Το ότι δεν βρίσκονται τα κλοπιμαία σε ένα λογικό βάθος χρόνου η πράξη της κλοπής απορρίπτεται, και στοχοποιείται η καταστροφή και η παράδοση της ορθοδοξίας.
Αθήνα- Την άμεση ανάγκη να δημιουργηθεί ασπίδα προστασίας γύρω από την πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά της Ηπείρου και της Μακεδονίας υπαγορεύουν τα συνεχόμενα κρούσματα λεηλασιών σε ναούς τους τελευταίους μήνες. Από το 2007 οι αστυνομικές αρχές των Ιωαννίνων έχουν καταγράψει 15 περιπτώσεις διαρρήξεων σε εκκλησίες, κατά τις οποίες αφαιρέθηκαν ιερές εικόνες και κειμήλια μεγάλης ιστορικής και θρησκευτικής αξίας. Επτά από αυτές έγιναν φέτος. Επιπλέον τέσσερις διαρρήξεις έγιναν σε εκκλησίες στα Γρεβενά τον περασμένο Νοέμβριο. Το πλέον πρόσφατο συμβάν αφορά τη διάρρηξη του Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου στο Κουκούλι Ιωαννίνων, παραμονή Χριστουγέννων, κατά την οποία εκτιμάται ότι αφαιρέθηκαν περισσότερες από 80 εικόνες και άλλα αντικείμενα που χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα.
Η ακριβής καταγραφή των κλοπιμαίων δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Ανώτατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., γνώστης της πορείας των ερευνών, αναφέρει ότι τα μέχρι σήμερα στοιχεία παραπέμπουν σε μια καλά οργανωμένη σπείρα, η οποία δραστηριοποιείται σε διάφορες περιοχές της Πίνδου. Οπως διευκρινίζει, ο τρόπος δράσης στις πρόσφατες διαρρήξεις στα Γιάννενα αλλά και στα Γρεβενά υποδεικνύει τα ίδια άτομα. Παρόμοιες διαρρήξεις έχουν γίνει και από την άλλη πλευρά της Πίνδου, σε ελληνικές εκκλησίες της Βορείου Ηπείρου.
Καλά οργανωμένοι
Οι δράστες φαίνεται να γνωρίζουν την αξία των αντικειμένων που κλέβουν καθώς και τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας. Η δράση της σπείρας ενδέχεται να σχετίζεται με την αύξηση της ζήτησης για θρησκευτικά κειμήλια. Τα καλά οργανωμένα κυκλώματα αρχαιοκαπήλων, με «επαγγελματικές» διαρρήξεις στο ενεργητικό τους, δεν έχουν δυσκολία να λεηλατούν αφύλακτες εκκλησίες σε περιοχές που σε μεγάλο βαθμό ερήμωσαν από ντόπιο πληθυσμό και παραμελήθηκαν από την πολιτεία.
Οι αστυνομικές διευθύνσεις Ιωαννίνων και Γρεβενών, που σε συνεργασία με τις υπηρεσίες αρχαιοκαπηλίας της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και το ΥΠΠΟ διενεργούν τις έρευνες, αναμένεται σύντομα να συναντηθούν με Αλβανούς ομολόγους τους για ανταλλαγή πληροφοριών και συντονισμό δράσης. «Δυστυχώς δεν έχουμε εντοπίσει καμία από τις εικόνες που εκλάπησαν το 2009 στη μαύρη αγορά. Το ευτύχημα είναι ότι τα πιο πρόσφατα κλοπιμαία ήταν καταγεγραμμένα και φωτογραφημένα, με αποτέλεσμα να είναι εφικτή η αναγνώρισή τους», ανέφερε αστυνομική πηγή.
Η καταγραφή των αντικειμένων τέχνης είναι το πρώτο βήμα για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς από πάσης φύσεως αρπακτικά. Ωστόσο, τα αντικείμενα που βρίσκονται στις εκατοντάδες εκκλησίες της Ηπείρου και άλλων περιοχών της Πίνδου παραμένουν άγνωστα και μη καταγεγραμμένα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακόμα και αν εντοπιστούν μετά την κλοπή τους, δύσκολα θα αναγνωριστούν και κατ' επέκτασιν δεν θα επιστρέψουν εκεί που ανήκουν. «Από το 2008, όταν τα κρούσματα διαρρήξεων αυξήθηκαν κατακόρυφα, ξεκινήσαμε την εντατική καταγραφή των αντικειμένων και έχουμε αποτελέσματα. Ωστόσο, τα μέσα μας είναι περιορισμένα, ενώ υπάρχει τουλάχιστον μια εκκλησία σε κάθε χωριό της Ηπείρου», εξηγεί στην «Κ» υπάλληλος της 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Ανάλογες καταγραφές έχουν αναλάβει και δύο αρχαιολόγοι για λογαριασμό της Μητρόπολης Ιωαννίνων. Έχουν καταγραφεί και φυλάσσονται μέχρι σήμερα πάνω από 2.000 αντικείμενα, με σκοπό να μεταφερθούν σε ειδικό χώρο που αναμένεται να κατασκευαστεί στο νησί των Ιωαννίνων. «Η υπερπροβολή του αμύθητου πολιτιστικού πλούτου της Ηπείρου για λόγους τουριστικής ανάπτυξης απέβη μεγάλο λάθος, από τη στιγμή που δεν φροντίσαμε πρώτα να τον διαφυλάξουμε ως οφείλαμε, ούτε καν να τον καταγράψουμε», περιγράφει ο Πρωτοσύγκελλος της Μητρόπολης Ιωαννίνων, π. Φιλόθεος. Οπως αναφέρει, έντονες είναι πολλές φορές και οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών οι οποίες θεωρούν ότι τα ιερά αντικείμενα δεν πρέπει να απομακρύνονται από τις εκκλησίες τους. «Δυστυχώς στο σημείο που φτάσαμε χρειάζεται αφενός να λάβουμε άμεσα μέτρα για να διαφυλάξουμε την κληρονομιά μας και αφετέρου να αλλάξουμε νοοτροπία», προσθέτει ο ιερέας. Καθώς η πολιτεία δεν κατάφερε να διατηρήσει ζωντανές αυτές τις περιοχές με αποτέλεσμα τη σταδιακή ερήμωσή τους, ας γίνει μια προσπάθεια να διαφυλαχθεί ο μοναδικός πολιτιστικός πλούτος τους.