Δανείζομαι τον τίτλο του κειμένου τούτου από το περιεχόμενο άρθρου του κ. Α. Λυκαύγη στο «Παρόν» της Κυριακής, 7-12-09. Αναφερόμενος στα πληθυσμιακά δεδομένα που διαμορφώθηκαν και συνεχίζουν να διαμορφώνονται στην Κύπρο, ο κ. Λυκαύγης διατυπώνει το κρίσιμο ερώτημα για ποιους τελικά θα βρεθεί, αν και όταν βρεθεί, η λύση του Κυπριακού.
Η σύγκριση των δημογραφικών στοιχείων πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 και των σημερινών, οπωσδήποτε καθιστά το ερώτημα αυτό δραματικό και οδηγεί σε περίσκεψη. Ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός το 1974 ήταν 120.000, ενώ σήμερα, με την πολιτική εποικισμού που εφαρμόζει συστηματικά η Άγκυρα, ο πληθυσμός στις κατεχόμενες περιοχές φθάνει τις 450.000. Στόχος βεβαίως της Άγκυρας, σύμφωνα με όσα κατά καιρούς δηλώνουν παράγοντες των Τουρκοκυπρίων, είναι να εγκαταστήσει στη νήσο ένα εκατομμύριο εποίκους.
Η μεταφορά εποίκων από την Ανατολία και η παραχώρηση της «υπηκοότητας» του ψευδοκράτους εντάσσεται στο σχέδιο ανατροπής της πληθυσμιακής σύνθεσης, για να δικαιολογηθούν, στη συνέχεια, οι υπερβολικές απαιτήσεις για το έδαφος και την πολιτική εξουσία.
Η Επιτροπή Μετανάστευσης, Προσφύγων και Δημογραφίας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης καταδίκασε προ πολλών ετών την τακτική αυτή της Τουρκίας. Όμως, η τελευταία εξακολουθεί να περιφρονεί τις αποφάσεις των διεθνών οργανισμών και συμπεριφέρεται κατά τρόπο προσβλητικό για τη διεθνή νομιμότητα.
Η αδιαλλαξία της στο Κυπριακό εκδηλώνεται σε κάθε ευκαιρία, ενώ, παράλληλα, δεν εγκαταλείπει τις βλέψεις της για αναθεώρηση του ισχύοντος διεθνούς καθεστώτος στο Αιγαίο και στη Θράκη. Η πολιτική αυτή της Τουρκίας, που παραπέμπει σε οθωμανικές αντιλήψεις, δυστυχώς δεν αντιμετωπίζεται σωστά από το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αντίθετα, πολλές από αυτές κρατούν στάση υποκριτική και καιροσκοπική. Αρνούνται την επιβολή πρόσθετων κυρώσεων στην Τουρκία, που επιμόνως δεν δείχνει διατεθειμένη να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της. Πρόσφατα, εννέα πρέσβεις ευρωπαϊκών χωρών στην Κύπρο παρέστησαν σε γεύμα που παρέθεσε ο κατοχικός ηγέτης Μεχμέτ Αλί Ταλάτ στο «Προεδρικό», ενισχύοντας έτσι το παράνομο καθεστώς του. Όσοι δεν παρέστησαν, επιστράτευσαν όλη τους την πειθώ, για να δικαιολογήσουν την απουσία τους και να αφήσουν να διαφανεί η καλή τους διαγωγή.
Ζυγίζοντας λοιπόν τους φίλους της Ελλάδας και της Τουρκίας, η πλάστιγγα γέρνει απότομα υπέρ της δεύτερης. Εκ των πραγμάτων, η Ελλάδα και η Κύπρος είναι καταδικασμένες να ακολουθήσουν δρόμους αραιοπερπάτητους. Δεν πρέπει, όμως, ν' αφήσουν τελείως ελεύθερο το έδαφος για την απρόσκοπτη είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ίσως ήλθε ο καιρός να ασκήσουν τα δικαιώματά τους εκείνα, που θα θέσουν τέρμα στις σχετικές διαπραγματεύσεις.
* Φιλολόγος, Προϊστάμενος 2ου Γραφείου Β’ Δ/νσης Δ/θμιας Εκπ/σης Αθηνών