«Τους κάναμε μια πρόταση την οποία δεν μπορούν να αρνηθούν».
Η περίφημη φράση από την ταινία ο Νονός θα μπορούσε να περιγράψει αρκετά από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο νέο νομοσχέδιο που κατατέθηκε στο Κογκρέσο για την στρατιωτική και ενεργειακή συνεργασία των ΗΠΑ με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Αριστοτεχνικά περιτυλιγμένη, σε μια υποτιθέμενη «επίθεση φιλίας», κρύβεται η προσπάθεια των ΗΠΑ να αυξήσουν τις πωλήσεις όπλων στις δυο χώρες (για να αντισταθμίσουν αναμενόμενες απώλειες από την Τουρκία), να προωθήσουν τα συμφέροντα αμερικανικών εταιρειών στην εκμετάλλευση πετρελαίου και φυσικού αερίου στην περιοχή αλλά και να αυξήσουν την επιρροή στα μέσα ενημέρωσης σε Ελλάδα και Κύπρο. Προκειμένου να χρυσώσει το χάπι, το νομοσχέδιο υποτίθεται ότι μετατρέπει τις ΗΠΑ σε προστάτη των δυο χωρών, αίροντας το εμπάργκο πώλησης όπλων στην Κυπριακή Δημοκρατία και παρεμβαίνοντας στο θέμα των τουρκικών παραβιάσεων στο Αιγαίο.
Διαβάζοντας όμως τα «ψιλά γράμματα» του κειμένου, είναι προφανές ότι οι συντάκτες του επιχειρούν να φέρουν την Αθήνα και τη Λευκωσία στο επίκεντρο της επικίνδυνης αντιπαράθεσης της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα, τη Μόσχα, την Τεχεράνη και με άλλες χώρες του αραβικού και ισλαμικού κόσμου.
© AFP 2019 / Ludovic Marin
Και μόνο το άκουσμα των ονομάτων των δυο γερουσιαστών που κατέθεσαν το νομοσχέδιο θα έπρεπε να προκαλεί ανησυχία, εάν όχι συναγερμό. Ο Μάρκο Ρούμπιο είναι ο ιθύνων νους της εν εξελίξει προσπάθειας πραξικοπηματικής ανατροπής των κυβερνήσεων στη Βενεζουέλα και τη Νικαράγουα. Δεν έκρυψε ποτέ την προτίμησή του στην ανάμιξη του στρατού στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις ξένων χωρών (τουλάχιστον όσων διαφωνούν με τη στάση των ΗΠΑ) γεγονός που τον έφερε πολύ κοντά και στον ακροδεξιό και φιλοχουντικό πρόεδρο της Βραζιλίας Ζαίρ Μπολσονάρο. Αμερικανικά ΜΜΕ τον αποκαλούν «σκιώδη υπουργό Εξωτερικών» λόγω της τεράστιας επιρροής που ασκεί στον πρόεδρο Τραμπ αλλά και του κεντρικού (και άκρως αποσταθεροποιητικού) ρόλου που παίζει στη χάραξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Πολλοί λιγότεροι μιλούν για την εξάρτησή του από την αμερικανική βιομηχανία όπλων και συγκεκριμένα από εταιρείες όπως η Boeing, η General Dynamics και η Honeywell, οι οποίες χρηματοδότησαν αφειδώς την προεκλογική του εκστρατεία. Οι συγκεκριμένες χορηγίες αποτέλεσαν αναμφισβήτητα μια πολύ καλή «επένδυση» αν σκεφτεί κανείς ότι ο γερουσιαστής ζητά να αυξηθεί ο πολεμικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ στο ένα τρις δολάρια και προωθεί την πώληση όπλων σε περιοχές του πλανήτη που χρειάζονται μια μικρή σπίθα για να οδηγηθούν σε ανεξέλεγκτες πολεμικές συγκρούσεις. Ενδεικτικό του πολιτικού αμοραλισμού του είναι το γεγονός ότι μόλις πριν από μερικά χρόνια δήλωνε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να είναι έτοιμες να κηρύξουν τον πόλεμο σε χώρες που απειλούν τα συμφέροντα της Τουρκίας.
Όσο για τον δεύτερο υπογράφοντα το σχέδιο νόμου, τον Δημοκρατικό γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ, που σήμερα παρουσιάζεται σαν υποστηρικτής των δικαιωμάτων της Κύπρου, το 2009 είχε εξαπολύσει ολομέτωπη και προσωπική επίθεση στον πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια, επειδή τόλμησε να επισκεφθεί την Κούβα, στο πλαίσιο των εγκαινίων της νέας πρεσβείας στο νησί. Σε επιστολή του ο Μενέντεζ τόνιζε ότι ο Χριστόφιας δεν έχει πλέον το δικαίωμα να μιλά για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο από την Τουρκία, να ζητά επίλυση του περιουσιακού ζητήματος (στα κατεχόμενα) και να διαμαρτύρεται για την στρατιωτικοποίηση της βόρειας Κύπρου.
© AP Photo / Thanassis Stavrakis
Δεν χρειάζεται να εντρυφήσει κανείς στο παρελθόν των δυο γερουσιαστών για να αποδείξει ότι το πρόσκαιρο «ενδιαφέρον» τους για την Ελλάδα και την Κύπρο αποτελεί ένα μοχλό πίεσης απέναντι στην Τουρκία προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση των πωλήσεων αμερικανικού οπλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αρκετές λεπτομέρειες όμως του σχεδίου νόμου (που πέρασαν σχετικά απαρατήρητες από τα ΜΜΕ της Ελλάδας και της Κύπρου) δείχνουν και ορισμένες ακόμη πιο επικίνδυνες επιδιώξεις για τον έλεγχο της πολιτικής ζωής στο εσωτερικό της Ελλάδας και της Κύπρου. Μεταξύ άλλων το νομοσχέδιο προβλέπει την έγκριση κονδυλίων για την «εκπαίδευση μελλοντικών ηγετών» στο εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων. Παράλληλα, προβλέπει ότι σε διάστημα 90 ημερών από την ψήφισή του, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα πρέπει να παρουσιάσει στο Κογκρέσο έκθεση για την «προσπάθεια της Ρωσικής κυβέρνησης να επηρεάσει το αποτέλεσμα εκλογών στις τρεις χώρες (Ελλάδα, Κύπρο και Ισραήλ) μέσω κυβερνο-επιθέσεων, μέσω των μέσων κοινωνικών δικτύωσης ή άλλων κακόβουλων πρακτικών επηρεασμού».
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα πρέπει επίσης να εξετάσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς ελληνικών και κυπριακών ΜΜΕ με στόχο, όπως αναφέρεται, να καταγραφεί η συμμετοχή Ρώσων πολιτών σε αυτά. Πρόκειται για επανάληψη του περίφημου Russia-gate, με το οποίο οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ επιχείρησαν χωρίς επιτυχία να αποδείξουν παρέμβαση της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πρωτοφανές κυνήγι μαγισσών με θύματα αρκετά εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης που ασκούσαν κριτική στην πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης εντός και εκτός συνόρων.
Οι παρεμβάσεις που οραματίζονται οι ΗΠΑ όμως, αφορούν ακόμη και οικονομικές δραστηριότητες της Ελλάδας και της Κύπρου. Μεταξύ άλλων, προτείνεται η συνεργασία για την «ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος» της Κύπρου αλλά και το κλείσιμο των λιμανιών των δυο χωρών σε ρωσικά πλοία — με το πρόσχημα ότι χρησιμοποιούνται για την υποστήριξη του καθεστώτος του Άσαντ στη Συρία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η πρόταση στενότερης συνεργασίας για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ μόλις συμπεριέλαβαν στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων και το σώμα των Φρουρών της Επανάστασης στο Ιράν, είναι προφανές ότι η «συνεργασία» θα μπορούσε να στρέψει Ελλάδα και Κύπρο εναντίον της Τεχεράνης και άλλων χωρών της Μέσης Ανατολής — χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Λίβανος, όπου η οργάνωση Χεζμπολάχ χαρακτηρίζεται από τις ΗΠΑ ως «τρομοκρατική» ενώ συμμετέχει στην κυβέρνηση με δημοκρατικές διαδικασίες.
O Ρούμπιο και ο Μενέντεζ δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάγκη διατήρησης ισχυρής παρουσίας του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ στην Σούδα αλλά και την ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας μέσω και της χρήσης των κατασκοπευτικών αεροσκαφών ΜQ-9, που εγκαταστάθηκαν πρόσφατα στην αεροπορική βάση της Λάρισας. Πρόκειται για τα τεράστια drones που ο αμερικανικός στρατός χρησιμοποιούσε στο Αφγανιστάν για να συντονίζει αεροπορικές επιδρομές που στοίχισαν τις ζωές χιλιάδων αμάχων.
Το νομοσχέδιο, όπως σημείωνε προ ημερών και το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy, έχει σαν βασικό στόχο να στείλει στην Τουρκία ένα μήνυμα ότι θα πρέπει να επιστρέψει στην αγκαλιά της Ουάσιγκτον και κυρίως στην αγκαλιά της αμερικανικής πολεμική βιομηχανίας, που κινδυνεύει να χάσει συμβόλαια δισεκατομμυρίων δολαρίων από την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Όσοι πιστεύουν λοιπόν ότι εν μια νυκτί θα μετατραπούν σε τοπική υπερδύναμη με τις πλάτες των ΗΠΑ μάλλον αδυνατούν να καταλάβουν ότι μετατρέπονται απλώς σε αναλώσιμους στρατιώτες στην πρώτη γραμμή ενός πολύ βρώμικου πολέμου.