Το φαινόμενο της "μεταλλαγμένης μορφής εγκληματικότητας", προβληματίζει πλέον τις αστυνομικές Αρχές όλο και πιο έντονα, ειδικά μετά τη σύλληψη της συμμορίας των ληστών με τα καλάσνικοφ αλλά και τριών άλλων ομάδων σκληρών κακοποιών που ειδικεύονταν σε εισβολές σε κατοικίες της Αττικής.
Σε αυτές τις ομάδες και σε άλλες πολλές, συμμετέχουν νεαροί Αλβανοί δεύτερης γενιάς που είτε γεννήθηκαν, είτε μεγάλωσαν στην Ελλάδα, μιλάνε τα ελληνικά ως μητρική τους γλώσσα και σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν καν επισκεφθεί τη χώρα καταγωγής τους.Το φαινόμενο αυτό δεν εντοπίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αλλά έχει ευρωπαϊκή «σφραγίδα» και έχει να κάνει σε πολλές περιπτώσεις με το οικογενειακό περιβάλλον, τον τρόπο που μεγάλωσαν οι νεαροί μετανάστες δεύτερης γενιάς, αλλά και το γεγονός ότι πλέον με την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατον να βρουν εργασία και να ενταχθούν στο σύστημα.
«Σε όλη την Ευρώπη, έχει παρατηρηθεί, ότι στη δεύτερη γενιά των μεταναστών, υπάρχουν δύο ειδών πιθανότητες αύξησης εγκληματικότητας. Το ένα είδος είναι η διεκδίκηση των δικαιωμάτων και η άρνηση της χώρας υποδοχής να τους τα δώσει. Διότι η πρώτη γενιά, προσπαθεί να επιβιώσει και δεν ασχολείται πολύ με τα δικαιώματα. Η δεύτερη γενιά όμως θέλει τα δικαιώματα της. Τη στιγμή που τα αρνούνται τα δικαιώματα της, τότε προχωρά σε μια μορφή βίαιης αντίδρασης ή αντεκδίκησης. Αυτό είναι το ένα. Η δεύτερη εκδοχή, είναι η αδυναμία τελικά ένταξης και αποδοχής των αξιακών συστημάτων της χώρας υποδοχής. Για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν με την αδυναμία της οικογένειας να τα επιτηρήσει ή οτιδήποτε άλλο, δεν μπόρεσαν να ενσωματώσουν τις αξίες της κοινωνίας και τότε ενσωματώνουν ή δημιουργούν της αξίες της «αντι-κοινωνίας». Δηλαδή της ομάδας της εγκληματικής» τονίζει στο ΘΕΜΑ ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Πανούσης.
Η οικονομική κρίση συνετέλεσε στο ότι μετανάστες δεύτερης γενιάς αδυνατούν να βρουν δουλειά και το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την κοινωνική απομόνωση και απαξίωση που δέχονται οι συγκεκριμένοι νέοι τους κάνει να ακροβατούν μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας και τελικά να περνούν στην αντίπερα όχθη. Εκεί, όπου «μιλάνε» τα όπλα, η βία και τα ναρκωτικά.
Στην Αστυνομία, οι αξιωματικοί που χειρίζονται ανάλογες υποθέσεις που πλέον αποτελούν μέρος της καθημερινότητας, κάνουν λόγο για μια ανεξέλεγκτη μορφή εγκληματικότητας, αφού οι ομάδες αυτές των νεαρών, βγαίνουν τη νύχτα στους δρόμους και χτυπούν χωρίς πλάνο, σκοπό και σχεδιασμό όπου βρουν εύκολο στόχο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως έχουν καταγραφεί συμβάντα στα οποία οι δράστες εισέβαλαν στα σπίτια, έτρωγαν, έπιναν χυμούς, ασελγούσαν χωρίς έλεος και οίκτο σε γυναίκες και έφευγαν έχοντας αρπάξει τα αυτοκίνητά τους. Πράξεις δηλαδή, που δεν διακρίνονταν από καμία οργάνωση και «επαγγελματικό» σχεδιασμό.
«Σε όλη την Ευρώπη, έχει παρατηρηθεί, ότι στη δεύτερη γενιά των μεταναστών, υπάρχουν δύο ειδών πιθανότητες αύξησης εγκληματικότητας. Το ένα είδος είναι η διεκδίκηση των δικαιωμάτων και η άρνηση της χώρας υποδοχής να τους τα δώσει. Διότι η πρώτη γενιά, προσπαθεί να επιβιώσει και δεν ασχολείται πολύ με τα δικαιώματα. Η δεύτερη γενιά όμως θέλει τα δικαιώματα της. Τη στιγμή που τα αρνούνται τα δικαιώματα της, τότε προχωρά σε μια μορφή βίαιης αντίδρασης ή αντεκδίκησης. Αυτό είναι το ένα. Η δεύτερη εκδοχή, είναι η αδυναμία τελικά ένταξης και αποδοχής των αξιακών συστημάτων της χώρας υποδοχής. Για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν με την αδυναμία της οικογένειας να τα επιτηρήσει ή οτιδήποτε άλλο, δεν μπόρεσαν να ενσωματώσουν τις αξίες της κοινωνίας και τότε ενσωματώνουν ή δημιουργούν της αξίες της «αντι-κοινωνίας». Δηλαδή της ομάδας της εγκληματικής» τονίζει στο ΘΕΜΑ ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Πανούσης.
Η οικονομική κρίση συνετέλεσε στο ότι μετανάστες δεύτερης γενιάς αδυνατούν να βρουν δουλειά και το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την κοινωνική απομόνωση και απαξίωση που δέχονται οι συγκεκριμένοι νέοι τους κάνει να ακροβατούν μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας και τελικά να περνούν στην αντίπερα όχθη. Εκεί, όπου «μιλάνε» τα όπλα, η βία και τα ναρκωτικά.
Στην Αστυνομία, οι αξιωματικοί που χειρίζονται ανάλογες υποθέσεις που πλέον αποτελούν μέρος της καθημερινότητας, κάνουν λόγο για μια ανεξέλεγκτη μορφή εγκληματικότητας, αφού οι ομάδες αυτές των νεαρών, βγαίνουν τη νύχτα στους δρόμους και χτυπούν χωρίς πλάνο, σκοπό και σχεδιασμό όπου βρουν εύκολο στόχο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως έχουν καταγραφεί συμβάντα στα οποία οι δράστες εισέβαλαν στα σπίτια, έτρωγαν, έπιναν χυμούς, ασελγούσαν χωρίς έλεος και οίκτο σε γυναίκες και έφευγαν έχοντας αρπάξει τα αυτοκίνητά τους. Πράξεις δηλαδή, που δεν διακρίνονταν από καμία οργάνωση και «επαγγελματικό» σχεδιασμό.