Η Ελλάδα έχοντας ολοκληρώσει τη δημογραφική της μετάβαση, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα δημογραφική πραγματικότητα, όπου το σύνολο των δημογραφικών δεικτών βρίσκονται σε ανησυχητικό επίπεδο για το πληθυσμιακό μέλλον της χώρας. Οι βασικοί παράγοντες του δημογραφικού προβλήματος βρίσκονται στις συνιστώσες προσδιοριστικές δυνάμεις της δημογραφικής μεταβολής, δηλαδή τη θνησιμότητα, τη γεννητικότητα, την εξωτερική μεταναστευτική κίνηση και την εσωτερική μετανάστευση.
Η αλλαγή των δημογραφικών συνθηκών στην Ελλάδα μπορεί να επισημανθεί μέσω της συγκριτικής μελέτης των 6 μεταπολεμικών απογραφών του πληθυσμού της χώρας. Στις τρεις πρώτες απογραφές ο νόμιμος πληθυσμός ήταν μεγαλύτερος από τον πραγματικό, ενώ στις τρεις τελευταίες συνέβη το αντίθετο.
Ο βασικός λόγος της αντιστροφής της σχέσης πραγματικού-νόμιμου πληθυσμού είναι τα μεταναστευτικά ρεύματα. Πιο συγκεκριμένα από τη σύγκριση των Ελλήνων στο εξωτερικό με τους αλλοδαπούς στην Ελλάδα φαίνεται ότι όταν την ημέρα της απογραφής οι Έλληνες που απουσίαζαν προσωρινά στο εξωτερικό ήταν περισσότεροι από τους αλλοδαπούς που βρέθηκαν στην Ελλάδα, ο νόμιμος πληθυσμός ήταν μεγαλύτερος από τον πραγματικό, ενώ όταν οι αλλοδαποί που βρέθηκαν στην Ελλάδα ήταν περισσότεροι από τους Έλληνες που απουσίαζαν στο εξωτερικό ο πραγματικός πληθυσμός ήταν μεγαλύτερος από τον νόμιμο. Ο πραγματικός πληθυσμός της χώρας αυξανόταν από τη μια δεκαετία στην άλλη στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, αλλά οι ρυθμοί της αύξησής του ήταν πολύ διαφορετικοί (ταχύτεροι τις δεκαετίες του '50 και του '80 και βραδύτεροι τις τρεις άλλες δεκαετίες - ο βραδύτερος ρυθμός σημειώθηκε τη δεκαετία του '60). Η αύξηση του πραγματικού πληθυσμού εξαρτάται από την αύξηση των Ελλήνων και των αλλοδαπών. Οι αυξήσεις αυτές, με τη σειρά τους, εξαρτιούνται από τη φυσική αύξησή τους (δηλαδή τις γεννήσεις μείον τους θανάτους) και τα μεταναστευτικά ρεύματα. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν στοιχεία για τις γεννήσεις και τους θανάτους χωριστά για τους Έλληνες και τους αλλοδαπούς.
Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο πίνακα 2 προκύπτει ότι η αύξηση του πραγματικού πληθυσμού τη δεκαετία:
Α. 1951-1960 οφείλεται κυρίως στη φυσική αύξηση του πληθυσμού. Η αύξηση του πληθυσμού θα ήταν μεγαλύτερη αν στη διάρκεια της δεκαετίας αυτής δεν μετανάστευαν σε διάφορες χώρες πάνω από 200.000 Έλληνες. Η συμβολή των αλλοδαπών στην αύξηση ήταν ελάχιστη (μόλις 3,2%).
Β. 1961-1970 οφείλεται και πάλι στη φυσική αύξηση του πληθυσμού. Και τη δεκαετία αυτή η αύξηση θα ήταν πολύ πιο μεγάλη αν στη διάρκειά της δεν μετανάστευαν - κυρίως προς την τότε Δυτική Γερμανία - σχεδόν 500.000 Έλληνες και μέλη των οικογενειών τους. Η συμβολή των αλλοδαπών στην αύξηση ήταν γύρω στο 10%.
Γ. 1971-1980 οφείλεται κατά τα 2/3 περίπου στη φυσική αύξηση, κατά το 1/4 περίπου στην παλιννόστηση (κυρίως μεταναστών-εργατών από τη Δυτική Γερμανία) και κατά το υπόλοιπο στους αλλοδαπούς.
Δ. 1981-1990 οφείλεται κατά λίγο πάνω από 1/2 στη φυσική αύξηση του πληθυσμού και κατά το υπόλοιπο στην παλιννόστηση τόσο από τη Δυτική Ευρώπη (μεταναστών-εργατών) όσο και από την Ανατολική Ευρώπη (πολιτικών προσφύγων και Ποντίων). Τη δεκαετία αυτή ο αριθμός των αλλοδαπών μειώθηκε.
Ε. 1991-2000 οφείλεται μόλις κατά 3,1% στη φυσική αύξηση του πληθυσμού, κατά 89,4% στους αλλοδαπούς (κυρίως λαθρομετανάστες με τις οικογένειές τους) και κατά 7,5% στην παλιννόστηση.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι τη δεκαετία 1991-2000 τα μεταναστευτικά ρεύματα (αλλοδαπών και παλιννοστούντων) συνέβαλλαν κατά 96,9% στην αύξηση του πληθυσμού, δηλαδή κατά το ίδιο ποσοστό κατά το οποίο συνέβαλλε η φυσική αύξηση (γεννήσεις μείον θάνατοι) στην αύξηση του πληθυσμού τη δεκαετία 1951-1960. Σημειώθηκε μια πλήρης αντιστροφή των ρόλων φυσικής αύξησης και μεταναστευτικών ρευμάτων στην αύξηση του πληθυσμού. Οι δραματικές αυτές εξελίξεις οφείλονται αφενός στον μηδενισμό της φυσικής αύξησης του πληθυσμού και αφετέρου στην αντιστροφή των μεταναστευτικών ρευμάτων (στο γεγονός δηλαδή ότι τη μαζική μετανάστευση των δύο πρώτων δεκαετιών διαδέχτηκε η μαζική παλιννόστηση τις δύο επόμενες και η ακόμα πιο μαζική εισροή στη χώρα μεταναστών και λαθρομεταναστών την τελευταία δεκαετία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα).
Ο μηδενισμός της φυσικής αύξησης του πληθυσμού οφείλεται από τη μια μεριά στη μείωση των γεννήσεων κατά 33,7% και από την άλλη στην αύξηση κατά 73,2% των θανάτων (η οποία οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού). Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι στη δεκαετία 1991-2000 ένα ποσοστό των γεννήσεων ήταν από αλλοδαπές μητέρες. Αν από το σύνολο των γεννήσεων αφαιρεθούν οι γεννήσεις αυτές, τότε (δεδομένου ότι οι θάνατοι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία θάνατοι Ελλήνων) αντί για φυσική αύξηση είχαμε φυσική μείωση (δηλαδή οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις) των Ελλήνων τη δεκαετία 1991-2000.
Η δημογραφική γήρανση χαρακτηρίζεται από τη συνεχή αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων ατόμων στον συνολικό πληθυσμό με ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού των παιδιών και συρρίκνωση των παραγωγικών ηλικιών. Η καθοδική πορεία της γεννητικότητας οφείλεται τόσο στη μεγάλη ελάττωση του αναπαραγωγικού πληθυσμού, όσο και στη συνεχιζόμενη μείωση του αριθμού των πολυτέκνων οικογενειών. Ο Ελληνικός αναπαραγωγικός πληθυσμός συνεχώς περιορίζεται. Αναμφισβήτητα, τα αίτια της υπογεννητικότητας δεν είναι μόνο οικονομικά, είναι και ηθικά και κοινωνικά και ψυχολογικά. Οι πλούσιες οικογένειες αποφεύγουν τα παιδιά και οι αναπτυγμένες και πλούσιες χώρες παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη γήρανση. Οι περισσότερες από τις χώρες της Ευρώπης παρουσιάζουν πληθυσμιακή γήρανση. Στοιχεία ενίσχυσης της υπογεννητικότητας είναι η έκτρωση και η αντισύλληψη, που προκαλούν στειρότητα σε μεγάλο ποσοστό. Το 5% των γυναικών που θα υποστούν έκτρωση, μένουν στείρες. Η Ελλάδα έχει το ρεκόρ εκτρώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπερνώντας τις 300.000 το χρόνο. Η χαλάρωση των κοινωνικό-θρησκευτικών αρχών, η έκτρωση και η αντισύλληψη, η αύξηση των διαζυγίων και η αύξηση των μονογονικών οικογενειών -κυρίως μητέρα με ένα παιδί- καθώς και η αρνητική στάση των νέων ζευγαριών απέναντι στην οικογένεια και την τεκνογονία, σε συνδυασμό με τη μετανάστευση και την αστικοποίηση των αγροτών, είναι οι βασικοί παράγοντες της δημογραφικής κρίσης.
Οι συνέπειες που προκύπτουν από τη μείωση της γεννητικότητας έχουν ποσοτικό και ποιοτικό χαρακτήρα:
Α) Το ένα ή δύο παιδιά που αποκτά σήμερα, κατά μέσο όρο, η ελληνική οικογένεια, δεν εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή του ελληνικού πληθυσμού. Ο δείκτης γονιμότητας των γυναικών σε γόνιμη ηλικία έχει περιοριστεί στο 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, έναντι του 2,1 που είναι απαραίτητο για την αναπαραγωγή του εγχώριου πληθυσμού.
Β) Εκτός όμως από τις καθαρά ποσοτικές συνέπειες του φαινομένου, μεγαλύτερη σπουδαιότητα παρουσιάζουν οι ποιοτικές επιπτώσεις, δεδομένου ότι, η διάρθρωση του πληθυσμού κατά ομάδες ηλικιών, επηρεάζεται σημαντικά. 'Έτσι οι ηλικίες 0-14 και 15-64 ετών μειώνονται αναλογικά, ενώ αυξάνεται η ομάδα 65 ετών και άνω, οδηγώντας σε γήρανση του πληθυσμού, με όλες τις κοινωνικο-οικονομικές της επιβαρύνσεις. Η αποδυνάμωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού 15-64 ετών και η δυσανάλογη αύξηση των οικονομικών βαρών για τις νεότερες ομάδες ηλικιών, αποτελεί άμεση συνέπεια της γήρανσης αυτής.
Η Παραγωγή, η Κατανάλωση και το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν επηρεάζονται αρνητικά από το δημογραφικό πρόβλημα, ενώ παράλληλα δημιουργούνται και άλλες κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού και κυρίως: η αύξηση των δαπανών και η δυσκολία στην εξεύρεση οικονομικών πόρων για τις συντάξεις. Οι δημογραφικές εξελίξεις έχουν αρνητική επίδραση στην χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, πυροδοτώντας κινδύνους για την λειτουργία των ασφαλιστικών ταμείων. Για πρώτη φορά στον ασφαλιστικό τομέα αποκαλύφθηκε η δραματική αλήθεια ότι: πάνω στη συρρικνούμενη συνεχώς ομάδα νέων, που καλείται να αναλάβει τα αυξανόμενα βάρη του ραγδαία αυξανόμενου αριθμού ηλικιωμένων, η οικονομική πίεση θα είναι συντριπτική και θα οδηγήσει στην αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, στη μείωση των συντάξεων και, τελικά, στη χρεοκοπία των ασφαλιστικών ταμείων. Η δημογραφική γήρανση και η ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου επιδεινώνουν παράλληλα και την ήδη χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα της Ελλάδας, την πιο χαμηλή στην Ε.Ε.
*Θανάσης Ζεκεντές είναι Οικονομολόγος MSc και Αντιδήμαρχος Αταλάντης.