Όταν άρχισε η Ελληνική Επανάσταση, η Αγγλία ήταν ενταγμένη στην Πενταπλή Συμμαχία: Ρωσία, Αυστρία, Πρωσία, Αγγλία και Γαλλία. Η πολιτική της ήταν παράλληλη με την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Ερύθμισαν έτσι τα πράγματα, ώστε να διατηρήσουν τα κεκτημένα και να καταπνίξουν κάθε φιλελεύθερη κίνηση των λαών.
Γιʼ αυτό και ο Άγγλος αρμοστής στα Επτάνησα Μαίτλαντ ακολούθησε φιλοτουρκική πολιτική και πολιτεύτηκε σαν ψυχρός εκτελεστής της πολιτικής της Κυβερνήσεώς του. Αυτός πούλησε και την Πάργα στον Αλή Πασά το 1819.
Σταθερή πολιτική της Αγγλίας ήταν: Τα συμφέροντά της επέβαλαν διατήρηση φιλικών σχέσεων με την Τουρκία και ενίσχυσή της στις επεκτατικές βλέψεις της Ρωσίας. Ο φόβος όμως ότι η Ρωσία με την εύνοιά της στην Ελληνική Επανάσταση θα οδηγούσε στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θα εδημιουργείτο μεγάλο χριστιανικό κράτος, που θα ήταν στην επιρροή της Ρωσίας, επέβαλε στροφή (εν μέρει) της αγγλικής πολιτικής μετά το 1825 υπέρ των αγωνιζομένων Ελλήνων.
Επιδίωκε τη δημιουργία Ελληνικού Κράτους, αλλά με όσο το δυνατό περιορισμένα όρια. Έτσι θα είχε «και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο». Ικανοποιούσε το αίτημα των Ελλήνων για δημιουργία κράτους, αλλά δεν αφαιρούσε και από την Τουρκία πολλά εδάφη. Συγκεκριμένα ήθελε για την Ελλάδα την Πελοπόννησο και μερικά νησιά. Αυτό θα ήταν το Ελληνικό Κράτος.
Έτσι, με διπλωματικά τερτίπια οι Άγγλοι το 1825 επέτυχαν να εκμαιεύσουν έγγραφο-αίτηση των ηγετών της Επανάστασης, με το οποίο «Το Ελληνικόν Έθνος θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της ιδίας ελευθερίας, ανεξαρτησίας και πολιτικής του υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Α.Μ. του Γεωργίου Δʼ».
Με τον ίδιο τρόπο το 1827 πέτυχαν να πείσουν την Εθνοσυνέλευση να διορίσει τον Άγγλο στρατηγό Τσωρτς αρχιστράτηγο και τον Κόχραν ναύαρχο, αρχηγό του στόλου.
Πρέπει να σημειώσουμε, ότι μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Κιουταχής προχώρησε και κατέλαβε την Αθήνα. Είχε όμως ισχυρό αντίπαλο τον Καραϊσκάκη, τον οποίον η κυβέρνηση Ζαΐμη διόρισε αρχιστράτηγο της Ανατολικής Ελλάδος. Επέτυχε σημαντικές νίκες κατά του Κιουταχή. Όμως, τελικά οι Έλληνες οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη και εσχημάτισαν στρατόπεδο στην Ελευσίνα.
Ο Κιουταχής πολιορκούσε την Ακρόπολη. Η στρατηγική του Καραϊσκάκη απέβλεπε στη λύση της πολιορκίας σύμφωνα με την τακτική που ακολουθούσε μέχρι τώρα. Με τον τρόπο αυτό η επανάσταση θα εδραιωνότανε και πάλι στη Στερεά Ελλάδα. Αλλά αυτό ήταν ακριβώς που δεν ήθελαν οι Άγγλοι. Γιʼαυτό και στη συνάντηση, που έγινε στο Κερατσίνι οι Τσωρτς και Κόχραν διαφώνησαν με τον Καραϊσκάκη. Έτσι, ετοίμασαν την επίθεση που θα οδηγούσε στην καταστροφή. Ως ημέρα επιθέσεως ορίστηκε η 23η Απριλίου.
Την παραμονή, όμως, με ύπουλο τρόπο πληγώθηκε θανάσιμα ο Καραϊσκάκης. Μετακομίστηκε στο πλοίο του Τσωρτς, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή την άλλη ημέρα. Ο νεκρός Καραϊσκάκης μεταφέρθηκε στη Σαλαμίνα και ετάφη στο ναό του Αγίου Δημητρίου. Η Κυβέρνηση διέταξε εθνικό πένθος σε όλη την Ελλάδα. Όταν έμαθαν οι Τούρκοι τον θάνατο του Καραϊσκάκη εφώναζαν από τα χαρακώματά τους προς τους απέναντι Έλληνες: «Δεν υπάρχει πια ο Καραϊσκάκης. Πρέπει να ντυθείτε στα μαύρα». Η αναγνώριση από τον αντίπαλο της αξίας ενός ήρωα έχει την μεγαλύτερη βαρύτητα!..
Αφού έφυγε από τη μέση το εμπόδιο, ο Καραϊσκάκης, στις 24 Απριλίου οι «φιλέλληνες» αρχηγοί Τσωρτς και Κόχραν οδήγησαν τους Έλληνες στη σφαγή. Η επιχείρηση κακώς σχεδιάστηκε και χειρότερα εκτελέστηκε. Είχαν σχεδιάσει να επιτεθούν τη νύχτα, αλλά η απόβαση των στρατευμάτων και η μετακίνηση κράτησαν όλη τη νύχτα. Το πρωί οι οπλαρχηγοί εβάδισαν με αταξία χωρίς συνοχή και τάξη και έτσι έπεσαν εύκολη λεία του δραστήριου και στρατηγικού αντιπάλου. Ο Κιουταχής επιτέθηκε στους Έλληνες με όλες τις δυνάμεις του. Το μικρό σώμα των τακτικών «συνετρίβη», το ιππικό καταπάτησε τους άτακτους, οι οποίοι δεν είχαν τα μέσα να κατασκευάσουν ταμπούρια.
Μετά από λίγο σε πλήρη αταξία έφυγαν οι Έλληνες προς τη θάλασσα, κυνηγημένοι από το τουρκικό ιππικό. Πολλοί ρίχτηκαν στη θάλασσα και πνίγηκαν… Η καταστροφή στο Φάληρο ήταν η πιο αιματηρή από όσες εγνώρισαν οι Έλληνες στη διάρκεια του μεγάλου αγώνα. Πάνω από 1.500 άνδρες σκοτώθηκαν. Την επομένη της νίκης τους οι Τούρκοι παρέταξαν στη σειρά τους 250 αιχμαλώτους και τους αποκεφάλισαν. Μετά την καταστροφή η Ακρόπολη δεν ήταν δυνατό να κρατηθεί.
Η φρουρά εσυνθηκολόγησε με τον όρο να αποχωρήσει με τα όπλα και τις αποσκευές. Έτσι, η επανάσταση έσβησε σε όλη τη Στερεά Ελλάδα. Οι Άγγλοι έβλεπαν να μένει για το Ελληνικό Κράτος η Πελοπόννησος και μερικά νησιά.
Η σωτηρία της Ελλάδος ήλθε από τον Καποδίστρια, ο οποίος από το εξωτερικό εγνώριζε καλά πρόσωπα και καταστάσεις στην Ελλάδα. Αρχές 1828 έφθασε στην Ελλάδα. Πριν αποβιβασθεί στο Ναύπλιο, πήγε στη νήσο Κάλαμο. Εκεί έμενε αδρανής ο οπλαρχηγός Βαρνακιώτης. Είχε έλθει σε ρήξη με τους άλλους οπλαρχηγούς.
Ο Καποδίστριας γνώριζε τις ικανότητές του. Τον χτύπησε στο φιλότιμο και του ανέθεσε την αρχιστρατηγία της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Στην Ανατολική έστειλε τον Δημήτριο Υψηλάντη και έτσι αναζωπυρώθηκε η επανάσταση σε όλη τη Στερεά Ελλάδα.
Με πολλή προθυμία ο Βαρνακιώτης υπάκουσε στον Καποδίστρια και κατόρθωσε μέσα σε λίγο χρόνο να διώξει τους Τούρκους από το Ξηρόμερο (αρχές 1829) και συντέλεσε πάρα πολύ στην παράδοση του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού στους Έλληνες στις 2 Μαΐου 1829 («ΗΛΙΟΣ» τόμος Δʼ σελ. 178).
Συνάντηση Καραϊσκάκη – Κιουταχή
Με την ευκαιρία, έχει ενδιαφέρον να γίνει λόγος για μια συνάντηση του Καραϊσκάκη με τον Κιουταχή: Στις 9 Αυγούστου 1826 εναυλοχούσε στο Φάληρο ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ και δέχτηκε στην φρεγάτα του την επίσκεψη του Κιουταχή και του Ομέρ Πασά και της ακολουθίας τους. Την ώρα που οι Τούρκοι στρατηγοί βρίσκονταν ακόμη στη μεγάλη αίθουσα του πλοίου, πλησίασε το ψαριανό πλοίο του Γιαννίτση με τον Καραϊσκάκη μέσα. Ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε τον Δεριγνύ ότι ήθελε να τον επισκεφθεί. Ο Γάλλος ναύαρχος, αφού είχε δεχθεί τον Τούρκο στρατηγό, δεν ήταν δυνατό να αρνηθεί την επίσκεψη στον Έλληνα και παράγγειλε να τον φέρουν, ή του εζήτησε ο Κιουταχής να φέρει εκεί τον Καραϊσκάκη, ή σκηνοθέτησε ο ίδιος την ταυτόχρονη επίσκεψη για να δει αντιμέτωπους τους δύο αντιπάλους…
Ο Καραϊσκάκης οδηγήθηκε στην αίθουσα της φρεγάτας ακολουθούμενος από τον Χρηστίδη και άλλους τρεις. Μόλις βρέθηκαν αντιμέτωποι οι στρατηγοί έδειξαν έκπληξη και ταραχή και οι δύο. Ο Καραϊσκάκης υποπτεύθηκε παγίδα και είπε σιγά τον Χρηστίδη, ενώ έπιασε τη λαβή του σπαθιού του: «Ορέ Χρηστίδη, μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά;». Ο Χρηστίδης τον καθησύχασε και ο Δεριγνύ παρουσίασε τους δύο στρατάρχες τον ένα προς τον άλλον. Ο Καραϊσκάκης προχώρησε δύο βήματα προς τον Κιουταχή. Χαιρέτησε με ελαφρά κλίση της κεφαλής και φέροντας το δεξί χέρι στο στήθος και κάθησε. Έκλινε και ο Κιουταχής την κεφαλή αγέρωχα και είπε πρώτος στον Καραϊσκάκη: «Τι κάνεις, Καραϊσκάκη; Ήλπιζα να έρθεις στα Μπιτόλια να με προσκυνήσεις και να σου δώσω όλα τα βιλαέτια από την Αθήνα ως την Άρτα».
Αυτό ήταν ένα είδος προτάσεως του Κιουταχή προς Έλληνα στρατηγό. Ο Καραϊσκάκης του απάντησε: «Εγώ να σε προσκυνήσω; Αν είσαι Ρούμελη Βαλεσής (Αρχιστράτηγος της Ρούμελης) εσύ, είμαι και εγώ Ρούμελη Βαλεσής. Και αν ήξερε η Διοίκησίς μου ότι μιλούμε τώρα μαζί, θα με κρεμούσε και μένα και δεκαπέντε χιλιάδες στρατεύματα που έχω στην Ελευσίνα».
Ο Καραϊσκάκης υπερέβαλε τον αριθμό των δυνάμεών του για να δειλιάσει τον Κιουταχή.
- Και πώς μπορεί να σε κρεμάσει; είπε ο Κιουταχής.
- Μήπως δεν σε κρεμάει εσένα ο σουλτάνος όταν θέλει; Ναι ή όχι;
- Ναι γιατί τον έχω βασιλιά.
- Λοιπόν με κρεμάει και μένα η Διοίκησις, γιατί την έχω βασίλισσα.
Ο Κιουταχής μειδίασε και έφυγε πρώτος από την αίθουσα και από τη φρεγάτα με τη συνοδεία του. Την άλλη μέρα ο Τούρκος στρατάρχης απέστειλε στον Καραϊσκάκη στην Ελευσίνα «φιλέματα»: Καφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης ανταποδίδοντας τα φιλέματα απέστειλε στον Κιουταχή ένα φόρτωμα κρασί…
Ιπποτικές φιλοφρονήσεις μεταξύ αντιπάλων στρατηγών, που ενθύμιζαν ατμόσφαιρα ρωμαντικών χρόνων… (Διον. Κόκκινου «Η Ελληνική Επανάστασις», Τόμος 10ος, σελ. 255, εκδ. 1957).
Γράφει: Αθανάσιος Δέμος