Η ιστορία του Σταυρού
Βάφτηκε με το αίμα του Χριστού και έγινε ευλογημένο.
α. Η φιλοξενία του Αβραάμ
Στα πολύ παλιά χρόνια ζούσε ο Αβραάμ. Ήταν άνθρωπος του Θεού. Έκανε το καλό σε όλους τους ανθρώπους, αλλά είχε και ένα μεγάλο καημό. Αν και ο Θεός τού είχε υποσχεθεί πως θα αποκτήσει απογόνους, ο Αβραάμ γέρασε και παιδί δεν είχε ακόμα. Ανάμεσα στα άλλα του καλά είχε και το μεγάλο χάρισμα της φιλοξενίας. Κάθε μέρα καθόταν μπρος στη σκηνή του και προσκαλούσε όποιον περνούσε στον δρόμο να του δώσει φαγητό και νερό.
Έτσι μια μέρα τον επισκέφτηκαν τρεις παράξενοι άνθρωποι που έμοιαζαν με αγγέλους. Η Εκκλησία μας λέει πως ήταν η ίδια η Αγία Τριάδα. Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ο Τριαδικός Θεός. Και πράγματι οι τρεις άγγελοι μιλούσαν σαν να ήταν ένας, ο μοναδικός Κύριος, ο Θεός. Ο Αβραάμ τους περιποιήθηκε πλούσια.
Τότε ο Κύριος τον ευλόγησε και του είπε ότι οι απόγονοί του θα γίνουν ένα μεγάλο έθνος, απ’ το οποίο θα ευλογηθούν όλοι οι άλλοι λαοί της γης. Και ότι τον άλλο χρόνο που θα τον επισκεπτόταν πάλι, η Σάρρα, η γυναίκα του Αβραάμ, θα έχει αποκτήσει παιδί. Η Σάρρα μέσα απ’ τη σκηνή άκουσε τα λόγια αυτά και γέλασε. Ήταν ήδη ενενήντα χρονών. Και ο Αβραάμ εκατό. Σε μια ηλικία δηλαδή που φυσιολογικά ήταν αδύνατο να κάμουν παιδιά. Μα ο Κύριος είπε στον Αβραάμ:
– Γιατί γέλασε η Σάρρα; Μήπως είναι αδύνατο στον Θεό να κάνει ό,τι θελήσει;
Φοβισμένη η Σάρρα είπε πως δεν γέλασε. Μα ο Κύριος της είπε:
– Όχι, γέλασες.
β. Η καταστροφή των Σοδόμων
Μετά οι τρεις άγγελοι (ο Τριαδικός Θεός) σηκώθηκαν. Έριξαν το βλέμμα μακριά, προς το μέρος που βρισκόντουσαν δυο μεγάλες πόλεις. Τα Σόδομα και τα Γόμορρα, που μαζί με άλλες τρεις μικρότερες αποτελούσαν την περιοχή της Πεντάπολης. Ο Αβραάμ βγήκε λίγο παραέξω μαζί τους να τους ξεπροβοδίσει. Ο Κύριος τότε του είπε:
– Ακούω πως σ’ αυτές τις πόλεις γίνονται μεγάλες αμαρτίες και θα τις καταστρέψω. Θα πάω λοιπόν ως εκεί να δω, αν είναι ή δεν είναι έτσι που ακούω.
Άφησαν στον Αβραάμ για ευλογία τα τρία τους ραβδιά και αμέσως οι δυο απ’ τους αγγέλους τράβηξαν για την περιοχή της Πεντάπολης. Στα Σόδομα κατοικούσε και ο Λωτ, ο ανεψιός του Αβραάμ με τη σύζυγό του και τις δυο κόρες του. Τότε ο Αβραάμ είπε στον τρίτο άγγελο που είχε μείνει μαζί του:
– Άραγε, αν υπάρχουν πενήντα καλοί άνθρωποι μέσα στους κακούς, θα καταστρέψεις όλη την πόλη; Δεν θα την σώσεις για χάρη των πενήντα καλών;
Και ο Κύριος του είπε ότι, εξ αιτίας των λίγων καλών, θα έσωζε και τους κακούς. Όχι πενήντα, μα και δέκα μόνο καλούς να εύρισκε, θα έδινε χάρη σε όλους τους ασεβείς. Όμως δεν βρέθηκαν ούτε δέκα δίκαιοι, παρά μόνο ο Λωτ με την οικογένειά του.
Έτσι οι δυο άγγελοι πήγαν στο σπίτι του στα Σόδομα και του έδωσαν εντολή να φύγει αμέσως με τους δικούς του. Να τρέξουν στο όρος που βρισκόταν μπροστά τους για να σωθούν απ’ την καταστροφή που θα ξεσπούσε, χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω τους καθόλου. Μα ο Λωτ είπε πως δεν θα προλάβαινε, γέρος άνθρωπος, να ανεβεί στο βουνό και ζήτησε να καταφύγουν στην πρώτη μικρή πόλη μπροστά τους, τη Σηγώρ. Ο Κύριος το δέχτηκε και έσωσε για χάρη τους τη μικρή πόλη.
Τότε οι ουρανοί άνοιξαν και ο Θεός έβρεξε φωτιά και θειάφι πάνω στα Σόδομα και Γόμορρα, που κάηκαν ολόκληρα. Η γυναίκα του Λωτ νικήθηκε από την περιέργεια και κοίταξε πίσω να δει τί γίνεται. Αμέσως όμως έγινε στήλη άλατος.
Καταστενοχωρημένος ο Λωτ με τις θυγατέρες του, φοβήθηκε να μείνει ανάμεσα στους ξένους ανθρώπους. Ανέβηκαν στο βουνό και κατοίκησαν σε ένα σπήλαιο. Οι κόρες του τότε, βλέποντας πως μέσα στο ξένο εκείνο περιβάλλον θα έμεναν ανύπαντρες, χωρίς απογόνους, κατέφυγαν σε ένα σατανικό τέχνασμα. Πότισαν τον πατέρα τους με δυνατό μεθυστικό ποτό, που έφτιαξαν από άγρια βατόμουρα που φύτρωναν στο βουνό, τον κοίμισαν και, χωρίς εκείνος να καταλάβει, αμάρτησαν μαζί του για να τεκνοποιήσουν. Από την αμαρτία τους αυτή προήλθαν τα έθνη των Μωαβιτών και των Αμμανιτών.
γ. Το τρισύνθετο δέντρο
Όταν ο Λωτ συνήλθε και κατάλαβε τι είχε γίνει, στενοχωρήθηκε πολύ. Θεώρησε εξίσου και δική του αμαρτία το σφάλμα των κοριτσιών του. Πήγε στον θείο του τον Αβραάμ, να τον συμβουλευτεί τι να κάμει. Ο Αβραάμ του έδειξε τα τρία ραβδιά που του είχαν δωρίσει οι τρεις άγγελοι. Η Σάρρα τα είχε βάλει πολλές φορές στη φωτιά, μα εκείνα δεν καίγονταν. Κάπνιζαν μόνο βγάζοντας μια ωραία ευωδιά. Γι’ αυτό ο Αβραάμ τα είχε φυλάξει σαν ιερά κειμήλια.
Ο ΑΒΡΑΑΜ ΔΙΔΩΝ ΤΩ ΛΩΤ ΤΟΥΣ ΔΑΥΛΟΥΣ
– Πάρε αυτά τα τρία κατάξερα καμένα δαυλιά και φύτεψέ τα, του είπε. Θα κουβαλάς νερό απότον Ιορδάνη ποταμό, μια μέρα δρόμο μακριά, και θα τα ποτίζεις. Αν στον δρόμο σου συναντάς διψασμένο, θα του δίνεις να πιει. Αλλά θα χύνεις το υπόλοιπο και θα γυρνάς πάλι στον Ιορδάνη να ξαναγεμίσεις τα δοχεία σου. Θα τα ποτίζεις μόνο όταν δεν βρεθεί κανένας στον δρόμο σου να σου ζητήσει νερό. Αν αυτά τα καμένα δαυλιά βλαστήσουν, θα είναι σημάδι ότι σε έχει συγχωρέσει ο Θεός.
Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΠΙΝΩΝ ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΟΥ ΛΩΤ
Ο Λωτ έκανε όπως τον συμβούλεψε ο καλός και σοφός θείος του. Φύτεψε μαζί τα τρία ξερά ραβδιά και έφερε νερό από τον Ιορδάνη να τα ποτίσει. Την πρώτη μέρα τα κατάφερε. Κανένας διψασμένος δεν βρέθηκε στον δρόμο του να του ζητήσει να πιει. Μα έπειτα, κάθε μέρα, όλο και κάποιος του ζητούσε νερό και ο Λωτ αναγκαζόταν να γυρίζει ξανά και ξανά στον Ιορδάνη. Ήταν ο ίδιος ο διάβολος που μεταμορφωνόταν πότε σε κουρασμένο οδοιπόρο, πότε σε ανήμπορο γέροντα και πότε σε άρρωστη γυναίκα και έπινε το νερό, για να μην τον αφήσει να εξιλεωθεί για την αμαρτία του.
Τρία ολόκληρα χρόνια παιδεύτηκε ο Λωτ, μέχρι που έδωσε ο Θεός και κάποια μέρα κανένας δεν βρέθηκε να του ζητήσει νερό στη διαδρομή του. Κατάφερε έτσι να ξαναποτίσει τα τρία του ραβδιά. Κοιτάζει τότε, μα τι να δει; Τα τρία κατάξερα ραβδιά είχαν βλαστήσει. Πέταξαν φύλλα και κλαδιά, ψήλωσαν και έθρεψαν τα τρία μαζί σε έναν κορμό. Θέριεψαν κι έγιναν δέντρο πανύψηλο. Κάτω τα ’βλεπες ενωμένα αξεχώριστα σε έναν σφριγηλό κορμό, πάνω κατέληγαν σε τρεις καταπράσινες κορφές: Σε κέδρο, σε πεύκο και κυπαρίσσι.
Τα είδε ο Λωτ και θαύμασε. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα στη ζωή του. Κατάλαβε πως ο Θεός τον συγχώρεσε για το βαρύτατο σφάλμα του. Το δέντρο εκείνο ονομάστηκε δέντρο της αμαρτίας.
Ο ΛΩΤ ΠΟΤΙΖΩΝ ΤΟ ΔΕΝΔΡΟΝ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
δ. Ο ναός του Σολομώντα
Πέρασαν κάπου χίλια χρόνια από τότε. Ήρθε η εποχή του σοφού βασιλιά Σολομώντα, που θέλησε να χτίσει τον πρώτο ναό
του Θεού. Για την ανέγερσή του συγκεντρώθηκαν πολλά υλικά και ακριβή ξυλεία από πολλά μέρη.
ΚΟΠΤΩΝ ΤΟ ΔΕΝΔΡΟΝ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ακόμα και ο βασιλιάς Χιράμ της Τύρου έστειλε από τα ονομαστά κέδρα, πεύκα και κυπαρίσσια του Λιβάνου. Έτσι έγινε ο περίφημος ναός του Σολομώντα, ένα μεγαλόπρεπο μνημειακό οικοδόμημα, μοναδικό για την εποχή του.
Ανάμεσα στα πολλά δέντρα που κόπηκαν τότε για το χτίσιμο του ναού ήταν και το παράξενο δέντρο του Λωτ. Το είδαν ίσιο και δυνατό και σκέφτηκαν πως θα γινόταν κατάλληλο δοκάρι για τη στέγη. Το έκοψαν, το μέτρησαν και το μετέφεραν ψηλά στη σκεπή του ναού. Μα όπου και αν δοκίμασαν, πουθενά δεν ταίριαξε. Αλλού ερχόταν μακρύτερο, αλλού έπεφτε κοντύτερο από ό,τι ήθελαν. Οι τεχνίτες το θεώρησαν καταραμένο ξύλο και το πέταξαν σε μιαν άκρη αγανακτισμένοι.
ε. Ο Σταυρός του Χριστού
Και πάλι κύλησαν άλλα περίπου χίλια χρόνια. Ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο ένας απ’ τους τρεις αγγέλους που φιλοξενήθηκαν από τον Αβραάμ, ήρθε στη γη. Γεννήθηκε ως άνθρωπος με θαύμα από την Παρθένο Μαρία. Κήρυξε την αλήθεια στους ανθρώπους, τους κάλεσε σε μετάνοια από την αμαρτία και τους υποσχέθηκε αιώνια ζωή στην ουράνια Βασιλεία του. Για να γίνει αυτό πραγματικότητα, σταυρώθηκε αυτός αντί για μας και μετά από τρεις ημέρες αναστήθηκε.
Η ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΚΑΘΗΛΩΣΙΣ
Όταν οι Εβραίοι πήγαιναν τον Χριστό να τον σταυρώσουν, έψαχναν να βρουν ξύλο για τον σταυρό. Μη βρίσκοντας πουθενά αλλού κατάλληλο ξύλο, ανακάλυψαν κάπου το καταραμένο και πεταμένο εκείνο κούτσουρο από το δέντρο του Λωτ. Τους φάνηκε καλό για τη δουλειά που ήθελαν. Το πήραν λοιπόν, το έκαμαν σταυρό και πάνω σ’ αυτό καθήλωσαν, κάρφωσαν δηλαδή με ήλους, με καρφιά, τον Ιησού Χριστό μας.
(Μια λαϊκή παράδοση λέει πως αυτό έγινε, γιατί κανένα δέντρο δεν θέλησε να δώσει το ξύλο του να σταυρωθεί ο Χριστός. Όποιο δέντρο και να έκοβαν οι Εβραίοι, με την πρώτη τσεκουριά τα ξύλο του έσπαζε και σκιζόταν).
Έτσι το δέντρο που σήκωσε κάποτε την αμαρτία του Λωτ, σήκωσε τώρα την αμαρτία όλου του κόσμου, μια και ο Χριστός που σταυρώθηκε πάνω του είναι «ο αίρων (αυτός που σηκώνει στην πλάτη του) την αμαρτίαν του κόσμου».
Από εκεί και πέρα έπαψε πια το ξύλο εκείνο να είναι καταραμένο. Έγινε «τίμιο ξύλο». Βάφτηκε με το αίμα του Χριστού και έγινε ευλογημένο. Και αγιάζει και σώζει κάθε άνθρωπο που επικαλείται την προστασία του. Ο διάβολος τώρα το τρέμει. Δεν αντέχει να το βλέπει. Είναι το τρομερότερο όπλο μας εναντίον του. Μας το χάρισε ο Χριστός για να νικάμε την αμαρτία, τον θάνατο της ψυχής. Να διαλύουμε δηλαδή τα έργα του διαβόλου. Γι’ αυτό παντού και πάντα κάνουμε (με τον σωστό τρόπο βέβαια) τον σταυρό μας.
Η Εκκλησία μάς θυμίζει πάντα αυτή την όμορφη ιστορία του δέντρου του Σταυρού μέσα στους ύμνους της λατρείας μας. Στηρίζεται στην αρχαία προφητεία του προφήτη Ησαΐα: «Και η δόξα του Λιβάνου προς σε ήξει εν κυπαρίσσω και πεύκη και κέδρω άμα, δοξάσαι τον τόπον τον άγιόν μου και τον τόπον των ποδών μου δοξάσω» (Ησ. 60, 13). Ο Σταυρός του Κυρίου ονομάζεται γι’ αυτό τριμερής: «Σύ μου σκέπη κραταιά υπάρχεις ο τριμερής Σταυρός του Χριστού».
Σε πλήθος ύμνων αναφέρεται η τριπλή σύνθεσή του: «Εν κυπαρίσσω και πεύκη και κέδρω υψώθης ο αμνός του Θεού…». «Κέδρω ανυψώθης, πεύκη τε και κυπαρίσσω, Δέσποτα, της Τριάδος εις υπάρχων…». «Εν τη κυπαρίσσω, ως ηυδόκησας, και τη πεύκη και κέδρω συνανυψούμενος…».
Από τη σταύρωση του Χριστού και μετά ο Σταυρός, αντί για κατάρα, είναι το «τρισμακάριστον ξύλον».
«Σταυρέ του Χριστού, σώσον ημάς τη δυνάμει σου»!
(Τα στοιχεία της ιστορίας προέρχονται από την Αγία Γραφή και από (συριακή) παράδοση. Η εικονογραφία είναι από παρεκκλήσι της Ιεράς Μονής Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα, όπου κατά την παράδοση είχε φυτρώσει το δέντρο του Σταυρού)
Η είσοδος στο παρεκκλήσι, όπου βρίσκεται το μέρος που φύτρωσε το δέντρο του Τιμίου Σταυρού.
Οι εικόνες περιμετρικά του τοίχου εικονογραφούν την παράδοση περί της προέλευσης του ξύλου του Τιμίου Σταυρού