Οι Αρβανίτες ήταν νομαδικό φύλο με έντονο πολεμικό χαρακτήρα, οι οποίοι μετακινούνταν συνεχώς βασιζόμενοι για την επιβίωσή τους στην υποτυπώδη κτηνοτροφία τους. Η εξάρτησή τους από γεωργικά προϊόντα προκαλούσε τη λεηλασία της καλλιεργημένης γης γύρω από τις πόλεις, τις οποίες στερούσαν από τα παραγωγικά τους αγαθά. Η γενικότερη έλλειψη όμως αγροτικών προϊόντων τους ανάγκασε να μετατραπούν σε ημινομάδες και μετακινούμενους κτηνοτρόφους και σταδιακά να ασχοληθούν με τη γεωργία, αποκτώντας έτσι μόνιμη εγκατάσταση.
Οι λόγοι που οδήγησαν τους Αρβανίτες στην μετανάστευση ήταν κοινωνικο-πολιτικοί. Όταν δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου στις αρχές του 13ου αιώνα, οι Αλβανοί μισθοφόροι στρατιώτες πολεμούσαν με το μέρος της Ηπείρου εναντίον των Σλάβων και των Βενετών. Για τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι Αλβανοί κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, η αλβανική αριστοκρατία μόνο πήρε σημαντικούς αυλικούς τίτλους. Αυτοί οι Αλβανοί αριστοκράτες, τοποθετούνταν επικεφαλής πολλών περιοχών, διαβρώνοντας έτσι σταδιακά το παλιό βυζαντινό διοικητικό σύστημα. Από παραδοσιακοί πατριαρχικοί αρχηγοί μεταλλάσσονταν σε άρχοντες. Το καινούργιο καθεστώς που επέβαλλαν οι άρχοντες αυτοί στη γη, αποστερούσε την περιουσία από τους κατοίκους που συχνά έχαναν και την ελευθερία τους πωλούμενοι ως σκλάβοι.
Προσπαθώντας να ξεφύγουν από την νέα αυτή κατάσταση, οι Αρβανίτες υποχρεώθηκαν να αποκτήσουν νομαδικές συνήθειες. Βλέπανε τη μετανάστευση ως μοναδική λύση στα προβλήματα που δημιουργούσε η μονοπώληση των αλβανικών εδαφών από τους Αλβανούς άρχοντες που γίνονταν όλο και πιο βίαιοι. Πέρα όμως από τις μεταβολές αυτές που τάραξαν σε βάθος την κοινωνία τους, μία ακόμη αιτία εκπατρισμού αποτελούσε πλέον η οθωμανική εισβολή. Από τότε, όλοι οι Αρβανίτες που απαντώνται εκτός Αλβανίας παρουσιάζονται ως γνήσιοι νομάδες, και τους συναντούμε από τη Θεσσαλία ως την Αττική και από την Ακαρνανία ως τα νότια της Πελοποννήσου. Ατομικά ή συλλογικά, η αρβανίτικη αυτή μετανάστευση εμφανίζεται ως αντίδραση φυγής σε μία κοινωνική καταπίεση που είχε γίνει αφόρητη.
Οι αρβανίτικες φρατρίες ήταν και έμειναν πιστές στην Ελληνική Ορθοδοξία. Όμως οι Αλβανοί ασπάστηκαν θρησκείες όπως ο Μουσουλμανισμός και ο Ρωμαιοκαθολικισμός ανάλογα με τα δικά τους συμφέροντα. Οι Αρβανίτες υπηρετούσαν στο Βυζαντινό στρατό και η Δυναστεία των Παλαιολόγων τους χρησιμοποίησε συχνά σε πολλές στρατιωτικές εκστρατείες. Σε μια περίπτωση, 6.000 Αρβανίτες από την Γλαρέντζα εστάλησαν στο πεδίο μάχης. Στα μέσα του 1454, ένας ηγέτης που ονομαζόταν Πέτρος Μπούας είχε περίπου 30.000 Αρβανίτες υπό την εντολή του.[6]
Επίσης, οι Βενετοί μίσθωσαν πολυάριθμους Αρβανίτες για να υπηρετήσουν ως Stradioti. Με βάση τους υπολογισμούς ενός Γάλλου αυτόπτη μάρτυρα, του Philippe de Commines (1447 - 1511), οι Αρβανίτες επιτήρησαν τις ενετικές περιοχές όπως το Ναύπλιο, ως πεζοί και έφιπποι. Επιπλέον, οι Αρβανίτες αυτοχαρακτηριζόντουσαν ως Έλληνες.[7] Οι Αρβανίτες υπηρέτησαν επίσης στο στρατό του Ερρίκου Η' της Αγγλίας και της Ιρλανδίας (1491 - 1547), διακυρήσσοντας και εκεί την ελληνικότητά τους. [8] Οι Αρβανίτες είχαν θέσεις σε πολλές ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες. Το 1697, οι Αρβανίτες Μιχαήλ Μπούας και Αλέξανδρος Μοσχολέων καταχωρήθηκαν ως υπάλληλοι της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας στη Νάπολη και ως Έλληνες.[9]
Από το σύνολο των μεταναστών, όσοι έφτασαν στην Πελοπόννησο και είχαν εγκατασταθεί σε δυσπρόσιτες ορεινές ζώνες, σχημάτιζαν συμπαγείς ομάδες. Καθώς συχνά δεν είχαν ενδοιασμό να τεθούν υπό τις διαταγές ενός ελληνόφωνου άρχοντα, που ήταν απευθείας απόγονος της παλαιάς αυτοκρατορικής δυναστείας, μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες αποτέλεσαν βασική εστία αντίστασης στους Οθωμανούς. Με την υιοθέτηση κοινής στάσης, οι ελληνο-αρβανίτικες ενώσεις, διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, πολλοί Αρβανίτες συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα (1903) όπως ο Βαγγέλης Κοροπούλης από την Μάνδρα Αττικής.[10]