Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

Ανοικτός δίαυλος, γα να συζητάμε το στρατηγικό βάθος της Τουρκίας γνωρίζοντας οτι θέλει τουλάχιστον το μισό Αιγαίο!

Η Έννοια του Στρατηγικού Βάθους
 Το 2001 εκδόθηκε σε ένα βιβλίου 600 περίπου σελίδων στην Τουρκική, η ακαδημαϊκή πραγματεία του πανεπιστημιακού Καθηγητού Αχμέτ Νταβούτοβλου (χωρίς να περιλαμβάνει οποιαδήποτε αναφορά σε βιβλιογραφία) με τίτλο «Στρατηγικό Βάθος. Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας»
            Η έννοια του «Στρατηγικού Βάθους» η οποία κατά τον  Νταβούτογλου και θα πρέπει να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής συνοψίζεται στην έντονα προβαλλόμενη αντίληψη ότι η αξία μιας χώρας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή προδιαγράφεται από τη «γεωστρατηγική της θέση» και το «ιστορικό της βάθος .
            Περαιτέρω, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η Τουρκία είναι προικισμένη με μοναδικό τρόπο και με τα δύο.
            Πρώτον, λόγω της θέσεώς της και ειδικότερα λόγω ελέγχου των Στενών, αποτελεί κεντρική χώρα-κλειδί μεταξύ περιοχών ιδιαίτερα σημαντικών γεωστρατηγικών επιρροών.
            Δεύτερον, λόγω της κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κάποτε ένωνε τον μουσουλμανικό κόσμο η σημερινή Τουρκία έχει τη δυνατότητα να καταστεί μια μουσουλμανική περιφερειακή δύναμη.
            Έτσι σύμφωνα με το όραμα αυτού του «νέο- οθωμανισμού» η Τουρκία πρέπει να προχωρήσει και πέραν από την από της εποχής του Κεμάλ εφαρμοζόμενη εξωτερική πολιτική, η οποία έδινε υπερβολική έμφαση στις σχέσεις με τη Δύση (που σήμερα κυριολεκτείτε ως ΕΕ και ΗΠΑ) και να αναπτύξει πολλαπλούς γεωστρατηγικούς άξονες και  προς την Ανατολή απευθυνόμενη στον αραβομουσουλμανικό κόσμο  αλλά και προς την Ρωσία στην έκταση που εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της τα οποία  προς την κατεύθυνση αυτή είχαν για πολλά χρόνια παραμεληθεί.
            Το βιβλίο του Νταβούτογλου και ότι αυτό αντιπροσώπευε δεν έτυχε ιδιαιτέρας προσοχής με τη κυκλοφορία του το 2001 από τους πολιτικούς και στρατηγικούς αναλυτές ακόμη και στην Τουρκία  αφού θεωρήθηκε ότι εκφράζει μόλις κάτι περισσότερο από οραματισμούς ενός ακαδημαϊκού με σαφή ισλαμικό προσανατολισμό.
            Φαίνεται ότι οι μέχρι τότε συγκυρίες δεν ευνοούσα ακόμη την αποδοχή του Δόγματος του νέο-οθωμανισμού παρά το ότι η νέα αυτή τάση είχε στην ουσία εμφανισθεί με την πολιτική του μετριοπαθή ισλαμιστή πρωθυπουργού (και μετέπειτα προέδρου) Τουργκούτ Οζάλ (1983-1993) που προσπάθησε  να προωθήσει ένα είδος «τούρκο-ισλαμικής» συνεργασίας με βάση την εθνική-θρησκευτική συγγένεια πλην όμως  οι μετέπειτα Κεμαλικές κυβερνήσεις έμειναν προσκολλημένες στον δυτικόστροφο προσανατολισμό της Τουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής και η προσπάθεια του Οζάλ έμεινε χωρίς συνέχεια.
            Τα δεδομένα όμως αλλάζουν και στις Τουρκικές Εθνικές Εκλογές του Νοεμβρίου του 2002 το νεοϊδρυθέν Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) με πρόεδρο τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κερδίζει τις εκλογές.
            Η ώρα εμφάνισης στο πολιτικό προσκήνιο του μέχρι τότε ακαδημαϊκού καθηγητού αλλά αφοσιωμένου μουσουλμάνου και έγκυρου μελετητή των Διεθνών Σχέσεων Αχμέτ Νταβούτογλου είχε φτάσει.
Το ακαδημαϊκό έργο του Νταβούτογλου - μέχρι τότε είχε εκδώσει πέντε βιβλία από το 1994 μέχρι το 2001- φανερώνει ένα σοβαρό ακαδημαϊκό υπόβαθρο χωρίς αντιγραφές με ξεκαθαρισμένες και σταθερές απόψεις οι οποίες μάλιστα θέτουν επανειλημμένως σε αμφισβήτηση και το Κεμαλικό και το Αμερικανικό Δόγμα.
Απολαμβάνοντας την αναγνώριση και εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού Ερντογάν και του Υπουργού Γκιουλ  - αμφότεροι τον αποκαλούν Hoja (δάσκαλο)-  αναλαμβάνει σύντομα πρώτος τη τάξει σύμβουλος του πρωθυπουργού σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και γίνεται ο «άνθρωπος πίσω από την θεωρία» μιας νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ή όπως ορισμένοι τον αποκαλούν « ο Κίσινγκερ» της Τουρκίας..
            Από την θέση του πρώτου συμβούλου ο Νταβούτογλου επιχειρεί σταδιακά την μετάλλαξη της τουρκικής εξωτερική πολιτικής με βάση το δικό του δόγμα του Στρατηγικού Βάθους. Είναι χαρακτηριστικό ότι με την έγκριση του Ερντογάν μετεφέρθη το μεγαλύτερο μέρος του στρατηγικού σχεδιασμού από το Υπουργείο Εξωτερικών στο πρωθυπουργικό γραφείο το οποίο και καθίσταται έτσι το κύριο κέντρο σχεδιασμού και κατευθύνσεως της εξωτερικής πολιτικής.
Στην εξέλιξη, τον Μάιο του 2009 ο Νταβούτογλου αναλαμβάνει Υπουργός Εξωτερικών, μια από τις σπάνιες φορές που η νευραλγική αυτή θέση στην Τουρκία ανατίθεται σε εξωκοινοβουλευτικό Υπουργό και μάλιστα ακαδημαϊκό.
Είναι φανερό ότι η αναβάθμιση του Νταβούτογλου στην ηγεσία της τουρκικής διπλωματίας είχε  σχέση με την υλοποίηση του δόγματος του Στρατηγικού Βάθους τον σχεδιασμό και τις βάσεις του οποίου έθεσε ο ίδιος από τη θέση του πρώτου πρωθυπουργικού συμβούλου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Δεδομένης πάντα της ιδιομορφίας των σχέσεων Πολιτικής εξουσίας και Στρατού στην Τουρκία είναι φανερό ότι η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από συναινέσεις που ενίοτε δύσκολα γεφυρώνονται και κατά συνέπεια θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι η επιρροή Νταβούτογλου και η εφαρμογή του δόγματος του Στρατηγικού Βάθους υπαγορεύουν την κάθε δραστηριότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Παρά ταύτα, αναλύοντας στην έκταση του δυνατού το Δόγμα του Στρατηγικού Βάθους  είτε εξ όσων είναι μέχρι σήμερα γνωστά από το ομώνυμο βιβλίο είτε από άλλα δημοσιεύματα (άρθρα, συνεντεύξεις κ.λ.π.) κυρίως του Νταβούτογλου, αλλά και την σημειούμενη στην πράξη διπλωματική δραστηριότητα της Τουρκίας στην περιφέρειά της, αβίαστα διαπιστώνεται ότι το αποτύπωμα του δόγματος του Στρατηγικού Βάθους στη σύγχρονη τουρκική εξωτερική πολιτική είναι αναντίρρητα ευδιάκριτο.
 
Αναλύοντας το Δόγμα του Στρατηγικού Βάθους κατά τον Αχμέτ Νταβούτογλου
 
Επιχειρώντας να αναλύσει κανείς μερικά μόνο κύρια σημεία του Δόγματος του Στρατηγικού Βάθους κυρίως απ’ ότι ο Αχμέτ Νταβούτογλου κατά καιρούς έχει δημοσιεύσει[1], θα μπορούσε να σταθεί σε ορισμένες χαρακτηριστικές θέσεις που κατά τον εμπνευστή δικαιολογούν τον ρόλο της Τουρκίας σαν μια περιφερειακή δύναμη πολύ πέραν από τον ρόλο του περιφερειακού εταίρου της Δύσης.
 
Η Γεωστρατηγική Θέση της Τουρκίας και η Ιστορική της Κληρονομιά κατά το Δόγμα του Στρατηγικού Βάθους
 
            Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα στο κέντρο της Αφρο-Ευρασίας (Αφρική-Ευρώπη-Ανατολή) η οποία διαθέτει πολλαπλή περιφερειακή γεωγραφική και πολιτική ταυτότητα που επιτρέπουν να ελίσσεται ταυτόχρονα σε πολλές περιοχές που σημαίνει ότι αποτελεί μια περιοχή επιρροής του αμέσου περιβάλλοντός της.
Υπό αυτή την έννοια κατέχει μια κεντρική βέλτιστη θέση αφού είναι μια χώρα ανατολική και ευρωπαϊκή ενώ ευρίσκεται και εγγύς της Αφρικής μέσω της Ανατολικής Μεσογείου.           Κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως «γέφυρα» που συνδέει δύο σημεία, ούτε ως σύνορο, ούτε τέλος σαν συνηθισμένη χώρα που βρίσκεται στην παρυφή του μουσουλμανικού κόσμου και της Δύσης αλλά σαν κεντρική χώρα κλειδί στην περιοχή της .
            Το ίδιο συμβαίνει αν την εξετάσουμε και από πλευράς ιστορίας και πολιτικής κληρονομιά αφού κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας η Τουρκία απέκτησε ένα πληθυσμιακό δυναμισμό μέσω των μεταναστών από γειτονικές περιοχές των Βαλκανίων, του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής, του Ιράκ και της Κεντρικής Ασίας συναντήθηκαν κάτω από την ομπρέλα του τουρκικού πολιτισμού και εναρμονίσθηκαν με αυτόν.
 
Οι Αρχές της Νέας Εξωτερικής Πολιτικής της Τουρκίας
 
            Από το 2002 η Τουρκία οικοδομεί μια νέα εξωτερική πολιτική υπό το πρίσμα της νέας αυτής θεώρησης που εκπορεύεται από την γεωγραφική της θέση και το ιστορικό της δυναμικό και η οποία βασίζεται σε πέντε αρχές :
 
            Πρώτη Αρχή :
Ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και δημοκρατίας
Εάν τούτο δεν είναι δυνατόν δεν μπορεί μια χώρα να εξασφαλίσει την επιρροή στο περιβάλλον της. Η ασφάλεια προς τους πολίτες δεν μπορεί να είναι σε βάρος των ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η Τουρκία από το 2002 επιδιώκει να προωθήσει τις πολιτικές ελευθερίες χωρίς όμως να υποσκάψει την εθνική ασφάλεια   
            Δεύτερη Αρχή :
Πολιτική μηδενικών προβλημάτων προς τους γείτονες της Τουρκίας.
Τα ιστορικά προβλήματα και οι συγκρουσιακές καταστάσεις με τις γειτονικές χώρες και κυρίως την Μέση Ανατολή και τον Καύκασο εμποδίζουν τον εκσυγχρονισμό της χώρας και κατά συνέπεια θα πρέπει να μηδενιστούν..
Εξάλλου η αστάθεια που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων στην Μέση Ανατολή και τον Καύκασο επιβάλλουν την προσέγγιση μεταξύ των ομόρων χωρών που ευνοούν τις περιφερειακές συμμαχίες προς αμοιβαίο όφελος.
 
            Τρίτη Αρχή :
Ανάπτυξη Σχέσεων με τις γειτονικές περιοχές και πέραν αυτών.
Η ανάπτυξη των σχέσεων της Τουρκίας με τις γειτονικές της χώρες σε Μέση Ανατολή ,Καύκασο και Κεντρική Ασία αλλά και την Ρωσία καθώς και η Ευρωπαϊκή της σχέση της δίνουν την δυνατότητα «ειρηνικού διαμεσολαβητή» για την γεφύρωση των μεταξύ των διαφορών και εξάλειψη των συγκρούσεων.
 
            Τέταρτη Αρχή :
 
Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.
 Οι σχέσεις της Τουρκίας με άλλους παγκόσμιους πρωταγωνιστές πρέπει να είναι συμπληρωματικές και όχι ανταγωνιστικές.
Μια τέτοια πολιτική αναφερομένη στις στρατηγικές σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ μέσω των διμερών δεσμών και του ΝΑΤΟ, τη διαδικασία ένταξης  στην ΕΕ, την καλή γειτονία με την Ρωσία και την πολιτική της στην Κεντρική Ασία με το Ιράν, αποτελεί ένα αναπόσπαστο μέρος μιας σταθερής πολιτικής που εξυπηρετεί και συμπληρώνει την μια με την άλλη.
 
            Πέμπτη Αρχή :
Ρυθμική Διπλωματία.
Επιτυγχάνεται με  την έντονη και συνεχή δραστηριοποίηση της τουρκικής διπλωματίας σε διεθνείς οργανισμούς, φόρα και άλλες δραστηριότητες τις οποίες και επιδιώκει να οργανώνει ή φιλοξενεί είτε αφορούν άμεσα τα εθνικά της συμφέροντα είτε και όχι προκειμένου να συμμετάσχει ή έστω να δηλώνει παρουσία  σε ζητήματα παγκοσμίου ενδιαφέροντος.
            Με τον τρόπο αυτόν εξυπηρετεί και τα άμεσα συμφέροντά της και επιδιώκει να δημιουργεί την εικόνα μιας υπεύθυνης χώρας η οποία παρέχει τάξη και ασφάλεια στην περιοχή.
 
Η εφαρμογή του «Στρατηγικού Βάθους» και τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα
 
Προς Ανατολάς
            Ίσως το κύριο χαρακτηριστικό του δόγματος του «Στρατηγικού Βάθους» είναι το άνοιγμα της Τουρκίας προς ανατολάς  χωρίς βέβαια να παραλείπεται η σημασία της Δύσης (ΗΠΑ, ΕΕ) με προϋπόθεση όμως την κατά το δυνατό μικρότερη εξάρτηση απ αυτήν.
Έτσι η Τουρκική εξωτερική πολιτική δραστηριοποιείται  κυρίως προς τον αραβομουσουλμανικό κόσμο σε ένα πολλαπλό ρόλο άλλοτε διαμεσολάβησης και διακανονισμού, άλλοτε οικονομικών συνεργασιών και άλλοτε ακόμη και πολιτιστικών δραστηριοτήτων με απώτερο γεωπολιτικό στόχο την απόκτηση κυρίως γοήτρου και επιρροής στον ευρύτερη περιοχή αντάξιων μιας περιφερειακής δύναμης επιδιώκοντας  ταυτόχρονα   την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων της.
            Κεντρική Ασία, Καύκασος και ασφαλώς η Μέση Ανατολή αποτελούν από το 2002 μέχρι σήμερα τις προς Ανατολάς περιοχές εφαρμογής του Δόγματος «Στρατηγικού Βάθους» με μια σειρά δραστηριοτήτων ορισμένες των οποίων μάλιστα    εθεωρούντο μέχρι πρόσφατα εκτός συζήτησης από τους στρατηγικούς και πολιτικούς αναλυτές πολλοί από τους οποίους πιστεύουν ότι οι προς ανατολάς χώρες προς τις οποίες απευθύνονται τα ανοίγματα της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, ανταποκρίνονται κατά κανόνα θετικά  αφού όπως λίαν προσφυώς ελέχθη «ότι για την Τουρκία αποτελεί Στρατηγικό Βάθος για τους άλλους αποτελεί ευκαιρία».
 
 
Πολιτική καλών σχέσεων με την Συρία
 
            Το 2003 η Τουρκία παραμερίζει τις επί σειρά ετών διαφορές της με την Συρία (εδαφικές διαφορές, προσάρτηση της Αλεξανδρέττας το 1939, ζήτημα υδάτων του Τίγρη και Ευφράτη, ειδικές σχέσεις Συρίας-Ισραήλ, υποστήριξη ΡΚΚ από την Δαμασκό) και υπογράφει στην Άγκυρα μια σειρά διμερών συμφωνιών στους τομείς του εμπορίου, του τουρισμού και της εκπαίδευσης για να ακολουθήσουν συμφωνίες για μία κοινή πολιτική σ’ ότι αφορά τις μεθοριακές διενέξεις και το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός κουρδικού κράτους.
Το 2005, παρά τις εντονότατες αντιδράσεις των ΗΠΑ ο Τούρκος πρόεδρος επισκέπτεται την Δαμασκό και ο πρόεδρος Άσσαντ της Συρίας δηλώνει , « Η νατοϊκή Τουρκία είναι διατιθεμένη να υψώσει το ανάστημά της απέναντι στις ΗΠΑ».
Το 2009 ο Ερντογάν δηλώνει ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Ισραήλ και Συρίας για μια ειρηνευτική συμφωνία με το Ισραήλ και συζητά με τον πρόεδρο Άσσαντ το θέμα της αποχώρησης των Ισραηλινών από τα κατεχόμενα αραβικά εδάφη συμπεριλαμβανομένων και των υψωμάτων Γκολάν
                       
Προς την κατεύθυνση του Ιράκ-Κουρδικό
 
            Τα ανοίγματα της Τουρκίας προς το Ιράκ και η προσπάθειά της να επηρεάσει τα εκεί συμβαίνοντα αποτελεί μια από τις προτεραιότητες του Δόγματος του Στρατηγικού Βάθους αφού το Κουρδικό θεωρείται αναμφισβήτητα ένα από τα κύρια εθνικά προβλήματα της Τουρκίας. Η κατά τον Νταβούτογλου πολιτική της Τουρκίας σήμερα σ’ ότι αφορά το Ιράκ είναι [2] «Βοήθεια για την παγίωση και νομιμοποίηση της Ιρακινής κυβέρνησης όπως επίσης και η δημιουργία προϋποθέσεων ώστε  το Ιράκ να μην αποτελεί μόνο μια αμερικανική υπόθεση αλλά ένα διεθνές θέμα το οποίο και θα πρέπει να αντιμετωπισθεί εντός του πλαισίου του ΟΗΕ».
            Η παραπάνω θέση περιλαμβάνει πολύ περιεκτικά δύο αλληλένδετες επιδιώξεις της Τουρκίας. Η παγίωση της νομιμότητας της Ιρακινής κυβέρνησης η οποία έχει σχέση προφανώς με ένα ενιαίο Ιράκ και απομακρύνει την ανεξαρτητοποίηση των Κούρδων και τη δημιουργία Κουρδικού κράτους που για αυτονόητους λόγους δεν επιθυμεί η Τουρκία. Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο θα επιδιωχθεί και η αντιμετώπιση του ΡΚΚ σε συνδυασμό πάντα και με την αντιμετώπιση του Κουρδικού στο εσωτερικό της Τουρκίας.
 Η αποδυνάμωση της αμερικανικής επιρροής εξ άλλου συμφέρει την Τουρκία και διότι επηρεάζει το Κουρδικό αφού οι Αμερικανοί στο παρελθόν φαίνεται ότι είχαν αναλάβει ορισμένες δεσμεύσεις προς τους Κούρδους σε αντάλλαγμα της συμμετοχής τους στον πόλεμο κατά του Σαντάμ και δεύτερον διότι με την διεθνοποίηση του προβλήματος του Ιράκ η Τουρκία διευκολύνεται απαλλαγμένη από την άμεση επιρροή της Αμερικής στο  να διεισδύσει στο Ιράκ σε εφαρμογή του δόγματος του Στρατηγικού Βάθους.
            Σε εφαρμογή των παραπάνω:
Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 2003 (Μάρτιος) η Τουρκία δεν επιτρέπει στις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν την στρατιωτική Βάση του Ινσιρλίκ για την υποστήριξη ενός άξονα εισβολής προς το Βόρειο Ιράκ ενώ με το πέρας του πολέμου αντιδρά έντονα στη δημιουργία ανεξάρτητης κουρδικής περιοχής ενώ παρουσιάζεται ανοικτά ως προστάτιδα των τουρκικών μειονοτήτων στο Κίρκους και Μοσούλη .
Το 2004 η Τουρκία αναθεωρεί την στάση της και επιτρέπει την χρησιμοποίηση της βάσης Ινσιρλίκ για να διευκολυνθούν οι επιχειρήσεις προς το Ιράκ και Αφγανιστάν. Το πιθανότερο, το αντάλλαγμα υπήρξε η διατήρηση των Κουρδικών περιοχών σε μια ημιανεξάρτητη μορφή οι οποίες όμως εξακολουθούν να αποτελούν ορμητήριο του ΡΚΚ και κατά συνέπεια το Κουρδικό  παραμένει  καταλύτης στις  σχέσεις Τουρκίας και ΗΠΑ
Ταυτόχρονα η Τουρκία επιδιώκει να  αντιμετώπιση το ΡΚΚ χρησιμοποιώντας πολιτικές συνεργασίας ,διαπραγμάτευσης με όλους τους εμπλεκομένους ή και ακόμη στρατιωτικής δράσης κατά του ΡΚΚ  όπως :
Διεξάγοντας στρατιωτικές χερσαίες επιχειρήσεις μέσα στο Βόρειο Ιράκ (Φεβ 2008) και συχνές αεροπορικές προσβολές (τελευταία τον Μάιο του 2009)
Συνεργαζόμενη με την Συρία και το Ιράν για κοινή αντιμετώπιση του προβλήματος εκμεταλλευομένη την πολιτική των καλών σχέσεων που αναπτύσσει με τις χώρες αυτές .
Διαπραγματευομένη με το επίσημο Ιράκ (Πρόεδρος Ταλαμπανί) και επιδιώκοντας ανάπτυξη καλών σχέσεων με το ημιαυτόνομο Κουρδικό κράτος (Πρόεδρος Μπαρζανί)
            Πρόσφατα μετά την εκφρασθείσα αρχική πρόθεση του προέδρου των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα για σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ ο πρόεδρος Γκιούλ επισκέπτεται τον Μάρτιο 2009 την Βαγδάτη και συμφωνεί με την ιρακινή ηγεσία για μια στρατηγική συμμαχία των δύο πλευρών συμπεριλαμβανομένης και της αντιμετώπισης του ΡΚΚ ώστε ο πρόεδρος του Ιράκ Ταλαμπανί δηλώνει χαρακτηριστικά «το ΡΚΚ ή θα εγκαταλείψει τα όπλα ή το Ιράκ».
             
 
Στρατηγικό Βάθος στον Καύκασο
 
Η εφαρμογή της Στρατηγικής Βάθους στην περιοχή του Καυκάσου φαίνεται να  έχει σαν κύριο  σκοπό την μείωση της ρωσικής επιρροής και την μεγιστοποίηση της εκεί τουρκικής παρουσίας με ότι αυτό συνεπάγεται.
 
Βαθμιαία Αποκατάσταση Σχέσεων με την Αρμενία.
 
Ίσως το πιο εντυπωσιακό άνοιγμα της Τουρκίας σε αποτελεί η προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με την Αρμενία.
            Η μακρόχρονη διαμάχη των δύο χωρών για το ζήτημα της γενοκτονίας των Αρμενίων (1915-1917) οδήγησε από το 1991 σε διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Το 1993 η Τουρκία έκλεισε τα σύνορά της με την Αρμενία προς υποστήριξη του Αζερμπαϊτζάν που βρισκόταν σε πόλεμο με την Αρμενία για το θύλακα του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
            Από το 2006 η Τουρκία αρχίζει μια προσπάθεια προσέγγισης της Αρμενίας με διπλωματικές μεσολαβητικές             πρωτοβουλίες για την επίλυση του προβλήματος του θύλακα του Ναγκόρνο Καραμπάχ μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Το Σεπτέμβριο 2009 η Τουρκία υπογράφει συμφωνία με την Αρμενία, η οποία προνοεί για την αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων αλλά και τη συνεργασία σε πλαίσιο διμερών σχέσεων, διαδικασιών που προβλέπεται καταλήξουν στο άνοιγμα των συνόρων. Στις 10 Οκτωβρίου 2009 υπογράφηκε στη Ζυρίχη παρουσία και της αμερικανίδας ΥΠΕΞ το σχετικό πρωτόκολλο .
Αξιοσημείωτο εξ άλλου είναι ότι η συμφωνία προβλέπει και τη συγκρότηση μιας μικτής επιτροπής ιστορικών η οποία θα ερευνήσει σε βάθος το θέμα των σφαγών των Αρμενίων που βρίσκεται στο επίκεντρο των διαφορών των δύο χωρών.
Την συμφωνία με την Αρμενία χαιρέτησαν ως σημαντικό θετικό βήμα τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ. Από  την άλλη πλευρά όμως οι Αζέροι διαμαρτυ­ρήθηκαν στους Τούρκους για «βαριά σκιά στις αδελφικές σχέσεις Άγκυρας - Μπακού», με αποτέλεσμα ο Ερντογάν να ξεκαθαρίσει πως τα σύνορα με την Αρμενία δεν θα ανοίξουν αν δεν λυθεί το πρόβλημα του Καραμπάχ.
 
Μεσολάβηση στην Ρώσο-Γεωργιανή κρίση
 
Γεωργία και Τουρκία έχουν αναπτύξει  στενή συνεργασία στον ενεργειακό τομέα (αγωγός ΒΤC Μπακού-Τιφλίδας-Τσεϊχάν) αλλά και  στον αμυντικό τομέα, με κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και πώληση αμυντικού υλικού.
Η Τουρκία αναδείχθηκε ο δεύτερος, μετά τη Pωσία, οικονομικός εταίρος της Γεωργίας, παρέχοντας και οικονομική βοήθεια
 
            Η πρόσφατη Ρωσο-Γεωργιανή κρίση εξ άλλου έδωσε μια άλλη ευκαιρία στην Τουρκική διπλωματία να επιχειρήσει να παίξει και πάλι το ρόλο του διαμεσολαβητή στην περιοχή.
            Η κυβέρνηση Ερντογάν προσπάθησε να δρομολογήσει διαρκούσης της κρίσης, ένα Σχέδιο Σταθεροποίησης και Συνεργασίας στον Καύκασο που προέβλεπε και τη συνεργασία της Ρωσίας το οποίο όμως δεν ευοδώθηκε, το πιθανότερο διότι συνάντησε την επιφυλακτικότητα της Ουάσιγκτον.
 
 
Μέση Ανατολή – Ισραήλ και Παλαιστινιακό
 
            Οι σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ σε συνδυασμό με το Παλαιστινιακό περνούν περιόδους ακραίων διακυμάνσεων.
            Η πολυπλοκότητα των προβλημάτων της Μέσης Ανατολής και η ανάγκη της Τουρκίας να ισορροπήσει μεταξύ του δυτικόστροφου Ισραήλ  και του Αραβομουσουλμανικού κόσμου μειώνει την αποτελεσματικότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής του Στρατηγικού Βάθους στην περιοχή παρά το έντονο ενδιαφέρον και την δραστηριότητα που καταβάλλεται .
            Το 2004 κατά την διάρκεια της δεύτερης Παλαιστινιακής Ιντιφάντας (2000-2005) και την εμφανή υποστήριξη της Χαμάς από την Τουρκία, ο Ερντογάν εμφανώς απομακρύνεται από την παραδοσιακή φιλοισραηλινη πολιτική των κεμαλικών κυβερνήσεων και αποκαλεί  το Ισραηλινό κράτος «τρομοκράτη» μετά την δολοφονία του ιδρυτή της Χαμάς Σεΐχη Αχμέτ Γιασίν.
Σαν αποτέλεσμα  οι Τούρκο-Ισραηλινές σχέσεις περνούν μια περίοδο κρίσεως. Αργότερα όμως με την μεσολάβηση και των ΗΠΑ, μια σειρά σημαντικών οικονομικών και στρατιωτικών συμφωνιών μέχρι και τις αρχές του 2005 αποκαθιστούν τις διαταραχθείσες σχέσεις.
            Από το 2005 και μετά η Τουρκία, εκδηλώνεται ανοικτά υπέρ της Χεζμπολάχ και της Χαμάς τις οποίες προσπαθεί να αναβαθμίσει ως συνομιλητές του Ισραήλ και επισύρει όχι μόνο τις αντιδράσεις του Ισραήλ αλλά και της Δύσης γενικότερα.
Η πολιτική του τεντωμένου σχοινιού προς το Ισραήλ κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσεως της Γάζας στις αρχές του 2009 όπου η Τουρκία εκδηλώνεται σαφώς υπέρ της Χαμάς.
            Χαρακτηριστική η φραστική έκρηξη του Ερντογάν στο Νταβός κατά του Ισραηλινού πρωθυπουργού Πέρες            όπου η επιθετικότητα του φαίνεται ότι ξεπέρασε τα όρια αφού πολύ σύντομα η Άγκυρα προσπάθησε να αναθεωρήσει και να περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό την ζημιά που υπέστησαν οι Τουρκο-Ισραηλινές σχέσεις
Ωστόσο είναι φανερό ότι και η Δύση γενικά έχει δυσαρεστηθεί και  οι παραδοσιακές καλές σχέσεις του κεμαλικού κατεστημένου και ιδιαίτερα των στρατιωτικών με το Ισραήλ έχουν διαχρονικά υποστεί σημαντική φθορά χωρίς να έχει επιτευχθεί τίποτε το αξιόλογο υπέρ των Παλαιστινίων.
 
Προς την Κεντρική Ασία και το Ιράν
 
            Περιφερειακή δύναμη και ιστορικά ανταγωνιστική της Τουρκίας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το Ιράν απετέλεσε και αυτό στόχο του Στρατηγικού Βάθους  στην Κεντρική Ασία. Το 2004 κατά την επίσκεψη Ερντογάν στην Τεχεράνη οι δύο χώρες υπέγραψαν ένα σχέδιο πολυδιάστατης συνεργασίας που περιελάμβανε μια σειρά από οικονομικές συμφωνίες και μια κοινή δέσμευση για συνεργασία σε θέματα ασφάλειας και κοινή στρατιωτική δράση στα πλαίσια της αντιμετώπισης του ΡΚΚ. όπως άλλωστε και μεταξύ Τουρκίας και Συρίας.
            Το πλέον ενδιαφέρον όμως είναι ότι η Τουρκία, αρχικά, υπεραμύνθηκε του δικαιώματος του Ιράν για ανάπτυξη ειρηνικού πυρηνικού προγράμματος παρά την κρίση που είχε ξεσπάσει διεθνώς αναφορικά με τις παραβάσεις της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων από το Ιράν. Στη συνέχεια όμως, μετά από τις πιέσεις των ΗΠΑ και ΕΕ, η κυβέρνηση Ερντογάν άρχισε να μεταβάλει την στάση της και το 2006 άσκησε διπλωματικές πιέσεις και έκανε έκληση στο Ιράν για την υιοθέτηση μιας μετριοπαθούς και επιδεκτικής σε διπλωματικές διαπραγματεύσεις προσεγγίσεις του πυρηνικού προγράμματος.
            Περαιτέρω Τεχεράνη και Άγκυρα προχώρησαν σε σημαντικές πολιτισμικές και οικονομικές επαφές και συμφωνίες ουσιαστικότερη των οποίων ήταν το 2008 κατά την επίσκεψη του Ιρανού πρόεδρου Αχμαντινετζάντ στην Τουρκία η εξασφάλιση εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από το Ιράν.
                       
Ανταγωνισμός αλλά και συνεργασία με Ρωσία
 
                        Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η τουρκική εξωτερική πολιτική προς την Ρωσική Ομοσπονδία περνά από τον ρόλο ανάσχεσης και απομόνωσης του κομμουνισμού και εκείνον της ανταγωνιστικής περιφερειακής δύναμης.
            Σαν αποτέλεσμα, λόγω της συγκρούσεως των συμφερόντων σε περιοχές κοινού ενδιαφέροντος Τουρκία και Ρωσία έχουν οδηγηθεί ενίοτε σε εντάσεις παρά τις εκατέρωθεν προσπάθειες για την ανάπτυξη και διατήρηση ομαλών σχέσεων.
            Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν και τον σκεπτικισμό του για την Δύση η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να προσφερθεί ως ισχυρός περιφερειακός εταίρος και να αναπτύξει μια στενή συνεργασία σε θέματα οικονομίας και ασφάλειας και δεσμεύθηκαν να συνεργασθούν για τη δημιουργία μιας νέας τάξεως πραγμάτων στην Ευρασία ιδία σ΄ ότι αφορά τα αποσχιστικά κινήματα και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Παράλληλα όμως εμφανίζεται να ανταγωνίζεται και κατά περίεργο τρόπο ταυτόχρονα να συνεργάζεται με την Μόσχα σε θέματα ενεργείας στην περιοχή  όπως με τον αγωγό Τσεϊχάν-Τιφλίδα-Μπακού που ολοκληρώθηκε το 2007 και πρόσφατα τον αγωγό Nabuco  δυτικών συμφερόντων  και με την Ρωσία την ανάπτυξη του αγωγού South Stream .
 
Προς την Δύση
 
            Παρά την στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς ανάλυση σε εφαρμογή του Στρατηγικού Βάθους θα ήταν σφάλμα να θεωρηθεί ότι η σημερινή αποστασιοποίηση της Τουρκίας από τη Δύση σημαίνει ότι εγκαταλείπει αναντικατάστατα δυτικά ερείσματά της όπως το ΝΑΤΟ και έχει θέσει σε αμφισβήτηση τις καλές της σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Είναι γεγονός ότι οι σχέσεις ΕΕ και Τουρκίας δεν βρίσκονται σήμερα στο καλύτερο δυνατό σημείο. Η κυβέρνηση Ερντογάν είχε αρχικά καταστήσει την ένταξη στην ΕΕ στόχο με υψηλή εθνική προτεραιότητα υπολογίζοντας εκτός των άλλων ότι οι αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας λόγω της ενταξιακής διαδικασίας θα οδηγούσε και στην αποδυνάμωση του κεμαλικού κατεστημένου.
Η αντίθεση όμως των κοινοτικών εταίρων και ιδία της Γερμανίας και Γαλλίας μαζί με την μεταστροφή της τουρκικής κοινής γνώμης οδηγούν την τουρκική κυβέρνηση σε έναν ευρωσκεπτικισμό τον οποίον φαίνεται ότι συμμερίζεται όλο και περισσότερο η παραδοσιακά υποστηρίζουσα τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό στρατιωτική ηγεσία.
 
Τα Βαλκάνια
 
            Τα Βαλκάνια φαίνεται να ευρίσκονται σε σχετικά χαμηλή θέση στις προτεραιότητες του Στρατηγικού Βάθους ίσως διότι ο προσανατολισμός του συνόλου σχεδόν των Βαλκανικών χωρών προς την Ευρω-ατλαντική Δύση δεν παρουσιάζει πρόσφορο έδαφος για ανάπτυξη περιφερειακών πρωτοβουλιών στην Άγκυρα.
Παρά ταύτα η Τουρκία κάνει αισθητή την παρουσία της σε ασταθείς ακόμη περιοχές των Βαλκανίων όπως της Βοσνίας Ερζεγοβίνης και του Κοσσόβου και των Σκοπίων ενώ δεν χάνει ευκαιρία να παρουσιάζεται ως προστάτης των μουσουλμανικών μειονοτήτων στην περιοχή συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και αυτής της Ελλάδος.
 
Ελληνοτουρκικά
 
            Είναι χαρακτηριστικές οι θέσεις Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Στρατηγικό Βάθος» αναφορικά με το Αιγαίο.
            «Σήμερα, είναι γνωστά πλέον τα αποτελέσματα της στρατηγικής ολιγωρίας για το ότι δεν τέθηκαν υπό έλεγχο τα νησιά του Αιγαίου και εγκαταλείφθηκαν μετά τον Β΄ΠΠ. Την στιγμή που η Τουρκία κρατά τον σφυγμό του μαλακού υπογαστρίου της Ρωσίας μέσω Στενών, η Ελλάδα έχει αποκτήσει στρατηγικά πλεονεκτήματα απέναντι στην Τουρκία μέσω των νησιών του Αιγαίου» και συνεχίζει «….ο χώρος στον οποίο η Τουρκία βρίσκεται κοντά σε πόλεμο περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση είναι τα νησιά του Αιγαίου που περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό χώρο, πράγμα που οφείλεται σε ασυγχώρητα λάθη που έχουν γίνει εξ αιτίας της απουσίας συνεπούς θαλασσίας στρατηγικής. Η κρίση στο Καρντάκ (Ίμια) που έφερε στην επιφάνεια την ελληνική κυριαρχία ακόμη και σε βραχονησίδες που βρίσκονται κοντά στις ακτές μας είναι το πικρό αντίτιμο των συσσωρευμένων αυτών λαθών» (Στρατηγικό Βάθος σελίδα 154)
Και συμπληρώνει :
«Η πηγή του βασικού προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αντίθεση μεταξύ της γεωλογικής πραγματικότητας και του σημερινού «status quo». Σε αντίθεση με το γεγονός ότι τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Ανατολής και παρά τις γεωλογικές αναγκαιότητες που γεννιούνται από την παραπάνω κατάσταση, η πολιτική διανομή έγινε μέσω διεθνών συμφωνιών υπέρ της Ελλάδος, πράγμα που υποδαυλίζει προβλήματα όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, η γραμμή FIR, οι περιοχές διοικήσεως και ελέγχου και η στρατικοποίηση των νησιών (Στρατηγικό Βάθος σελ. 171).
Η ευρύτατη εξ άλλου γεωγραφική αντίληψη του Νταβούτογλου για τον ρόλο της Τουρκίας της προσδίδει και δικαίωμα εκπροσωπήσεως αν όχι και προστάτη των μουσουλμάνων, όλων των Βαλκανίων. Γράφει λοιπόν στο βιβλίο του : «Το θεμέλιο της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί.
Σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας είναι οι μουσουλμανικές μειονότητες στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, στο Σαντζάκ, στο Κόσοβο και στη Ρουμανία.
Οι δύο βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια είναι η διαμόρφωση πλαισίου διεθνούς δικαίου για τη ασφάλεια εθνοτικών μειονοτήτων στην περιοχή.
Η Τουρκία  θα πρέπει να έχει λοιπόν συνεχώς ως στόχο να εξασφαλίσει εγγυήσεις οι οποίες θα της δώσουν επέμβασης σε υποθέσεις που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες στα Βαλκάνια .Ως ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στην σύγχρονη εποχή ,η επέμβαση στην Κύπρο κατέστει δυνατόν να νομιμοποιηθεί, εντός ενός τέτοιου νομικού πλαισίου» (Στρατηγικό Βάθος σελ.122)
Μέσα από αυτές τις περιεκτικές αλλά ιδιαίτερα αποκαλυπτικές θέσεις σαφώς προσδιορίζονται οι γεωπολιτικές αντιλήψεις του Νταβούτογλου για την χώρα μας ώστε να αντιλαμβάνεται κανείς ότι η επαγγελλόμενη αρχή «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» σ’ ότι αφορά την Ελλάδα δεν έχουν εφαρμογή.
Πέραν όμως από τα αναγραφόμενα στο βιβλίο Στρατηγικό Βάθος η μετέπειτα διπλωματική και στρατιωτική πρακτική που εφαρμόσθηκε έναντι της χώρας μας από την εποχή της ανάληψης της εξουσίας από τον Ερντογάν (2002) και χαρακτηριστικότερα από την αναβάθμιση του Νταβούτογλου από πρωθυπουργικό σύμβουλο σε ΥΠΕΞ τον Μάιο του 2009 δείχνει τίποτα δεν έχει αλλάξει στους εθνικούς στρατηγικούς στόχους της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδος.
Αναλυτικότερα για να περιορισθούμε στα πλέον πρόσφατα:
Την ώρα που ο ΥΠΕΞ πλέον Νταβούτογλου κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο και δηλώνει ότι «οι Ε/Τ  σχέσεις έχουν βελτιωθεί και το μέλλον είναι καλύτερο από σήμερα» σχεδόν ταυτόχρονα το τουρκικό ΥΠΕΞ αναρτά στην Ιστοσελίδα του ότι «νησιά όπως το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι δεν έχουν προσδιορισμένο ιδιοκτησιακό καθεστώς (sic έκφραση της εθνικής κυριαρχίας) ούτε γηγενή ελληνικό πληθυσμό.
Η θέση αυτή υποστηρίζεται από καθημερινές παραβάσεις και παραβιάσεις ακόμη και πολεμικές ασκήσεις τουρκικών F-16 ενώ οι αεροπορικές παραβάσεις και παραβιάσεις στο Αιγαίο γενικότερα το πρώτο οκτάμηνο του 2009 πλησιάζουν το αντίστοιχο σύνολο του 2008.
Η ελληνική υφαλοκρηπίδα τίθεται εκ νέου σε αμφισβήτηση και η κυβέρνηση Ερντογάν ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει έρευνες για πετρέλαιο στην περιοχή της Α0Ζ που οριοθετείται από το Καστελλόριζο.
Όσον αφορά τις παραβιάσεις και παραβάσεις στο Αιγαίο ο κ. Νταβούτογλου είπε ότι εντάσσεται στις ευρύτερες ελληνοτουρκικές διαφορές στην περιοχή  και ότι πρέπει να συζητηθεί απευθείας με την Ελλάδα το καθεστώς νησιών όπως το Φαρμακονήσι και το Αγαθονήσι.
Αρνητική η στάση της Τουρκίας της εποχής Νταβούτογλου και στο θέμα της λαθρομετανάστευσης ο οποίος  επισημαίνει στην συνάντηση της Κέρκυρας (2009) ότι και η Τουρκία, όπως η Ελλάδα είναι χώρες διέλευσης λαθρομεταναστών, υποστηρίζοντας έτσι ότι δεν μπορεί η Ελλάδα να απευθύνεται στην Τουρκία για την επανεισδοχή, αλλά θα πρέπει να στραφεί προς τις χώρες προέλευσης των λαθρομεταναστών Νωρίτερα ο επικεφαλής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Βρυξελλών – Άγκυρας Έγκεμεν Μπαγίς ξεκαθάρισε «αρνούμεθα να γίνουμε ο μεγαλύτερος καταυλισμός προσφύγων του κόσμου».
 
Κύπρος
 
            Στο βιβλίο του Στρατηγικό Βάθος ο Α. Νταβούτογλου αφιερώνει μόνο 2 σελίδες από τις 600 και  χαρακτηρίζει την Κύπρο «βέλος προς την Μ. Ανατολή» ενώ υποστηρίζει σχετικά με την Τουρκική εισβολή «η παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο θα ήταν επιβεβλημένη ακόμη και αν δεν υπήρχε ένας Τουρκοκύπριος.
            Η στρατιωτική σκληρή δύναμη πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε συνάρτηση με την ήπια δύναμη της διπλωματίας που  προετοιμάζει τις ανάλογες προϋποθέσεις και το σχετικό νομικό πλαίσιο όπως έγινε με την  παρέμβαση στην Κύπρο».
(Μήπως άραγε υπό το ίδιο πρίσμα αντιμετωπίζει στα πλαίσια της προστασίας των τουρκικών μειονοτήτων στα Βαλκάνια και την ελληνική Μουσουλμανική μειονότητα; Και μήπως η έννοια δημιουργίας  «νομικού πλαισίου» κατά Νταβούτογλου παραλληλίζεται με την πολιτική της Τουρκίας στην Θράκη για δικαιολογία ευκαιρίας δοθείσης μιας τυχόν μελλοντικής ενέργειας   ).
            Σαφής είναι ο Αχμέτ Νταβούτογλου συνδυάζοντας τον οραματισμό του για μια Τουρκία σε ρόλο περιφερειακής δύναμης και την Κύπρο : «Μια χώρα που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργός στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές διότι αυτό το μικρό νησί κατέχει μια θέση που επηρεάζει ευθέως τις στρατηγικές συνδέσεις μεταξύ Ασίας – Αφρικής και Ευρώπης – Αφρικής».
            Ένα μόλις 24ωρο μετά την ορκωμοσία του ως ΥΠΕΞ ο κ. Νταβούτογλου πραγματοποίησε το πρώτο ταξίδι του την κατεχόμενη Κύπρο.
            Ο συμβολισμός εξηγείται ίσως με τις απόψεις Νταβούτογλου για την γεωστρατηγική θέση της Κύπρου σε σχέση με το Στρατηγικό Βάθος.        
Κατά την επίσκεψη ο Νταβούτογλου δήλωσε τις γνωστές τουρκικές θέσεις ότι «το Κυπριακό είναι βασικά πρόβλημα του ΟΗΕ» και ότι «η Τουρκία στηρίζει την διαπραγματευτική διαδικασία»          .
Τι πράττει όμως στην πραγματικότητα η κυβέρνηση Ερντογάν υπό την καθοδήγηση Νταβούτογλου για το Κυπριακό :
  • Άρνηση της Τουρκίας να εφαρμόσει το πρωτόκολλο της Άγκυρας να ανοίξει το Α/Δ και τα λιμάνια της σε αεροσκάφη και πλοία της Κύπρου, έχει οδηγήσει στο πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ. Το Δεκέμβριο του 2009 θα επανεκτιμηθεί στην ΕΕ η στάση της Τουρκίας σε σχέση με την ενταξιακή της διαδικασία.
  • Πιέσεις και απειλές για την αποτροπή ερευνών για υδρογονάνθρακες στην ευρύτερη  ΑΟΖ  της Κύπρου.
  • Αδιαλλαξία της Τ/Κ πλευράς και καμία πρόοδος σε συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού.
 
Μερικά Συμπεράσματα
 
Είναι φανερό ότι το δόγμα του Στρατηγικού βάθους από την ανάληψη της εξουσίας από το Ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν το 2002 μέχρι σήμερα αποτυπώνεται διακριτά σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής εθνικής ασφαλείας ώστε αναμφίβολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν πρόκειται για μια  γεωπολιτική θεωρία χωρίς αντίκρισμα με  τους  οραματισμούς ενός ακαδημαϊκού όπως ο Αχμετ Νταβούτογλου αλλά κατ’ ελάχιστον αποτελεί έναν  κεντρικό άξονα περί τον οποίο αναπτύσσεται μία νέα τουρκική Εθνική Στρατηγική.
 
Η επιδίωξη της Τουρκίας στα πλαίσια της παραπάνω στρατηγικής είναι  η  διαφοροποίηση  του διεθνή της ρόλου  από εκείνον της δυτικής δύναμης ανάσχεσης και αποτροπής του κομμουνισμού σε ρόλο περιφερειακής δύναμης στην Ευρασία ικανής να ασκεί επιρροή στο γεωπολιτικό της περιβάλλον κυρίως προς Ανατολάς και ειδικότερα προς την κατεύθυνση της Μέσης Ανατολής του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας διατηρώντας  όμως τους δεσμούς της με την Δύση (ΗΠΑ,ΕΕ) με την προϋπόθεση της δυνατόν μικρότερης εξάρτησης της.
Τούτο προϋποθέτει την ενεργό εμπλοκή της Τουρκίας σε όλα τα σοβαρά προβλήματα του άμεσου και ευρύτερου περίγυρού της σε περιοχές  όπου πέραν των μεταξύ γειτονικών χωρών  διαφορών και συγκρούσεων υπεισέρχονται όχι μόνο αλληλοσυγκρουόμενα αμερικανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα αλλά και συμφέροντα άλλων ισχυρών παικτών στη διεθνή σκακιέρα όπως η Ρωσία, το Ιράν
Είναι κατά συνέπεια φανερό ότι μια ισόρροπη προσέγγιση προς όλους τους παγκόσμιους και περιφερειακούς παράγοντες πιθανόν θεωρητικά να είναι κατά το Στρατηγικό Βάθος επιθυμητή, πρακτικά όμως φαίνεται ότι αποτελεί ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο και ίσως επικίνδυνο παιχνίδι ισορροπιών σε τεντωμένο σχοινί μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Τούτο διότι η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να αποστασιοποιηθεί μεν από την Δύση τόσο όσο να μην θεωρείται αποκλειστικά και μόνο δυτική δύναμη και ιδιαίτερα περιφερειακό ενεργούμενο των ΗΠΑ αποκτώντας έτσι την εμπιστοσύνη των κατά κανόνα αντιαμερικανών γειτόνων της αλλά παράλληλα να μην προκαλέσει με την Δύση δημιουργώντας την εντύπωση ότι υποβαθμίζει έτσι ασύμμετρα τον δυτικό της προσανατολισμό σε σημείο που να θίγονται γενικότερα δυτικά συμφέροντα. Τα ανοίγματα Στρατηγικού Βάθους που έχει μέχρι στιγμής πραγματοποιήσει η Τουρκία προς την Κεντρική Ασία, Καύκασο από μιας πλευράς αντιμετωπίζονται θετικά από την Δύση αφού μπορεί να θεωρηθούν ως χρήσιμο αντιστάθμισμα τόσο έναντι της Ρωσικής όσο και Ιρανικής επιρροής στην περιοχή αλλά και ως δημιουργία προϋποθέσεων για την ανάπτυξη αξόνων μεταφοράς υδρογονανθράκων από την Κασπία προς την Δύση παρακάμπτοντας την Ρωσία κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο για την ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Από την άλλη πλευρά όμως η Δύση και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ δεν έκρυψαν την δυσφορία τους για τους εκάστοτε πολιτικούς χειρισμούς της Άγκυρας υπέρ των Παλαιστινίων στο Μεσανατολικό , την στάση της Τουρκίας στο Πυρηνικό Πρόγραμμα του Ιράν και την ατυχή προσπάθεια παρέμβασης της Τουρκίας  στην Ρώσο-Γεωργιανή κρίση.
Η όποια όμως δυσαρέσκεια  ή αντίδραση της Δύσης στην τουρκική πολιτική δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει προκαλέσει ρήξη ή έστω σοβαρές αρνητικές διαφοροποιήσεις στην γενικότερη στάση των Δυτικών προς την Τουρκία την οποία εξακολουθούν να θεωρούν ως σημαντικό στρατηγικό εταίρο στην περιοχή
Πέραν όμως από τα παραπάνω είναι φανερό ότι η κυβέρνηση Ερντογάν στην προσπάθεια αξιοποίησης του Στρατηγικού Βάθους είναι υποχρεωμένη προς το παρόν τουλάχιστον να λαμβάνει σοβαρά υπόψη και τις πιθανές αντιδράσεις του κεμαλικού κατεστημένου στο εσωτερικό της χώρας το οποίο αφενός εξακολουθεί να είναι προσανατολισμένο προς την δύση, αφετέρου θεωρεί ορισμένα θέματα της αποκλειστικής του ευθύνης και αρμοδιότητας .
Γενικά από το 2002 που ανέλαβε το ΑΡΚ μέχρι σήμερα η υλοποίηση του Στρατηγικού Βάθους, πολύ απέχει από του να θεωρηθεί πλήρης και ότι υπαγορεύει την κάθε δραστηριότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Υπήρξαν όμως διακριτά θετικά αποτελέσματα και αξιοπρόσεκτα ανοίγματα που δείχνουν μια πολυδιάστατη και ευέλικτη εξωτερική πολιτική πλην όμως θα απαιτηθεί μάλλον αρκετός χρόνος ακόμη για να αξιολογηθούν οι προσπάθειες  ως προς το τελικό αποτέλεσμα.
       Αναμφισβήτητα όμως, το τελικό γεωπολιτικό ισοζύγιο μέχρι στιγμής είναι θετικό για την Τουρκία αφού αν μη τι άλλο έχει δημιουργήσει ήδη μια  δυναμική η οποία και αν ακόμη δεν οδηγήσει στην αναβάθμιση της ως περιφερειακή δύναμη ενισχύει τη διεθνή της θέση σε μια περιοχή που παίζονται μεγάλα γεωπολιτικά παιχνίδια .
Θα επιβιώσει  το δόγμα του   Στρατηγικού Βάθους και πέραν της πολιτικής ζωής του ΑKP στην εξουσία ή θα έχει την  τύχη της «τούρκο-ισλαμικής» συνεργασίας του Οζάλ;
Αν η εφαρμογή του Στρατηγικού Βάθους οδηγήσει σε εμφανή αποτελέσματα μιας σαφούς γεωπολιτικής αναβάθμισης της Τουρκίας ώστε να θεωρηθεί εθνικά επιθυμητή και από το κεμαλικό κατεστημένο και συμβιβαστικά χρήσιμη στην Δύση και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ είναι δυνατόν να αποτελέσει μια πραγματικά μακροπρόθεσμη τουρκική εθνική στρατηγική       πλην όμως είναι ακόμη αρκετά νωρίς για να εκτιμηθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
       Σ’ ότι αφορά τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό είναι φανερό ότι η αρχή των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» τουλάχιστον μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να έχει εφαρμογή.   Θα έλεγε κανείς το αντίθετο.
Τόσο από τα περιλαμβανόμενα στο Στρατηγικό Βάθος όσο και τις μετέπειτα δηλώσεις Νταβούτογλου αλλά κυρίως από την  εφαρμοζόμενη στην πράξη πολιτική  (αύξηση παραβάσεων στο Αιγαίο, λαθρομετανάστευση, στάση στο Κυπριακό) αποδεικνύεται ότι ουδεμία διαφοροποίηση έχει επέλθει στην τουρκική εξωτερική πολιτική και στρατιωτική πρακτική.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι είτε το Στρατηγικό Βάθος  δεν τόλμησε να προσεγγίσει τουλάχιστον μέχρι στιγμής θέματα έναντι Ελλάδος και Κύπρου που ίσως στα πλαίσια κάποιας σιωπηλής συμφωνίας προσεγγίζονται με κριτήρια που υπόκεινται  στον απόλυτο έλεγχο του κεμαλικού κατεστημένου και ιδιαίτερα του Στρατού είτε  και ακόμη χειρότερα ότι στην περίπτωση αυτή οι εθνικές τουρκικές επιδιώξεις όπως υποτυπώνονται στο Στρατηγικό Βάθος και εκείνες του στρατιωτικού κατεστημένου συμπίπτουν απόλυτα.
Σε κάθε περίπτωση εξ άλλου το Στρατηγικό Βάθος και η όλη δραστηριοποίηση της Τουρκίας για την υλοποίησή του άσχετα αν θα την οδηγήσει ή όχι στο να καθιερωθεί ως περιφερειακή δύναμη που δεν φαίνεται πιθανό ή απλά να αναβαθμίσει την στρατηγική της σημασία στην περιοχή,  για την Ελλάδα και Κύπρο δεν επιφυλάσσει τίποτα το αισιόδοξο αφού τα προβλήματα δεν φαίνεται να επιλύονται αντίθετα μάλιστα η όποια αναβάθμιση της Τουρκίας οπωσδήποτε μάλλον θα δυσχεράνει την επίλυση των παρά θα την διευκολύνει.
Κατά συνέπεια καλόν θα ήταν η ελληνική πλευρά να μελετήσει το Στρατηγικό Βάθος και τα αποτελέσματά του για να αξιολογηθεί αντικειμενικά τι σημαίνει για την χώρα μας μία τυχόν αναβάθμιση της Τουρκικής γεωπολιτικής ισχύος στην περιοχή και ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις στην επίλυση των μεταξύ μας προβλημάτων. Σε κάθε σε περίπτωση ας τηρούμε το απαιτούμενο επίπεδο αποτρεπτικής ισχύος μη  βρεθούμε κάποια στιγμή προ οδυνηρών εκπλήξεων
Υπό Αντιστρατήγου ε. α. Χ. Αγγελοπούλου