Ορισμένα ΜΜΕ με άρθρα και επιλεκτικό σχολιασμό δημοσκοπήσεων προσπαθούν να μάς πείσουν ότι η μόνη λύση για τη χώρα είναι η συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων. Έχω την τελείως αντίθετη άποψη.
Μία συγκυβέρνηση μεταξύ δύο κομμάτων, που έχουν μεγάλες διαφορές ως προς την αντιμετώπιση της πολύπλευρης κρίσης, θα τελματώσει χειρότερα την κατάσταση και δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα μιας συγκυβέρνησης θα είναι η έλλειψη σοβαρής αντιπολιτευτικής φωνής. Όταν ένα μεγάλο κόμμα κυβερνά και το άλλο ελέγχει τότε λειτουργούν στοιχειωδώς οι δημοκρατικοί θεσμοί.. Όταν και οι δύο ισχυροί κομματικοί μηχανισμοί βρίσκονται στην εξουσία θα είναι ανεξέλεγκτοι.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα μιας συγκυβέρνησης θα είναι η έλλειψη σοβαρής αντιπολιτευτικής φωνής. Όταν ένα μεγάλο κόμμα κυβερνά και το άλλο ελέγχει τότε λειτουργούν στοιχειωδώς οι δημοκρατικοί θεσμοί.. Όταν και οι δύο ισχυροί κομματικοί μηχανισμοί βρίσκονται στην εξουσία θα είναι ανεξέλεγκτοι.
Δεν θα υπάρχει δυνατή αντιπολιτευτική φωνή παρά οι συνήθεις θορυβώδεις και αναποτελεσματικές διαμαρτυρίες των αριστερών κομμάτων. Οι μόνοι που επιθυμούν τη συγκυβέρνηση είναι εκείνοι που προσδοκούν να ωφεληθούν οικονομικά.. Δηλαδή μεγαλοεργολάβοι δημοσίων έργων, οι οποίοι ελπίζουν να τους γίνεται ανάθεση έργων άνευ διαγωνισμού, αφού δεν θα υπάρχει ισχυρή αντιπολίτευση για να διαμαρτυρηθεί.
Η προϊστορία των συγκυβερνήσεων είναι αρνητική. Στην Ελλάδα οι συγκυβερνήσεις -αναγκαστικές λόγω των δύο εκλογικών αποτελεσμάτων του 1989- δεν μπόρεσαν να προσφέρουν δημιουργικό έργο. Ιδιαιτέρως αρνητική είναι η διεθνής εμπειρία. Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η Ιταλία είχε καθιερώσει ένα πεντακομματικό σύστημα συγκυβερνήσεως με δύο μεγάλα κόμματα, τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλιστές, και τρία μικρότερα, τους Φιλελευθέρους, τους Ρεπουμπλικάνους και τους Σοσιαλδημοκράτες.
Η προϊστορία των συγκυβερνήσεων είναι αρνητική. Στην Ελλάδα οι συγκυβερνήσεις -αναγκαστικές λόγω των δύο εκλογικών αποτελεσμάτων του 1989- δεν μπόρεσαν να προσφέρουν δημιουργικό έργο. Ιδιαιτέρως αρνητική είναι η διεθνής εμπειρία. Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η Ιταλία είχε καθιερώσει ένα πεντακομματικό σύστημα συγκυβερνήσεως με δύο μεγάλα κόμματα, τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλιστές, και τρία μικρότερα, τους Φιλελευθέρους, τους Ρεπουμπλικάνους και τους Σοσιαλδημοκράτες.
Το μόνο που κατάφεραν είναι να κατηγορηθούν όλοι για σκάνδαλα και για προνομιακή μεταχείριση των δικών τους ανθρώπων. Είχαν μοιρασθεί τις θέσεις στο δημόσιο τομέα και διόριζαν τους ψηφοφόρους τους αναλογικά προς τη δύναμη του κάθε κόμματος. Ουσιαστική αντιπολίτευση δεν υπήρχε και τελικά το σύστημα κατέρρευσε από τα ίδια τα λάθη του. Τα δύο μεγάλα κόμματα , οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλιστές, διαλύθηκαν και ο αρχηγός των Σοσιαλιστών, Μπετίνο Κράξι διέφυγε στην Τυνησία για να αποφύγει τη δίκη και την πιθανή καταδίκη. Στη θέση των παραδοσιακών κομμάτων εμφανίσθηκε ο άνευ ιδεολογίας μεγαλοεπιχειρηματίας Μπερλουσκόνι. Η ιταλική συγκυβέρνηση, το pentapartito (πεντακομματικό σύστημα) όπως ονομάσθηκε, έβλαψε και την Ιταλία και τα κόμματα που συμμετείχαν.
Αντιθέτως οι δυσκολότερες ιστορικές περίοδοι αντιμετωπίσθηκαν επιτυχώς από μονοκομματικές κυβερνήσεις. Στην Βρετανία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου , μόνο του το Συντηρητικό Κόμμα με Πρωθυπουργό τον Ουίνστον Τσώρτσιλ οδήγησε τη χώρα προς τη νίκη κατά του Άξονος. Στην Ελλάδα του 1946-49 η ένοπλη κομμουνιστική ανταρσία αντιμετωπίσθηκε αποτελεσματικά από μονοκομματικές κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων. Το Λαϊκό Κόμμα είχε κερδίσει τις εκλογές του 1946 μαζί με συνασπισμό συνεργαζομένων μικροτέρων κομάτων αλλά παραχώρησε την εξουσία στους Φιλελευθέρους, με τους οποίους παλαιότερα είχε σφοδρές αντιθέσεις. Οι Λαϊκοί στήριζαν, αλλά η κυβέρνηση δεν έπαυε να είναι μονοκομματική.
Ίσως κάποιος αντιτείνει ότι η Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βοηθήθηκε στην οικονομική της ανόρθωση από τη συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων , των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών, τον γνωστό Μεγάλο Συνασπισμό. Όμως τότε και τα δύο κόμματα συμφωνούσαν κατά 90% ως προς την ακολουθητέα οικονομική και κοινωνική πολιτική. Σήμερα κάτι τέτοιο σαφέστατα δεν ισχύει μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ. Οι προτεινόμενες λύσεις διαφέρουν σε πολλά σημεία. Η κατάσταση αιτεί ξεκάθαρες λύσεις και όχι ανακατέματα ετεροκλήτων συνταγών.
Ακατάλληλη για τη σημερινή συγκυρία θεωρώ και την πρόταση ορισμένων υπουργών για δημοψηφίσματα. Θα είναι ένα άσκοπο έξοδο μόνο και μόνο για να εκτονωθεί μερικώς η λαϊκή δυσφορία, αλλά δεν θα λύσει το παραμικρό πρόβλημα. Αμφιβάλλω δε αν θα μετάσχει σημαντικό μέρος Ελλήνων. Οι περισσότεροι κατανοούν ήδη ότι πρόκειται για κυβερνητικό τέχνασμα και δεν θα προσέλθουν στην κάλπη. Λέγουν οι κυβερνητικοί ότι θα είναι κάτι σαν δημοσκόπηση και ότι τα αποτελέσματά του δεν θα είναι δεσμευτικά για την κυβέρνηση. Ε, τότε γιατί δεν αρκούνται σε μία-δύο καλά οργανωμένες δημοσκοπήσεις με αριθμητικά μεγάλο δείγμα πολιτών; Γιατί όλη αυτή η παραπλανητική παραφιλολογία περί δημοψηφισμάτων;
Άλλωστε το Σύνταγμά μας στο άρθρο 44 προβλέπει δημοψηφίσματα μόνο με πρωτοβουλία της κυβερνήσεως ή της πλειοψηφίας των βουλευτών και κυρίως για εθνικά θέματα καθώς και για κοινωνικά ζητήματα πλην των δημοσιονομικών (νέες φορολογίες κ.α). Δεν προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα το λεγόμενο δημοψήφισμα λαϊκής πρωτοβουλίας, όπως στην Ιταλία και στην Ελβετία. Όσοι μιλούν για δημοψηφίσματα, αν είναι ειλικρινείς, ας ζητήσουν στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση να ισχύσει η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων μετά από γραπτό αίτημα π.χ. 100.000 (εκατό χιλιάδων) πολιτών. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος πανευρωπαϊκού κατόπιν συλλογής υπογραφών από 1.000.000 (ένα εκατομμύριο) πολίτες διαφορετικών χωρών. Και έτσι μπορεί αν αλλάξει μία νομοθεσία που έχει εγκριθεί από την Ευρ. Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο. Αυτό μάλιστα, είναι μία γνήσια έκφραση λαϊκής βούλησης. Τα ερωτήματα να τα θέτουν οι πολίτες και όχι η κυβέρνηση, η οποία απλώς θέλει να στρέψει αλλού την προσοχή του λαού μας.
Σε κομβικές εποχές για την Ελλάδα, όπως είναι η σημερινή, απαιτείται απόλυτη ειλικρίνεια από όλους τους παράγοντες του πολιτικού βίου και πρωτίστως απαιτείται να δοθεί στον λαό η δυνατότητα να εκφρασθεί με τρόπο γνήσιο και άμεσο. Τα περί συγκυβερνήσεων και δημοψηφισμάτων απλώς θολώνουν τα νερά.
Αντιθέτως οι δυσκολότερες ιστορικές περίοδοι αντιμετωπίσθηκαν επιτυχώς από μονοκομματικές κυβερνήσεις. Στην Βρετανία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου , μόνο του το Συντηρητικό Κόμμα με Πρωθυπουργό τον Ουίνστον Τσώρτσιλ οδήγησε τη χώρα προς τη νίκη κατά του Άξονος. Στην Ελλάδα του 1946-49 η ένοπλη κομμουνιστική ανταρσία αντιμετωπίσθηκε αποτελεσματικά από μονοκομματικές κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων. Το Λαϊκό Κόμμα είχε κερδίσει τις εκλογές του 1946 μαζί με συνασπισμό συνεργαζομένων μικροτέρων κομάτων αλλά παραχώρησε την εξουσία στους Φιλελευθέρους, με τους οποίους παλαιότερα είχε σφοδρές αντιθέσεις. Οι Λαϊκοί στήριζαν, αλλά η κυβέρνηση δεν έπαυε να είναι μονοκομματική.
Ίσως κάποιος αντιτείνει ότι η Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βοηθήθηκε στην οικονομική της ανόρθωση από τη συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων , των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών, τον γνωστό Μεγάλο Συνασπισμό. Όμως τότε και τα δύο κόμματα συμφωνούσαν κατά 90% ως προς την ακολουθητέα οικονομική και κοινωνική πολιτική. Σήμερα κάτι τέτοιο σαφέστατα δεν ισχύει μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ. Οι προτεινόμενες λύσεις διαφέρουν σε πολλά σημεία. Η κατάσταση αιτεί ξεκάθαρες λύσεις και όχι ανακατέματα ετεροκλήτων συνταγών.
Ακατάλληλη για τη σημερινή συγκυρία θεωρώ και την πρόταση ορισμένων υπουργών για δημοψηφίσματα. Θα είναι ένα άσκοπο έξοδο μόνο και μόνο για να εκτονωθεί μερικώς η λαϊκή δυσφορία, αλλά δεν θα λύσει το παραμικρό πρόβλημα. Αμφιβάλλω δε αν θα μετάσχει σημαντικό μέρος Ελλήνων. Οι περισσότεροι κατανοούν ήδη ότι πρόκειται για κυβερνητικό τέχνασμα και δεν θα προσέλθουν στην κάλπη. Λέγουν οι κυβερνητικοί ότι θα είναι κάτι σαν δημοσκόπηση και ότι τα αποτελέσματά του δεν θα είναι δεσμευτικά για την κυβέρνηση. Ε, τότε γιατί δεν αρκούνται σε μία-δύο καλά οργανωμένες δημοσκοπήσεις με αριθμητικά μεγάλο δείγμα πολιτών; Γιατί όλη αυτή η παραπλανητική παραφιλολογία περί δημοψηφισμάτων;
Άλλωστε το Σύνταγμά μας στο άρθρο 44 προβλέπει δημοψηφίσματα μόνο με πρωτοβουλία της κυβερνήσεως ή της πλειοψηφίας των βουλευτών και κυρίως για εθνικά θέματα καθώς και για κοινωνικά ζητήματα πλην των δημοσιονομικών (νέες φορολογίες κ.α). Δεν προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα το λεγόμενο δημοψήφισμα λαϊκής πρωτοβουλίας, όπως στην Ιταλία και στην Ελβετία. Όσοι μιλούν για δημοψηφίσματα, αν είναι ειλικρινείς, ας ζητήσουν στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση να ισχύσει η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων μετά από γραπτό αίτημα π.χ. 100.000 (εκατό χιλιάδων) πολιτών. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος πανευρωπαϊκού κατόπιν συλλογής υπογραφών από 1.000.000 (ένα εκατομμύριο) πολίτες διαφορετικών χωρών. Και έτσι μπορεί αν αλλάξει μία νομοθεσία που έχει εγκριθεί από την Ευρ. Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο. Αυτό μάλιστα, είναι μία γνήσια έκφραση λαϊκής βούλησης. Τα ερωτήματα να τα θέτουν οι πολίτες και όχι η κυβέρνηση, η οποία απλώς θέλει να στρέψει αλλού την προσοχή του λαού μας.
Σε κομβικές εποχές για την Ελλάδα, όπως είναι η σημερινή, απαιτείται απόλυτη ειλικρίνεια από όλους τους παράγοντες του πολιτικού βίου και πρωτίστως απαιτείται να δοθεί στον λαό η δυνατότητα να εκφρασθεί με τρόπο γνήσιο και άμεσο. Τα περί συγκυβερνήσεων και δημοψηφισμάτων απλώς θολώνουν τα νερά.
Συντάκτης: Κ ωνσταντνίνος Χολέβας, πολιτικός αναλυτής