Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Η μετάφραση τής Καινής Διαθήκης στην Νεοελληνική γλώσσα, ένας πόλεμος των Αιρέσεων.


Ο λόγος του Θεού, ως το μοναδικό και θεόπνευστο γραπτό ευαγγέλιο της ζωής και της σωτηρίας, είναι ασφαλώς «δικαίωμα» του ανθρώπου κάθε εποχής και πρέπει να προσφέρεται σ' αυτόν σε γλώσσα προσιτή και εύληπτη. Το έργο της μεταφράσεως του θείου λόγου είναι συνεπώς ουσιαστική ανάγκη και ευθύνη της Εκκλησίας, που πρέπει να επιχειρείται πάντοτε εκ νέου. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία τήρησε κατ' αρχήν ανοικτή στάση απέναντι στο ζωτικό τούτο αίτημα και παρά το γεγονός, ότι η ίδια δεν προέβη σε επιστήμη μετάφραση της Αγ. Γραφής στην σύγχρονη γλώσσα, όμως σε αρκετές περιπτώσεις ενεθάρρυνε και επιδοκίμασε παρόμοιες προσπάθειες. Είναι βέβαια αυτονόητο, ότι την στάση της Εκκλησίας διέκρινε υψηλή ευαισθησία ως προς το ζήτημα των βιβλικών μεταφράσεων. Εφιστούσε ιδιαίτερα την προσοχή στις σοβαρές δυσχέρειες του έργου τούτου και απαιτούσε σεβασμό των ιερών κειμένων και της θεοπνευστίας της θείας αποκαλύψεως.
Τούτο επιβάλλει βασικά αυτή η φύση του γραπτού βιβλικού λόγου, που προϋποθέτει, εκτός από τους τεχνικούς-μεταφραστικούς, επί πλέον ειδικούς πνευματικούς και εκκλησιαστικούς όρους κατανοήσεως και ερμηνείας, αφού ως προς την μορφή, το περιεχόμενο, τις συνθήκες συγγραφής και τον ειδικό σκοπό του διαφέρει ριζικά από τα λοιπά γραπτά κείμενα του ανθρωπίνου πνεύματος. Επειδή η αξίωση του θείου λόγου είναι απόλυτη, γι’ αυτό η ορθή κατανόηση και ερμηνεία του είναι ουσιαστικός όρος για την σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Ιδιαίτερα όμως η μετάφραση της Αγ. Γραφής έχει καίρια σημασία για την ταυτότητα και την συνείδηση της Εκκλησίας, για την δογματική της διδασκαλία, για το κήρυγμα, την πίστη, την ευσέβεια, την ηθική, την λατρεία, τους εκκλησιαστικούς κανόνες και γενικά για ό,τι αφορά την ιστορική της υπόσταση και παρουσία.

Η ζωή και η παράδοση της Εκκλησίας σε όλες τις μορφές της είναι στη ουσία μεταφορά και εκσυγχρονισμός του βιβλικού ευαγγελίου με εξιδιασμένα πνευματικά, φιλολογικά και αισθητικά μέσα. Επίσης οι μακροχρόνιες και έντονες διαμάχες της Εκκλησίας με τις αιρέσεις όλων των αποχρώσεων και όλων των εποχών είναι κατά βάση ασυμβίβαστος αγώνας για την ορθή κατανόηση και μεθερμηνεία της βιβλικής αλήθειας. Το έργο τούτο επιτέλεσε η Εκκλησία με την εδραία συνείδηση, ότι η ορθή ερμηνεία και η αυθεντική διδασκαλία του θείου λόγου είναι αποκλειστικά δική της υπόθεση, αφού σε τελευταία ανάλυση ο λόγος του Θεού δεν μπορεί να διαχωρισθεί από το ζωντανό σώμα του Χριστού και συνεπώς η δημόσια διακήρυξη και η προσωπική οικειοποίηση του είναι συστατικό γεγονός της Εκκλησίας.

Ιδιαίτερα, ως προς την μετάφραση της Κ. Δ. Στην νεοελληνική γλώσσα πρέπει να επισημάνουμε ορισμένες επί πλέον ιδιαιτερότητες. Δεν πρόκειται δηλαδή Για μετάφραση από μία ξένη γλώσσα σε άλλη, αλλά σε μία μορφή της ελληνικής γλώσσης, η οποία, όπως είδαμε προηγουμένως, προήλθε απ’ ευθείας από την Κοινή της Κ. Δ.. Συνεπώς η μεταλλαγή του ύφους της και η μετάφραση των βασικών της όρων δημιουργεί ρήγμα στην ενιαία γλωσσική παράδοση του Ελληνικού λαού, έχει δηλαδή Αρνητικές συνέπειες ως προς την πνευματική, γλωσσική και πολιτιστική ταυτότητα του. Επίσης η γλώσσα της Κ. Δ. έχει ουσιαστικά συνυφανθεί με την καθολική ζωή και σκέψη της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και η οργανική αυτή σύνδεση έχει δημιουργήσει στον Έλληνα Ορθόδοξο πιστό υψηλή ευαισθησία. Ο βιβλικός και εκκλησιαστικός λόγος έχει σε μεγάλο ποσοστό διατηρηθεί στο σύγχρονο νεοελληνικό ιδίωμα και η λεγόμενη θρησκευτική γλώσσα είναι αναπόσπαστο στοιχείο της νεοελληνικής δημοτικής. Το δεδομένο τούτο είναι μέγιστο πλεονέκτημα για τον Ορθόδοξο Έλληνα μεταφραστή της Κ. Δ. Και αν το αγνοήσει έρχεται αναπότρεπτα σε ρήξη με την γλωσσική συνείδηση, με την πνευματική, πολιτιστική ταυτότητα του τόπου και φυσικά με την θεολογική και εκκλησιαστική του παράδοση.

Το θέμα της μεταφράσεως της Αγ. Γραφής και ιδιαίτερα της Κ. Δ. Στην ιστορία της Εκκλησίας μας έχει δυστυχώς οδυνηρές διαστάσεις και δημιούργησε πολλαπλά τραύματα στο σώμα της. Επιχειρούμε μία σύντομη ιστορική επισκόπηση του θέματος.

1) Πριν από τον 17ο αιώνα υπήρξαν ευάριθμες μεταφράσεις βιβλικών κειμένων (περισσότερο της Παλαιάς Διαθήκης και λιγότερο της Κ. Δ.), που οφείλονταν σε ιδιωτική πρωτοβουλία Εβραίων και Ορθοδόξων Ελλήνων. Δεν δημιούργησαν σοβαρό πρόβλημα στην επιστήμη Εκκλησία, εκτός από την μετάφραση του Ιωαννικ. Καρτάνου.

2) Από την εποχή όμως της μεταφράσεως του Μαξίμου Καλλιουπολίτου (1638), την οποία υποστήριξε ο Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638), στο ζήτημα τούτο εμπλέκεται η επίσημη Εκκλησία, η οποία και προβαίνει στην καταδίκη της (Πατρ. Ιεροσολύμων 1672). Την ίδια τύχη είχε και η διορθωμένη αυτή μετάφραση από τον Σεραφείμ Μυτιληναίο (από το Πατρ. Κων/λεως 1704). Στο μεταξύ είχε ιδρυθεί η Βρετανική Βιβλική Εταιρεία (Β. Ε.), η οποία πέτυχε την έγκριση (1814) από τον Οικουμ. Πατριάρχη Κύριλλο ΣΤ΄ της αναθεωρημένης αυτής μεταφράσεως (από τον Αν. Μιχαήλ) του 1810, για την οποία όμως ασκήθηκε πίεση σ' αυτόν. Η κατάχρηση της εγκρίσεως αυτής από τους μισσιοναρίους του Προτεσταντισμού προκάλεσε, ιδιαίτερα στα Ιόνια νησιά, ισχυρή αντίδραση.

3) Η κρίση κορυφώθηκε κατά τον 19ο αιώνα με τις μεταφράσεις του Μητρ. Τυρνάβου Ιλαρίωνος και του Ν. Βάμβα, τις οποίες θέλησε να προωθήσει και να καθιερώσει επίσημα η βρετανική Β. Ε. Και για μεν την μετάφραση του Ιλαρίωνος (εκδόθηκε μόνον η Κ. Δ. Το 1828) πέτυχε βέβαια την συναίνεση των Πατριαρχών Κυρίλλου Στ' και Γρηγορίου Ε', δεν μπόρεσε όμως να αποτρέψει την καταδίκη της από την Ι. Σύνοδο το 1823. Η μετάφραση του Ν. Βάμβα έγινε χωρίς την γνώμη και έγκριση της Εκκλησίας και δημοσιεύθηκε ολόκληρη (Π. και Κ. Δ.) το 1851, αφού προηγουμένως είχε καταδικασθεί δύο φορές (1836 και 1839) από την Σύνοδο του Οικ. Πατριαρχείου. Η καταδίκη και των δύο τούτων μεταφράσεων έγινε με τα επιχειρήματα, ότι α) κλονίζουν την εκκλησιαστική διδασκαλία και δογματική παράδοση, β) υποτιμούν την αξία της Κοινής γλώσσης της Κ. Δ. Και γ) δημιουργείται ο κίνδυνος να διεισδύσουν προτεσταντικές διδασκαλίες και μεταρρυθμιστικές τάσεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Επί πλέον προκάλεσε μεγάλη αντίδραση η ανοικτή πρόκληση των προτεσταντών μισσιοναρίων, οι οποίοι με την βοήθεια των βιβλικών τούτων μεταφράσεων, με την ίδρυση σχολείων, την διάδοση θρησκευτικών εντύπων και με το πρόσχημα της κατανοήσεως του θείου λόγου από τον απαίδευτο λαό, αποσκοπούσαν (μυστικά ή φανερά) σε «διαφωτιστικό» και προσηλυτιστικό έργο ανάμεσα στον Ορθόδοξο λαό. Για τους σπουδαίους καιρικούς αυτούς λόγους, μαζί με την καταδίκη των μεταφράσεων, απαγορεύθηκε πρόσκαιρα και κάθε νέα μετάφραση της Αγ. Γραφής.

Ακολούθησαν τα λεγόμενα «ευαγγελικά» του Νοεμβρίου του 1901, όταν έγινε φανερή η τακτική της ξενόφερτης βασιλικής εξουσίας και άλλων οργανωμένων κύκλων να επιβάλλουν και δια μέσου νέων μεταφράσεων της Κ. Δ. (της Ιουλίας Σωμάκη - Καρόλου και του Αλ. Πάλλη) «διαφωτιστικές» ιδέες στον ελληνικό λαό και συνεπώς να επιτύχουν βαθμιαία τον εκδυτικισμό του. Απέναντι στην οργανωμένη αυτή προσπάθεια εξεγέρθησαν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αποτέλεσμα να χυθεί άφθονο αίμα και να παραιτηθούν η τότε κυβέρνηση και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Με αφορμή τα γεγονότα αυτά στο άρθρο 2, παρ. 2 του Συντάγματος του 1911, προστέθηκε η φράση: «Το κείμενο των Αγίων Γραφών τηρείται αναλλοίωτον η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τούτου άνευ της προηγουμένης εγκρίσεως και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας απαγορεύεται απολύτως». Το άρθρο αυτό υπάρχει σε όλα τα μεταγενέστερα Συντάγματα ως σήμερα με την προσθήκη (από το 1927): «… άνευ της προηγουμένης εγκρίσεως της αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Ελλάδος και… ».
Από την εποχή των «ευαγγελικών» δεν δημιουργήθηκε σοβαρό πρόβλημα ως προς την μετάφραση της Αγ. Γραφής στην νεοελληνική γλώσσα. Στην δεκαετία του 1960 η ενωμένη πλέον Β. Ε. επανέφερε όμως το θέμα μιας νέας μεταφράσεως της Κ. Δ. και ανέθεσε το έργο τούτο σε τέσσερες Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Δυστυχώς δεν ήλθε σε επαφή και συνεννόηση με το Οικ. Πατριαχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως όριζε το ισχύον Σύνταγμα. Την εκκλησιαστική έγκριση επεζήτησε και έλαβε εκ των υστέρων (1967), αφού όμως παραπλάνησε την Εκκλησία ως προς το πρωτότυπο κείμενο (ενώ υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει το κείμενο του Πατριαρχείου, όμως εξετύπωσε το γνωστό δυτικό textus receptus με συμπληρώσεις από την έκδοση του Nestle).

Από την ως τότε ιστορία των βιβλικών μεταφράσεων στην Ελλάδα εξαίρουμε τα εξής ενδεικτικά γεγονότα: α) Το θέμα δημιουργήθηκε ως εμβόλιμη κατάσταση στην ζωή της Εκκλησίας, όταν προτεσταντικοί κύκλοι, με το πρόσχημα της προσφοράς του λόγου του Θεού στο λαό σε κατανοητή, απλή γλώσσα, επεδίωξαν αλλότριους προς το γράμμα και το πνεύμα της μεταφραζόμενης Αγ. Γραφής σκοπούς, β) Η μετάφραση της Αγ. Γραφής, που προώθησαν συστηματικά προτεσταντικοί κύκλοι, εντάσσεται στο γενικώτερο σχέδιο της «μεταρρυθμίσεως» όχι μόνο της ελληνικής Εκκλησίας, σύμφωνα με προτεσταντικά πρότυπα, αλλά και της «πνευματικής διαφωτίσεως» του Ελληνικού λαού. γ) Με την διάδοση των νέων μεταφράσεων και με τα μέσα της διπλωματίας επεδίωκαν οι προτεσταντικοί κύκλοι να δημιουργήσουν διχασμό στους κόλπους του λαού και της Εκκλησίας και να διαβρώσουν την Ορθόδοξη συνείδηση κλήρου και λαού. δ) Ο κύριος σκοπός των προτεσταντικών μεταφράσεων ήταν κυρίως προσηλυτιστικός και ο εκδυτικισμός της ελληνικής κοινωνίας. Για τον λόγο τούτο η Β. Ε. Επεδίωκε πάντοτε να εισέλθουν οι μεταφράσεις της στην εκπαίδευση, ως επίσημο διδακτικό εγχειρίδιο, ε) Ως κείμενο της μεταφράσεως της Παλαιάς Διαθήκης έπρεπε να λαμβάνεται το Εβραϊκό και όχι των Ο'. Με τον τρόπο αυτό θα διευκολυνόταν η είσοδος στην ελληνική Εκκλησία του εβραϊκού κανόνα της ΠΔ. στ) Το κείμενο της Κ. Δ. Έπρεπε να είναι το δυτικό textus receptus και όχι το Βυζαντινό - Εκκλησιαστικό. Και τέλος ζ) η νέα μετάφραση έπρεπε να τυπώνεται και χωρίς το πρωτότυπο, με αποτέλεσμα να χάσει ο λαός την επαφή με την Κοινή ελληνική γλώσσα της Κ. Δ..

Η μετάφραση των τεσσάρων Καθηγητών του 1967 δεν προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις στους κόλπους της ελληνικής Εκκλησίας και συνεχίζεται να ανατυπώνεται ως σήμερα. Ωστόσο η Β. Ε. επανέφερε στην δεκαετία του 1980 πάλι το θέμα της μεταφράσεως της Κ. Δ. στην νεοελληνική γλώσσα. Επέλεξε έξι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι, ύστερα από καθοδήγηση και εκπαίδευση εκ μέρους αξιωματούχων της Β. Ε., ετοίμασαν την νέα μετάφραση τους (1985). Δυστυχώς και την φορά αυτή η Β. Ε. αγνόησε την Εκκλησία, δεν επέλεξε το εκκλησιαστικό, αλλά το κριτικό κείμενο της εκδόσεως Nestle-Aland και επέβαλε την μέθοδο της λεγόμενης «δυναμικής αντιστοιχίας», δηλαδή την κατ' έννοια ελεύθερη απόδοση σε δημώδη, πολλές φορές χυδαία και λαϊκίζουσα γλώσσα. Την γλώσσα αυτή, την μεταφραστική μέθοδο και τους μεταφραστικούς κανόνες προδιέγραψε βέβαια η Β. Ε. Η μετάφραση αυτή περιέχει σοβαρά δογματικά και μεταφραστικά λάθη, δημιουργεί σύγχυση ως προς την ευσέβεια και την ηθική της Εκκλησίας, έχει έντονο κοινωνικοπολιτικό χρωματισμό, συγχέει το νόημα πολλών βιβλικών όρων και εξαρτάται εν μέρει από αντίστοιχες μεταφράσεις της Κ. Δ. της Β. Ε. σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Η νέα αυτή μετάφραση των Έξι Καθηγητών προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους κόλπους της Εκκλησίας. Για τους λόγους τούτους παρενέβη, καθώς όφειλε, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία και κατέταξε με εγκύκλιο της τον Μάϊο του 1985 «την ως άνω έκδοσιν εις τας μη ανεγνωρισμένας υπό της Εκκλησίας, θεωρούσα ταύτην και τυπικώς και ουσιαστικώς απαράδεκτον», επειδή «παρεκκλίνει κατά πολύ της παραδεδομένης και αγιοπνευματικής Ορθοδόξου ερμηνείας και λειτουργικής παραδόσεως, περιέχουσα ελευθέραν, αυθαίρετον και από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησίας απαράδεκτον απόδοσιν νοήματος πολλών αγιογραφικών περικοπών». Στην συνέχεια αποτρέπει την κατ' ιδίαν και δημόσια χρήση της, επειδή δημιουργεί κίνδυνον «νοθεύσεως της Αγιογραφικής αληθείας και του Ορθοδόξου φρονήματος του πληρώματος της Εκκλησίας». Παράλληλα η Ι. Σύνοδος διώρισε ειδική Συνοδική Επιτροπή από Αρχιερείς και Καθηγητάς της Θεολογικής Σχολής Αθηνών προς εκπόνηση νέας εκκλησιαστικής μεταφράσεως της Κ. Δ..

Η Β. Ε. δεν μπορούσε βέβαια να δεχθεί αμαχητί την ήττα της. Προτού προλάβει η Συνοδική Επιτροπή να προχωρήσει στο έργο της, επανέφερε το ζήτημα και εξετύπωσε, με την συνεργασία τώρα τεσσάρων Καθηγητών, το 1989, σε νέα «βελτιωμένη» έκδοση την πρώτη της μετάφραση. Οι μεταφραστές έδωσαν στην Ι. Σύνοδο την διαβεβαίωση, ότι διώρθωσαν τα επίμαχα χωρία. Για λόγους, που αδυνατούμε να γνωρίζουμε, η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έδωσε τελικά την έγκριση της και μάλιστα χαρακτήρισε την νέα αυτή μετάφραση … «σύμφωνον προς το πνεύμα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας και προς την Ιεράν αυτής Παράδοσιν» (2 Ιουνίου 1988). Επευλογίες απέσπασαν οι μεταφραστές και από τα λοιπά Ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία, ύστερα από προσωπικές διαβεβαιώσεις για την «ορθοδοξία» της μεταφράσεως και περιφορά σ' αυτά των τυπογραφικών δοκιμίων της.

Είναι αυτονόητο, ότι ύστερα από την απρόβλεπτη αυτή και βεβιασμένη έγκριση η Συνοδική Επιτροπή ανέκοψε το έργο της και υπέβαλε την παραίτηση της.

Έτσι φαινομενικά λύθηκε το θέμα της μεταφράσεως αυτής. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για νέα παραπλάνηση της Εκκλησίας και του Ελληνικού λαού εκ μέρους της Β. Ε. Η δεύτερη και δήθεν «βελτιωμένη» αυτή έκδοση της μεταφράσεως δεν διαφέρει στην ουσία από την πρώτη και επισήμως καταδικασθείσα. Η «αναθεώρηση» αφορά κυρίως την μερική βελτίωση της γλώσσης, τον περιορισμό χονδροειδών και λαϊκίστικων αποδόσεων, ενώ παρέμειναν τα ίδια απαράδεκτα δογματικά και μεταφραστικά λάθη. Επί πλέον η Β. Ε., Κύριος οίδε πώς, πέτυχε την έγκριση της Εκκλησίας και του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ώστε να διανέμεται η μετάφραση αυτή, και μάλιστα … χωρίς το πρωτότυπο κείμενο, υποχρεωτικά στην Μέση Εκπαίδευση ως διδακτικό εγχειρίδιο. Έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας η Β. Ε. Πραγματοποίησε τον προαιώνιο σκοπό της, δηλαδή να υποσκελίσει και υποκαταστήσει την Εκκλησία στο μεταφραστικό έργο της Κ. Δ., να εμφανισθεί ως ο υπεύθυνος φορέας και ζηλωτής του θείου λόγου στον χώρο της Εκκλησίας μας και να αναλάβει τον «ευαγγελισμό» και την «διαφώτιση» του Ελληνικού λαού και της νεολαίας.

Η νέα αυτή προκλητική μετάφραση της Κ. Δ. από την Β. Ε. αποτελεί σοβαρότατο κίνδυνο για το Ορθόδοξο πλήρωμα και δημιουργεί τεράστιες ευθύνες στην διοικούσα Εκκλησία. Βέβαια οι συνθήκες και οι διαδικασίες, με τις οποίες εκπονήθηκε και εγκρίθηκε η νέα αυτή μετάφραση, καθώς και η ποιότητα της την έχουν ήδη θέσει στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας. Το θέμα συνεπώς της μεταφράσεως της Κ. Δ. Στην νεοελληνική γλώσσα παραμένει ακόμα ανοικτό. Η ευθύνη της Εκκλησίας για την εκπόνηση μιας νέας μεταφράσεως με τη δική της εποπτεία, σύμφωνης προς το γράμμα και το πνεύμα της βιβλικής αλήθειας, όπως αυτή κατανοείται, ευαγγελίζεται και βιώνεται στην ζωντανή παράδοση της, παραμένει ακέραιη