«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας».
Μεγάλη Πέμπτη σήμερα. Μέρα σταυρική. Μαρτυρική. Λυτρωτική.
Μέρα αγάπης παράφορης του Χριστού για μας, την Εκκλησία Του, ή τον άνθρωπο τον κάθε άνθρωπο, «παγγενή τον Αδάμ».
Ασύλληπτο στο περατό μυαλό μας, πως ο μεγάλος υπόδικος που δεν άργησε να γίνει κατάδικος είναι «ο Υιός του Θεού και Υιός της Παρθένου».
Ασύλληπτο στο περατό μυαλό μας, πως ο μεγάλος υπόδικος που δεν άργησε να γίνει κατάδικος είναι «ο Υιός του Θεού και Υιός της Παρθένου».
Ο Πιλάτος είχε βρεθεί σε αδιέξοδο, μη μπορώντας να βρει την παραμικρή κατηγορία εναντίον του Ιησού, για να τον καταδικάσει. Μια νευρικότητα διακρίνει η σύζυγός του, η Κλαυδία Πρόκλα, από τη στιγμή που δρασκέλισε την πόρτα του σπιτιού τους.
Κάτι φαίνεται πως τον απασχολεί τόσο έντονα. Κάτι τον βασανίζει. Τι να είναι άραγε αυτό που του τρώγει τα σωθικά;
Είναι η περίπτωση του άκακου και αθώου Ιησού, γιατί πλησιάζει η ώρα που θα πρέπει να βγάλει την απόφαση. Την πιο ατιμωτική, ναι την πιο ατιμωτική και άδικη απόφαση της καριέρας του.
Νύχτωσε. Ο Πιλάτος δεν μπορεί να κλείσει μάτι. Ξάγρυπνος όλη τη νύχτα στριφογυρνά πάνω στο κρεβάτι. Πριν καλά – καλά ξημερώσει κίνησε για το δικαστήριο. Πόσες και πόσες δίκες δεν είχε διεκπεραιώσει.
Πόσα ανομήματα, αδικίες, εγκλήματα, και εγκληματίες δεν είχαν περάσει από μπροστά του. Μα ο σημερινός υπόδικος είναι αλλιώτικες. Η μορφή Του είναι γλυκύτατη. Ηρεμη. Γαληνεμένη. Δεν έχει ούτε την παραμικρή αγριάδα, ούτε την αγωνία που έχουν συνήθως οι υπόδικοι.
Εκείνος «ως πρόβατον επί σφαγήν» οδηγείται.
Η στιγμή της μεγάλης δίκης έφθασε. Ο Πιλάτος εξακολουθεί να είναι αναποφάσιστος. Το αδιέξοδο συνεχίζεται. Ο όχλος περιμένει με αγωνία. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή και ενώ ο Πιλάτος κάθεται στη δικαστική έδρα, η σύζυγός του η Κλαυδία Πρόκλα, το τόλμησε.
Θέλησε να παρέμβει. Του έστειλε μήνυμα και του είπε, «μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γάρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν». Δηλαδή, μη κάνεις τίποτε σ’ εκείνον τον αθώον, διότι υπέφερα πολύ σήμερα στ’ όνειρο μου εξ αιτίας του. Αυτό μόνο.
Δίχως άλλες εξηγήσεις και λεπτομέρειες.
Το αδιέξοδο του Πιλάτου μεγάλωσε τώρα πιο πολύ. Εχει κυριολεκτικά σαστίσει. Την κοιτάζει με απορία. Καταφεύγει σ’ έναν τελευταίον ελιγμό, τον εξής: Υπήρχε παράδοση να αφήνει ο ηγεμόνας κατά τη γιορτή του Πάσχα, ελεύθερο έναν κατάδικο.
Κι’ έλαχε να είναι φυλακισμένος τότε κάποιος σεσημασμένος και καταδικασμένος ληστής, ο Βαραββάς. Ο Πιλάτος έβγαλε στον εξώστη πλάι – πλάι και τους δύο, δηλαδή τον άκακο και αθώο Ιησού, και τον κακούργο και ληστή Βαραββά, και ρώτησε τον ολολύζοντα όχλο, «τίνα θέλετε απολύσω υμίν; Βαραββάν ή Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν»;
Και να η τρομερή σκηνογραφία! Με ομοβροντία ο όχλος κραυγάζει, «λέγουσιν αυτώ πάντες, σταυρωθήτω». Είναι ο ίδιος όχλος, ο οποίος μόλις πριν λίγες μέρες υποδεχόταν τον Ιησούν με την ιαχή, «ωσαννά». Τώρα τη μετέτρεψε σε καταδίκη, «σταυρωθήτω».
Μεγάλη Πέμπτη σήμερα. Σταυρός, η γλώσσα με την οποία φανέρωσε ο Χριστός το μήνυμα και το μίλημα της αγάπης Του. Σταυρός, η απάντηση του Θεού στην δική μας ανταρσία.
Η γλώσσα του Σταυρού ήταν και είναι μια γλώσσα ακαταλαβίστικη και τότε και τώρα, επειδή ακριβώς ορίζει το μέτρο της αγαπητικής παραφοράς του Θεού για τον άνθρωπο, το οποίο μονάχα το «Πάθος» μπορούσε να το εκφράσει σ’ ολόκληρη την απεραντοσύνη του, με αγάπη θυσιαστική.
Μπροστά στο παράξενο σχήμα του Σταυρού, τα λόγια δεν μπορούν να σημάνουν, μήτε να φανερώσουν τίποτε πια. Γιατί με ποια γλώσσα να περιγράψει και να ορίσει κανείς το «σκάνδαλο», του «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας»; Με ποια διάνοια να συλλάβει κανείς το πώς και το γιατί, «ήλοις προσηλώθη ο Νυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη ο Υιός της Παρθένου».
Η πώς να αντικρύσει κανείς τον «βασιλέα ουρανού και γης», ο Οποίος αντί για διάδημα βασιλικόν, «στέφανον εξ’ ακανθών περιτίθεται»;