Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Οι Έλληνες της Πόλης κατακρεουργήθηκαν ή έγιναν σκλάβοι απο τους Τούρκους-Απειλές κατά των Ελλήνων απο τους τότε τραπεζίτες....



Σφαγές στην Κωνσταντινούπολη (1821)
Οι Σφαγές των Χριστιανών, και κυρίως Ελλήνων, στην Κωνσταντινούπολη από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 1821 ήταν αντίδραση των Τούρκων στην έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης
και σε γεγονότα όπως η πυρπόληση του τουρκικού δικρότου στην Ερεσό . Είχε ως αποτέλεσμα τη σφαγή, το βασανισμό ή τη φυγή χιλιάδων Ελλήνων, μεταξύ των οποίων του πατριάρχη και κορυφαίων ιερωμένων και Φαναριωτών. Από ιστορικούς έχει χαρακτηριστεί και ως "πογκρόμ".[1]

Πίνακας περιεχομένων


Εξέλιξη των γεγονότων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]



Η είδηση για τη σφαγή και την εμπορεία Ελλήνων σκλάβων στην Κωνσταντινούπολη όπως δημοσιεύτηκε στην "Gazette de Lausanne" την 13 Νοεμβρίου 1821.[2]
Στην Κωνσταντινούπολη η καχυποψία κατά των χριστιανών είχε αρχίσει πριν από την έκρηξη της επανάστασης στη Βλαχία, καθώς από διάφορες πηγές έφταναν στην Πύλη ειδήσεις ότι κάποιες μυστικές εταιρείες ετοιμάζουν εξέγερση.
Οι υποψίες εντάθηκαν τον Ιανουάριο του 1821 όταν σκοτώθηκε ο αγγελιαφόρος της Φιλ. Εταιρείας Ύπατρος και έπεσαν στα χέρια των Τούρκων μυστικές επιστολές του Αλ. Υψηλάντη προς τον Αλή Πασά. Την ίδια εποχή ο προδότης Ασημάκης Θεοδώρου έδωσε στους Τούρκους την πληροφορία ότι η ελληνική επανάσταση είχε σαν σχέδιο την πρόκληση ταραχών στην Κωνσταντινούπολη και την πυρπόληση του τουρκικού στόλου. Αμέσως κυκλοφόρησαν φήμες ότι στη συνωμοσία ενέχονταν οι Φαναριώτες, ότι σε ελληνικά σπίτια κρύβονταν όπλα, ότι σχεδιαζόταν δολοφονία του σουλτάνου κλπ. Στον μουσουλμανικό πληθυσμό προκλήθηκε αναβρασμός κατά των χριστιανών και άρχισαν προσβολές και απειλές κατά των Ελλήνων. Σ' αυτές συνέβαλαν και Εβραίοι της Κωνσταντινούπολης, μεταξύ των οποίων και ο τραπεζίτης του μεγάλου βεζύρη Χαλέτ-εφέντη, για λόγους εμπορικού ανταγωνισμού.[3]
Στο μεταξύ ο Υψηλάντης ετοίμαζε την εξέγερση στις Παραδουνάβιες χώρες. Με επιστολή του είχε απευθυνθεί στους Έλληνες της Μολδοβλαχίας και αλλού, υποσχόμενος ότι μια «ισχυρή δύναμη» που είναι πρόθυμη να βοηθήσει, για να τους εμψυχώσει να επαναστατήσουν. Η αγγελία αυτή καταθορύβησε όλες τις κυβερνήσεις, γιατί υπονοούσε ότι η Ρωσία υπέθαλπτε την Ελληνική Επανάσταση. Ο Τσάρος Αλέξανδρος αμέσως διέγραψε τον Υψηλάντη από τους καταλόγους του ρωσικού στρατού, διέταξε το στρατιωτικό του σώμα να διατηρήσει αυστηρή ουδετερότητα και διαβίβασε στην Υψηλή Πύλη ότι είναι άσχετος με τα γεγονότα αποδοκιμάζοντας την διαγωγή του Υψηλάντη.
Η είδηση για την επανάσταση στη Βλαχία έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τη 1η Μαρτίου στον Ρώσο πρέσβη Στρογγανώφ, ο οποίος ενημέρωσε τον σουλτάνο και αρνήθηκε ότι η Ρωσία έχει οποιαδήποτε σχέση με τα γεγονότα.Η Υψηλή Πύλη δεν πείστηκε ότι η Ρωσία είναι αμέτοχη και θεώρησε ότι απειλείται το Ισλάμ. Προχώρησε σε αντίποινα κατά των Χριστιανών, αρχίζοντας από την Κωνσταντινούπολη και τους επιφανέστερους Έλληνες τις πρώτες μέρες του Μαρτίου. Κηρύχθηκε ιερός πόλεμος και ουλεμάδες (μαθητές ισλαμικών σχολών) περιέτρεχαν τις μουσουλμανικές συνοικίες εξεγείροντας τους μουσουλμάνους. Τουρκικός όχλος άρχισε βιαιοπραγίες κατά των Ελλήνων με καταστροφές καταστημάτων, ληστείες και φόνους. Οι Έλληνες κλείστηκαν στα σπίτια τους ενώ όσοι μπορούσαν αναχωρούσαν για την Οδησσό. Την 8η Μαρτίου αναγνώστηκε σε όλα τα τζαμιά φιρμάνι που καλούσε τους πιστούς να οπλιστούν και να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Στον Οικουμενικό Πατριάρχη δόθηκε εντολή να αφορίσει την επανάσταση και ταυτόχρονα κορυφαίοι ιερείς κλήθηκαν στο παλάτι όπου κρατήθηκαν ως όμηροι. Ο σουλτάνος κάλεσε επίσης τον σεϊχουλισλάμ (τον ανώτατο ιερωμένο των μουσουλμάνων) και του ζήτησε να κηρύξει φετφά (απόφαση) για την κήρυξη ιερού πολέμου και γενική σφαγή των χριστιανών. Ο σεϊχουλισλάμ ζήτησε κάποιο χρόνο για να το σκεφτεί. Στο διάστημα αυτό ενημέρωσε τον Πατριάρχη για τον επερχόμενο κίνδυνο τον οποίο θα μπορούσε να αποτρέψει αν λάμβανε διαβεβαιώσεις ότι η εξέγερση δεν ήταν γενική. Προ αυτής της κατάστασης ο Πατριάρχης εξέδοσε επιτίμια (αφορισμούς) κατά του Υψηλάντη, του Σούτσου και των επαναστατών της Βλαχίας. Η γενική σφαγή απετράπη αλλά οι εκτός ελέγχου γενίτσαροι και ο όχλος συνέχισε τις σφαγές εις βάρος των χριστιανών.[4]
Την 6η Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, ο αρχηγός της Εκκλησίας Γρηγόριος Ε΄ απαγχονίστηκε μπροστά στην πόρτα του Πατριαρχείου και ο νεκρός του υπέστη τις ασχημότερες πράξεις. Το σκήνωμά του διαπομπεύτηκε στους δρόμους της Πόλης και μετά από τρεις ημέρες πετάχτηκε στη θάλασσα. Οι πρόκριτοι και πολλοί άλλοι ιεράρχες θανατώθηκαν αλληλοδιαδόχως. Ο τραπεζίτης Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος απαγχονίστηκε. Όλοι οι Φαναριώτες, όσοι δεν πρόλαβαν να γλυτώσουν, ή φονεύθηκαν ή εξορίστηκαν στη Μικρά Ασία, για να φονευτούν οι περισσότεροι και εκεί. Ενώ οι ποινές συνεχίζονταν από τις επίσημες αρχές, ο όχλος ερεθιζόμενος από την κυβέρνηση και αυτός έκανε τις χειρότερες επιδρομές και επί διάστημα πολλών εβδομάδων στίφη καθοδηγούμενα από γενιτσάρους και ουλεμάδες διέτρεχαν την πόλη και τα περίχωρα του Βοσπόρου καταληστεύοντας και σφάζοντας τους Έλληνες. Στην Αδριανούπολη απαγχονίστηκε ο πρώην Πατριάρχης Κύριλλος και πολλοί προεστοί. Στη Θεσσαλονίκη ο επίσκοπος του μητροπολίτη και οι επισημότεροι κάτοικοι απαγχονίστηκαν, ενώ ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης απαγχονίστηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου διέμενε. Ίδια έγιναν και στη Λάρισα, Σμύρνη, Κυδωνίες, Κω, Ρόδο, Κρήτη και Κύπρο.


Η είδηση για τις σφαγές και διώξεις Ελλήνων και Δυτικών στην Κωνσταντινούπολη, δημοσιευμένες στο περιοδικό Gentleman's Magazine του Λονδίνου το 1821.[5]
Τον Μάιο θανατώθηκαν με πνιγμό στη θάλασσα 500 Πελοποννήσιοι. Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, μετά από την πυρπόληση του τουρκικού δικρότου στην Ερεσό, οι Τούρκοι στράφηκαν κατά των νησιωτών Ελλήνων που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Πολλοί συνελήφθησαν, επιβιβάστηκαν με τη βία σε πλοία και πνίγηκαν στη θάλασσα. Άλλοι αποκεφαλίστηκαν στους δρόμους. Στις 4 Ιουνίου απαγχονίστηκαν ιερείς που κρατούνταν στις φυλακές, μεταξύ των οποίων οι Δέρκων Γρηγόριος, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος Α', Θεσσαλονίκης Ιωσήφ και ο Τιρνόβου Ιωαννίκιος. Η ίδια εκδικητική μανία εκδηλώθηκε όταν μαθεύτηκε η επανάσταση στη Δυτική Ελλάδα. Πολλοί Ηπειρώτες και Βούλγαροι πνίγηκαν στη θάλασσα, ενώ Φαναριώτες εξορίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Από τους εξόριστους δημευόταν η περιουσία, έτσι ώστε στην εξορία συνέβαινε και η φυσική τους εξόντωση. Μερικοί Φαναριώτες αποκεφαλίστηκαν όπως οι Ιωάννης και Σκαρλάτος Καλλιμάχης.[6]