικά το καθήκον τους».
Τις δύσκολες εκείνες ώρες όλοι οι γιατροί του Άργους έδωσαν το «μεγάλο παρόν». Ξεχώρισε όμως σε κάθε είδους προσφορά ο αεικίνητος Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος και ο ιεροδιάκονος – μετέπειτα Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους- Παύλος Σοφός, που φιλοξενούσε ο Χρυσόστομος, ο οποίος κατείχε άριστες νοσηλευτικές γνώσεις.
Σε ένδειξη τιμής στη μνήμη των αθώων νεκρών εκείνου του βομβαρδισμού αναδημοσιεύουμε τα ονόματά τους, όπως τα διέσωσε ο Χριστόπουλος από κατάλογο που συνέταξε ο ιστοριοδίφης Αναστάσιος Τσακόπουλος:
Δημ. Γεωργόπουλος, Παναγ. Κράντας, Κωνστ. Σταύρου, Κωνστ. Μαρούσης, Κ Σκίκος, Σπυρ. Μαραγκός, Παύλος Βαρβάτης, Δ. Αθανασόπουλος, Δανάη Χαντζηιωάννου, Νίτσα Ψωμά, Θεοδ. Χαντζής, Θεοδ. Τόμπρας, Σωτ. Αδρακτάς, Κ. Αδρακτάς, Ιω. Παπαδάτος, Κ. Μπολόσης, Κ. Μωράτσος, Τάκης Γκουμάκης, Πιπίνα Κούρου, Ιω. Λάμπρου, Κατίνα Πάγκα, Ελένη Αθηνιού, Δημ. Καραλής, Δημ. Σμυρλής, Μιχ. Παγώνης, Κ. Μαρίνης, Ιω. Κοροβέσης, Ελένη Μαραγκού, Φανή Γεωργαντά, Ιω. Μαρλαγκούτσος, Γεώργ. Βούλγαρης, Βασ. Γιαννάτος, Θεοφ. Κωτσαντής, Αναστ. Γεώργας, Παναγ. Ανέστης, Πόπη Γυφτοπούλου, Θεοφ. Καλαντζής, Καλαντζής Αντ., Ελένη Στεφανή, Άννα Γκαργκάσουλα, Θεοδ. Τσεκές, Αντ. Χαλέπας, Ευάγγ. Κλειώσης, Παν. Παπαϊωάννου, Νικόλ. Θεωνάς, Γεωργ. Κουρέτσου, Γεωργία Τρισπαγώνα, Κική Ανδριανόπουλου, Χρυσώ Κυριακοπούλου, Βασ. Σκλήρης, Πέτρος Πάγκας, Βασ. Χαμπίμπης, Κατίνα Κρητικού, Ν. Λιτσαρδάκης, Επαμ. Μαρούτσος, Γ. Αντωνακόπουλος, Αμαλία Πινάτση, Γεωργ. Κλεισάρη, Αθ. Καρούτας, Παναγ. Δανιήλ, Γεώργιος Στέκας, Δημ. Λαδάς, Πέτρος Σπυρόπουλος, Αθαν. Πιπιλάς, Ευάγ. Καραμαλίκης, Ιω. Τσίγγας, Δημ. Παΐσης, Αικατ. Χρυσικού, Κωστούλα Μαρλαγκούτσου, Φανή Μάγειρα, Ευάγγ. Καράμπελας, Νικόλαος Τόλιας, Δημ. Δήμας και Γεώργ. Τσιμπής.
Ο Λαός αντιστέκεται…
Ο λαός, μετά το πρώτο σοκ, άρχισε να συνέρχεται. Είναι αλήθεια πως πολλοί είδαν τη γερμανική εισβολή ως λύση στο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η χώρα στο μέτωπο. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν βέβαια αποκρούσει την εαρινή αντεπίθεση των Ιταλών, όμως από πλευράς εφοδιασμού τους σε πολεμοφόδια η κατάσταση κάθε άλλο παρά αισιόδοξη ήταν. Η γερμανική εμπλοκή έδωσε «αξιοπρεπές» τέλος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Η αντίσταση των οχυρών, σε αντίθεση με το γαλλικό «pour quoi«, αφενός διέσωσε την εθνική αξιοπρέπεια και αφετέρου ανάγκασε τους Γερμανούς να αναγνωρίσουν τη γενναιότητα των Ελλήνων πολεμιστών. Από την άλλη πλευρά είχε καλλιεργηθεί η αντίληψη ότι αυτός ο πόλεμος αφορούσε περισσότερο την Αγγλία παρά την Ελλάδα (5η Φάλαγγα).
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν δημόσια: «Ας πολεμήσουν επιτέλους και οι Εγγλέζοι, και όχι να βάζουν άλλους στον πόλεμο». Στον τομέα αυτό έπαιξαν σημαντικό ρόλο και οι γερμανόφιλες τάσεις που είχε καλλιεργήσει η δικτατορία του Μεταξά, ιδίως στο χώρο των αξιωματικών. Είναι πλέον γνωστό ότι η θέση της χώρας παρά το πλευρό των Συμμάχων κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κατά κύριο λόγο επιλογή του Θρόνου. Σαν πρώτη πράξη αντίστασης θα πρέπει να καταγραφεί η περίθαλψη, που πρόσφεραν οι κάτοικοι της περιοχής στους εγκλωβισμένους στρατιώτες του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος. Τα χωριά κυρίως της ορεινής Αργολίδας τους προσέφεραν ασφάλεια, ενώ τα παραλιακά συνέβαλαν με κάθε τρόπο στη διαφυγή τους. Στον τομέα αυτό καθοριστική υπήρξε και οι βοήθεια των αστυνομικών αρχών παρά τον ασφυκτικό ιταλικό έλεγχο.
[Το καλοκαίρι του 1941 ο Σταθμός Χωροφυλακής Μιδέας εφοδίασε με πλαστά δελτία ταυτότητας 7 Άγγλους στρατιωτικούς. Την ίδια εποχή ο διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής Ν. Επιδαύρου Ενωμοτάρχης Αντωνόπουλος με την βοήθεια των κατοίκων της περιοχής περιέθαλψε 48 Νεοζηλανδούς, τους οποίους αργότερα φυγάδευσε. Το ίδιο έκαμαν και οι Σταθμοί Χωροφυλακής Αλέας, Νέας Κίου και Θερμησίας, φυγαδεύοντας 120 Άγγλους και Νεοζηλανδούς. Επίσης στο Άργος ο Ανθυπομοίραρχος Δημ. Κουρκουλάκος συμβάλει καθοριστικά στη φυγάδευση συμμάχων στρατιωτικών. Βλέπετε Αποστόλου Β. Δασκαλάκη, Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950 τόμος Α΄Αθήναι 1973, σελ.194-195].
Επίσης οι κάτοικοι της περιοχής συνέδραμαν με κάθε μέσο τους αξιωματικούς εκείνους του ελληνικού στρατού που κατευθύνονταν στην Μέση Ανατολή για τη συνέχιση του αγώνα. Μόνο αργότερα, μετά την άνδρωση του ΕΛΑΣ, άρχισε η συστηματική παρεμπόδιση της διαφυγής τους για ευνόητους λόγους.
Το ΕΑΜ κύριος φορέας αντίστασης
Το ΕΑΜ αναμφίβολα αποτέλεσε τον κορμό της αντίστασης στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής. Αν και ξεκίνησε με πρωτοβουλία και κατεύθυνση αριστερών πολιτικών οργανώσεων, στους κόλπους του σύντομα συγκέντρωσε άτομα – κυρίως νέους από όλο το πολιτικό φάσμα, που επιθυμούσαν να αντισταθούν οργανωμένα στον κατακτητή.
Στο Άργος το αριστερό κίνημα πάντα υπήρξε ισχαιμικό. Επί πλέον η απηνής δίωξη των αριστερών, αλλά και πολλών δημοκρατικών στοιχείων, από το καθεστώς Μεταξά δεν επέτρεπε τη διάδοση ανάλογων ιδεών. Παρά ταύτα στα προπολεμικά χρόνια, και κάτω από το άγρυπνο μάτι της Αστυνομίας, χώρος κυοφορίας αριστερών ιδεών υπήρξε το καφενείο «Ο Παράδεισος» των αδελφών Ξακουστή στη διασταύρωση των οδών Δαναού και Καποδιστρίου (κυρίως για διανοούμενους, όπως π.χ. ο Θεόδωρος Βλασταράς).
Άλλοι χώροι διάδοσης αριστερών ιδεών ήσαν το ζαχαροπλαστείο του Νίκου Πορταρίτη, στην οδό Κορίνθου λίγο πιο πάνω από το Σταροπάζαρο, και το κατάστημα (λευκοσιδηρών ειδών) του Βαγγέλη Δεσύλλα ή Κύκλωπα στην οδό Β. Σοφίας. Στα χωριά αριστεροί πυρήνες υπήρχαν κυρίως στα Φίχτια – το επικαλούμενο και μικρή Μόσχα – και τη Μιδέα. Στα Φίχτια οι αδελφοί Βαγγέλης, Κώστας και Σπύρος Τσετσέκου ήσαν μέλη του ΚΚΕ, από το 1932 ο πρώτος και το 1934 οι άλλοι. Στα χρόνια του Μεταξά ήσαν εκτοπισμένοι στον Άγιο Ευστράτιο και την Ανάφη. Μετά την κατάρρευση του Μετώπου δραπέτευσαν και επέστρεψαν στα Φίχτια, όπου ξανάρχισαν την κομματική δουλειά. Ο γιος του τελευταίου, Δημήτριος Σπύρου Τσετσέκος δραστηριοποιείται με επιτυχία στο χώρο της νεολαίας.
Στο Άργος παρά το έντονο συντηρητικό κλίμα πάρα πολλοί νέοι οργανώνονται στο ΕΑΜ. Στα πλαίσια αυτού του οργανωτικού σχήματος εντάσσεται μία σειρά αντιστασιακών ενεργειών. Η κοπή των τηλεφωνικών καλωδίων που συνέδεαν την ιταλική φρουρά των Μύλων με το Αεροδρόμιο Άργους από τους Κώστα Κυριαζόπουλο και Νίκο Σαββέα, η αναγραφή συνθημάτων σε τοίχους του Άργους τη νύχτα της 12.4. 1943 από τους Σπύρο Λυμπριτάκη, Μίμη Λαλουκιώτη και Ορέστη Μπούκουρα και η κατάθεση στεφάνου στο Ηρώο του Άργους τη νύχτα της 24/25.3. 1943 από τους Αρίσταρχο Αναστ. Τσακόπουλο (Μπέη) και Πέτρο Μπλάτσιο.
Για την κατάθεση του στεφάνου, για αναγραφή συνθημάτων και διανομή προκηρύξεων καταδικάσθηκαν σε ποινές φυλάκισης 3 έως 10 χρόνων από το Ιταλικό Στρατοδικείο Τρίπολης οι Σάββας Καραλέκας, Αρίσταρχος Τσακόπουλος, Ανδρέας Κολορίζας, Πέτρος Μπλάτσιος, Απόστολος Λαδάς, Ορέστης Μπούκουρας και Στάθης Δέδες. Ο Κώστας Δεσύλλας και ο Νίκος Καλοπανάς απηλλάγησαν. Οι ανωτέρω παρέμειναν αρκετούς μήνες στις φυλακές. Μετά όμως τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (8.9. 1943) και με ενέργειες συγγενών του Τσακόπουλου στις γερμανικές στρατιωτικές αρχές αφέθηκαν ελεύθεροι οι Τσακόπουλος, Κολορίζας, Μπλάτσιος και Μπούκουρας. Ο τελευταίος, λίγες ώρες πριν του ανακοινωθεί η απελευθέρωσή του, απέδρασε από τις φυλακές της Ακροναυπλίας.
Η περίπτωση Κουβελάκη
Αν δεν υπήρξε ο πρώτος, αναμφίβολα υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες που βγήκε αντάρτης στα βουνά της Πελοποννήσου. Πρόκειται για τον Υπενωμοτάρχη τότε Κουβελάκη Απόστολο του Σταύρου από το Μαυρομάτι Μεσσηνίας (1911 -;). Κατά την κατάρρευση του μετώπου ο Κουβελάκης υπηρετούσε ως Διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής Λυρκείας, πλην όμως με παρέμβαση των Γερμανών μετατέθηκε στο Σταθμό Χωροφυλακής Λιμνών. Ο χαμηλόβαθμος αυτός αστυνομικός υπάλληλος άρχισε με τη βοήθεια των κατοίκων να περιθάλπει περιπλανώμενους Άγγλους στρατιωτικούς. Τριάντα εννέα από αυτούς αφού εφοδιάσθηκαν με ελληνικά δελτία ταυτότητας, πολιτική περιβολή και τρόφιμα έφυγαν με κατεύθυνση τον Πόρο, την Επίδαυρο και το Λεωνίδιο.
Μαζί του έμειναν τρεις Άγγλοι και ένας Κύπριος. Το γεγονός προδόθηκε στις ιταλικές αρχές και ο Κουβελάκης στις 17.8. 1941, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη, εγκατέλειψε το Σταθμό του και έχοντας μαζί του τους συμμάχους στρατιωτικούς και το μοναδικό Χωροφύλακα της δύναμής του Γεώργιο Πυσογιαννάκη, ο οποίος αργότερα εκτελέσθηκε από τους Γερμανούς, κατέφυγε στον ορεινό όγκο του Φαρμακά, σε μέρη γνώριμα από την προηγούμενη υπηρεσία του στη Λυρκεία. Έκτοτε η ομάδα Κουβελάκη συνδέεται με τους κατοίκους της περιοχής και κινείται από την περιοχή της Αλέας μέχρι και εκείνη της Επιδαύρου.
Στις 22.2.1942 επιτυγχάνει την εξόντωση Ιταλού καραμπινιέρου στην περιοχή Στεφανίου – Αγγελοκάστρου Κορινθίας, ενός από τους πολλούς που είχαν σταλεί εναντίον του.
Στις 6.3.1942 στη Σκοτεινή, σε πολύωρη συμπλοκή με απόσπασμα Καραμπινιέρων, κατορθώνει χωρίς καμιά δική του απώλεια να εξοντώσει το διαβόητο Καραμπινιέρο Ντομίλιο (Domilio), γνωστό ως σαδιστή για τις βάναυσες μεθόδους του σε βάρος Ελλήνων με το παρεπώνυμο «Βαρδούκας», να τραυματίσει έναν άλλον, καθώς και τον Έλληνα προδότη Παναγ. Μποζιονέλο ή Γράτσο. Η εξόντωση του Ντομίλιο και η εξουδετέρωση του Γράτσου ανακούφισε τα χωριά της περιοχής.
Την 29.9.1942 στην περιοχή Σκοτεινής – Κανδήλας συμπλέκεται με τους Έλληνες προδότες Χρ. Κάππο και Παναγ. Λακιαρδό, που υπό την ιδιότητα Ιταλών Καραμπινιέρων κινούνται εναντίον του. Τραυματίζει τον ένα και αφοπλίζει αμφότερους. Φαίνεται πως ο Κουβελάκης κινείται με την κάλυψη των Σταθμών Χωροφυλακής των ορεινών περιοχών. Έτσι η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής Άργους με την 878/97 20-ι από 20.4.1943 διαταγή της προς τον Σ. Χ. Λυρκείας επιπλήττει το Διοικητή του για την αδράνειά του, σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι: «Ο Διοικητής του ενταύθα Σταθμού της Ιταλικής Βασιλικής Χωροφυλακής μοι ανεκοίνωσεν σήμερον ότι ο εγκαταλείψας την θέσιν του υπενωμοτάρχης Κουβελάκης Απόστολος διένειμεν εις τους κατοίκους της Λυρκείας προκηρύξεις επαναστατικού περιεχομένου. Το γεγονός τούτο είναι απολύτως εξηκριβωμένον…».
Τον Ιούλιο του 1943 μαζί με άλλους αξιωματικούς του τακτικού Στρατού από τις περιοχές Αργολίδας, Κορινθίας και Αρκαδίας συγκροτούν την Αντάρτική ομάδα του «Φαρμακά», η οποία θα διαλυθεί από τις δυνάμεις του ΕΛ.ΑΣ. Η ομάδα Κουβελάκη μετά τις επιθέσεις που δέχτηκε στις 25 και 26.9.1943 στην Κρύα Βρύση και στα νερά Αχλαδοκάμπου αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την περιοχή.
Ο Κουβελάκης μεταβαίνει πλέον στην Αθήνα (Νοέμβριος 1994), οργανώνεται στο Εθνικό Κομιτάτο του Στρατηγού ΒΕΝΤΗΡΗ και στη συνέχεια (22.2.1944) διαφεύγει στη Μέση Ανατολή. Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στην Ελλάδα και αποστρατεύθηκε στα 1966 με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη Χωροφυλακής.
Το 6ο Σύνταγμα του ΕΛ.ΑΣ.
Μετά τη διάλυση της Ομάδας «Φαρμακά» από τις δυνάμεις του ΕΛ.ΑΣ. και την προσχώρηση σε αυτόν του Ταγματάρχη Εμμ. Βαζαίου, των ανθυπολοχαγών Κ. και Μιλτ. Στεργιόπουλου, Γ. Μαυραγάνη, Δ. Μαυρίδη, Στ. Ηλιόπουλου, και Ν. Τζαβέλα, του υποσμηναγού Παν. Γκέρκη, του Ενωμοτάρχη Ι, Τριανταφύλλου και άλλων 26 ανδρών, το αντάρτικο κίνημα στην Αργολιδοκορινθία φούντωσε. Το ίδιο έγινε και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου από τη στιγμή που ο ΕΛ.ΑΣ. έμεινε μόνος κυρίαρχος στα βουνά, αφού διέλυσε οποιαδήποτε άλλη ανταρτική οργάνωση που δε υπήχθη σε αυτόν. Η διαμάχες των ανταρτικών οργανώσεων είναι ένα θέμα απέραντο, που ξεφεύγει από τα όρια του άρθρου αυτού. Έτσι θα μείνουμε στη δράση του 6ου Συντάγματος του ΕΛ.ΑΣ. που δραστηριοποιήθηκε στο χώρο της Αργολιδοκορινθίας [ έλαβε την ονομασία του από το προπολεμικό 6ο Σύνταγμα Πεζικού που είχε έδρα την Κόρινθο].
Στην Πελοπόννησο συγκροτήθηκε η III Μεραρχία του ΕΛ.ΑΣ., την οποία αποτελούσαν δύο Ταξιαρχίες, η VIII και η IX. Η VIII Ταξιαρχία απετελείτο από το 6° και 12° Σύνταγμα, ενώ η IX από το 8°, 9° και 10° Σύνταγμα και μία Μοίρα του ΕΛΑΝ. Η διοίκηση του 6ου Συντάγματος απετελείτο από τον Ταγματάρχη Εμμανουήλ Βαζαίο, Στρατιωτικό Διοικητή, το Δικηγόρο Ευάγγελο Λέκκα, Πολιτικό, και το Λοχαγό ΠΖ Παναγιώτη Τούντα, Καπετάνιο. Τον Ιανουάριο του 1944 το II Τάγμα του 6ου Συντάγματος με επικεφαλής τον Έφεδρο Υπολοχαγό Γεώργιο Δασόπουλο ή Γρίβα εκινείτο στην περιοχή της Αργολίδας, ενώ το IV Τάγμα με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Κονταλώνη στην περιοχή Ερμιονίδας. Βέβαια στη συνέχεια έγιναν πολλές οργανωτικές μεταβολές στις Μονάδες ανάλογα τις ανάγκες.
Από τη δράση του 6ου Συντάγματος στο χώρο της Αργολίδας αναφέρουμε τα ακόλουθα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Στρατιωτικού Διοικητή του:
-Το πρώτο 10ήμερο Οκτωβρίου 1943 ο Λόχος Διοίκησης μετά από επισταμένη αναγνώριση και σε συνεργασία με τους Άγγλους αξιωματικούς, Αντισυνταγματάρχη Μακ Μάλεν, Ταγ/ρχη Τζέϊμς και Λοχαγού Φρέζερ οργάνωσε σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Άργους και κατέστρεψε 7 εχθρικά αεροπλάνα και 1 οδοστρωτήρα.
-Στις 22.3. 1944 ο 6ος Λόχος ανατίναξε τη σιδηροδρομική γέφυρα της Ανδρίτσας.
-Στις 17.5.1944 ο 6°ς Λόχος σε ενέδρα στη θέση «Νταούλι» Αχλαδοκάμπου, στο δημόσιο δρόμο Τρίπολης – Άργους, προσέβαλε με επιτυχία φάλαγγα 10 γερμανικών αυτοκινήτων, τα οποία μετέφεραν τη Σχολή Εφ. Αξιωμ. της 117ης Μεραρχίας. Νεκροί 50 Γερμανοί, πολλά λάφυρα.
-Στις 1.6.1944 ο 5ος Λόχος κατέστρεψε σιδηροδρομική γέφυρα ανάμεσα στα Φίχτια και τα Δερβενάκια. Την επόμενη ο ίδιος Λόχος προσέβαλε στα Δερβενάκια φάλαγγα γερμανικών αυτοκινήτων. 15 Γερμανοί νεκροί.
-Στις 3.8.1944 Τμήματα του II Τάγματος κτύπησαν φάλαγγα 300 Γερμανών στον αυχένα Δούκα – Τάτσι. 40 Γερμανοί νεκροί.
-Στις 3.9.1944 ο 6ος Λόχος κτύπησε τους Γερμανούς στη θέση «Λιμικό» Φιχτίων και εχθρικό φυλάκιο στα υψώματα του Κουτσοποδιού. Νεκροί 8 Γερμανοί. Ενώ
-Στις 5.9.1944 το I Τάγμα επετέθηκε κατά των Γερμανών στον Αχλαδόκαμπο. Νεκροί 3 Γερμανοί.
Το Νοέμβριο του 1943 ομάδα του II Τάγματος του Γρίβα πέρασε από το χωριό Προσύμνη (Μπερμπάτι). Οι κάτοικοι τους δέχτηκαν με ενθουσιασμό. Τη στιγμή όμως της υποδοχής μια μικρή ομάδα Γερμανών έφτασε στο χωριά. Οι άνδρες του Γρίβα την εξουδετέρωσαν αμέσως. Διέφυγε ένας και ειδοποίησε τη Μονάδα του. Το συμβάν ήταν αρκετό για να κάψουν οι Γερμανοί το χωριό και να λεηλατήσουν τους άτυχους Μπερμπατιώτες.
Στις 30.11. 1943 ο Φρίξος Ανδριανόπουλος από το Πικέρνι της Αρκαδίας με ένα Ιταλό στρατιώτη, που είχε αυτομολήσει στους αντάρτες, επιτέθηκαν εναντίον της φρουράς του Σιδ. Σταθμού Ανδρίτσας και έσφαξαν περί τους 10 Γερμανούς. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ο Φρίξος Ανδριανόπουλος και ο Κων/νος Α. Βρύνιος.
Την επόμενη οι Γερμανοί έζωσαν το χωριό. Συνέλαβαν 50 νέους κυρίως άνδρες, που τελικά τους κρέμασαν στα δοκάρια του υπόστεγου του Σταθμού, καθώς και σε παρακείμενα δένδρα στις 5.12. 1943. Πέθαναν για την ελευθερία οι Παναγιώτης Δ. Αγγελέτος, Χρήστος Π. Αρτινιός, Διονύσιος Κ. Βάγιας, Ιωάννης Γ. Γαλάκης ή Σγουρίτσας, Δημ. Α. Ζάμπιας, Πλούταρχος Γιατράς, Γεώργιος Γεωργίτσης, Γεώργιος Χρ. Δαλαμπίρης, Ιωάννης Γ. Δελής, Απόστολος Δαγρές, Αντώνιος Η. Δημάκος, Αθανάσιος Α. Δουκάκης, Θεόδωρος Ζαχαράκης, Ιωάννης Μ. Καράκος, Αθανάσιος Καρβούνης, Θεόδωρος Π. Κανακίδης, Πολυζώης , Ζ. Καρίλος, Παναγιώτης Κ. Καραλής, Βασίλειος Ε. Κοτσιώνης, Αναστάσιος Κουμαρέζος, Χρήστος Δ. Κουτσάρης, Θεοδ. Γ. Κωνσταντόπουλος, Βασίλειος Γ. Κωνσταντακόπουλος, Ευστράτιος Σ. Κωστάκης, Κων. Β. Λαζαρόπουλος, Ιωάννης Ν. Μαχαίρας, Θεοδ. Σ. Μελενίκος, Αναστάσιος Μητράκος, Κωνσταντίνος Κ. Μπεχράκης, Γεώργιος Π. Μούρτζινος, Παναγ. Κ. Μουτζούρης, Ιωάννης Γ. Μπογιατζόπουλος, Γεώργιος Π. Νικολαΐδης, Χρήστος Χ. Παναγούλιας, Δημ. Κ. Πετράκος, Ανδρέας Γ. Παπαναστασίου, Νικόλαος Γ. Παπαναστασίου, Νικόλαος Ράλλης, Αποστόλης Κ. Σιδέρης, Σπύρος Λ. Σταυράκος, Λεωνίδας Δ. Σταυρόπουλος, Παρασκευάς I. Σταυρόπουλος, Μανώλης Τσαγγάρης, Παρασκευάς Γ. Τσούσης, Γεώργιος Ν. Φατούρος, Αναστ. Γ. Φλίντρας, Χαράλαμπος Δ. Χαραλάς, Χαράλαμπος Χαραλαμπόπουλος, Γεώργιος Α. Ψαρρός και Νικόλαος Σ. Κωστάκης [ από το ίδιο χωριό σκοτώθηκε το Μάιο του 1944 και ο Αγγελής Α. Μίλης}.
Το Μάιο του 1944 εξαιτίας καταστροφής από τους αντάρτες του δρόμου προς την Καρυά, παρά την Αγριλίτσα, οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους: Πέτρο Β. Σπανό, Γεώργιο Σπανό, Ηλία Σπανό, Γεώργιο Ορφανό, Ευάγγελο Γαλάνη, Προκόπιο Καπετάνο, Θεοφάνη Παναγιωτόπουλο, Χρ. Γιαγό, Δημ. Π. Πατούρο, Γεώργιο Κορδώνη, Χρ. Κωστάκο, Βασ. Φλέσσα, Δημ. Μπουλατσιώτη, Δημ. Ξιάρχο, Κων. Κωσταρίκο και το γιο του, καθώς και τέσσερες ξένους κτηνοτρόφους. Οι εκτελέσεις, οι δηώσεις, οι λεηλασίες των αρχών Κατοχής, κυρίως των Γερμανών οι οποίοι παρά τη σιδηρά πειθαρχία τους στον τομέα των κλοπών, των λεηλασιών, των εκβιασμών και της δωροδοκίας ήσαν αμίμητοι, ξεπερνούν κάθε φαντασία, θα έπρεπε όμως, έστω και τώρα μετά από 50 χρόνια, να γίνει μια ολοκληρωμένη καταγραφή των συμπατριωτών μας που έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της νέας τάξης που επαγγέλλονταν οι Ναζί.
Όταν μετά την αυξημένη πίεση των ανταρτών οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να κηρύξουν την Πελοπόννησο πολεμική ζώνη από τις 18.00΄ της 18.5.1944, η ζωή των κατοίκων γίνεται προβληματική, θα αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές μόνον απαγορεύσεις. Απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των πολιτών από 18.00΄ μέχρι 06.00′ καθημερινά, η κυκλοφορία πάνω από 5 ατόμων μαζί, η μετάβαση από χωριό σε χωριό, η κυκλοφορία σε μη δημόσιους δρόμους, η προσέγγιση σε πρόποδες βουνών, η κωδωνοκρουσία, οι λειτουργίες τις καθημερινές, κ.ά.
Μέρες οργής
Αν και το ΕΑΜ είχε συγκεντρώσει πολίτες όλων των πολιτικών παρατάξεων, ο κορμός και η καθοδήγηση του ήταν στα χέρια του ΚΚΕ. Το ίδιο συνέβαινε και στον ΕΛ.ΑΣ., από τους άνδρες του οποίου μικρό ποσοστό ήταν κομμουνιστές. «Ο ΕΛΑΣ είχε βέβαια την κομμουνιστικήν του καθοδήγησιν, οι άνδρες του όμως κατά τα 3/4 δεν ήσαν κομμουνισταί, ήσαν αγροτόπαιδα, εθελονταί οι οποίοι κατετάσσοντο αθρόως διά να απελευθερώσουν την σκλαβωμένην Πατρίδα», γράφει ο Ταγματάρχης Βαζαίος.Από τα μέσα, όμως, του 1943 άρχισε να διαφαίνεται ο ταξικός χαρακτήρας του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Στελέχη του ΚΚΕ άρχισαν να μην κρύβουν πλέον τις μεταπελευθερωτικές τους προθέσεις, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση μη κομμουνιστών πολιτών.
Η αντίδραση αυτή άρχιζε από μια στάση παθητική – ουδέτερη- για να φτάσει σε ένοπλη σύγκρουση. Και δεν ήταν δυστυχώς λίγες οι φορές που Έλληνες κατέφυγαν στη βοήθεια των αρχών Κατοχής για να αντιμετωπίσουν τις εναντίον τους απειλές. Από την άλλη πλευρά με το πρόσχημα της περιφρούρησης του λαϊκού αγώνα από τους προδότες – σε εισαγωγικά και μη – και την «αντίδραση» άρχισαν τα έκτροπα και οι υπερβασίες. Η ΟΠΛΑ (Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα) είχε πλέον τον πρώτο λόγο. Στην Κορινθία ο περίφημος Στάθης ξεπέρασε κάθε όριο, για να φθάσει ο Άρης Βελουχιώτης να πει στον Πελοπίδα: «…Τα έχουν κάμει θάλασσα οι πατριώται σου οι Κορίνθιοι, αφήκαν το Στάθη να αλωνίζη την περιοχήν εις βάρος του αγώνος… Ο Στάθης βέβαια καθαιρέθηκε και πιθανόν εκτελέστηκε. Οι ζημιές όμως που είχαν κάμει οι απανταχού «Στάθηδες» ήσαν φοβερές.
[ Ο Θεόδωρος Ζέγκος (Στάθης) καταγόταν από την περιοχή της Λάρισας και ήταν υπάλληλος του οργανισμού των τριών ΤΤΤ (τηλεφώνων, τηλεγράφων και ταχυδρομείων), προδρόμου οργανισμού του OTE. Οι υπάλληλοι του ελέγοντο τριατατικοί. Είχε τα ψευδώνυμα Στάθης ή Τριαντάφυλλος. Το καλοκαίρι του 1944 ήταν περιφερειακός γραμματέας για την Πελοπόννησο του ΚΚΕ, με έδρα το χωριό Καλύβια που σήμερα λέγεται Φενεός, εγγύς της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου. Βεβαίως μετεκινείτο και σε άλλες περιοχές. Με το ψευδώνυμο ΣΤΑΘΗΣ έγινε περιβόητος διότι επί των ημερών του έγινε στην «Τρύπα» η δραματική σφαγή. Το περίεργο είναι ότι δεν εφονεύοντο όλοι, όσοι οδηγούντο στο στρατόπεδο της Μονής. Μερικοί εκρατούντο για κάποιες ημέρες, ανεκρίνοντο και αναχωρούσαν. Δεν γνωρίζουμε τη διαδικασία εκδόσεως των καταδικαστικών αποφάσεων και πως εβεβαιούτο η ενοχή του καθενός ή η αθωότητά του. Ο Θεόδωρος Ζέγκος επεβίωσε και στο δεύτερο αντάρτικο και τελικά κατέφυγε στην Πολωνία, όπου έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας. Εφημ. Αργειακό Βήμα, Γ.Κ.Ο., Τετάρτη 6/10/2010 ]
Για την κατάσταση αυτή κάθε άλλο παρά άμοιροι ευθυνών υπήρξαν οι Άγγλοι, οι οποίοι συστηματικά καλλιέργησαν την εμφύλια σύγκρουση. Εδώ θα πρέπει να τονιστούν και οι μεγάλες ευθύνες των αστικών κομμάτων και των αξιωματικών του τακτικού στρατού, που αδράνησαν παντελώς και άφησαν το αντιστασιακό κίνημα υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ. Οι αξιωματικοί του στρατεύματος, όσοι δεν πέρασαν στη Μέση Ανατολή, έμειναν στις πόλεις για να «διανέμουν συσσίτια», κ.λπ. Και έτσι μοιραία έφτασαν στο τέλος να στελεχώσουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Πιθανόν στην περίπτωση αυτή να συνετέλεσε το γερμανόφιλο κλίμα που είχε καλλιεργήσει το καθεστώς Μεταξά. Παρατηρούμε ότι σχεδόν όλοι οι απότακτοι του ’35 και των προηγουμένων χρόνων στελέχωσαν το αντάρτικο κίνημα και τις αντιστασιακές οργανώσεις (Στέφανος Σαράφης, Τσιγάντες, κ.α.).
Στην περιοχή του Άργους δραστηριοποιήθηκε κάποιο κομματικό στέλεχος υπό το το παρώνυμο «Μήτσος ο Γκαβός«, μάλλον γκαρσόνι από το Λουτράκι, άνθρωπος του Στάθη της Κορινθίας, ο οποίος ακολουθούσε την ίδια ακριβώς πορεία. Κάτοικοι των ορεινών κυρίως χωριών άρχισαν να εγκαταλείπουν τις εστίες τους και να καταφεύγουν για να σωθούν στην πόλη του Άργους.
Η πρακτική αυτή τον έφερε σε άμεση σύγκρουση με δυο Αργείτες αριστερούς διανοούμενους, το Θεόδωρο Βλασταρά και τον Ιάσονα Κων/νου Μπούκουρα. Ήταν αδιανόητο για τους δύο νέους αυτούς και μορφωμένους ανθρώπους να δεχθούν την τακτική της ανεξέλεγκτης τρομοκρατίας. Μάλιστα ο Βλασταράς διαμαρτυρόταν έντονα για την ακολουθούμενη τακτική του «πας μη μεθ’ ημών, καθ’ ημών». Έχοντας ο ίδιος μια πικρή εμπειρία στο Ελληνικό, όταν τον κατεδίωξαν ένοπλοι και οργισμένοι χωρικοί, είπε σε προσκείμενο του πρόσωπο: «Κάναμε το χωριάτη της Καρυάς, που έχει ένα στρέμμα πέτρες, να πάρει το όπλο, για να προστατέψει την ιδιοκτησία του».
Ο «Γκαβός» πληροφορήθηκε τη στάση τους και προσπάθησε να τους «ξεγράψει«. Είναι σίγουρο ότι η δολοφονία του Μπούκουρα στις 19.6. 1944, από τα Τάγματα Ασφαλείας όταν επέστρεφε από την Εθνική Συνέλευση των Κορυσχάδων, υπήρξε αποτέλεσμα του κλίματος τρόμου που επικράτησε. Ο Βλασταράς δολοφονήθηκε λίγο αργότερα, θύμα κι αυτός του αδελφοκτόνου μίσους που προσπάθησε να αποτρέψει.
[Ο Ιάσων Κων/νου Μπούκουρας γεννήθηκε το 1914 (1919;) στη Λυρκεία ( Κάτω Μπέλεσι). Ο πόλεμος τον πρόλαβε να σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πολύ νωρίς οργανώθηκε στην Αντίσταση. Για τη δράση του αυτή κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τρικάλων από τον Οκτώβριο του 1942 ως τον Απρίλιο του 1943. Εξελέγη αντιπρόσωπος από την Αργολίδα για τη Συνέλευση των Κορισχάδων μαζί με τον δάσκαλο Παναγιώτη Ξύδη ].
Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης με το διάγγελμά του προς τον Ελληνικό λαό, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία, κήρυξε αναφανδόν τον πόλεμο ενάντια στις αντιστασιακές οργανώσεις. «Πρέπει καλώς πάντες να κατανοήσωμεν», τονίζει, «ότι διαξάγων ο Άξων σκληρόν αγώνα κατά του επαπειλούντος τον πολιτισμόν φοβερού κομμουνιστικού κινδύνου, δικαιούται να έχη τουλάχιστον την αξίωσιν όπως μη δημιουργή εις αυτόν ο Ελληνικός Λαός περιπλοκάς και όπως μη παρεμβάλλη εμπόδια εις το βαρύτατον τούτο έργον του…
Στα πλαίσια αυτά, με τη συγκατάθεση πολλών πολιτικών και πιθανώς τη σιωπηρή έγκριση των Άγγλων, θα ιδρύσει τα Τάγματα Ευζώνων, του γνωστούς «τσολιάδες» ή το πιο συνηθισμένο «Γερμανο-τσολιάδες». Από την άλλη πλευρά το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής διατάσσει ρητά: Καταστρέφετε και σαμποτάρετε με παν μέσον το Κράτος του Ράλλη, εκτελούντες επί τόπου πάντα προδότην. Το σύνθημα της εμφύλιας σύγκρουσης είχε ήδη ριφθεί. Η ανεπάρκεια και μικρόνοια των πολιτικών ηγεσιών, ο αριβισμός των στελεχών και η έντεχνα καλλιεργούμενη από τους Άγγλους ένταση ήταν αδύνατον να αφήσουν να ακουστούν οι ήρεμες και διαλλακτικές φωνές του Θεόδωρου Βλασταρά, του Ιάσονα Μπούκουρα ή του Ανθυπομοίραρχου Κουρκουλάκου.
Άρχισε έτσι ένας αμείλικτος πόλεμος εναντίον των Υπηρεσιών Χωροφυλακής, ως κατ΄ εξοχήν οργάνων του Ραλλικού κράτους. Στις 10.10. 1943 συμπτύχθηκαν οι Σταθμοί Χωροφυλακής Ν. Κίου στο Ναύπλιο και Λυρκείας και Κουτσοποδίου στο Άργος. Μαζί τους κατέφυγαν στο Άργος και πολλοί κάτοικοι των χωριών.
Η ΟΠΛΑ αρχίζει απαγωγές και εκτελέσεις κατοίκων του Άργους, με την κατηγορία της προδοσίας, της συνεργασίας με το Ραλλικό κράτος, κ.λπ. Στις 12.5. 1944 άνδρες της ΟΠΛΑ τραυματίζουν σοβαρά έξω από το σπίτι του με περίστροφο το Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Άργους Μοίραρχο ΝΙΚΑ Θεοφάνη (1907 – 1986) και απαγάγουν τους Χωροφύλακες Παναγιώτη Τούμπανο και Κων/νο Παπαγιαννόπουλο, οι οποίοι είχαν διατεθεί σε υπηρεσία των αρχών Κατοχής (ειδοποίηση εργατών του αεροδρομίου). Στο Άργος κυριαρχεί κλίμα ανασφάλειας. Ο Ανθυπομοίραρχος ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΚΟΣ Δημήτριος, που αναλαμβάνει τη διοίκηση του Τμήματος ζητά την ενίσχυση του ή τη σύμπτυξη της Υπηρεσίας του στο Ναύπλιο. Ουδεμία απάντηση του δόθηκε.
Ο Ανθυπομοίραρχος ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΚΟΣ Δημήτριος του Μιχαήλ από τον Πύργο Οιτύλου Μάνης (1900 -;) είχε τη φήμη ήπιου και διαλλακτικού ανθρώπου, φήμη που επιβεβαιώνεται από όλες τις πλευρές αλλά και από τα γεγονότα. Προσπάθησε στο βαθμό του δυνατού να τηρήσει κάποιες ισορροπίες, ανάμεσα στις πιέσεις των αρχών Κατοχής και στο πατριωτικό του καθήκον. Περιέθαλψε πολλούς πατριώτες, ανεξάρτητα από ιδεολογία, που κινδύνευαν. Μπροστά στον κίνδυνο συνέχισης των απαγωγών και εκτελέσεων συγκρότησε άτυπα Πολιτοφυλακή υπό τον Παναγιώτη Χιωτακάκο, αλλά στάθηκε μακριά από τα Τάγματα Ασφαλείας Άργους, τα οποία τελούσαν υπό τις διαταγές του Ανθυπολοχαγού Βασιλείου Γκόνου και αποτελούσαν τμήμα του 10ου Λόχου (Ναυπλίου) του Τάγματος Κορίνθου.
Ο Λόχος Ναυπλίου των Ταγμάτων Ασφαλείας συγκροτήθηκε το Μάιο του 1994 με επικεφαλής το Λοχαγό Δημήτριο Μουστακόπουλο και αξιωματικούς τους Λοχαγό Σπυρ. Ρομποτή και Υπολοχαγό Βασίλειο Παπαγεωργίου. Στη δύναμη του εντάχθηκαν επίσης ο Λοχαγός Παναγιώτης Χριστόπουλος, ο Ίλαρχος Βασίλειος Κωνσταντάς και ο Ανθυπολοχαγός Παναγ. Κολλιόπουλος. Είχε δύναμη 150 περίπου ανδρών από το Ναύπλιο και τα χωριά Ασίνη, Δρέπανο και Αραχναίο. Αργότερα, προς τις μέρες της αποχώρησης των Γερμανών, τη διοίκηση των ανδρών του Τάγματος Ασφαλείας Άργους ανέλαβε ο Ίλαρχος Κωνσταντάς. Προκεχωρημένα φυλάκια των ΤΑ Άργους ήσαν στον Προφήτη Ηλία, στο Σχολείο Πειρούνη, στο σχολείο των Γεφυριών, κ.α. Ισχυρή δύναμη Ταγμάτων Ασφαλείας (Λόχος) είχε οργανωθεί στον Αχλαδόκαμπο. Υπήγετο όμως στο Τάγμα Ασφαλείας της Τρίπολης. Τέλος στο Κουτσοπόδι οργανώθηκε μια μικρή ομάδα Ιππικού, που κατεδίωκε τους αντάρτες.
Δυνάμεις των Ταγμάτων Ασφαλείας εξαπέλυσαν μαζί με τους Γερμανούς εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών από τον Ιούνιο του 1944. Στην περιοχή ‘Άργους έχουν καταγραφεί οι εξής επιχειρήσεις:
– Στις 21.5.1944 Γερμανοί και ΤΑ μεταβαίνουν στις Λίμνες και εκτελούν μεγάλο αριθμό πολιτών.
– Στις 13.6.1944 Γερμανοί και ΤΑ με 7 αυτοκίνητα μεταβαίνουν στο Μαλαντρένι, όπου εκτελούνται 4 πολίτες.
– Στις 14.7.1944 Γερμανοί και ΤΑ κύκλωσαν τα χωριά Μιδέα, Μάνεση, Δενδρά, Αμυγδαλίτσα και Πουλακίδα.
Συνελήφθησαν 30 άτομα, που στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας.
– Στις 22.8.1944 Γερμανοί και ΤΑ στο χωριό Χούνη δέχονται αιφνιδιαστική επίθεση από το III Τάγμα του 6ου Συντ/τος του ΕΛΑΣ.
– Το Σεπτέμβριο 1994 τα ΤΑ εισέρχονται στη Μιδέα και κάνουν συλλήψεις. Οι συλληφθέντες εγκλείονται στην Ακροναυπλία.
Ανεξάρτητα από τους λόγους, ιδεολογικούς και άλλους, που ώθησαν πολλούς άνδρες να στελεχώσουν τα Τάγματα Ασφαλείας, δεν είναι σε καμιά περίπτωση δυνατό να δικαιολογήσει κανείς τις από κοινού με τους Γερμανούς εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Παράλληλα στοιχεία των ΤΑ συναγωνίστηκαν αντάξια τη δράση της ΟΠΛΑ, ενώ δεν έλειψαν και οι λεηλασίες και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες. Στο χορό αίματος, που είχε αρχίσει, δυστυχώς δεν υπήρχε τόπος για ουδετερότητα. Τις ώρες που το θαύμα συνυπάρχει με το άγος και η ωραιότητα με τη θηριωδία, αλίμονο σε εκείνους που, θέλοντας και μη, δε θα πάρουν θέση. Στις τραγικές αυτές στιγμές, που έζησε ο Μοριάς, ξαναζωντανεύει ο έγκριτος λογοτέχνης Θανάσης Βαλτινός στο τελευταίο βιβλίο του «Ορθοκωστά».
Οι Γερμανοί φεύγουν…
Στα τέλη του Αυγούστου ήταν πια κοινό μυστικό πως οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να φύγουν. Η αναχώρηση τους ήταν πλέον θέμα χρόνου. Αυτό όμως δεν τους έκανε λιγότερο επικίνδυνους. Και οι κάθε είδους προφυλάξεις ήσαν αναγκαίες. Οι αντάρτες ήσαν έτοιμοι να μπουν στην πόλη. Από την άλλη πλευρά και τα ΤΑ είχαν αξιόλογη δύναμη. Η Πολιτοφυλακή δεν είχε αναλάβει επιθετικές ως τότε επιχειρήσεις. Είχε περιορισθεί σε ενέργειες αυτοπροστασίας. Η δύναμη τέλος της Χωροφυλακής ήταν αμελητέα.
Στις 10.9.1944 ο Ανθυπομοίραρχος Κουρκουλάκος, ο οποίος έχει έλθει διαμέσου του Δημ. Ζερβού σε επαφή με τους αντάρτες, ειδοποιεί τους Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Δεληγιαννόπουλο, το βιομήχανο Γεώργιο Ρασσιά, τους δικηγόρους Στέφανο Μακρή και Μιχαήλ Στάμου, το φαρμακοποιό Νικόλαο Παναπανικολάου, και το συμβολαιογράφο Παν. Δασκαλόπουλο, ότι επελέγησαν σαν Επιτροπή αντιπροσωπευτική της πόλης του Άργους, προκειμένου να έλθουν σε συνεννόηση με τις ανταρτικές δυνάμεις για την αναίμακτη είσοδο τους στο Άργος. Φαίνεται ότι η επιλογή έγινε από τον Κουρκουλάκο, ο οποίος είχε στενές σχέσεις με τους Αργείτες, με τη σύμφωνη όμως γνώμη των ανταρτών. Από ότι μπορεί να διαγνωσθεί ανάμεσα από τις γραμμές των δημοσιευομένων στη συνέχεια εγγράφων, ο Κουρκουλάκος με τη μετριοπάθεια του είχε το αναγκαίο κύρος για ένα τέτοιο εγχείρημα, και μάλιστα κάτω από τη «μύτη» του «εσχάτως αφιχθέντος» προϊσταμένου του από το Ναύπλιο, ανελαστικού Μοίραρχου Δημητρίου Παπανικολάου.
Η Επιτροπή στις 11.9.1944 μετέβη στη Μιδέα (Γκέρμπεσι), όπου συναντήθηκε με τους τοπικούς αντιπροσώπους του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΚΚΕ και της ΠΕΕΑ. Οι ανωτέρω έδωσαν στην Επιτροπή έγγραφη διαβεβαίωση προς τους πολίτες του Άργους για τους όρους εισόδου τους στην πόλη, όρους που κανείς καλοπροαίρετος δε θα μπορούσε να χαρακτηρίσει παράλογους. Η Επιτροπή επέστρεψε την επόμενη στο Άργος και στις 13.9.1944 – κάτω από τη μύτη των Γερμανών – γίνεται συγκέντρωση πολιτών και των επικεφαλής της Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Πολιτοφυλακής στον Ι.Ν. Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Οι επικεφαλής των ΤΑ, της Χωροφυλακής και της Πολιτοφυλακής ήσαν άκαμπτοι. Η απάντηση που δόθηκε στους αντάρτες – συντάχθηκε με ημερομηνία 14.9.1944 – έχει καθαρά «νομικίστικο» και παρελκυστικό χαρακτήρα. Στο μεταξύ το βράδυ, γύρω σας 21.OO’, της 14ης Σεπτεμβρίου 1994 φεύγουν και οι τελευταίοι Γερμανοί από την πόλη. Η ένταση όμως που επικρατεί δεν επιτρέπει στο λαό να χαρεί.
Οι αντάρτες ανταπαντούν στις 15.9. 1944 με γλώσσα σκληρή, κάνοντας γνωστή την πρόθεση τους για βίαιη είσοδο στην πόλη και καλούν τον πληθυσμό ή να εξέλθει στα χωριά ή να κρυφτεί στα υπόγεια κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Φαίνεται όμως ότι δεν υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις για την εξ εφόδου κατάληψη της πόλης. Έτσι έγιναν άλλες δυο συναντήσεις στις 16.9. 1944 – μια στα Φίχτια και μια στο Άργος – χωρίς να καταλήξουν σε αποτέλεσμα. Όλοι ήσαν άκαμπτοι. Τη λύση τελικά την έδωσε η αιματηρή μάχη του Αχλαδοκάμπου στις 18.9.1944 ανάμεσα στο 6° Σύνταγμα του ΕΛΑΣ και τον εκεί Λόχο των ΤΑ. Ο Αχλαδόκαμπος κατελήφθη. Τα θύματα πολλά και από τις δύο πλευρές (52 Αχλαδοκαμπίτες νεκροί). Ευτυχώς η σύνεση του Ταγμ/ρχη Βαζαίου και του Πελοπίδα (Βασίλης Λάσκας από το Λουτράκι, 1915 – 1948) από τους πιο πιστούς Καπετάνιους του Άρη, περιόρισε το κακό.
Κάτω από το βάρος του αποτελέσματος της μάχης του Αχλαδοκάμπου, τα ΤΑ και η Χωροφυλακή εγκαταλείπουν εσπευσμένα το Άργος το πρωί της 19.9.1944 και συμπτύσσονται στο Ναύπλιο. Επειδή δεν έχουν μέσα επικοινωνίας με το Ναύπλιο χρησιμοποιούν προβολέα κινηματογράφου σαν ηλιογράφο και με σήματα Μορς ζητούν από τα εκεί ΤΑ να καλύψουν τη σύμπτυξη τους με βολές πυροβολικού στο λόφο της Τίρυνθας, τον οποίο κατείχαν δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Το μήνυμα λήφθηκε και παρασχέθηκε η αιτηθείσα κάλυψη. Μαζί με τα ΤΑ και τη Χωροφυλακή μπήκαν στο Ναύπλιο και πολίτες -γυναικόπαιδα- που δε θεωρούσαν τους εαυτούς τους ασφαλείς στην πόλη του Άργους.
Οι αντάρτες εισήλθαν αμέσως πανηγυρικά στην πόλη. Την επόμενη έγινε δοξολογία, στην οποία χοροστάτησε ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, ο οποίος στην ομιλία του έκαμε αυστηρές συστάσεις στις ανταρτικές δυνάμεις να μην προβούν σε αντεκδικήσεις. Ακολούθησαν ομιλίες και στο τέλος από τον εξώστη του καφενείου του Μήλια ο Καπετάν Γρίβας ανακοίνωσε τη σύνθεση της 25μελούς Λαϊκής Επιτροπής Αυτοδιοίκησης (δηλ. Δημοτικό Συμβούλιο) με Πρόεδρο – και Δήμαρχο – τον έγκριτο και μετριοπαθή πολίτη οδοντογιατρό Κων/νο Δωροβίνη. Ο λαός έδωσε διά βοής την έγκριση του. Στον κατάλογο της 25μελούς Επιτροπής υπήρχε αρχικά και το όνομα του Αρχιμ. Χρυσόστομου. Επειδή όμως η ομιλία του δυσαρέστησε τους αντάρτες, αντικαταστάθηκε την τελευταία στιγμή από τον εφημέριο του Αγίου Πέτρου π. Δημήτριο Γεωργόπουλο. Ο Κων/νος Δωροβίνης, στενός συνεργάτης και φίλος του Αρχιμ. Χρυσόστομου, συνδύασε την αποδοχή του διορισμού του με την απελευθέρωση ομήρων.
Οι αντάρτες εγκατέστησαν τις δικές τους αρχές στην πόλη. Η Αστυνομία τους – η Εθνική Πολιτοφυλακή – με επικεφαλής το μετριοπαθή και διαλλακτικό Γιάννη Κότσιρα, εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Γεωργίου Θωμόπουλου (Αγγελή Μπόμπου και Μουστακοπούλου). Στην οικία Σπύρου Μαρίκου (Β. Σοφίας αρ. 31) εγκαταστάθηκε η Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ) με τον Καπετάν Αύγουστο, ενώ στο σημερινό Δημαρχείο ο Καπετάν Σίσυφος ενεργούσε σαν υπεύθυνος πόλης.
Στην αρχή οι αντάρτες τήρησαν τις υποσχέσεις τους. Τα πράγματα όμως με τον καιρό άλλαξαν, ιδιαίτερα μετά τα Δεκεμβριανά οπότε η Πολιτοφυλακή άρχισε τις ανακρίσεις και συλλήψεις. Η ΒΔ ισόγεια αίθουσα του «Δαναού» – στον οποίο είχε εγκατασταθεί το Εργατικό Κέντρο – μετατράπηκε σε κρατητήριο. Στο κέντρο της πόλης τα υπολείμματα της Πυροβολαρχίας Γκόνου.
Ο ανθυπομοίραρχος Κουρκουλάκος, προφανώς εσκεμμένα, δεν ακολούθησε την υπόλοιπη δύναμη χωροφυλακής κατά τη σύμπτυξη της στο Ναύπλιο. Αρχικά δεν ενοχλήθηκε από κανένα. Αργότερα όμως μετά από καταγγελία πρώην Ενωμοτάρχη του, που είχε πλέον ενταχθεί στην Πολιτοφυλακή, συνελήφθη. Με επέμβαση, όμως, των Άγγλων απελευθερώθηκε και αναχώρησε για την Αθήνα. Σε αυτό συνετέλεσε και η θετική κατάθεση του Πέτρου Μπλάτσιου για την προσφορά του Ανθυπομοίραρχου στον αγώνα της πατρίδας τις δύσκολες εκείνες ώρες.
Συνελήφθησαν επίσης τα μέλη της Πολιτοφυλακής, τα οποία δεν ακολούθησαν τα ΤΑ και τη Χωροφυλακή στη σύμπτυξη τους στο Ναύπλιο (Παν. Χιωτακάκος, κ.ά.). Καθ’ οδόν προς το Γυμνό έφθασε η είδηση της Συμφωνίας της Βάρκιζας και δε χύθηκε άλλο αίμα… Μετά τη Βάρκιζα η πρώτη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο περνούσε από τους Μύλους. Οι λιγοστές δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν μείνει στην πόλη – ο κύριος όγκος είχε προωθηθεί στην Αθήνα – απεχώρησαν δίνοντας τη θέση τους στις δυνάμεις της Εθνοφυλακής και των Άγγλων. Μια νέα εποχή άρχισε για τη χώρα και την πόλη μας…
Opuscula Argiva– XIII
1944-1994: 50 χρόνια από την απελευθέρωση του Άργους από τους Γερμανούς του Κώστα Δανούση.
Περιοδικό « Αναγέννηση», τεύχος 321, Άργος, Σεπτέμβρης 1994.