Τα τελευταία πέντε χρόνια, σε πολλές περιπτώσεις, είτε φρουρές στη Ζώνη Επιχειρήσεων (ΖΕ) της ΑΣΔΕΝ που είναι ανεπτυγμένες σε νησιά και μικρονήσους του Ανατολικού Αιγαίου είτε ακόμη και μαχητικά αεροσκάφη επιφυλακής της Πολεμικής Αεροπορίας που εκτελούσαν αποστολές αναγνώρισης αδιευκρίνιστων ιχνών εντός του ελληνικού FIR, ήρθαν «αντιμέτωπα» με μια νέα πραγματικότητα που πλέον έχει δημιουργηθεί στον εναέριο χώρο του Αιγαίου, τα τουρκικά ΜΕΑ
(Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη/Unmanned Aerial Vehicles-UAV).
(Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη/Unmanned Aerial Vehicles-UAV).
Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις η ευρηματικότητα του προσωπικού των φρουρών που χρησιμοποίησαν διατιθέμενα μέσα όπως ο ηλεκτροοπτικός αισθητήρας Margot XXL, που οι οδηγίες χειρισμού του φυσικά δεν προβλέπουν τέτοιου είδους χρήση, απέδωσε και καταγεγραμμένες αποδείξεις της παράνομης τουρκικής αεροπορικής δραστηριότητας στο Αιγαίο.
Είναι πλέον πέραν πάσης αμφιβολίας το ότι η Τουρκία σε καθημερινή βάση εκτελεί αποστολές επιτήρησης και εντοπισμού στόχων ενδιαφέροντος, όχι μόνο εντός του ελληνικού FIR, αλλά και εντός του Εθνικού Εναέριου Χώρου (ΕΕΧ), καθώς έχει πια εδραιωθεί η πεποίθηση ότι η χαμηλή παρατηρησιμότητα των ΜΕΑ διασφαλίζει τη βεβαιότητα μη εντοπισμού και καταγραφής σε συνδυασμό πάντα με τον πολιτικό δισταγμό της αναχαίτισής τους.
Αποκορύφωμα ήταν η εμφάνιση τον περασμένο χειμώνα κοντά στην Κάλυμνο ενός UAV, μάλλον ενός MALE ANKA, το οποίο, νύχτα, υπό εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες διείσδυσε στην ελληνική αεράμυνας.
Είναι επίσης γνωστό ότι η Τουρκία διαθέτει ΜΕΑ τύπου Harpy τα οποία ενσωματώνουν τεχνολογικές εξελίξεις που τα καθιστούν θανάσιμη απειλή για τα ελληνικά ραντάρ αεράμυνας.
Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο ότι τα τουρκικά ΜΕΑ έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στο Αιγαίο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι λόγω του μειωμένης επιφάνειας σκέδασης στόχου (RCS: Radar Cross Section) που εμφανίζουν, καθώς και της χαμηλής ταχύτητας με την οποία ίπτανται, καθίσταται δύσκολος έως αδύνατος ο εντοπισμός τους σε μεγάλες αποστάσεις από τα υπάρχοντα ραντάρ αεροπορικής επιτήρησης, έχει αναπτυχθεί έντονος προβληματισμός στις Ένοπλες Δυνάμεις για την αποτελεσματική «αναχαίτιση» της προαναφερθείσας απειλής.
Εάν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί και η μη ύπαρξη σε παγκόσμιο επίπεδο αξιόλογης-αξιόπιστης και οικονομικής λύσης αντιμετώπισής τους, το επιχειρησιακό πρόβλημα καθίσταται μείζονος σημασίας.
Όπως έχει προαναφερθεί, οι τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της αεράμυνας κατατάσσουν τη χρήση ιπτάμενων οπλικών συστημάτων τα οποία εμφανίζουν μικρή επιφάνεια σκέδασης στόχου (RCS) ως μία από τις σημαντικότερες απειλές. Στην κατηγορία αυτή των απειλών ανήκουν μεταξύ άλλων τα σύγχρονα ΜΕΑ, τα οποία προσεγγίζουν το στόχο τους χωρίς να γίνονται αντιληπτά από τα αντίπαλα συστήματα αεράμυνας και είτε συλλέγουν στοιχεία και σημαντικές πληροφορίες για τις θέσεις του εχθρού είτε πραγματοποιούν προσβολές.
Η μεγαλύτερη απειλή αφορά τα 107 Harpy ισραηλινής κατασκευής, εμβέλειας τουλάχιστον 500 χιλιομέτρων τα οποία προορίζονται για αποστολές καταστροφής της εχθρικής αεράμυνας..
Ειδικότερα, τα επιθετικά ΜΕΑ Harpy στοχοποιούν ενεργά συστήματα ραντάρ, εκμεταλλευόμενα την από αυτά εκπεμπόμενη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία περιπολώντας επάνω από την περιοχή που εκπέμπουν τα ελληνικά ραντάρ και αυτοκατευθύνονται εναντίον τους μόλις αυτά εκπέμψουν.. Σημειώνεται ότι η κύρια επιχειρησιακή αποστολή των Harpy είναι η καταστροφή των πομπών ραντάρ.
Τα Harpy διαθέτουν μικρές διαστάσεις, στοιχείο που δυσχεραίνει σημαντικά τον έγκαιρο εντοπισμό τους από τα αντίπαλα ραντάρ, καθώς και μεγάλη αυτονομία, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούν να δράσουν εκτοξευόμενα από μεγάλες αποστάσεις, δηλαδή να προσεγγίσουν την περιοχή ενδιαφέροντος χωρίς να γίνει αντιληπτή η εκτόξευσή τους.
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να καλύψουν άμεσα το επιχειρησιακό κενό της ανίχνευσης και καταστροφής των εχθρικών ΜΕΑ, τα οποία θα επιχειρούν υπεράνω της ελληνικής επικράτειας σε περίοδο πολεμικών επιχειρήσεων, σε περίοδο κρίσης ή και, όπως από την πράξη (σε ανύποπτο χρόνο) αποδεικνύεται, σε περιόδους ειρήνης.
Μια λύση ήταν η ανάπτυξη ενός συστήματος με βάση υπέρυθρους αισθητήρες (IR) νέας τεχνολογίας, ενσωματωμένους σε ατρακτίδιο (pod) που θα φέρεται από ιπτάμενα μέσα και θα εντοπίζει τα ΜΕΑ από αεροσκάφη όπως το αεροσκάφος βασικής εκπαίδευσης Τ-6 Texan II. Το πρόγραμμα όχι μόνο δεν προχώρησε, αλλά και τα αεροσκάφη είναι "πρωταθλητές" χαμηλής διαθεσιμότητας στην Πολεμική Αεροπορία...
Αποτέλεσμα: Τα τουρκικά UAV "αλωνίζουν" εντελώς ανενόχλητα στο Αιγαίο. Παρά το γεγονός ότι έχουν υπάρξει έμμεσα "αιτήματα" αναχαίτισής τους από μαχητικά της ΠΑ τα οποία επανειλημμένα τα έχουν εγκλωβίσει...
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr