Πύρινη απάντηση από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθλομαίο για τα περί »ένωσης της Ορθοδόξου μετά της Καθολικής Εκκλησίας». Ανακοίνωση με αιχμές προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο εξέδωσε το Γραφείο Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Μητρόπολης Πειραιά .
[1]Βλ. «Επίσκεψις» αρ. 563, 30.11.1998, σελ. 6.
[2]Νικολάου Βασιλειάδη, Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών, Εκδ. Αδελφότης Θεολόγων ο «Σωτήρ», Αθήναι 2007, σελ 178
[3]S. Sguropulym, εκδ. R. Creyghton, τομ. Χ, κεφ. ιη΄, σελ.310.
[4]Βλ. Γ. Σχολαρίου, Άπαντα τα ευρισκόμενα…Τομ. ΙΙΙ, σελ.45,80.
[5]Δούκα, Ιστορία Βυζαντινή, σελ.216Α.
[6]S. Syropoulos, εκδ. V. Laurent, Τμ. ΧΙΙ,κεφ.2, σελ.546-548. Κεφ.3, σελ.548(18-19).
[7] Χρ. Παπαδοπούλου, Το πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, σελ.283».
defencenet.gr
Μετά την πρωτοφανή δήλωση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην αυστριακή εφημερίδα Κουρίρ με την οποία σημειώνει πως η αποκατάσταση της διάσπασης της και η επανένωση της Εκκλησίας συνιστά μεγάλο καθήκον της εποχής μας, και παραπέμπει στα πρώτα βήματα που ξεκίνησαν σε αυτή την κατεύθυνση πριν από 50 χρόνια ο Πάπας Παύλος ο Έκτος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, απάντησε ο Μητροπολίτης Πειραιώς λέγοντας μάλλιστα στον Οικουμενικό Πατριάρχη ότι «λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο που είναι ο πιστός λαός».
Στη συνέχεια ο Οικουμενικος Πατριάρχης παρατηρεί, ότι «ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος ανάμεσα στις Εκκλησίες βοήθησε να εξαλειφθούν παρεξηγήσεις και διαφορές απόψεων»!
Ο Σεβασμιώτατος Σεραφείμ ανταπαντά «Με τις παρά πάνω δηλώσεις του ο Παν. κ. Βαρθολομαίος, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, φαίνεται να βαδίζει ακάθεκτος προς την ένωση της αμωμήτου Ορθοδοξίας μας με την παρασυναγωγή του Παπισμού, διαγράφοντας με μια μονοκονδυλιά Ορθοδόξους Συνόδους και αγίους Πατέρες αιώνων.
Το ερώτημα είναι ποιο μοντέλο θα ακολουθήσει εφ’ όσον ο αμετανόητος Παπισμός μένει αμετακίνητος πεισματικά στις κακοδοξίες του; Το μόνο μοντέλο που υφίσταται ιστορικά, είναι η ενωτική συμφωνία της Ψευδοσύνοδου Φεράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), την οποία ο Ρωμαιοκαθολικισμός περιβάλλει με το κύρος «Οικουμενικής Συνόδου» και την οποία, ως γνωστόν, απέρριψαν και καταδίκασαν μια πλειάδα Ορθοδόξων Συνόδων και αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας.»
Ακολουθεί αναλυτικά ολόκληρη η ανακοίνωση εξέδωσε το Γραφείο Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Μητρόπολης Πειραιά : «Με μεγάλη θλίψη και πόνο ψυχής αναγνώσαμε στον ηλεκτρονικό τύπο πρωτοφανείς δηλώσεις του Παν. Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στην αυστριακή εφημερίδα «Κουρίρ», κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αυστρία.
Όπως μας πληροφορεί το ειδησεογραφικό ιστολόγιο Defencenet: «Σε επιστροφή στη Συμφωνία της Φεράρας – Φλωρεντίας και στην Ένωση των δύο μεγάλων Εκκλησιών της Χριστιανοσύνης, της Ορθόδοξης και της Καθολικής, θέλει να προχωρήσουμε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος σε συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα “Κουρίρ”. Στην ίδια συνέντευξη, όταν ερωτάται για το Σχίσμα του 1054, (που διαίρεσε τον Χριστιανισμό σε Καθολικισμό και Ορθοδοξία), ο κ. Βαρθολομαίος σημειώνει πως η αποκατάσταση της διάσπασης και η επανένωση της Εκκλησίας συνιστά μεγάλο καθήκον της εποχής μας και παραπέμπει στα πρώτα βήματα που ξεκίνησαν σε αυτή την κατεύθυνση πριν από 50 χρόνια ο Πάπας Παύλος ο Έκτος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, ενώ, όπως παρατηρεί, ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος ανάμεσα στις Εκκλησίες βοήθησε να εξαλειφθούν παρεξηγήσεις και διαφορές απόψεων!».
Θεωρήσαμε καθήκον μας να σχολιάσουμε την είδηση τις δηλώσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου, με σκοπό την ενημέρωση και επαγρύπνηση του πιστού λαού του Θεού.
Με τις παρά πάνω δηλώσεις του ο Παν. κ. Βαρθολομαίος, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, φαίνεται να βαδίζει ακάθεκτος προς την ένωση της αμωμήτου Ορθοδοξίας μας με την παρασυναγωγή του Παπισμού, διαγράφοντας με μια μονοκονδυλιά Ορθοδόξους Συνόδους και αγίους Πατέρες αιώνων.
Το ερώτημα είναι ποιο μοντέλο θα ακολουθήσει εφ’ όσον ο αμετανόητος Παπισμός μένει αμετακίνητος πεισματικά στις κακοδοξίες του; Το μόνο μοντέλο που υφίσταται ιστορικά, είναι η ενωτική συμφωνία της Ψευδοσύνοδου Φεράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), την οποία ο Ρωμαιοκαθολικισμός περιβάλλει με το κύρος «Οικουμενικής Συνόδου» και την οποία, ως γνωστόν, απέρριψαν και καταδίκασαν μια πλειάδα Ορθοδόξων Συνόδων και αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Αλλά ποιά αξία μπορεί να έχουν γι’ αυτόν οι άγιοι αυτοί Πατέρες, που συγκρότησαν τις εν λόγω Συνόδους, ή ομίλησαν κατά του Παπισμού, αφού αποτελούν «θύματα του αρχεκάκου όφεος και ευρίσκονται ήδη εις χείρας του δικαιοκρίτου Θεού»;
[1] Ο κ. Βαρθολομαίος θεωρεί προφανώς χρέος του να επανορθώσει «τα σφάλματα εκείνων» και να προχωρήσει στην πολυπόθητη ένωση, η οποία σύμφωνα με την παρά πάνω δήλωσή του «συνιστά μεγάλο καθήκον της εποχής μας». Πιο ξεκάθαρη δήλωση από αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Μια δήλωση που έρχεται «βούτυρο στο ψωμί» στις μόλις προ ολίγων ημερών υβριστικές και ταπεινωτικές δηλώσεις του Πάπα, σχετικά με την δήθεν «ασθένεια» της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Τι είδους όμως ένωση ήταν αυτή, που επιχειρήθηκε στην Ψευδοσύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας; Με απλά λόγια ήταν μια ουνιτικού τύπου ένωση. Και άλλη φορά στο παρελθόν ασχοληθήκαμε με την Ψευδοσύνοδο αυτή. Εδώ θα υπενθυμίσουμε μερικά μόνο στοιχεία αυτής προς ενημέρωση των αναγνωστών μας.
Το πρώτο που πρέπει να σημειώσουμε είναι, ότι ο προδοτικός «όρος» τον οποίον υπέγραψε η Ορθόδοξη αντιπροσωπεία δεν υπήρξε καρπός ελευθέρας θεολογικής συζητήσεως, αλλά καρπός αφορήτων πιέσεων και πολιτικής σκοπιμότητος.
Και γι’ αυτό πολύ ορθά θεωρήθηκε άκυρος. Δεν μπορεί κανείς εύκολα να φαντασθεί, ποιές δόλιες μεθοδεύσεις επιχειρήθηκαν, τι είδους ραδιουργίες και ποιάσκοτεινά παρασκήνια έλαβαν χώρα στο «Καϊαφαϊκό» εκείνο «συνέδριο»[2], όπως το χαρακτήρισε ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, από την πλευρά των παπικών.
Τις δωροδοκίες, τους εκβιασμούς και τις καταπιέσεις (που έφθασαν μέχρι στερήσεως τροφής), τις οποίες υπέστησαν όλα τα μέλη της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας εκ μέρους του Πάπα και ιδίως ο άγιος Μάρκος, προκειμένου να κάμψουν το φρόνημα των Ορθοδόξων, ώστε να υπογράψουν τον «Όρο» της συνόδου με τα παπικά δόγματα.
Όπως μαρτυρεί στα απομνημονεύματά του ο Σύλβεστρος Συρόπουλος, αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων, όταν έπαυσαν οι δημόσιες συζητήσεις «κρύφα και συνεσκιασμένως πάντα εγίνοντο».
Ο βασιλεύς με μικράν μόνον ομάδα «ιδία και μυστικώς ελάλει μετά του πάπα».[3] Οι Έλληνες υπέγραψαν τελικά «στένοντες και τρέμοντες», «εθελοακουσίως»,[4] δεχόμενοι αφόρητες πιέσεις τόσον από τον αυτοκράτορα, όσον και από τον πάπα. Μέσα από τις περιγραφές αυτές του Συρόπουλου, μπορεί κανείς να πάρει μια ιδέα του τι εστί παπική διπλωματία, παπικήαδιαλλαξία, παπική θηριωδία. Και ας μη νομίσει κανείς ότι σήμερα έχουν αλλάξει οι Παπικοί, ότι έχουν γίνει καλύτεροι. Όχι. Απεναντίας μάλιστα κατάντησαν ακόμη πιο πονηροί, σκληροί και αδιάλλακτοι.
Αξίζει επίσης να αναφέρομε και ολίγα τινά από την στάση του λαού μετά την υπογραφή του «Όρου» από την πλειονότητα των ιεραρχών και την επιστροφή των στην Κωνσταντινούπολη, για να φανεί και ο ουσιαστικός ρόλος, τον οποίον έπαιξε στην εν τη πράξει αποκήρυξη της Ψευδοσυνόδου: Όταν οι αρχιερείς αποβιβάσθηκαν από τα πλοία, ο λαός τους ερωτούσε:
-«“Πως τα υμέτερα; Πως τα της συνόδου”; (πως πήγε η Σύνοδος;) “ει άρα ετύχομεν την νικώσαν;” (πετύχαμε τη νίκη;)
Οι αρχιερείς απαντούσαν ντροπιασμένοι και μετανοημένοι:
-“Πεπράκαμεν (επωλήσαμεν) την πίστιν ημών, αντηλλάξαμεν τη ασεβεία την ευσέβειαν (ανταλλάξαμε την Ορθοδοξία με τον Παπισμό), προδόντες την καθαράν θυσίαν αζυμίται γεγόναμεν” (απορρίψαμε την Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία και δεχθήκαμε την «θεία λειτουργία» των παπικών με άζυμο άρτο).
-“Πεπράκαμεν (επωλήσαμεν) την πίστιν ημών, αντηλλάξαμεν τη ασεβεία την ευσέβειαν (ανταλλάξαμε την Ορθοδοξία με τον Παπισμό), προδόντες την καθαράν θυσίαν αζυμίται γεγόναμεν” (απορρίψαμε την Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία και δεχθήκαμε την «θεία λειτουργία» των παπικών με άζυμο άρτο).
-“Και διατί υπεγράφετε;” Αυτοί απαντούσαν:
– “Φοβούμενοι τους Φράγκους”. Και πρόσθεταν:
– “Η δεξιά αύτη υπέγραψε, κοπήτω (το χέρι αυτό που υπέγραψε ας κοπεί). Η γλώσσα ομολόγησεν, εκριζούσθω” (η γλώσσα αυτή που ομολόγησε την πλάνη της αιρέσεως ας ξεριζωθεί)».[5]
– “Φοβούμενοι τους Φράγκους”. Και πρόσθεταν:
– “Η δεξιά αύτη υπέγραψε, κοπήτω (το χέρι αυτό που υπέγραψε ας κοπεί). Η γλώσσα ομολόγησεν, εκριζούσθω” (η γλώσσα αυτή που ομολόγησε την πλάνη της αιρέσεως ας ξεριζωθεί)».[5]
Γενικά οι αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου δεν εφαρμόσθηκαν στην πράξη, διότι «ούτε ο Πάπας εμνημονεύετο ούτε ο “Όρος” ανεγνώσθη, ή έτερον τι εκαινοτομήθη»,[6] χάρις στη γενναία αντίσταση του κλήρου και του πιστού λαού, ο οποίος παρέμενε πιστός στην Ορθόδοξη πίστη, παρ’ όλο που εδέχετο απειλές και πιέσεις.
Η πρώτη επίσημη συνοδική καταδίκη της Ψευδοσυνόδου έγινε το 1443, στην Σύνοδο των Ιεροσολύμων, στην οποία οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων Ιωακείμ, Αλεξανδρείας Φιλόθεος, Αντιοχείας Δωρόθεος και ο Μητροπολίτης Καισαρείας Αρσένιος χαρακτήρισαν την Ψευδοσύνοδο «συναθροισθείσαν κουστωδίαν, ητοι μιαράν σύνοδον».[7] Στη συνέχεια επακολούθησαν οι Σύνοδοι της Κωνσταντινουπόλεως του 1450 και του 1482, οι οποίες επανέλαβαν την ίδια καταδίκη. Αλλά και όλες οι μεταγενέστερες Ορθόδοξοι Σύνοδοι, που καταδίκασαν τον Παπισμό, θεωρούσαν πλέον ως δεδομένη και αυτονόητη την καταδίκη της εν λόγω Ψευδοσυνόδου.
Φαίνεται ότι ο Προκαθήμενος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της ευσεβούς πηγής του Γένους, καθώς συνειδητοποιεί και ο ίδιος, ότι οι Διάλογοι με τον Παπισμό «δεν πάνε άλλο», αλλά έχουν βαλτώσει για τα καλά, δεν βλέπει άλλη διέξοδο για την ένωση παρά μόνο τη λύση της Φεράρας- Φλωρεντίας. Λογαριάζει όμως χωρίς τον «ξενοδόχο», ή μάλλον τους «ξενοδόχους». Και ο ένας «ξενοδόχος», ο πιστός λαός του Θεού, όπως τότε αγωνίστηκε, έτσι και σήμερα θα αγωνιστεί και δεν πρόκειται να δεχθεί, αλλά θα κηρύξει άκυρη μια νέα Ψευδοσύνοδο τύπου Φεράρας – Φλωρεντίας. Ο δε άλλος «ξενοδόχος», η Εκκλησία της Ρωσίας, με την μόλις πριν από μερικούς μήνες απόρριψη του κειμένου της Ραβέννας, έστειλε σαφές μήνυμα στο Φανάρι, ότι δεν πρόκειται να δεχθεί καμιάς μορφής πρωτείο, είτε αυτό είναι Φαναριώτικο, είτε Παπικό.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών[1]Βλ. «Επίσκεψις» αρ. 563, 30.11.1998, σελ. 6.
[2]Νικολάου Βασιλειάδη, Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών, Εκδ. Αδελφότης Θεολόγων ο «Σωτήρ», Αθήναι 2007, σελ 178
[3]S. Sguropulym, εκδ. R. Creyghton, τομ. Χ, κεφ. ιη΄, σελ.310.
[4]Βλ. Γ. Σχολαρίου, Άπαντα τα ευρισκόμενα…Τομ. ΙΙΙ, σελ.45,80.
[5]Δούκα, Ιστορία Βυζαντινή, σελ.216Α.
[6]S. Syropoulos, εκδ. V. Laurent, Τμ. ΧΙΙ,κεφ.2, σελ.546-548. Κεφ.3, σελ.548(18-19).
[7] Χρ. Παπαδοπούλου, Το πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, σελ.283».
defencenet.gr